Amfipoli News: Διόνυσος, ο θεός που τα έχει... 400 - του Γ. Λεκάκη

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Διόνυσος, ο θεός που τα έχει... 400 - του Γ. Λεκάκη



 


Ο θεός Διόνυσος[*] νεαρός.

(Στο πλήρες άγαλμα κρατά και έναν μικρό πάνθηρα).
Μαρμάρινο άγαλμα συνολικού ύψους 1,60 μ.
από την έπαυλι / βίλα της Somma Vesuviana (γνωστή ως Villa Αυγούστου).
Χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ. - 1ο αι. μ.Χ.
Πρόκειται – λένε – για «αντίγραφο» του ελληνικού πρωτοτύπου
του Πραξιτέλους (375 - 330 π.Χ.).
Ευρίσκεται στο Ιστορικό Αρχαιολογικό Μουσείο Nola,
στην Νεάπολη Καμπανίας,
Μεγάλης Ελλάδος / Κάτω Ιταλίας.

Ο κατ’ εξοχήν θεός των Ελλήνων 

με τα πολλά επίθετα:

Ο Διόνυσος τα έχει... 400

ΟΝΟΜΑΤΑ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΨΑΧΝΟΥΝ
ΝΑ ΟΝΟΜΑΤΙΣΟΥΝ ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ ΤΟΥΣ 

Ο κατ’ εξοχήν θεός των Ελλήνων, αυτός που αντιπροσώπευε κυρίως την «έξω καρδιά» του Έλληνος, ήταν ο θεός Διόνυσος[*], θρακικής καταγωγής. Κι αυτός – όπως και η Αθηνά και ο Απόλλων και ο Ζευς, κ.ά. – έφερε περισσότερα από 400 επίθετα, όπως ακριβώς σήμερα οι άγιοι του χριστιανισμού φέρουν κατά τόπους άλλα, ιδιαίτερα ονόματα-επίθετα, τα οποία δεν αλλάζουν την ουσία τους, αλλά τους προσδίδουν μόνο κάποια ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν αναγνωρίζονται λίγα χωριά παραπέρα…

Ο Διόνυσος - και Βάκχος καλούμενος - ήταν υιός του Διός και της Σεμέλης, της θυγατρός του βασιλέα των Θηβών Κάδμου. Λατρευόταν ως θεός της αμπελουργίας και της εν γένει παραγωγού δυνάμεως της γης. Ετιμάτο κυρίως στην πόλη των Θηβών και την Νάξο, αλλά γρήγορα με τα ταξείδια τους οι Έλληνες διέδωσαν την λατρεία του εύχαρι Θεού  έως τις Ινδίες...

Έτσι, λοιπόν, ο Διόνυσος απαντάται με τα εξής επίθετα στην αρχαία ελληνική γραμματεία:

Αβροκόμης, Αγλαόδωρος, Αγλαόμορφος, Αγλαός, Αγνός, Αγνοτελής, Άγρας / Αγρεύς, Άγριος, Αγριώνιος (στον Ορχομενό Βοιωτίας για χάρη του τελούνταν τα Αγριώνια), Αγροίκος, Αδάκρυτος, Αδήριτος, Αδωνεύς, Αεξίφυτος, Αθήητος, Αιγοβόλος (στις Ποτνιαίς της Βοιωτίας λ.χ.), Αιγύπτιος, Αιθιοπικός, Αιολόμορφος, Αισυμνήτης[**] (σχετική η Αισύμη Έβρου Θράκης), Ακερσικόμας, Ακήρυκτος, Ακοίμητος, Ακόρητος, Ακρατοφόρος (από τον οπαδό του Άκρατο στην Μουνυχία), Ακροκάλιξ, Αλεξητήρ, Αληθής, Αλύσιος, Αμαίμακτος, Άμβροτος, Αμείδητος, Αμήτωρ, Αμπελόης, Αμπελοφύτωρ, Αμφιετηρής, Αμφιετής, Αμώμητος, Άναλκις, Άναξ, Ανθεύς, Άνθιος, Ανθρωπορραίστης, Ανώτατος, Αοίδιμος, Απαλός, Απειλητήρ, Απειρόμοχθος, Απένθηρος, Απήμων, Αρεύς, Αρήιος, Αριπρεπής, Αροεύς, Άρρητος, Αρσαφής (στους Αιγυπτίους), Αρχέγονος, Αρχέκακος, Ασίδηρος, Ασκητής, Αστροχίτων, Ατάρβητος, Άτρομος, Αυξητής.

Βακχείος, Βακχεπαιάν, Βακχεύς, Βακχεύτωρ, Βάκχος, Βασαρεύς, Βασιλεύς, Βλοσυρός, Βοιωτός, Βοκραιρός, Βοτρυόεις, Βοτρυόκοσμος, Βοτρυοχαίτας, Βοτρυφόρος, Βριαρός, Βρισαίος, Βρόμιος (ένεκα του κρότου των βροντών και των κεραυνών μετά των οποίων ήλθε ο πατέρας του Δίας, στην Σεμέλη, όταν αύτη ήταν έγκυος), Βροτοσόος.

Γαληναίος, Γαμοστόλος, Γελόως, Γηθόσυνος, Γιγαντολέτης, Γιγαντοφόνος, Γίγων, Γονόεις (απ’ την πόλη Γονείς της Θράκης, την μετέπειτα Αδριανούπολη), Γοργυεύς, Γυναιμανής.

Δασύλλιος (στα Μέγαρα), Διάκοσμος, Δίγονος, Διθύραμβος, Διμάτωρ / Διμήτωρ [ως υιός και της Δήμητρος / Περσεφόνης(***)], Δίμορφος, Διογενής, Δισσοτόκος, Διφυής, Δολόεις, Δορυκτιπόλος, Δορυσόος, Δόσερος, Δουσαρεύς, Δρακοντοκόμος.

Εγερσίγελως, Εγερσίκορος, Εγερσίκωμος, Εγερσίμοθος, Ειραφιώτης, Ελελεύς, Ελεύθερος / Ελευθερεύς (στις Ελευθερές Βοιωτίας), Ελυγεύς, Ένδενδρος (στην Βοιωτία), Ένορχος ή Ενόρχης (στην Σάμο), Επάφιος, Επιλήνιος, Ερεβίνθιος / Ερεβίνθινος, Ερίβρομος, Ερνεσίπεπλος, Ερωμανής, Ευαστήρ, Ευβουλεύς, Εύβουλος, Εύθυρσος, Ευΐερος, Εύιος, Ευπεμάλος, Ευπολύβουλος, Ευρυχαίτης, Ευστέφιος, Εύυμνος, Ευώδης.

Ζαγρεύς [ο παλαιοτέρος Βάκχος, τον οποίο εγέννησε μεν ο Ζευς εκ της Περσεφόνης(***), εφόνευσαν δε οι Τιτάνες, ευθύς μετά την γέννησή του], Ζαγρής, Ζάθεος, Ζάλοχος, Ζέων, Ζηλαίος, Ζηλήμων, Ζηλοδοτήρ, Ζυγόδεσμος, Ζωογόνος.

Ήβων, Ηδόθροος, Ηδυπότης, Ηδύς, Ηπεροπεύς, Ήπιος, Ηρικεπαίος.

Θαλασσόμοθος, Θαλασσόπονος, Θαλασσοπόρος, Θεηγενής, Θέοινος, Θέρμιος, Θεσμοφόρος, Θηβαιγενής, Θηλυμανής, Θηλύμορφος, Θηλύφρων, Θιασώτης, Θομωλίων, Θρασύς, Θρήιξ, Θριαμβοδιθύραμβος, Θυρσαχθής, Θυρσομανής, Θυρσοτινάκτης, Θυρσοφόρος, Θυωναίος (Θυωνεύς ή Θυωνίδας εκ της Θυώνης, άλλο όνομα της μητρός του Σεμέλης).

Ίακχος (μυστικό όνομα του Βάκχου στα Ελευσίνια μυστήρια,) Ικάριος, Ιμερόεις, Ιμερτός, Ινδολέτης, Ιοβάκχος, Ιοπλόκος, Ισοδαίτης.

Καδμείος, Καθηγεμών, Καλεσίχορος, Καλλίνικος, Κάλλιστος[6*], Καλλωνάτης, Καλός, Καλυδώνιος, Κάρπιμος, Καρυβαρέων, Καρυμβοφόρος, Κελαδεινός, Κεραός, Κερασφόρος, Κεφαλλήν, Κισσός (επειδή το ιερό φυτό του ήταν ο κισσός, και εξ αυτού Κισσόβρυος, Κισσοκόμος, Κισσοστέφανος, Κισσοφόρος, Κισσοχαίτας, Κισσοχαρής, Κισσοχίτων), Κρήσιος, Κρύφιος, Κρυψίγονος, Κύβηλος (ως η Κυβέλη, η οποία στην Φρυγία ελατρεύετο επίσης ως θεά της γονιμότητος), Κωμαίος, Κωμαστής.

Λαγαβόλος, Λαμπτήρ, Λευκανίτης / Λευκυανίτης (στην Ήλιδα[4*]), Λευκοχίτων, Ληθικηδής, Ληναίος, Λικνίτης, Λιποπτόλεμος, Λυαίος, Λυδός, Λυσιμελής, Λυσιμέριμνος, Λύσιος, Λυσιπαίγμων, Λυσίπονος, Λυσίφρων, Λυσσάς.

Μαιναδικός, Μαινόμενος, Μαιόνιος (στην Μαιονία χώρας της Λυδίας), Μανιακός, Μαρωναίος, Μεγασθενής, Μεθυδώτης, Μεθυμναίος, Μεθυσραλής, Μειλίχιος, Μελαναιγής, Μελλόγαμος, Μελπόμειος / Μελπόμενος, Μενεπτόλεμος, Μενώλιος, Μεσατεύς (στην Μεσάτιδα Αχαΐας λ.χ.), Μητρηφόρος, Μητροτρεφής, Μόρηχος (στην Σικελία, εκ του ρήματος μορύσσω, διότι κατά τον τρυγητόν άλειφαν το πρόσωπο αυτού με χυμό σταφυλιού), Μυγδένιος, Μυριόμορφος, Μύστης.

Νάξιος, Ναρθηκοφόρος, Ναυαγός, Νεβριδόπεπλος, Νεβροχίτων, Νεβρωδεύς, Νηπενθής, Νυκτέλιος, Νυκτέριος, Νυκτοπόλος, Νυκτοφαής, Νυσαίος, Νυσήϊος.

Ξανθοκάρηνος, Ξενοδώτης, Ξυνός, Ξυστοβόλος.

Οβρομόθυμος, Οινοβαρής, Οινοδότης, Οινόφυτος, Οινόχυτος, Οίνοψ, Οιστρήεις, Οργίλιος, Όργιος, Οργιοφάντης, Ορειμανής, Ορεσικόμος, Ορεσίτροφος, Ορεσιφοίτης, Ορέσκιος, Ορθός, Ορίβακχος, Οριπλανής, Ορισίνομος, Οριτρεφής, Ορμάδιος, Ορχηστήρ, Ουροτάλτ (στους Άραβες), Οψίγονος.

Παιδοκόμος, Παλαιγενής / Παλαιότερος, Παντοδυνάστης, Παρίπολος, Παυσίπονος, Πατρώος, Περικιόνιος, Περισθενής, Πλαγκτήρ, Ποθόβλητος, Ποθυνός, Ποκιλόβουλος, Πολίτης, Πολυβλέφαρος, Πολύβουλος, Πολυγηθής, Πολυειδής, Πολύκωμος, Πολυπάρθενος, Πολυπότης, Πολυστάφυλος, Πολυστέφανος, Πολυώνυμος, Πολύυμνος, Πρωτόγονος, Πυρίβρομος, Πυριπνείων, Πυρίσπορος, Πυριφεγγής, Πυρογενής.

Ραδινός, Ρηνοχοριεύς, Ρηξίνοος, Ρηξίχθων, Ρικνώδης, Ροιζήτωρ, Σαβάζιος (στην Φρυγία, λατρευόμενος με μυστηριακές τελετές μόνο από γυναίκες), Σαβάσιος, Σακίτης, Σάτυρος, Σαώτης, Σεμεληγενέτης, Σεμεληεύς, Σκηπτούχος, Σκιρτητής, Σταφυλικόμος, Συκίτης (στην Λακωνία, γιατί πρώτος αυτός εδίδαξε εκεί την καλλιέργεια της συκής), Σφάλτης, Σφελασφόρος, Σωτήρ.

Τανυπλόκαμος, Ταυροκέφαλος, Ταυρόκερως, Ταυρόκρανος, Ταυρομέτωπος, Ταυρόμορφος, Ταυροφαής, Ταυροφόνος, Ταύρος, Ταυρωπός, Ταχύμηνις, Τελετάρχης, Τερψίβροτος, Τρίγονος, Τριφυής, Τρύγωνος, Τυρρηνολέτης, Τυφλός.

Υγρόμυθος, Υγρός, Ύης (από την μητέρα του Σεμέλη, η οποία ελέγετο και Υη, εκ της καρπογόνου υγρασίας του υετού, εξ ου και οι νύμφες Υάδες), Υλήεις, Υμενήιος, Υπναλέος, Υπνόεις, Υπνοφόβης, Υποβρύχιος, Υποκόλπιος.

Φαυστήριος, Φεραυγής, Φηρομανής, Φιλάγρυπνος, Φιλάκριτος, Φιλάλυπος, Φιλίυϊος, Φιλόβοτρυς, Φιλομειδής, Φιλοπαίγμων, Φιλοπευθής, Φιλόπτορθος, Φιλόσαρθμος, Φιλοσκόπελος, Φιλοστάφυλος, Φιλόστοργος, Φιλοτίμητος, Φιλοχορευτής, Φλέων (ή Φλίος, επειδή ήταν «αφθονίας πάροχος» και ανέπτυσσε την γονιμότητα φυτών και δένδρων, εξ αυτού ονομάσθη Φλιούς η πόλη της Σικυώνας Κορινθίας), Φοιταλιώτης, Φρενοθελγής, Φρικτός, Φυγαλώς, Φυγοπτόλεμος, Φυτηκόμος.

Χαλίφρων, Χαλκιχίτων, Χαρίεις, Χθόνιος, Χλαόκαρπος, Χοιριμανής, Χορευτής[5*], Χοροτερπής, Χοροίτυπος, Χοροπλεκής, Χρύσασπις, Χρυσεγχής, Χρυσεομύτρας, Χρυσόκερως, Χρυσοκόμης, Χρυσωπής.

Ψευδολέας, Ψεύστης, Ψίλας, Ψορομηδεύς, Ψυχαδαϊκτης, Ψυχιπλανής.

Ωμάδιος (στην Χίο και την Τένεδο, επειδή κατά την εορτή του επιτρεπόταν η ωμοφαγία), Ωμηστής / Ωμητής, Ωρεσίλοιπος, Ώριος, κ.ά.

Ωραιότατα ονόματα, για τους οινοπαραγωγούς που ψάχνουν ονόματα για τα κρασιά τους…

Για περισσότερα:Νόννος «Διονυσιακά», κ.ά.


[*] Διόνυσος / Διόννυσος ή και Διώνυσος ή και Δεύνυσος / Ζόννυσος (αιολ.), Διένυσος (IG12(7).78 Αμοργός) < Διόσνυσος < Δίας + Νύσα < Μυκην. δι-wo-nu-so, δι-wo-nu-so-jo, γεν. Diwonusoio, δοτ. diwonuso
         Διώνυσος (Ιλ.6.132. Ησ. Θ.947. Πίνδ.Ο.13.18. IG 7.3210.2 (Ορχομενός 3ος αι.)
        > Διένυσος 
        > Ζόννυσος λεσβ. (Αλκ.129.9, IG 12(2).69a.5 (Μυτιλ. 2ος/3ος).
        > Δίννυσος (SEG 32.1243.12 (Κύμη 1ος)
        > Δίνυσος (IGD Ολβία 80 (Berezán 4ος αι.), IG 12.Suppl.32 (Μυτιλ. 2ος / 3ος )
        > Δεύνυσος (Ανακρ. 14.11, 16.2, EM 259.28G.
        > Δεόνυσος (Σάμος, EM 259.30G)
        > Διόνυξος (Κορν.ND 30, σχ.Er.Il.14.325a).
        > Διϝόνυσος (SEG 29.360 (Άργος 4ος )
        > Διόνουσος (IG 7.1786 (Θεσπιαί Βοιωτ.),
        > Διώνουσος (IG 7.2468a (Βοιωτ.)
Υποκοριστικό Διονῦ (Φρυν. Κομ. 10), Διονυσίσκος > διοννύς, διονύς, ο γυναικίας και παράθηλυς > διοννύς· ἡ γυναικεία καὶ θῆλυς ἐσθής (Ευστάθ.).
ΠΗΓΗ: Ομ. Ιλ. Ζ.132, Ξ.325. Οδ. λ,324, ω,74Ησ., Βακχυλ. 8.98. Σοφ. Αντ. 957. Συλλ. Επιγρ. 230. Hallager κ.ά. 1992 και 1997.

[**] αἰσυμνήτης (ο), θηλ. αἰσυμνῆτις, ιδος, -ον και αἰσυμνίτης = ὁ διατάττων τοὺς ἀγῶνας, ᾑρημένος ὑπὸ τοῦ λαοῦ, κοσμήτωρ, κριτὴς τῶν ἀγώνων, ὡς τὸ βραβεύς, καθόλου (= καθολικός), πρόεδρος, διευθυντής, ἔφορος.
ΙΙ. κυβερνήτης, ἄρχων, ᾑρημένος ὑπὸ τοῦ λαοῦ, ἡγεμὼν αἱρετός, (αἱρετὸς τύραννος), οὐχὶ ἀναγκαίως ἰσόβιος, ἄρχοντές τινες οὕτω καλούμενοι παρὰ Μεγαρεῦσι, συναρχίαι προεβουλεύσαντο ποτί τε τοὺς αἰσιμνάτας τὰν βουλὰν καὶ τὸν δάμον, καί, χρήματα δαμεύειν τοὺς αἰσιμνάτας, αὐτόθι.
ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ dictator / δικτάτωρ.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: < ἐκ τοῦ αἴσης μνήσασθαι - Μ. Ἐτυμ.  Κούρτιος.
ΠΗΓΗ: Ομ. Οδ. θ,258. Θεόκρ. 25.48. Αριστ. Πολ. 3.14,8 και 9., 4.10,2. Επιγρ. Μεγάρων 3016, 3045,5. Σοφ. Ο.Τ. Λεξ. Αρχαιολ. 2. Διον. Αλ. 5.73. Λεξικον ΣΟΥΔΑΣ.
[4*] Ο Διόνυσος έχει σχέση και με τον ήλιο: "τῷ ἀφ' Ἡλίου νέῳ Διονύσῳ θεῷ μεγάλῳ ἐπηκόῳ" (- SEG 11.4 Αίγινα, 2ος / 3ος). 
[5*] χοροὺς δύο ἐπέδωκεν τεῖ Δήμητρι καὶ τεῖ Κόρει καὶ τοῖ Διονύσωι - IG 22.1186.14 (5ος αι.).
Και ο Κλεισθένης "χοροὺς μὲν τῷ Διονύσῳ ἀπέδωκε" Ηρόδ.5.67.
[6*] Δύο οι κάλλιστοι νέοι: Διόνυσος και Απόλλων - "παῖδας καλλίστους ὡς Διονύσους καὶ Ἀπόλλωνας" Β.Αισώπ.G,16.

ΠΗΓΗ: Στήλη "Ελληνικό Λεξικό" του Γ. Λεκάκη στην εφημερίδα Έθνος της Κυριακής, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου