Το Σπήλαιο του Πανός στο Δαφνί βρίσκεται στους πρόποδες του Ποικίλου Όρους, πίσω από τη Μονή Δαφνίου και χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ. Ανακαλύφθηκε από τον Δημήτριο Καμπούρογλου λίγο μετά το 1890, κατά την διάρκεια της έρευνας που έκανε για την Αρχαία Ιερά Οδό. Η ανασκαφή του όμως έγινε το 1932 από τον Ιωάννη Τραυλό.
To σπήλαιο έχει βάθος 11,55 μέτρα και μέγιστο πλάτος 7,8 μέτρα, έχει χωνιοειδές σχήμα με άνοιγμα προς τον Βορρά. Κατά την αρχαιότητα το άνοιγμα αυτό ήταν κλειστό και υπήρχε μόνο μία στενή είσοδος εκεί. Μπροστά από το σπήλαιο υπήρχε ένα είδος αυλής που υποστηριζόταν από αναλημματικό τοίχο 2 μέτρα βόρεια της εισόδου.
Στο εσωτερικό του υπήρχε ένας μικρός τοίχος με ορθογώνιες λαξεύσεις στο δάπεδο, παρόμοιες με αυτές που υπήρχαν στην αυλή. Στην αρχαιότητα πιθανόν όλες αυτές οι επιφάνειες ήταν επιχρισμένες, καθώς υπάρχουν πολλά ίχνη κονιάματος.Το Σπήλαιο Νυμφολήπτου, γνωστό και ως Σπήλαιο Πανός και Σπήλαιο Αρχέδημου, είναι σπηλιά στις νότιες πλαγιές του Υμηττού στην Αττική, στα βόρεια της Βάρης. Το σπήλαιο αποτελεί σημαντικό αρχαιολογικό χώρο καθώς στο εσωτερικό του είναι διακοσμημένο από το Θηραίο γλύπτη Αρχέδημο, του 5ου αιώνα π.Χ.. Το σπήλαιο στην αρχαιότητα ήταν ιερό των Νυμφών, του Απόλλωνα και του Πάνα. Στο σπήλαιο πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές το 1901 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.
Το σπήλαιο βρίσκεται στο λόφο Κρεβάτι, σε υψόμετρο 260 μέτρων, στη βόρεια Βάρη, στις νότιες πλαγιές του Υμηττού. Το σπήλαιο απέχει από τη Βάρη με τα πόδια περίπου μία ώρα (5 χιλιόμετρα χωματόδρομος από τη Σχολή Ευελπίδων), αλλά είναι πιο εύκολα προσβάσιμο από τη Βούλα και το δρόμο που συνεχίζει μετά το κοιμητήριο. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το μικρό σπήλαιο Συκιά. Το σπήλαιο δεν είναι οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος.
Το άνοιγμά του, με διαστάσεις 5 επί 2 μέτρα, είναι σχεδόν κάθετο και στο χείλος έχουν σκαλιστεί σκαλοπάτια τα οποία σήμερα έχουν καταστραφεί. Η κύρια αίθουσα του σπηλαίου, με μήκος 26, πλάτος 23 και ύψος 10 μέτρα, ήταν το ιερό και στα τοιχώματα έχουν λαξευθεί σκαλοπάτια και ανάγλυφες παραστάσεις. Χωρίζεται από ένα τοίχο από σταλακτίτες σε δύο τμήματα.
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης στο σπήλαιο χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τις επιγραφές στο σπήλαιο, το σπήλαιο διαμορφώθηκε σε ιερό από το Θηραίο γλύπτη Αρχέδημο, ο οποίος το διακόσμησε και σκάλισε σκαλοπάτια, επιγραφές και ανάγλυφα, με πιο σημαντικό ένα ακέφαλο άγαλμα θεάς καθισμένη σε θρόνο και αυτό που τον απεικονίζει να κρατάει σμίλη και σφυρί.
Στην παράσταση αυτή, ο Αρχέδημος απεικονίζει τον εαυτό του να φορά ένα τύπο ρούχου, που παραπέμπει άμεσα στη φουστανέλα. Έκτοτε το σπήλαιο αποτέλεσε χώρο λατρείας μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν και εγκαταλείφθηκε.
Ο πρώτος που επισκέφθηκε το σπήλαιο ήταν ο περιηγητής Ρίτσαρντ Τσάντλερ το 1765 και από τότε το επισκέφθηκαν και άλλοι περιηγητές οι οποίοι πέρασαν από την Αττική, συμπεριλαμβανομένου του Λόρδου Βύρωνα. Στο σπήλαιο διεξήχθησαν την περίοδο 1901-1902 ανασκαφές από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, με διευθυντή τον Τσαρλς Γουέλερ. Μέσα στο σπήλαιο ανακαλύφθηκαν εκατοντάδες λυχνάρια και ανάγλυφα, δύο από τα οποία εκτίθενται στη Συλλογή Γλυπτών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Χρήση
Το σπήλαιο ήταν κατά την αρχαιότητα λατρευτικό με τελετουργικές καύσεις προσφορών σε πυρές και θυσίες μικρών ζώων. Η λατρευόμενη θεότητα σύμφωνα με τον Ιωάννη Τραυλό, που έκανε τις ανασκαφές του σπηλαίου και βάση των ευρημάτων, ήταν ο θεός Πάνας. Πολλά σπήλαια στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής ήταν αφιερωμένα στον Πάνα, καθώς λατρευόταν κυρίως σε απόμακρα σημεία από ταξιδιώτες που κατά την περιήγησή τους αναζητούσαν την προστασία του.
Ο λατρευτικός σκοπός του σπηλαίου πιθανόν δε συνεχίστηκε μετά τον 5ο αιώνα π.Χ., καθώς δεν υπάρχουν άλλα ευρήματα που να μαρτυρούν περαιτέρω χρήση του. Θεωρείται όμως ότι κατά τα βυζαντινά χρόνια το σπήλαιο κατοικήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα, από ασκητές και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος.
Ευρήματα
Στους χώρους του σπηλαίου έχουν ανακαλυφθεί οστά μικρών ζώων που επιβεβαιώνουν τις τελετουργίες αλλά και τμήματα αγγείων και πήλινων ειδωλίων με ίχνη καύσης. Τα περισσότερα όστρακα και τμήματα αγγείων προέρχονταν από λουτροφόρους, με το χαρακτηριστικό πολύ στενό και υψηλό λαιμό.
Αυτά τα αγγεία χρησιμοποιούνταν κυρίως στην τελετουργία των γάμων και στις κηδείες άγαμων προσώπων. Μερικά από αυτά φέρουν γραπτή διακόσμηση, μελανόμορφη και ερυθρόμορφη, με εξαιρετική τεχνοτροπία, αναπαριστώντας Σιληνούς, το θεό Πάνα, την Αφροδίτη (μυθολογία) και άλλες γυναικείες μορφές.
Βιβλιογραφία:
- Χαϊδάρι, συνάντηση με την Ιστορία Αναστασία Λερίου, Έκδοση του Δήμου Χαϊδαρίου (2006)
- Σπήλαιο Νυμφολήπτου ή Σπήλαιο Πανός Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
- Νυμφόληπτου ή Αρχέδημου σπήλαιο (ΑΣΜ 89) Αρχειοθετήθηκε 2015-05-21 στο Wayback Machine. Mictop's webpage
- Σπήλαιο Νυμφολήπτου Βάρης www.gistor.gr
- Chandler, Richard D. D. (1776). Travels in Greece: or an Account of a Tour Made at the Expense of the Society of Dilettanti. Οξφόρδη. σελίδες 150–155.
- Weller, Charles Heald (1903). «The Cave at Vari. I. Description, Account of Excavation, and History». American Journal of Archaeology 7 (3): 263–288.
Πηγή εικόνας : Από 5telios at Αγγλικά Βικιπαίδεια, CC BY 3.0
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου