Amfipoli News: Οι «Σκοτεινοί αιώνες» της Κρήτης: Από το 961 ως το 1204 - Οι Σλάβοι στην Κρήτη

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Οι «Σκοτεινοί αιώνες» της Κρήτης: Από το 961 ως το 1204 - Οι Σλάβοι στην Κρήτη





Η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες (961)- Ο Νικηφόρος Φωκάς- Αμυντικά και οχυρωματικά έργα στη μεγαλόνησο- Διοικητική οργάνωση- Τα 12 αρχοντόπουλα- Η Εκκλησία της Κρήτης κατά τη Β’ Βυζαντινή περίοδο- Έφτασαν οι Σλάβοι στην Κρήτη ως τα χρόνια της ενετοκρατίας;

Με ένα άκρως ενδιαφέρον θέμα κατά την άποψή μας θα ασχοληθούμε σήμερα. Πρόκειται για τη λεγόμενη Β’ Βυζαντινή περίοδο ή κατ’ άλλους τους ‘’σκοτεινούς αιώνες’’ της Κρήτης. Πρόκειται για τα χρόνια από το 961, οπότε η μεγαλόνησος απελευθερώθηκε από τους Άραβες με την εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά ως το 1204, οπότε πέρασε στα χέρια των Βενετών.

Για τα 240 και πλέον αυτά χρόνια υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία συχνά αντικρουόμενα μεταξύ τους. Σε άρθρο μας στις 16/12/2018 είχαμε αναφερθεί εκτενώς στην αραβοκρατία στην Κρήτη και την ανακατάληψή της από τους Βυζαντινούς το 961. Ο Νικηφόρος Φωκάς με συστηματικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις απάλλαξε την Κρήτη και από τα τελευταία ίχνη των Αράβων και την επανέφερε μετά από 140 περίπου χρόνια στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά από δύο χρόνια (963) ο Νικηφόρος Φωκάς έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου διαδεχόμενος τον Ρωμανό Β’, που πέθανε ξαφνικά.

Οι θησαυροί των Αράβων της Κρήτης που πέρασαν στα χέρια των Βυζαντινών ήταν αμύθητοι. Λέγεται ότι χρειάστηκαν 300 φορτηγά πλοία για να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη. Ένα μέρος από τα λάφυρα αυτά έστειλε ο Φωκάς στον πνευματικό και φίλο του Αθανάσιο τον Αθωνίτη, ιδρυτή της μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος για την οικοδόμηση και την οργάνωσή της. Έτσι η Κρήτη συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με την ίδρυση της πρώτης μονής του Άθω.

 
Η αμυντική οργάνωση της Κρήτης μετά το 961
Όπως αναφέραμε τα στοιχεία για τη Β’ Βυζαντινή περίοδο της Κρήτης είναι ελάχιστα. Χαρακτηριστικά ο Στέφανος Ξανθουδίδης στο έργο του ‘’ΕΠΙΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ’’ (1909) αφιερώνει μόνο μία σελίδα (σε σύνολο 165) στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Περισσότερα στοιχεία έχει ο Θεοχάρης Δετοράκης στην ‘’ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ’’ (1990). Ας δούμε μερικά από αυτά.

Το πρώτο μέλημα της βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά την απελευθέρωση της Κρήτης ήταν η στερέωση της βυζαντινής εξουσίας στο νησί. Έπρεπε όχι μόνο να εξαλειφθούν συντομότατα όλα τα κατάλοιπα της αραβοκρατίας αλλά και να οργανωθεί ταχύτατα η άμυνα του νησιού για να αντιμετωπιστεί έγκαιρα οποιαδήποτε προσπάθεια των Αράβων να ανακαταλάβουν το νησί! Έτσι το βυζαντινό ναυτικό βρισκόταν σε επαγρύπνηση, άρχισαν να χτίζονται φρούρια στα παράλια και σε επίκαιρες θέσεις. Ο Νικηφόρος Φωκάς έφτιαξε το φρούριο ‘’Τέμενος’’ στη σημερινή θέση Ρόκα κοντά στο Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας). Από το φρούριο αυτό πήρε το όνομά της η τέως επαρχία του Τεμένους.

Νεότερες αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως στο Ηράκλειο μέρος των βυζαντινών τειχών. Ο Ξανθουδίδης υποστήριζε ότι το λεγόμενο ‘’αραβικό τείχος’’ ανήκει στην αραβική περίοδο. Ωστόσο, νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι το τείχος αυτό επικαλύφθηκε με το τείχος των Βενετών (15ος αι.).

Οι Βυζαντινοί επιχείρησαν επίσης να δημιουργήσουν ισχυρά πολιτικά ερείσματα στο νησί. Γι’ αυτό εγκατέστησαν σε διάφορες περιοχές της Κρήτης πληθυσμούς πιστούς στην αυτοκρατορική εξουσία. Κατά την πάγια συνήθεια του Βυζαντίου ο Φωκάς εγκατέστησε σε εύφορες περιοχές της μεγαλονήσου παλαίμαχους στρατιώτες. Ο ιστορικός Λέων Διάκονος γράφει χαρακτηριστικά: ‘’Έτσι αφού κατασκεύασε ένα ασφαλέστατο και στερεότατο κάστρο και εγκατέστησε στο εσωτερικό του ετοιμοπόλεμο στράτευμα αποκάλεσε την πόλη Τέμενος. Στη συνέχεια, αφού κατεύνασε την ένταση που επικρατούσε στο νησί, εγκατέστησε εκεί φυλές Αρμενίων, Ρωμαίων και άλλων συμμάχων αφήνοντας παράλληλα πυρφόρες τριήρεις για να την περιφρουρούν. Τέλος, ο ίδιος παρέλαβε τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους και σάλπαρε για το Βυζάντιο’’.

Είναι προφανές ότι ο Νικηφόρος Φωκάς ήθελε να ενισχύσει το χριστιανικό στοιχείο της Κρήτης, που είχε εξασθενήσει από την παρατεταμένη αραβική κατοχή. Ανάμεσα στους στρατιώτες του Φωκά υπήρχε και μια μοίρα Σλαβησιάνων (Σλάβων). Με την παρουσία των Σλάβων στην Κρήτη θα ασχοληθούμε εκτενώς στο τελευταίο κεφάλαιο του σημερινού μας άρθρου.
Διοικητική οργάνωση της Κρήτης

Αμέσως μετά την ανακατάληψή της η Κρήτη έγινε πάλι θέμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας με διοικητή στρατηγό. Πολύτιμες πληροφορίες μας δίνει το λεγόμενο ‘’Τακτικό του Εσκοριάλ’’, που χρονολογείται μεταξύ 975 και 979. Σ’ αυτό αναφέρεται και ο ‘’στρατηγός Κρήτης’’ ανάμεσα στους στρατηγούς της Ελλάδας και της Κύπρου. Στρατηγοί Κρήτης εμφανίζονται σε έγγραφα επιγραφές και σφραγίδες ως τις αρχές του 11ου αιώνα. Στη διαθήκη του Κρητικού οσίου, Ιωάννη του Ξένου, ενός πολύ σπουδαίου κειμένου που χρονολογείται με ακρίβεια στις 20 Σεπτεμβρίου 1027, υπογράφουν δύο στρατηγοί Κρήτης ο ‘’Φιλάρετος πρωτοσπαθάριος και στρατηγός Κρήτης ο Βραχέων’’ και ο ‘’Ευμάθιος πρωτοσπαθάριος και στρατηγός Κρήτης’’. Προφανώς, όπως γράφει ο Θεοχάρης Δετοράκης, ο ένας έρχεται για να διαδεχτεί τον άλλον. Ένας άλλος Μιχαήλ ‘’δισύπατος και στρατηγός Κρήτης’’ είναι γνωστός από τη σφραγίδα του. Έδρα των στρατηγών ήταν πλέον ο Χάνδακας (σημ. Ηράκλειο), που αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Κρήτης. Η παλιά πρωτεύουσα του νησιού, η Γόρτυνα, έχασε τη σημασία της και πέρασε στη φάση της παρακμής και της αφάνειας.

 
Με τις μεταρρυθμίσεις του Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081- 1118) ο διοικητής της Κρήτης έφερε τον τίτλο του Δούκα- Κατεπάνω, αξίωμα πολύ ανώτερο από εκείνο του στρατηγού. Αυτό βέβαια σημαίνει και το ότι το θέμα της Κρήτης είχε γενικότερα αναβαθμιστεί. Τον τίτλο του Δούκα τον διατήρησαν και οι Βενετοί για τον διοικητή του νησιού. Μερικά ονόματα δουκών της εποχής μας είναι γνωστά από τις σφραγίδες τους, από φιλολογικά κείμενα και επιγραφές.

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι πολλοί δούκες της Κρήτης κατάγονταν από επιφανείς βυζαντινές οικογένειες. Έτσι ο Μιχαήλ Καραντινός, δούκας του νησιού μεταξύ 1088- 1089, ήταν γόνος επιφανούς βυζαντινής οικογένειας. Ο Νικηφόρος Διογένης ήταν γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ του Διογένη: ‘’Και αυτώ δη τω Νικηφόρω την της νήσου Κρήτης αρχήν ανέθετον εις ενδιαίτημα ίδιον’’ γράφει χαρακτηριστικά η Άννα Κομνηνή. Τέλος ο Νικηφόρος Κοντοστέφανος (1197) ήταν γαμπρός του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’ Άγγελου.

Δυστυχώς, δεν είναι γνωστά πολλά γεγονότα της κρητικής ιστορίας την «σκοτεινή» αυτή περίοδο. Μία στάση, που οργάνωσε το 1082 ο δούκας του νησιού Καρύκης, εναντίον του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού, καταπνίγηκε με μεγάλη ευκολία, καθώς ο λαός της Κρήτης έμεινε πιστός στην αυτοκράτορα.

Παλαιότερα (την άποψη αυτή ενστερνίζεται και ο Σ. Ξανθουδίδης), η ανταρσία του Καρύκη, συνδεόταν με εκείνη του Ραψομάτη στην Κύπρο, ως μέρος ευρύτερης συνωμοσίας. Σήμερα, η άποψη αυτή δεν είναι αποδεκτή. Σε αγιολογικό κείμενο, υπάρχει η πληροφορία ότι οι Νορμανδοί είχαν τον έλεγχο της Κρήτης στα τέλη του 12ου αιώνα. Όμως αυτή η πληροφορία, δεν είναι επιβεβαιωμένη.


 
Από τον εντέκατο, κυρίως όμως από τις αρχές του δωδέκατου αιώνα, η Κρήτη έγινε πόλος έλξης των Βενετών εμπόρων. Βενετοί έμποροι, βρήκαν στην Κρήτη το λείψανο του Κρητικού αγίου Κοσμά του Ερημίτη και το μετέφεραν στην Βενετία (20 Απριλίου 1058) και συγκεκριμένα στον ναό Santo Giorgio Maggiore. Ο άγιος Κοσμάς ο Ερημίτης, είναι ο αρχαιότερος γνωστός ασκητής της Κρήτης. Γεννήθηκε μετά το 550 και εκοιμήθη το 658. Από πολύ νέος, ασκήτεψε στα απόκρημνα σπήλαια της νότιας Κρήτης. Πάντως μετά από εικοσαετείς και πλέον προσπάθειες των μοναχών της Μονής της Παναγίας του Κουδουμά, στις 20 Οκτωβρίου 2018, 960 χρόνια μετά την κλοπή, μέρος των ιερών λειψάνων του αγίου, τμήμα από το ύφασμα που τον κάλυπτε, τέσσερα μεγάλα κομμάτια από την εικονομαχική λάρνακα του 8ου αιώνα στην οποία βρισκόταν το λείψανο του Κοσμά του ερημίτη, καθώς και οι αρχαίες κλειδαριές της, επέστρεψαν στην Κρήτη και φιλοξενούνται πλέον στο μοναστήρι του Κουδουμά.

Επανερχόμαστε στο παρελθόν, για να αναφέρουμε ότι από τον Απρίλιο του 1111, αναφέρεται εμπορία γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και υπάρχουν έγγραφα που αναφέρονται στη δραστηριότητα των Βενετών στην Κρήτη.

Τα 12 αρχοντόπουλα: Ιστορικό γεγονός ή παράδοση;
Πολύς λόγος έχει γίνει και πολλά έχουν γραφτεί, για τα 12 Αρχοντόπουλα (ή 12 Αρχοντόπουλους). Πρόκειται για 12 νέους, γόνους αριστοκρατικών, βυζαντινών οικογενειών, οι οποίοι στάλθηκαν στην Κρήτη από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081-1118), με επικεφαλής τον αδελφό του Ισαάκιο. Σκοπός της αποστολής, που έγινε το 1082, ήταν η αποκατάσταση της τάξης, μετά την ανταρσία του Καρύκη, η διακυβέρνηση και ο εποικισμός της Κρήτης. Αρχηγοί των οικογενειών των 12 Αρχοντόπουλων, σύμφωνα με την παράδοση ήταν οι: Ανδρέας Μελισσηνός, Θωμάς Αρχολέος, Λέων Μουσούρος, Νικηφόρος Αργυρόπουλος ο Αγιοστεφανίτης, Κωνσταντίνος Βαρούχας, Λουκάς Λίθινος (ή Λίτινος), Δημήτριος Βλαστός, Μαρίνος Σκορδίλης, Ευστάθιος Χορτάτζης, Ιωάννης Φωκάς, Φίλιππος Γαβαλάς και Ματθαίος Καλαφάτης. Από τις οικογένειες αυτές, προέκυψαν πολλοί κλάδοι.

Κατά πόσο όμως οι 12 Αρχοντόπουλοι, όντως στάλθηκαν από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό στην Κρήτη; Ο Στέφανος Ξανθουδίδης, γράφει:


«Τα έγγραφα επί των οποίων στηρίζονται αι ειδήσεις αύται, δεν φαίνονται αυθεντικά. Πιθανώς συνεπήχθησαν (από το ρ. συμπηγνύω = ιδρύω, συγκροτώ) κατά νεοτέρους χρόνους, ίσως εν μέρει εξ οικογενειακών παραδόσεων, ίνα στηρίξωσιν αξιώσεις ευγενούς καταγωγής και οικογενειακών προνομίων».

Την ίδια άποψη ενστερνίζεται και ο Θεοχάρης Δετοράκης. Υπάρχει πραγματικά έγγραφο το οποίο επιβεβαιώνει την εγκατάσταση στην Κρήτη των Αρχοντόπουλων, το οποίο είναι πολύ παλιό, δεν φαίνεται όμως ότι είναι αυθεντικό. Πρόκειται για παράδοση που δημιουργήθηκε στην Κρήτη, κατά τα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας. Την εποχή των Κομνηνών, παραχωρήθηκαν μεγάλες εκτάσεις έγγειας ιδιοκτησίας σε ντόπιους άρχοντες της Κρήτης. Ήδη στα τέλη του 12ου αιώνα δημιουργήθηκε στο νησί μια ισχυρή τάξη γαιοκτημόνων, από αυτοκρατορικές δωρεές σε οικογένειες που είχαν προσφέρει μεγάλες στρατιωτικές και πολιτικές υπηρεσίες. Είναι οι λεγόμενοι «προνοιάριοι» και «επισκεπτίται». Αυτοί αγωνίστηκαν επί Ενετοκρατίας, για να κατοχυρώσουν τα προνόμιά τους και να διατηρήσουν τίτλους ευγενείας, επικαλούμενοι την καταγωγή τους από μεγάλες κρητικές οικογένειες των βυζαντινών χρόνων. Έτσι, πιθανότατα, δημιουργήθηκε ο μεσαιωνικός θρύλος της Κρήτης για τα 12 αρχοντόπουλα.

Είχαν εξισλαμισθεί οι Κρητικοί; - Ο Νίκων ο Μετανοείτε, ο όσιος Ιωάννης ο Ξένος και η Εκκλησία της Κρήτης

Ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην Κρήτη από τη μακρόχρονη αραβική κατοχή, ήταν η αποκοπή των Κρητών από το «σώμα» της επίσημης Εκκλησίας, η οποία τους είχε εκτρέψει σε πλάνες και δεισιδαιμονίες και είχε κλονίσει την πίστη τους. Ο Λέων Διάκονος, γράφει: «Φημολογείται άλλωστε, ότι οι Κρητικοί είναι γνώστες χρησμών και απόκρυφων τελετών και άλλων τέτοιων αγυρτειών, πράγματα που έχουν παραλάβει από παλιά, από τους Μανιχαίους και τον Μωάμεθ».

Παλαιότεροι ιστορικοί, επέμεναν ότι όλοι οι Κρητικοί εξισλαμίσθηκαν. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Αν είχε συμβεί, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα είχε οργανώσει επίσημη ιεραποστολική δράση για να επαναφέρει τους Κρητικούς στον Χριστιανισμό.Η δράση του Νίκωνος του Μετανοείτε στην Κρήτη (962-969), ήταν προσωπική του πρωτοβουλία. Το κήρυγμά του βέβαια, είχε πολύ μεγάλη απήχηση και συνέβαλε ουσιαστικά στην αναζωπύρωση του Χριστιανισμού. Ο Νίκων έχτισε πολλές εκκλησίες, όπως τον ναό της Αγίας Φωτεινής, σε απόσταση τριών ημερών πορείας από τη Γόρτυνα.


 
Περισσότερα, γνωρίζουμε για τη δράση του Κρητικού οσίου Ιωάννη του Ξένου. Γεννήθηκε στο χωριό Σίβα της Πυργιώτισσας στα μέσα του 10ου αιώνα. Μορφωμένος και δραστήριος μοναχός, είχε εντυπωσιακή δράση στη δυτική, κυρίως, Κρήτη, με το κήρυγμά του και την οργάνωση του μοναχισμού στο νησί. Ίδρυσε πολλά μοναστήρια, με σημαντικότερο τη Μονή των Μυριοκεφάλων στο Ρέθυμνο, έφερε εικόνες από την Κωνσταντινούπολη, έχτισε εκκλησίες και εξασφάλισε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο την επιχορήγησή τους από το δημόσιο ταμείο.

Η αρχιεπισκοπή Κρήτης, είχε πλέον έδρα τον Χάνδακα, όπου χτίστηκε περικαλλέστατος μητροπολιτικός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Τίτο. Στον αρχιεπίσκοπο Κρήτης υπάγονταν οι επισκοπές, που ήταν δώδεκα, σύμφωνα με το «Τακτικό» του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου (980): Γορτύνης, Αρκαδίας, Κνωσού, Χερρονήσου, Αυλοποτάμου, Σητείας, Αγρίου, Ιεράς, Πέτρας, Λάμπης, Κισάμου και Κυδωνίας.

Πώς πέρασε η Κρήτη στα χέρια των Ενετών;

Όπως είναι γνωστό και έχουμε αναφέρει κι εμείς σε αρκετά άρθρα μας, η βυζαντινή αυτοκρατορία, ιδιαίτερα από το β’ μισό του 12ου αιώνα, βρισκόταν σε κατάσταση αποσύνθεσης.

Η Κρήτη, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Τον Μάιο του 1203, ο βυζαντινός πρίγκιπας Αλέξιος, γιος του έκπτωτου αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’ Άγγελου, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας, για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση του πατέρα του στον βυζαντινό θρόνο. Ανάμεσα στις πολλές υποσχέσεις του, ήταν και η Κρήτη την οποία υποσχέθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Μετά την άλωση της Κων/πολης, οι σταυροφόροι αναγνώρισαν στον Βονιφάτιο το δικαίωμα να καταλάβει την Κρήτη. Όμως αυτός, ήταν αδύνατο να διαχειριστεί αυτό το γεγονός. Ήταν άπειρος και απρόθυμος για ναυτικές περιπέτειες.

Ο παμπόνηρος δόγης της Βενετίας Dandolo, είδε την απροσδόκητη ευκαιρία. Εκπρόσωποί του, προσέγγισαν τον Βονιφάτιο και του πρόσφεραν χρηματικά και πολιτικά ανταλλάγματα για να παραχωρήσει την Κρήτη στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας. Η συμφωνία υπογράφτηκε στην Αδριανούπολη στις 12 Αυγούστου 1204. Η Κρήτη έγινε βενετική κτήση, για 1.000 αργυρές μάρκες. Ο Ξανθουδίδης, υπολογίζει ότι το 1909, το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε 75.000 δραχμές!


Έτσι η Βενετία συμπλήρωνε τις νησιωτικές κτήσεις της και δημιουργούσε μια μεγάλη «γέφυρα» για το εμπόριο της στην Αίγυπτο και την Ανατολή, ενώ η στρατηγική θέση της Κρήτης, της εξασφάλιζε την απόλυτη κυριαρχία των θαλασσών. Η απασχόληση όμως της Βενετίας το ίδιο χρονικό διάστημα με την εδραίωση της κυριαρχίας της στο Αιγαίο και στις άλλες κτήσεις της στην Πελοπόννησο, δεν της επέτρεψε να καταλάβει αμέσως την Κρήτη.

Ο τολμηρός Γενοβέζος αρχιπειρατής και κόμης της Μάλτας Enrico Pescatore, με τη βοήθεια του φίλου Alamanno da Costa, κατέλαβε μεγάλο μέρος της κεντρικής Κρήτης το 1206. Όπως γράφει ο Θ. Δετοράκης: «Είναι πράγματι περίεργο και δυσεξήγητο ότι ο Γενουάτης αυτός τυχοδιώκτης δεν συνάντησε αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού και μπόρεσε να οχυρώσει τα τρία μεγάλα φρούρια του Χάνδακα, της Σητείας και του Ρεθύμνου και να κτίσει άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις για να στερεώσει την εξουσία τον».
Θορυβημένοι οι Βενετοί, έστειλαν εναντίον του στρατό και στόλο (1207), με αρχηγούς τον Ranieri Dandolo και τον Ruggiero Premario. Η επιχείρηση αυτή απέτυχε παταγωδώς. Το 1208, οργανώθηκε νέα εκστρατεία, με επικεφαλής τον Giacomo Longo. Την άνοιξη του 1209, οι Βενετοί κατάφεραν να κυριεύσουν το φρούριο του Παλαιοκάστρου, ΒΔ του Χάνδακα. Η Γένοβα εν τω μεταξύ, δεν μπορούσε να βοηθήσει τον Pescatore. Ο αγώνας συνεχίστηκε ως το 1212, οπότε ο Βενετός Jacomo Tiepolo, πρώτος Βενετός δούκας της Κρήτης στη συνέχεια, κατόρθωσε να νικήσει τον Pescatore και να τον αναγκάσει με συνθήκη να εγκαταλείψει την Κρήτη. Ο Alamanno da Costa, συνέχισε να μάχεται, μάταια όμως, καθώς αναγκάστηκε να παραδοθεί.

Η οριστική συνθήκη της Βενετίας με τη Γένοβα (11 Μαΐου 1217), έθεσε τέρμα στη διαμάχη τους για την Κρήτη. Μια τελευταία προσπάθεια των Γενοβέζων για ανακατάληψη του νησιού (1266-1294), απέτυχε. Η Βενετία ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος του νησιού. Η Κρήτη, γνώρισε μια περίοδο μακρόχρονης και επαχθούς δουλείας, ως το 1669 οπότε έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Η Βενετία, έχοντας να αντιμετωπίσει τη λυσσαλέα και επίμονη αντίσταση των Κρητικών, με πολλές ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες οικονομικές θυσίες, κατάφερε μετά από δύο περίπου αιώνες, να επιβληθεί οριστικά στη μεγαλόνησο.

Οι Σλάβοι στην Κρήτη

Στην επικράτεια του Νικηφόρου Φωκά στην Κρήτη, χρησιμοποιήθηκαν και Σλάβοι στρατιώτες, όπως και στις προηγούμενες βυζαντινές επιχειρήσεις στο νησί. (902 και 949). Δεν είναι ξεκάθαρο όμως, αν έγινε εποικισμός και από Σλάβους στρατιώτες μετά την απελευθέρωση του νησιού. Οι Συνεχισταί Θεοφάνους, γράφουν για την εκστρατεία του Φωκά: «…εκ πάντος τόπου ναυς και πλοία πολεμικά συναθροίσας μετά υγρού πυρός και επιλέκτου στρατοπέδου Θρακικών, Μακεδονικών και Σθλαβησιάνων εις Κρήτην εκπέμψαι έδοξεν» και στη συνέχεια: «…επεί δε ταύτα συνέστησεν, των ταγμάτων και των θεματικών αρχόντων και Αρμενίων και Ρως και Σθλαβησιάνων και Θρακικών επελθήν τω κάστρω εκέλευσεν». Όμως οι άλλοι βυζαντινοί συγγραφείς και ιδιαίτερα ο Λέων Διάκονος, που θεωρείται αξιόπιστος και πολύ καλά ενημερωμένος για την εκστρατεία, δεν κάνει καμία αναφορά, για εποικισμό της Κρήτης με Σλάβους.

Η πρώτη μαρτυρία για παρουσία Σλάβων στην Κρήτη, γίνεται από τον Σύρο ιστορικό Θωμά Πρεσβύτερο (7ος αι.): «Το έτος 623 μ.Χ. οι Σλάβοι επετέθησαν στην Κρήτη και άλλες νήσους. Εκεί αιχμαλωτίστηκαν κάποιοι σεβάσμιοι μοναχοί του Κενεσρέ και περίπου είκοσι εξ αυτών σκοτώθηκαν».

Αν και γενικότερα ο Θωμάς Πρεσβύτερος θεωρείται έγκυρος, το συγκεκριμένο χωρίο, πιθανότατα αποτελεί μεταγενέστερη και εσφαλμένη προσθήκη. Το μοναστήρι του Κενεσρέ, βρίσκεται στη Συρία, κοντά στον ποταμό Ευφράτη και όχι στην Κρήτη. Αλλά και οι Σλάβοι εκείνη την εποχή, χρησιμοποιούσαν μονόξυλα και δεν απομακρύνονταν από τις ακτές.

 
Δεν υπάρχει καμία άλλη μαρτυρία για δράση τους στην ανοιχτή θάλασσα. Ίσως υπάρχει σύγχυση με τους Άραβες που όντως τον 7ο αιώνα έκαναν επιδρομές στο Αιγαίο.

Τέλος, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Βούλγαρος γλωσσολόγος Jordan Zaimov, διατύπωσε τη θεωρία ότι βουλγαρικοί πληθυσμοί σλαβικής καταγωγής, ξεκινώντας από τα ανατολικά Βαλκάνια, έφτασαν ως την Κρήτη, στο χρονικό διάστημα από τον 10ο ως τον 12ο αιώνα. Ως επιχείρημα, παρουσίασε τα κρητικά τοπωνύμια σε –ιανά, που ο ίδιος θεωρεί ότι προέρχονται από τη σλαβική κατάληξη –jane. Πέρα απ’ τα ιστορικά στοιχεία, και από γλωσσολογική άποψη, η θεωρία του Zaimov χωλαίνει. Οι καταλήξεις των τοπωνυμίων σε –ιανά, προέρχονται πιθανότατα από τη λατινική κατάληξη –(i)anus, καθώς στα λατινικά η κατάληξη αυτή χρησιμοποιείται για σχηματισμό επιθέτων και κατόπιν ουσιαστικών. Κάτι ανάλογο γίνεται και με τα κρητικά τοπωνύμια σε –ιανά.

Η πρώτη αποδεδειγμένη παρουσία Σλάβων στην Κρήτη, έγινε το 1364, όταν Κροάτες μισθοφόροι που προσέλαβαν οι Βενετοί, πήγαν στη μεγαλόνησο για να τους συνδράμουν στην αντιμετώπιση μιας μεγάλης επανάστασης των Κρητικών. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν οι: Marincius de Pago Sclavus (από το Pag), Johannes de Modrusia Sclavus (από το Modrus), Georgius de Ysagabria Sclavus (από το Zagreb) και Paulus de Segna Svlavus (από το Semj). Όπως βλέπουμε, κάθε όνομα ακολουθείται από τον εθνικό προσδιορισμό «Sclavus», δηλαδή «Σλάβος».

Ελπίζουμε με το άρθρο μας να…φωτίσαμε λίγο τη σκοτεινή αυτή περίοδο της Κρήτης. Η ιστορία της μεγαλονήσου είναι τεράστια και σύντομα θα επανέλθουμε σ’ αυτήν.
Πηγές:
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΣΤΙΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ 1990
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Α. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, «ΕΠΙΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», Α’ ΕΚΔΟΣΗ 1909, Β’ ΕΚΔΟΣΗ 1994, Ελεύθερη Σκέψις
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ, «ΣΛΑΒΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΩΙΜΟΥΣ ΝΕΟΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ», andy’s publishers, ΑΘΗΝΑ 2016
ΛΕΩΝ ΔΙΑΚΟΝΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΝΑΚΗ, 2000


ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΟΥΚΑΣ

protothema.gr  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου