Amfipoli News
















Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Τι πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι για τα «εξωτικά» ζώα

DEA / S. VANNINI VIA GETTY IMAGES

Πώς ερμηνεύονταν και γιατί.

Η θεωρία πως οι παραδόσεις, οι μύθοι κλπ βασίζονται σε έναν βαθμό στην πραγματικότητα έχει οδηγήσει σε πολλές νέες ερμηνείες πάνω σε αρχαίους θρύλους: Για παράδειγμα ο Αυστριακός παλαιοντολόγος Οθένιο Έιμπελ είχε τη θεωρίας πως ο μυθικός Κύκλωπας πηγάζει από κρανία μαμούθ που έβλεπαν οι αρχαίοι (με τη ρινική κοιλότητα να ερμηνεύεται ως μάτι). Η ιστορικός και λαογράφος Αντριέν Μέιορ στο βιβλίο της The First Fossil Hunters: Dinosaurs, Mammoths and Myth in Greek and Roman Times εκτιμά πως η συγκεκριμένη υπόθεση του Έιμπελ είναι μάλλον λανθασμένη, ωστόσο, όπως και να έχει, ο ίδιος είχε δίκιο ως προς το ότι οι αρχαίοι ερμήνευαν τον πραγματικό κόσμο μέσα από το πρίσμα της μυθολογίας και του θρύλου – και αυτό, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Big Think, προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από πρώιμες περιγραφές εξωτικών ζώων που ζούσαν μακριά από τα όρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Ο Ηρόδοτος, για παράδειγμα, περιγράφει τον ιπποπόταμο ως ένα ζώο που το θεωρούσαν ιερό στην περιοχή όπου βρισκόταν η πόλη Πάπρεμις (Αίγυπτος), μα όχι αλλού. Το ζώο, έγραφε, έχει τέσσερα πόδια, οπλές όπως το βόδι, κοντή μύτη, χαίτη και ουρά αλόγου, εμφανείς χαυλιόδοντες, φωνή σαν ήχο σαν χλιμίντρισμα αλόγου και μέγεθος περίπου ενός μεγάλου βοδιού, ενώ το δέρμα του είναι τόσο παχύ και σκληρό που μπορεί να χρησιμοποιείται σε δόρατα.

VIA ASSOCIATED PRESS

Οι Έλληνες συγγραφείς αναφέρονταν συχνά σε εξωτικά ζώα με τον ίδιο τρόπο που αναφέρονταν σε μυθικά πλάσματα. Ο Αρτεμίδωρος έγραφε πως οι ελέφαντες στην Αιθιοπία ζούσαν δίπλα σε δράκους και σφίγγες, ενώ ο Ονησίκριτος έλεγε πως μπορούν να ζουν πάνω από μισή χιλιετία. Ο Κτησίας ο Κνίδιος, γιατρός που πέρασε 17 χρόνια στην Περσία, έγραψε δύο βιβλία για την Ανατολή όταν γύρισε στην Ελλάδα. Το πρώτο ήταν ένα για την ιστορία της Περσίας, βασιζόμενο στις δικές του εμπειρίες και παρατηρήσεις, και το δεύτερο ένα για την Ινδία, που βασιζόταν σε μαρτυρίες ταξιδιωτών και γενικότερα διαφόρων ανθρώπων που συνάντησε ο συγγραφέας και έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί. Στις περιγραφές περιλαμβάνονται πλάσματα σαν άλογα με κέρατο στο μέτωπο. Κάποιοι αναγνώστες το εκλάμβαναν ως απόδειξη της ύπαρξης του θρυλικού μονόκερου, μα ο Αμερικανός μελετητής Οντέλ Σέπαρντ έκανε λόγο για «χίμαιρες» που συνδύαζαν χαρακτηριστικά από αναφορές ζώων όπως ο ινδικός ρινόκερος, το chiru (Θιβετιανή αντιλόπη) και ο περσικός όναγρος.

WERNER FORMAN VIA GETTY IMAGES

Στην αρχαία ελληνική μυθολογία οι χίμαιρες ήταν τρομερά τέρατα που έβγαζαν φωτιές και είχαν κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά ερπετού. Επίσης, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, αποτελούν έναν καλό τρόπο κατανόησης του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος της κλασικής αρχαιότητας προσπαθούσε να εξηγήσει τα εξωτικά ζώα: Σημειώνεται πως ο Κάσιους Ντίο, γράφοντας για τις καμηλοπαρδάλεις έναν αιώνα μετά την άφιξη του ζώου στη Ρώμη ως δώρο στον Καίσαρα από την Κλεοπάτρα, έγραφε πως «είναι σε όλα σαν καμήλα εκτός του ότι τα πόδια του δεν είναι του ίδιου μήκους,...αρχίζοντας από τα οπίσθια επεκτείνεται σταδιακά προς τα πάνω...και φτάνοντας ψηλά, υποστηρίζει το υπόλοιπο σώμα στα μπροστινά πόδια και σηκώνει τον λαιμό του σε ασυνήθιστο ύψος. Το δέρμα του έχει βούλες σαν λεοπάρδαλη, και για αυτό έχει το όνομα και των δύο πλασμάτων».

Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από την Αγγλία ως τη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, το εμπόριο μεταξύ μακρινών τόπων ήταν κοινό, και ως εκ τούτου και η ανταλλαγή άγριων ζώων. Οι Ρωμαίοι έβλεπαν ελέφαντες, τίγρεις και λιοντάρια από τον 1ο αιώνα πΧ ακόμα, και αργότερα άρχισαν να βλέπουν και ιπποπόταμους, καμήλες και καμηλοπαρδάλεις. Τα εξωτικά αυτά ζώα χρησιμοποιούνταν σε παρελάσεις, εκπαιδεύονταν για να κάνουν κόλπα ή τα έβαζαν να μάχονται: Στο Κολοσσαίο υπήρχαν τα damnatio ad bestias, όπου τους έδιναν να κατασπαράξουν καταδικασμένους εγκληματίες, και τα venationes, όπου μάχονταν ενάντια σε άλλα ζώα ή μονομάχους. Ο αυτοκράτορας Αύγουστος λέγεται πως είχε σκοτώσει 3.500 ζώα κατά τη βασιλεία του, ενώ ο Τίτος και ο Τραϊανός τον ξεπέρασαν, διατάσσοντας τους θανάτους 5.000 και 11.000 ζώων αντίστοιχα.

BENOITB VIA GETTY IMAGES

Στο Κολοσσαίο η ζήτηση για εξωτικά ζώα αυξανόταν, και εξειδικευμένοι κυνηγοί σε μακρινούς τόπους της αυτοκρατορίας ασχολούνταν ακριβώς με αυτό. Πολλοί Ρωμαίοι συγγραφείς, όπως ο Πετρώνιος, περιγράφουν με λεπτομέρεια τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για να πιάνουν επικίνδυνα ζώα χωρίς να τους κάνουν κακό.

Ωστόσο δεν φονεύονταν όλα τα εξωτικά ζώα που έπιαναν οι Ρωμαίοι: Η καμηλοπάρδαλη του Καίσαρα είναι ένα παράδειγμα ζώου που χρησιμοποιήθηκε ως έκθεμα, για να το θαυμάζει ο κόσμος, και αυτό γινόταν γενικότερα με ζώα που έφταναν για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα. Ο Σουητώνιος γράφει πως ο Αύγουστος συνήθιζε όποτε κάτι σπάνιο, που άξιζε να δει κανείς, έφτανε στην πόλη, να το εκθέτει για ημέρες.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως σημαντικό ήταν και το ευρύτερο πλαίσιο των εξελίξεων: Το πρώτο venatio, σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, έλαβε χώρα το 252 πΧ, κατά τον Πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο, με ελέφαντες που είχαν αιχμαλωτίσει οι ρωμαϊκές δυνάμεις στη Σικελία. Επίσης, κατά τις τελευταίες ημέρες της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, πλούσιοι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τα δίκτυά τους για να φέρνουν ό,τι πιο εξωτικό μπορούσαν να βρουν. Πάντως γενικότερα οι Ρωμαίοι δεν φαίνονταν να ενδιαφέρονται για εκτροφή τους στον τόπο τους- προτιμούσαν τα ζώα που αιχμαλωτίζονταν σε μακρινούς τρόπους, καθώς εκλαμβάνονταν ως πιο επικίνδυνα, πιο πολύτιμα και πιο συναρπαστικά.

Η σχέση μεταξύ των Ρωμαίων και των εξωτικών ζώων έχει ψυχολογικές και κοινωνιολογικές πτυχές: Συχνά το πώς αντιμετωπίζονταν είχε να κάνει με τον αυτοκράτορα- πχ πιο πεφωτισμένοι αυτοκράτορες όπως ο Μάρκος Αυρήλιος δεν ενδιαφέρονταν και πολύ για το Κολοσσαίο και τα θεάματά του, ωστόσο ο Κόμμοδος που τον διαδέχτηκε ήταν φανατικός των μονομάχων, και λέγεται πως είχε αναπτύξει μια αιχμή βέλους για να αποκεφαλίζει στρουθοκάμηλους. Άλλοι αυτοκράτορες, όπως ο Καίσαρας και ο Αύγουστος, ήταν κάπου ενδιάμεσα: Σε κάποιες περιπτώσεις αντιμετώπιζαν τα ζώα με θαυμασμό και ευλάβεια, ενώ άλλες φορές οργάνωναν αιματηρά venationes- σημειώνεται πως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος είχε πει ότι η επιδίωξη του πλούτου προκύπτει από την ανάγκη να κατέχεις κάτι που μπορεί να καταστραφεί ολοσχερώς μέσα σε μια στιγμή». Επίσης, τα venationes δεν ήταν πάντα επιτυχή, από την άποψη πως ο Πλίνιος αναφέρει ένα venatio από τον Πομπήιο όπου το κοινό άρχισε να βλέπει με συμπάθεια τους ελέφαντες που άρχισαν να βγάζουν θρηνητικούς ήχους, αποδοκιμάζοντας τον στρατηγό που καταδίκασε σε μια τέτοια μοίρα τόσο θαυμαστά πλάσματα. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, τα venationes έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξοικείωση του κοινού με τα εξωτικά ζώα, βγάζοντάς τα από τη σφαίρα της μυθολογίας και καθιστώντας τα πλάσματα που είχαν κοινά με τους ανθρώπους.

Πηγή: huffingtonpost

Διαβάστε Περισσότερα...

Η μεγαλύτερη κλοπή της παγκόσμιας ιστορίας: Η αρπαγή της σορού του Μ. Αλεξάνδρου και το μέρος της ταφής του - Το μεγαλύτερο αίνιγμα της Ιστορίας



Αν υπήρχε κάποιος τρόπος να λυθεί αυτό το μυστήριο πλήθος ερευνητών, πάσης φύσεως σε όλο τον κόσμο, θα ένιωθαν να καλύπτεται ένα τεράστιο κενό της ίδιας της ύπαρξής τους.
Το ξαφνικό τέλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η περιπέτεια της σορού του είναι το μεγαλύτερο αίνιγμα της Ιστορίας, προκαλώντας μια σειρά από θεωρίες και αναπάντητα ερωτήματα για περισσότερα από 2.300 χρόνια.
Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε τον Ιούνιο του 323 π.χ. κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, παραμονές της νέας μεγάλης εκστρατείας του στην Αραβία. Ποτέ, κανένα αξίωμα δεν διεκδικήθηκε με τέτοιο ζήλο και δόλια μέσα από τόσους πολλούς και ισχυρούς, καθώς ο «κατακτητής του κόσμου» άφησε πίσω του μια απέραντη αυτοκρατορία και πολλούς επίδοξους διαδόχους, που οδήγησαν τελικά στον τεμαχισμό της.
Βάσει ιστορικών ενδείξεων, φαίνεται ότι στην κούρσα για τη διαδοχή του το «τρόπαιο» της σορού του μεγάλου βασιλιά εξελίχθηκε σε μέγα ζήτημα κύρους. Όποιος θα την είχε στην κατοχή του, θα αποκτούσε ψυχολογικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων, ως ο φυσικός συνεχιστής της αυτοκρατορίας στα «μάτια» του στρατεύματος.
Η σορός του Αλέξανδρου, αφού ταριχεύτηκε, έμεινε σχεδόν δυο ολόκληρα χρόνια σ’ ένα πολυτελές σκήνωμα στην Βαβυλώνα, όπου ήταν τόπος προσκυνήματος για χιλιάδες υπηκόους του. Τότε αποφασίστηκε να επαναπατριστεί στη Μακεδονία, ώστε σύμφωνα με τον Παυσανία, να ταφεί στο παλιό βασιλικό νεκροταφείο στις Αιγές, δηλαδή τη Βεργίνα.
Ως γνωστόν η σορός του δεν βρέθηκε ποτέ. Η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι κλάπηκε από τον Πτολεμαίο του Λάγου, κοντά στη Δαμασκό, στην πορεία προς τη Μακεδονία. Αυτό όμως που έχει γίνει γνωστό από αρχαία κείμενα, είναι ότι η πομπή που τη μετέφερε από τη Βαβυλώνα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα θεάματα που αντίκρισε ποτέ ο κόσμος.
Σύμφωνα με αυτές τις πηγές, η αρμάμαξα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ένα πρωτόγνωρο στον αρχαίο κόσμο «μνημείο» χλιδής και πλούτου, αντάξιο σε επιβλητικότητα της φήμης του μεγαλύτερου στρατηλάτη που γνώρισε ο κόσμος.
Η μεγαλύτερη κλοπή της παγκόσμιας ιστορίας: Η αρπαγή της σορού του Μ. Αλεξάνδρου και το μέρος της ταφής του
Ζωγραφική αναπαράσταση του 19ου αιώνα της νεκροπομπής του Μεγάλου Αλεξάνδρου σύμφωνα με την περιγραφή του Διόδωρου
Ήταν διακοσμημένη με χρυσό και πολύτιμους λίθους και ζύγιζε περισσότερο από 100 τόνους. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν 250 λίτρα χρυσού. Η στέγη ήταν ιωνικού ρυθμού και στηριζόταν με χρυσούς κίονες, ενώ στις τέσσερις γωνίες της οροφής υπήρχαν 4 αγάλματα της Νίκης Τροπαιοφόρου. Το φέρετρο σφραγίστηκε με χρυσό κάλυμμα και στολίστηκε με χρυσοποίκιλτη πορφυρή σημαία. Δίπλα τοποθετήθηκαν τα όπλα του βασιλιά.
Κάτω από την οροφή της άμαξας υπήρχαν ανάγλυφες προτομές των μυθικών ζώων τραγέλαφων, ενώ οι τροχοί της είχαν στον άξονά τους λεοντοκεφαλές και ανάμεσα στα δόντια τους δόρυ, προς αποθάρρυνση όσων επιχειρούσαν να την πλησιάσουν.
Την άμαξα έσερναν συνολικά 64 ημίονοι (μουλάρια), που ήταν στεφανωμένα με επίχρυσα στεφάνια. Φρουρά της νεκροπομπής ήταν Μακεδόνες στρατιώτες και οι μηλοφόροι, μια επίλεκτη στρατιωτική μονάδα που αποτελούταν από 1.000 Πέρσες.
Υπολογίζεται ότι με σημερινά δεδομένα, η αξία της θα ήταν ανάμεσα σε 5 και 10 δισ. ευρώ.
«Η αρμάμαξα ήταν τόσο εντυπωσιακή και μεγαλοπρεπή στη θέα, που τα λόγια δεν μπορούν να την περιγράψουν. Η φήμη της διαδόθηκε τόσο που προσέλκυσε πολλούς θεατές. Από κάθε πόλη που περνούσε όλοι έβγαιναν να την προϋπαντήσουν και μετά να την ξεπροβοδίσουν, χωρίς να μπορούν να χορτάσουν το θέαμα. Στη μεγαλοπρέπειά της συνέτεινε και η συνοδεία από ένα πλήθος οδοποιών και τεχνητών, καθώς και ένα σώμα στρατιωτικών…», αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει για την άμαξα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η μεγαλύτερη κλοπή της παγκόσμιας ιστορίας: Η αρπαγή της σορού του Μ. Αλεξάνδρου και το μέρος της ταφής του
Νεότερη αναπαράσταση της αρμάμαξας
Οι διατυπωμένες θεωρίες των επιστημόνων σχετικά με το σκοπό μιας τόσο δαπανηρής πομπής είναι αρκετές. Μία από αυτές είναι ότι οι διάδοχοι ήθελαν με αυτό το φαραωνικό θέαμα να στείλουν ένα μήνυμα ενότητας προς τους λαούς του βασιλείου, καθώς ο θάνατος του Αλέξανδρου είχε πυροδοτήσει διχόνοια, ίντριγκες και διαμάχες. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι απώτερος στόχος ήταν η αποστολή θησαυρών της Ανατολής στη Μακεδονία και για αυτό το λόγο η «καμουφλαρισμένη» αρμάμαξα συνοδευόταν από πολυάριθμο σώμα στρατού.
Η εκτίμηση του Παυσανία για τη διαδρομή που ακολούθησε η πομπή και το σημείο προορισμού ταφής της σορού δεν είναι η μοναδική, καθώς σύμφωνα με άλλες πηγές ο Αλέξανδρος είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στον ναό του Άμμωνος Διός στην όαση της Σίβας.
Αυτό που μοιάζει βέβαιο είναι ότι ο στρατηγός Πτολεμαίος, σατράπης επί μία διετία της Αιγύπτου και ιδρυτής της δυναστείας των Πτολεμαίων, βρήκε τρόπο να κλέψει τη σορό, καθ’ οδόν προς τον προορισμό της. Ο Πτολεμαίος ήταν ένας από τους παιδικούς συντρόφους του Αλεξάνδρου και συμμαθητής του στις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, που είχε εξυψωθεί στο βαθμό του στρατάρχη στη νέα αυτοκρατορία.
Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ο Πτολεμαίος έθαψε πρώτα τη σορό στη Μέμφιδα, την παλιά πρωτεύουσα των Φαραώ. Αργότερα, μετέφερε τη σορό στη νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του, την Αλεξάνδρεια, όπου έχτισε και το περίφημο μαυσωλείο. Υπάρχουν αναφορές σύμφωνα με τις οποίες το λαμπρό μαυσωλείο σώζονταν ακόμη κατά την εποχή του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα, Οκταβιανού Αύγουστου, (29 π.Χ. – 14 μ.Χ.). Από την ύστερη όμως αρχαιότητα (περίπου 3ο μ.Χ. αι.) και μετά έχει εξαφανιστεί από τις ιστορικές γραφές, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος.
Με βάση τον Παυσανία, ο Πτολεμαίος τήρησε το μακεδονικό νόμο κατά την ταφή του Αλεξάνδρου, δηλαδή αποτέφρωσε τη σορό του. Μετά από λίγο καιρό, σε διάσκεψη με τους διαδόχους, συμφώνησε από κοινού μαζί τους να μεταφερθούν τα οστά του βασιλιά στη Μακεδονία και να θαφτούν στον ήδη ετοιμασμένο τάφο που κατασκευαζόταν τη διετία κατά την οποία η σορός του Αλεξάνδρου ήταν σε «αναμονή» στην Βαβυλώνα.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα έχει «επίσημο» χαρακτήρα, τουλάχιστον έως ότου ανακαλυφθεί το άγιο δισκοπότηρο της αρχαιολογίας. 
Τα ίχνη της σορού του πιο ένδοξου βασιλιά στα χρονικά χάνονται ουσιαστικά εκεί που ο πρώην πιστός σύντροφός του έστησε καρτέρι για τη μεγαλύτερη κλοπή της παγκόσμιας Ιστορίας.
menshouse.gr
Διαβάστε Περισσότερα...

Η Αρχαία Χρυσή βιβλιοθήκη με την ιστορία της ανθρωπότητας που βρέθηκε σε σπήλαια (video)



Αυτό το άρθρο αφορά μια μυστηριώδη ανακάλυψη, η οποία έγινε βαθιά μέσα στα συστήματα σπηλαίων στο Ecuador, τα οποία όπως και το περιεχόμενό τους θα μπορούσαν να ξαναγράψουν την ανθρώπινη ιστορία από την αρχή.
Μια ανακάλυψη, που αν και τώρα αποκρύπτεται από τον κόσμο, φωτογραφήθηκε, μελετήθηκε και τεκμηριώθηκε, χάρη στη σειρά αντικειμένων που είχαν συγκεντρωθεί από ένα άτομο γνωστό ως πάτερ Crespi.
Μια ολόκληρη, φαινομενικά εξωγήινη μεταλλική βιβλιοθήκη, συμπληρωμένη με εκατοντάδες φύλλα χρυσού, πλατίνας και άλλα πολύτιμα μέταλλα, σφυρηλατημένα με μια εκπληκτική, αλλά άγνωστη γλώσσα, σαφώς αφημένη από έναν λαό ή όντ με τεράστιες δυνατότητες.
Οι σπηλιές στις οποίες φέρεται να έχει γίνει αυτό το εύρημα, είναι γνωστές ως Cueva de los Tayos.
Και παρόλο που μια τέτοια ανακάλυψη απορρίπτεται από τις αρχές του Εκουαδόρ, υποστηρίζεται πως η ίδια η κυβέρνηση αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο χρηματοδότησαν μια εκτεταμένη αναζήτηση των συστημάτων σπηλαίων, αμέσως μετά την δημοσιοποίηση των παραπάνω αξιώσεων.
Το θέμα, λέγεται πως έχει προσελκύσει την προσοχή πολλών, που ταξίδεψαν στα βάθη αυτών των σπηλαίων, συμπεριλαμβανομένου του Neil Armstrong, του πρώτου ανθρώπου στο φεγγάρι.
Εκεί που επικεντρώνεται το βίντεο που ακολουθεί στην συνέχεια, είναι πως τα σπήλαια είναι τεχνητά, λεξευμένα στον βράχο που όμως αμφισβητούν οι ακαδημίες. Αλλά το πιο σημαντικό είναι πως φαίνεται ότι το δαιδαλώδες και ανεξερεύνητο σύστημα σπηλαίων, λειτούργησε σαν μία χρονοκάψουλα, καθώς όπως ισχυρίζεται ο Juan Moricz, εκεί μέσα έγινε η ανακάλυψη της λεγόμενης “μεταλλικής βιβλιοθήκης”.
O Moricz, σύμφωνα και με το bbc.com, υποστήριξε ότι βρήκε, στα βάθη του σπηλαίου των Tayos, μια αίθουσα στην οποία υπήρχαν χαραγμένα μεταλλικά φύλλα με αυτό που φαινόταν να είναι η ιστορία της ανθρωπότητας.
Επίσης, το πιο εντυπωσιακό είναι η λεγόμενη “πύλη Moricz” που δείχνει να είναι κατασκευασμένη με ιδιαίτερα εξαιρετική τεχνική και, μάλιστα, όχι από ανθρώπους αλλά από γίγαντες.



Η Χρυσή Βιβλιοθήκη με την Ιστορία της Ανθρωπότητας που Βρέθηκε σε Σπήλαια Φτιαγμένα από Γίγαντες (video)
Η “Πύλη του Moricz”
Πρόκειται για ένα άνοιγμα στα βράχια που μοιάζει με μια επιμήκη πύλη με τοποθετημένα κιβωτιόσχημα κομμάτια βράχων πάνω σε ένα στενόμακρο και εντυπωσιακό ορθογώνιο κομμάτι πέτρας, το επιστήλιο, που ολοφάνερα δίνει την εντύπωση ότι έχει λαξευθεί. Ωστόσο ο γεωλόγος Garzón φαίνεται να θεωρηθεί ότι πρόκειται για έναν φυσικό σχηματισμό.
Το ερώτημα που προκύπτει για όσους δεν παραδέχονται ως φυσική την γεωλογική διαμόρφωση των σπηλαίων -αν και πολλοί έχουν αμφισβητήσει, τόσο τον Moricz όσο και τον Crespi- είναι, ποιοι και γιατί την έφτιαξαν και λάξευσαν αυτά τα σπήλαια κατά τον τρόπο αυτό και, επίσης, γιατί ένα τέτοιο εύρημα όπως της “μεταλλικής βιβλιοθήκης” προσέλκυσε την προσοχή του πρώτου ανθρώπου στο φεγγάρι… Μήπως ο αστροναύτης ήξερε ή υπέθετε κάτι που πρέπει να ανακαλύψουμε;
Ο Juan Moricz, λέγεται ότι υπέγραψε ένορκη δήλωση, ημερομηνίας 8 Ιουλίου 1969, στην οποία ομολόγησε συνάντηση με τον Πρόεδρο του Εκουαδόρ, σχετικά με την ανακάλυψή του, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να παράγει φωτογραφικά στοιχεία αυτής.
Όταν ο Moricz συναντήθηκε με τον von Däniken το 1972, τον έφερε σε μια μυστική είσοδο, μέσω της οποίας εισήλθαν σε μια τεχνητή αίθουσα μέσα στο σύστημα των σπηλαίων.
Προφανώς, ο von Däniken δεν πήγε ποτέ να δει την ίδια τη βιβλιοθήκη, ωστόσο έγραψε στο βιβλίο του, The Gold of the Gods:
“Τα περάσματα σχηματίζουν τέλειες ορθές γωνίες. Μερικές φορές είναι στενά, μερικές φορές φαρδιά. Οι τοίχοι είναι ομαλοί και συχνά φαίνονται γυαλισμένοι. Τα ανώτατα όρια είναι επίπεδα και μερικές φορές φαίνονται σαν να ήταν καλυμμένα με ένα είδος γυαλιστερό… Οι αμφιβολίες μου για την ύπαρξη των υπόγειων σηράγγων εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και αισθάνθηκα τρομερά ευτυχισμένος. Ο Moricz ανέφερε περάσματα όπως αυτά που εκτείνονται για εκατοντάδες μίλια, κάτω από τα εδάφη του Ecuador και του Περού”.
Τι συμβαίνει, τελικά, με αυτά τα σπήλαια; Είναι τεχνητά ή όχι; Υπάρχει η “μεταλλική βιβλιοθήκη”; Ποιοί την έφτιαξαν; Τι περιέχει; Υπάρχει κάποια κρυμμένη αλήθεια, βαθιά μέσα στις ανεξερεύνητες αυτές σπηλιές, η οποία θα μας αναγκάσει να ξαναγράψουμε εντελώς την ιστορία της ανθρωπότητας;
Δεν είναι λίγοι όσοι αμφισβητούν τα παραπάνω, ωστόσο είναι και πάρα πολλοί εκείνοι οι εξερευνητές που προσπαθούν να βρουν απαντήσεις γύρω από τους θρύλους και την πραγματικότητα των Cuevos De Los Tayos;
Δείτε και το σχετικό βίντεο:
Για υπότιτλους: Ρυθμίσεις, Υπότιτλοι, Προτεινόμενη γλώσσα, Υπότιτλοι, Αυτόματη μετάφραση, Ελληνικά
“Golden Library” Found In Caves Built By Giants?



diadrastika.com
Διαβάστε Περισσότερα...

Οι μύθοι και τα μυστήρια του Παγγαίου



To όρος Παγγαίο είναι πολύ γνωστό από τα μυθολογικά χρόνια. 
Το χρυσάφι του έκανε τον Ευριπίδη στην τραγωδία του “Ρήσος” να το ονομάσει “όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο”. 
Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του παρείχαν σε μεγάλη αφθονία το χρυσό και τον άργυρο και αποτελούσαν πόλο έλξης για πλήθος λαών και φυλών στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή.
Εκτός όμως από το χρυσάφι του, το Παγγαίο συνδέεται με έναν “θησαυρό” μύθων που αφορούν δύο σημαντικές όψεις του αρχαίου κόσμου, τη διονυσιακή θρησκεία και τον Ορφισμό.
Η Θράκη, κατά τη μυθική αντίληψη ήταν μια περιοχή πολύ ευρύτερη από το γνωστό γεωγραφικό χώρο. (Οι θράκες, άλλωστε ήταν ο λαός που ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Παγγαίου και γενικά της μεταξύ του Στρυμόνα και Νέστου χώρας). 
Για τους Έλληνες του Νότου ήταν ο τόπος απ' όπου ξεκινούσε ο ορμητικός Βορέας με τα παιδιά του, τους Βορεάδες και τη Χιόνη, και ο άγριος πολεμικός θεός Άρης. Ήταν όμως και ο τόπος του Ορφέα, του Μουσαίου, του θάμυρη και του Εύμολπου, που είχαν 
διδάξει στους ανθρώπους τα θεία μυστήρια και τη μουσική.
Η Θράκη ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε και κατοικούσε ένας από τους Δώδεκα θεούς, ο Άρης. Άγριος και αιμοβόρος, όπως ήταν αυτός ο θεός, άφησε απογόνους σαν τον Τηρέα, τον Λυκούργο και τον Διομήδη, που έμειναν στη μνήμη των ανθρώπων σαν βασιλιάδες της Θράκης γεμάτοι σκληρότητα και βαρβαρότητα. Κατά τη μυθολογία το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τον Παγγαίο, το γιο του Άρη και της Κριτοβούλης, ο οποίος επειδή δεν μπόρεσε να αντέξει τις τύψεις της συνείδησης του για την αιμομιξία που εν αγνοία του διέπραξε με την κόρη του, αυτοκτόνησε πάνω στο όρος αυτό, όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί η Γεωγραφία περί Θράκης του Μελετίου.
Ο Πλίνιος αναφέρει την παράδοση ότι πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου ο φοινικικής καταγωγής Κάδμος που κάποτε έφτασε με τους δικούς του στη Θράκη, όπου οι κάτοικοι τους δέχθηκαν φιλικά και τους πρόσφεραν φιλοξενία. Μαζί με τον Κάδμο είχε ξεκινήσει από τη Φοινίκη και κάποιος Θάσος, γιος του Ποσειδώνα που όταν έφτασαν στη Θράκη, πέρασε σ' ένα κοντινό νησί απέναντι και έχτισε πόλη. Από τότε το νησί πήρε το όνομα του και λέγεται Θάσος. Στη Θράκη ο Κάδμος έμαθε τους ανθρώπους να βγάζουν χρυσάφι μέσα από το βουνό Παγγαίο και να φτιάχνουν με αυτό διάφορα κομψοτεχνήματα. Τους έμαθε και άλλες τέχνες που ήξερε από την πατρίδα του. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τη φοινικική λέξη paga, που σήμαινε συνάντηση.
Πάνω στο Παγγαίο και με πρωταγωνιστή τον μεγάλο θεό των θρακών, τον Διόνυσο ή Βάκχο, διαδραματίστηκε ο τραγικός μύθος του θράκα βασιλέα Λυκούργου. Ο Λυκούργος, που βασίλευε στους Ηδωνούς, κοντά στον Στρυμόνα, εναντιώθηκε στη λατρεία του Διόνυσου, επιτέθηκε στις Βάκχες της ακολουθίας του και απείλησε τη ζωή και του ίδιου του θεού. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος από το φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η Θέτιδα τον δέχτηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίο από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή του μύθου ο ίδιος ο Διόνυσος του τάραξε τα φρένα και τον έβαλε να κατακρεουργήσει το ίδιο το παιδί του, νομίζοντας πως κλαδεύει ένα αμπέλι, και πως ύστερα από αυτό οι Ηδωνοί, για να επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον έδεσαν πάνω στο βουνό τους το Παγγαίο, όπου άγρια άλογα τον κατασπάραξαν. Πάνω στο Παγγαίο έλεγαν ακόμα πως ένας ντόπιος, ο Χάροπας, βοήθησε τον Διόνυσο να νικήσει και να θανατώσει το Λυκούργο, πως αυτός, παίρνοντας την εξουσία σύμφωνα με το θέλημα του νικητή θεού, διέδωσε τη λατρεία του και πως δίδαξε στο γιο του Οίαγρο τις διονυσιακές τελετουργίες, που αργότερα ο γιος του Οίαγρου, ο Ορφέας τις διαμόρφωσε και τις συστηματοποίησε, έτσι ώστε έγιναν ευρύτερα γνωστές σαν Ορφικά Μυστήρια.

Ο Ορφέας είναι μια περίεργη μυθική μορφή, χωρίς σαφή γνωρίσματα ήρωα, θεού ή ημίθεου. Χαρακτηρίζεται ως “γόης από μουσικής άμα και μαντικής”, αλλά ήταν και εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Επιπλέον τιμήθηκε στον τάφο του με θυσίες ως θεός και όχι με εναγίσματα όπως οι ήρωες. Καταγόταν από τη Θράκη και έδρασε είτε στην περιοχή των Πιερίων, όπου υπήρχε ο τάφος του, είτε στην περιοχή του όρους Παγγαίο και ανατολικότερα ως τον ποταμό Έβρο.
Ο Ορφέας ήταν φημισμένος για την επίδοση του στη μουσική, στο άσμα και στην κιθαρωδία. Η αρχαιότητα τον ύψωσε σε σύμβολο της κιθαρωδίας, αξεπέραστο από τους μεταγενέστερους δεξιοτέχνες του είδους. Έμβλημα του σ' όλες τις εικαστικές παραστάσεις έγινε η λύρα που άλλοτε την κρατούσε στα γόνατα πλήττοντας τις χορδές και τραγουδώντας και άλλοτε στο χέρι ως απλό έμβλημα.
Ο Ορφέας μετά την κάθοδο του στον Άδη, απ' όπου απέτυχε να επαναφέρει την Ευρυδίκη, επέστρεψε στον Επάνω Κόσμο πικραμένος, και εφτά ημέρες περιπλανιόταν αμίλητος χωρίς τροφή ή θρηνούσε στις όχθες ενός ποταμού. Από τότε ήταν αδιάφορος προς κάθε γυναίκα και ταπείνωνε όσες τον πλησίαζαν. Μερικοί έλεγαν πως δεν θέλησε να ζήσει μόνος και αυτοκτόνησε. Κατά τους ορφικούς όμως ο θάνατος του προφήτη τους υπήρξε μαρτυρικός όπως του θεού τους Ζαγρέα. Κατά την αυθεντικότερη εκδοχή ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ που πρόσφατα είχε περάσει με την ακολουθία των Βακχών από τη Μικρά Ασία στη Θράκη βρήκε τον Ορφέα περιφρονητή των μυστηρίων του και έβαλε τις Βάκχες, γνωστές στη Θράκη ως “Βασσάρες” ή “Βασσαρίδες” να τον “διασπάσουν” πετώντας εδώ κι εκεί τα μέλη του. Οι μούσες μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν.
Άλλοι έλεγαν πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες των θρακών που τον εκδικήθηκαν είτε γιατί τις απέκλεισε από τα μυστήρια που ίδρυσε, είτε γιατί τις αποξένωσε από τους άντρες τους με το να εισαγάγει τον παιδικό έρωτα στη Θράκη. Σύμφωνα με άλλη άποψη η Αφροδίτη είχε ξεσηκώσει τις γυναίκες των θρακών να τον διαμελίσουν, ενώ άλλοι έλεγαν πως ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον Ορφέα γιατί στα μυστήρια που ίδρυσε αποκάλυπτε στους ανθρώπους απόκρυφες αλήθειες για το υπερπέραν.
Τα νέα διονυσιακά μυστήρια, όπως τα διαμόρφωσε ο Ορφέας, είχαν τόσο σημαντικές διαφορές από τα μυστήρια της εκστατικής διονυσιακής λατρείας, ώστε οι ορφικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς μιας διαφορετικής θρησκείας (αν και πάλι διονυσιακής). Στο κέντρο της ορφικής διδασκαλίας μπήκε ο λεγόμενος Διόνυσος Ζαγρέας, γιος, κατά τον “ιερό λόγο” των ορφικών, του Δία και της θεάς του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης. Οι Τιτάνες, οι κακούργες θεϊκές υπάρξεις που είχαν νικηθεί από το Δία κατά την Τιτανομαχία, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Δία σκοτώνοντας το γιο του που ήταν ακόμη νήπιο. Διαμέλισαν τον Διόνυσο Ζαγρέα και έφαγαν ωμές τις σάρκες του, εκτός από την καρδιά του που πρόλαβε να τη σώσει η Αθηνά. Οι Τιτάνες μετά το κακούργημα τους κατακεραυνώθηκαν από το Δία, και από τη στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Οι ορφικοί έλεγαν πως οι άνθρωποι είχαν μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (γιατί οι Τιτάνες είχαν φαει το Διόνυσο Ζαγρέα) είχαν όμως και τη θηριώδη ή κακοποιό “τιτανική φύση” (γιατί είχαν πλαστεί από τη στάχτη των Τιτάνων). Η ορφική ζωή (με τις νηστείες ή την αποχή από ζωικές τροφές και με τους θρησκευτικούς καθαρμούς) είχε το σκοπό να ενισχύσει μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (την ψυχή) και να δεσμεύσει ή να νεκρώσει την τιτανική φύση (τις ζωικές ή σωματικές επιθυμίες).
Σύμφωνα με αυτήν την πίστη, την πραγματική φύση του ανθρώπου, ότι θεϊκό υπάρχει μέσα του, το έχει μαζί της η ψυχή, που ύστερα από το θάνατο δεν βυθίζεται σαν φευγαλέα - σκιά στον μουχλιασμένο Άδη, μόνο πρέπει να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις της και υποχρεώνεται να περάσει μια σειρά από γεννήσεις, που τη φέρνουν ή πίσω στη θεϊκή της πατρίδα ή σε αιώνια καταδίκη. Η κίνηση αυτή ήθελε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση της ψυχής του, στην απελευθέρωση της από τη σωματικότητα και σε διαρκή ένωση με τη θεότητα.
Αντίθετα οι οπαδοί της οργιαστικής διονυσιακής λατρείας πίστευαν στην αξία του ωμοφαγίου: Οι Μαινάδες, κυριευμένες από τη διονυσιακή μανία, διαμέλιζαν ένα ζώο που αποτελούσε ενσάρκωση του θεού Διονύσου. Τρώγοντας κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού “έφερνε μέσα του το θεό”, και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Οι δύο αυτές αιρέσεις της διονυσιακής λατρείας συνυπήρχαν στα ιστορικά χρόνια, οι σχέσεις όμως των οπαδών τους ήταν πάντοτε εχθρικές.
Ο Διόνυσος είναι, ως γνωστόν, θεός του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Τα όργια του θεού γιορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη πάνω στον Παρνασσό. Η λέξη όργια σημαίνει έργα ιερά, θρησκευτικές τελετές. Μόνο γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους, έπαιρναν μέρος σ' αυτά. Ήταν οι μαινάδες ή βάκχες ή θυιάδες, που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο -ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και μ' ένα κουκουνάρι στην άκρη - και εβάκχευαν, που θα πει πως έπεφταν σε θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούνε εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. Ακόμη με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο, στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν χύνονταν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Με ανάλογες οργιαστικές τελετές γιόρταζαν τον Διόνυσο οι γυναίκες και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μικρός Ασίας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, που γειτόνευε με τη Θράκη, από όπου είχαν ξεκινήσει τα διονυσιακά όργια.
Η “μανία” που φέρνει ο θεός Διόνυσος, η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια πρώτα - πρώτα με το κρασί και την έκσταση και τη μέθη που φέρνει. Όμως η μανία αυτή που αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε “ένθεος”, δηλαδή ο θεός “μπήκε” σε κάποιον, δεν είναι απαραίτητα δεμένη με το κρασί αφού παρουσιάζεται και ανεξάρτητα απ' αυτό. Η “μανία” έχει σχέση με τη λέξη “μένος” που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, “να χάνει κανείς τα λογικά του”, αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το “θίασο” του Διονύσου. Όποιος όμως δίνεται στο θεό
Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την “αστική” του ύπαρξη και να γίνει “μαινόμενος”, να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.
Εκείνο, λοιπόν, που χαρακτηρίζει τη διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, το να βγαίνει κανείς από τον εαυτό του, βοηθούμενος όχι μόνο από το κρασί, αλλά και από τον παράφορο χορό. Ο Όμηρος, που είναι κήρυκας της ολυμπιακής θρησκείας και δεν συμπαθεί τα μυστικιστικά κηρύγματα, λίγο πολύ αγνοεί το Διόνυσο. Στον απλό λαό όμως η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι' αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τους έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής.
Ο J.P. VERNANT στο βιβλίο του “ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ” γράφει σχετικά με το θέμα: “Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες ως γυναίκες αποκλείονται από την πολιτική ζωή. Η θρησκευτική ιδιότητα που τις κάνει ικανές να παίξουν, ως Βάκχες, κυριαρχικό ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία, είναι το αντίστροφο αυτής της κατωτερότητας που τις σημαδεύει στο πολιτικό επίπεδο και που τους απαγορεύει να συμμετέχουν - ισότιμα με τους άντρες - στη διακυβέρνηση της πόλης. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού (...). Το θρησκευτικό, λοιπόν ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν το περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης. Μερικά λατρευτικά επίθετα του Διονύσου, όπως Ελευθέριος και Λύσιος, μαρτυρούν αυτή τη διαπλοκή του κοινωνικού και του θρησκευτικού στοιχείου και την ίδια επιδίωξη για ελευθερία και απολύτρωση. Πράγματι αυτό που προσφέρει η διονυσιακή θρησκεία στους πιστούς - και όταν ακόμη ελέγχεται από το κράτος, όπως θα συμβεί την κλασική εποχή -είναι μια θρησκευτική εμπειρία αντίστροφη της επίσημης λατρείας. Δεν πρόκειται πια για την ιεροποίηση μιας τάξης, όπου πρέπει κανείς να ενταχθεί, αλλά για την απολύτρωση από αυτήν την τάξη και την απελευθέρωση από τους εξαναγκασμούς που συνεπάγεται από ορισμένες απόψεις. Έτσι έχουμε αναζήτηση μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς, και προσπάθεια να καταργηθούν όλα τα όρια, να πέσουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωϊκό και στο φυτικό, κοινωνικοί φραγμοί, όρια του εγώ”.
Σε άλλη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε πως “θίασοι, σύλλογοι και μυστήρια ανοίγουν τις πόρτες τους σε άτομα, που μπορούν τώρα να γνωρίσουν τις ιερές αλήθειες - προνόμιο, άλλοτε ορισμένων κληρονομικών γενών - χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς την κοινωνική τους θέση και καταγωγή. Η δημιουργία θρησκευτικών αιρέσεων, όπως οι “ορφικές”, η ίδρυση μυστηριακών θρησκειών, η συγκρότηση ενός συλλόγου “σοφών”, όπως ήταν ο Πυθαγορικός, φανερώνουν σε διαφορετικές συνθήκες και σε διαφορετικούς κύκλους, το ίδιο μεγάλο κοινωνικό κίνημα διεύρυνσης και διάδοσης μιας ιερής αριστοκρατικής παράδοσης”
Ο ορφισμός είναι μια θρησκευτική κίνηση που, όπως παρατηρεί ο ALBIN LESKY στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, τη σημασία της την υπερτίμησαν υπερβολικά σε ορισμένες εποχές, για να την αποκηρύξουν ύστερα σχεδόν ολοκληρωτικά με ριζοσπαστικό σκεπτικισμό. Κατά πόσο η κίνηση αυτή αναπτύχθηκε από καθαρά ελληνικά ξεκινήματα, κατά πόσο είχε σχέση με τη διδασκαλία της Ανατολής για την περιπλάνηση των ψυχών, είναι προβλήματα που η λύση τους δεν είναι εύκολη. 
Δεν είναι όμως ξένη σταγόνα μέσα στο ελληνικό αίμα, αλλά συνανήκει στην εικόνα του ελληνικού κόσμου.
Το Παγγαίο λοιπόν, συνδέεται με μύθους, θρησκείες και λατρείες, που λειτούργησαν “επαναστατικά”, φέρνοντας μεγάλες καινοτομίες, αλλάζοντας τη ζωή των ανθρώπων που τις ακολουθούσαν.

eoskavalas.gr
Διαβάστε Περισσότερα...

Πού βρίσκονταν οι μυθικοί «Κήποι του Μίδα» στην Μακεδονία;



Του Νικολάου Καλαϊτζή,

καθηγητού στο 3ο Γυμνάσιο της Ναούσης

Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι τρεις Αργεάδες αδελφοί, ο Περδίκκας, ο Γαυάνης και ο Αέροπος, όταν έφυγαν από την Λεβαία, έφθασαν στο Βέρμιο, όπου εγκαταστάθηκαν κοντά στους κήπους του Μίδα: “Οι τρεις αδερφοί έφθασαν σε μια άλλη περιοχή της Μακεδονίας και εγκαταστάθηκαν πέρα από τους κήπους, που λέγεται ότι ήταν του Μίδα, του υιού του Γορδίου, όπου εκεί φυτρώνουν από μόνα τους άγρια ρόδα εξηντάφυλλα, που ξεπερνούν τα άλλα στην οσμή. Μέσα σ’ αυτούς τους κήπους συνελήφθη και ο Σειληνός, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες. Πάνω από τους κήπους υπάρχει ένα βουνό που ονομάζεται Βέρμιο, απροσπέλαστο τον χειμώνα”. (4)

Το [αρχαίο ελληνικό] όνομα του «Βερμίου» μπορεί να ερμηνευθεί στην αλβανική γλώσσα με τις λέξεις «bora» = «χιόνι» και «maja» = «η κορυφή του βουνού», που σημαίνει ότι το Βέρμιο έχει χιονισμένες κορυφές. Αυτή η ερμηνεία επιβεβαιώνει την μαρτυρία του Ηροδότου, ότι το Βέρμιο ήταν απροσπέλαστο τον χειμώνα. Επίσης η λέξη «Βέρμιον» μπορεί να ερμηνευθεί από τον συνδυασμό της γαλλικής λέξης «vert» (*) = «πράσινος» και της ιταλικής λέξης «monte» = «βουνό», δηλαδή σημαίνει το «πράσινο βουνό». Αυτή η ερμηνεία της λέξης «Βέρμιον» μπορεί να συνδυασθεί με την πληροφορία του Στέφανου Βυζάντιου ότι «οι Αιγές ήταν μηλοβότειρα» (5), δηλαδή «προβατοτρόφος», άρα βρίσκονταν σε περιοχή που είχε πλούσια βλάστηση και βοσκοτόπους, όπως είναι και σήμερα η ανατολική πλευρά του Βερμίου.

Από τον Στράβωνα γνωρίζουμε για τον μυθικό πλούτο του Μίδα, ο οποίος προέρχονταν από τα μεταλλεία του Βερμίου: “πολύ δε είναι το σκάψιμο και τα ορύγματα, σημάδια από τα παλιά μεταλλεία. Αυτά είναι του Μίδα γύρω από το Βέρμιο όρος”. (6) Επομένως η περιοχή του Μίδα, όπου εγκαταστάθηκαν οι τρεις Τημενίδες αδερφοί, ήταν στο Βέρμιο και όχι στα Πιέρια. Στην περιοχή της Νάουσας υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που αποκαλύπτουν τα μεταλλεία του Μίδα, όπως η περιοχή «Μαντέμι» (που σημαίνει «χυτοσίδηρος») και η περιοχή «Λαζαράσκα» («λαζουάρ» σημαίνει «πέτρα» (**) στην περσική γλώσσα).

Τα ονόματα «Άνω και Κάτω Κοπανός», τα σημερινά χωριά «Κοπανός» και «Χαρίεσσα», (παλιά ονομάζονταν «γκόρνο και ντόλνο Κουπάνοβο» αντίστοιχα) μας αποκαλύπτουν την θέση των κήπων του Μίδα (η λέξη «κήπος» μετατράπηκε σε «Κουπάνο-βο» > «Κοπανός»). Μία δεύτερη εκδοχή για το όνομα του «Κοπανού» είναι ότι μπορεί να ετυμολογείται από την λατινική λέξη «cupa» (***), που σημαίνει η «κοιλότητα». Αυτή η εκδοχή παραπέμπει στους μακεδονικούς τάφους που βρίσκονται μεταξύ Κοπανού και Λευκαδίων. Μία τρίτη εκδοχή για το όνομα του «Κοπανού» είναι ότι μπορεί να ετυμολογείται από την λέξη «κόπα» που σημαίνει ο «σωρός».

Παραπομπές:

4. Ηρόδοτος, Ιστορίαι 8.138.2-3

5. Στέφανος Βυζάντιος, Εθνικά Α38.9

6. Στράβων, Γεωγραφικά ΙΔ 5.28.

......................................

ΣΧΟΛΙΑ Γ. Λεκάκη:

(*) Εκ της ελληνικής λέξεως ερασινος.

(**) Εκ της ελληνικής λέξεως λάας > λας.

(***) Εκ της ελληνικής λέξεως κύπελλον.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

ΠΗΓΗΕΡΑΝΙΣΤΗΣΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 18.10.2021.

ΔΕΙΤΕ την ομιλία του Γ. Λεκάκη: Ο «χρυσός» μύθος του Μίδα, οι Μακεδονο-Θράκες Φρύγες, ο Γόρδιος, το Γόρδιον και ο γόρδιος δεσμός.

 

 arxeion-politismou.gr

Διαβάστε Περισσότερα...

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ-ΦΩΤΙΑ!!! Στη Μονή Περιβλέπτου υπάρχει ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ με την ΕΙΣΟΔΟ του Τάφου της Αμφίπολης: Απεικονίζεται η ΑΝΑΛΗΨΗ του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


Η τοιχογραφία της Ιεράς μονής της Περιβλέπτου στην Μάνη απεικονίζει την ανάληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Μέγας Αλέξανδρος παρουσιάζεται με δυο Σφίγγες. 

Η Μονή Παναγίας Περιβλέπτου είναι μονή της ύστερης βυζαντινής περιόδου στο Μυστρά της Ελλάδας. Πιθανολογείται ότι χτίστηκε κατά τα μισά του 14ου αιώνα από τον πρώτο Δεσπότη του Μοριά, Μανουήλ Καντακουζηνό και έλαβε την ονομασία ενός από τα πλέον γνωστά μοναστήρια της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. 



Οι τοιχογραφίες στον κυρίως ναό, οι οποίες χρονολογούνται στην περίοδο μεταξύ 1348 και 1380, είναι από τις ελάχιστες επιβιώσασες του ύστερου βυζαντινού κύκλου, ενώ είναι πολύ μεγάλης σημασίας για την καλύτερη κατανόηση της Βυζαντινής τέχνης.


Η ομάδα ειδήσεων του amfipolinews.blogspot.gr

Διαβάστε Περισσότερα...

Μαντείο των Δελφών


Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της αρχαίας Ελλάδας και του τότε γνωστού κόσμου. Θεωρείται ότι κτίστηκε στον ομφαλό της Γης, διότι σύμφωνα με την παράδοση ο Δίας, θέλοντας να βρει το κέντρο του κόσμου, άφησε να πετάξουν δύο αετοί, ο πρώτος με κατεύθυνση ανατολικά και ο δεύτερος δυτικά. Οι δυο αετοί συναντήθηκαν πάνω από τους Δελφούς που θεωρήθηκαν το κέντρο του κόσμου.

Ο Ομφαλός στο μουσείο των Δελφών Юкатан, CC BY-SA 3.0 via Wikimedia Commons Ίδρυση

Το μαντείο πιθανόν υπήρχε από το 1400 π.Χ., περί τα μέσα της Μυκηναϊκής περιόδου (1600 – 1100 π.Χ.) όπου τιμούσαν τη θεά Γαία. Οι ανασκαφές στο ιερό της Αθηνάς Προναίας αποκάλυψαν Μυκηναϊκά ειδώλια τα οποία κατά καιρούς συσχετίστηκαν με την εν λόγω λατρεία. Η ίδρυση του μαντείου συνδυάστηκε με την ύπαρξη χάσματος, από το οποίο έβγαιναν αέρια, τα οποία εισπνεόμενα, έφεραν τους ανθρώπους σε κατάσταση έκστασης. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, αυτή την ιδιότητα ανακάλυψε ένα κατσίκι, το οποίο όταν πλησίασε το χάσμα άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα. Ο βοσκός, παρατηρώντας το, πλησίασε κι αυτός και στη συνέχεια άρχισε να προφέρει ακατάληπτα λόγια. Σύμφωνα με νεότερη έρευνα αμφισβητείται η ύπαρξη χάσματος ενώ υποστηρίζεται ότι η συμπεριφορά της κατσίκας και όλη η μαντική διαδικασία της Πυθίας βασιζόταν στις φαρμακολογικές ιδιότητες των φύλλων ροδοδάφνης (Nerium oleander). Σύμφωνα με τη μυθολογία, φύλακας της Κασταλίας πηγής, που επίσης συνδεόταν με τη χρησμοδοτική ικανότητα του μαντείου, ήταν ο δράκοντας Πύθων, τον οποίο σκότωσε ο Απόλλων με τα βέλη του, γεγονός που σήμανε κατάργηση των προηγούμενων λατρειών και κυριαρχία της λατρείας του Απόλλωνα. Η μεταστροφή αυτή τοποθετείται στην Πρώιμη Γεωμετρική περίοδο, ενώ στην Ιλιάδα το μαντείο αναφέρεται ως πλούσιος και ιερός χώρος.

Άποψη των Δελφών με την πομπή των θυσιών από τον Claude Lorrain Claude Lorrain, Public domain, via Wikimedia Commons

Ο Τζορτζ Λέναρντ Χάξλεϋ παρατηρεί: «Αν περιέχεται κάποιο ιστορικό μήνυμα στον ύμνο του (Δελφικού) Απόλλωνα, αυτό είναι ότι κάποτε υπήρχαν Κρήτες ιερείς στους Δελφούς». Ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ σημειώνει ότι στους Δελφούς βρέθηκαν Κρητικά χάλκινα αντικείμενα του 8ου αι. π.Χ. καθώς και Κρητικά γλυπτά αφιερώματα περί το 620 – 600 π.Χ.: «Τα αφιερώματα στον χώρο δεν αποδεικνύουν την ταυτότητα της ιερότητας, αλλά τουλάχιστον έχουμε ένα κείμενο που μπορούμε να συσχετίσουμε με τα αρχαιολογικά ευρήματα». Πρώιμος επισκέπτης των κοιλάδων του Παρνασσού, στα τέλη του 8ου αιώνα, ήταν ο Ησίοδος, στον οποίο έδειξαν τον ομφαλό.

Λατρεία

Σε πρώιμο θρησκευτικό στάδιο στην περιοχή πρέπει να υπήρχε λιθολατρία, η οποία επιβίωσε στα μετέπειτα χρόνια, αφήνοντας τον ομφαλό, που θεωρήθηκε σύμβολο του μαντείου, την πέτρα της Σίβυλλας και την πέτρα του Κρόνου. Ο ομφαλός ήταν τοποθετημένος στο άδυτο του ναού, πάνω από τον τάφο του Πύθωνα. Η επιφάνειά του καλυπτόταν από το άγρηνον, δηλαδή το δίχτυ από μάλλινες ταινίες.

Στη συνέχεια διακρίνεται μια φιδολατρία με δράκοντα ο οποίος ονομαζόταν Πύθων ή Δελφύνη να είναι φύλακας των υδάτων και των κτιρίων και θεός των παλαιών κατοίκων της περιοχής, ενώ κατοικούσε στο Κωρύκειο άντρο (κώρυκος = δερμάτινος σάκος). Έχουν βρεθεί ίχνη εγκατάστασης από τα νεολιθικά χρόνια, όπου πρέπει να λειτούργησε και το πρώτο μαντείο. Ο Πύθωνας θα συγκρουστεί με τους θεούς των νέων κατοίκων, θα παραχωρήσει τη θέση του στον ναό, όμως δεν θα χαθεί, αφού το όνομά του θα γίνει προσωνύμιο του νέου θεού (Πύθιος Απόλλωνας). Η σύγκρουση του Πύθωνα με τον Απόλλωνα ή των παλαιών με τους νέους κατοίκους πρέπει να έγινε στη Λυκώρεια. Εξάλλου, οι Φωκείς, κάτοικοι της Λυκώρειας, κατέλαβαν την Πυθώ. Η σπηλιά θεωρείται ως το πέρασμα στον άλλο κόσμο και οι νύμφες που έμπαιναν καταλαμβάνονταν από Διονυσιακή μανία και προφήτευαν. Όταν τον 6ο αι. π.Χ. το Κωρύκειο χάσει τη μαντική του σημασία, θα γίνει τόπος λατρείας του Πάνα και των νυμφών, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Ο Απόλλωνας σκοτώνει τον Πύθωνα. Robert Willemsz de Baudous χαλκογραφία. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο, 2012.136.479

Σύμφωνα με τη μυθολογία ο πρώτος θεός που φέρεται ως ιδιοκτήτης του μαντείου ήταν η Γαία. Κατά τον Παυσανία η Γαία είχε αναθέσει στη Δαφνίδα, μια νύμφη του βουνού, να δίνει τους χρησμούς:

«φασὶ γὰρ δὴ τὰ ἀρχαιότατα Γῆς εἶναι τὸ χρηστήριον, καὶ Δαφνίδα ἐπ’ αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς». (Φωκικά Χ, 5, 5-7)


Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης και μια άλλη παράδοση από το έπος του Μουσαίου «Ευμόλπια» σύμφωνα με την οποία το μαντείο το είχαν από κοινού η Γαία με τον Ποσειδώνα. «Ποσειδῶνος ἐν κοινῷ καὶ Γῆς εἶναι τὸ μαντεῖον». Η Γαία χρησμοδοτούσε η ίδια, ενώ ο Ποσειδώνας είχε ως χρησμοδότη τον Πύρκωνα «καὶ τὴν μὲν χρᾶν αὐτήν, Ποσειδῶνι δὲ ὑπηρέτην ἐς τὰ μαντεύματα εἶναι Πύρκωνα». Τη Γαία ως πρώτη κτήτορα του μαντείου και τον Ποσειδώνα αναφέρει και ο Αισχύλος στις Ευμενίδες.

Από την άλλη το μαντείο ήταν της Θέμιδας και ο Πύθωνας φέρεται ως ένα τέρας που το φύλαγε και ταυτόχρονα προκαλούσε διάφορες καταστροφές στην περιοχή· θόλωνε τα νερά στις πηγές και τα ρυάκια, άρπαζε τα κοπάδια και τους χωρικούς, κατέστρεφε τις σοδειές στην εύφορη πεδιάδα της Κρίσας και τρόμαζε τις Νύμφες. Αφού σκότωσε τον Πύθωνα ο Απόλλωνας, πήρε το μαντείο από τη Θέμιδα και αφιέρωσε στο ιερό ένα τρίποδα. Ο τρίποδας στο εξής θα αποτελούσε ένα από τα σύμβολα του θεού και επάνω σ’ αυτόν θα καθόταν η Πυθία, για να δίνει τους χρησμούς της.

Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή η Θέμιδα είχε παραχωρήσει το μαντείο στην αδελφή της την Τιτανίδα Φοίβη (λαμπερή), κι εκείνη το έκανε δώρο στον Απόλλωνα για τα γενέθλιά του. Έτσι απέκτησε το προσωνύμιο Φοίβος.

Το μαντείο όμως συνδέεται και με τη λατρεία του θεού Διόνυσου, πριν έρθει ο Απόλλωνας ή μετά. Επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διόνυσος βρισκόταν στους Δελφούς πριν έρθει ο Απόλλωνας, αφού σύμφωνα με νεότερες μελέτες και με πινακίδες της Γραμμικής Β’ που βρέθηκαν στην Πύλο και αναφέρουν το όνομά του, ο Διόνυσος θεωρείται παλαιότερος του Απόλλωνα. Για τον Διόνυσο διαβάζουμε και πάλι στις Ευμενίδες του Αισχύλου.

Ως θεός της βλάστησης ο Διόνυσος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο. Η λατρεία του στηρίζεται στις αλλαγές των εποχών οι οποίες συνδέονται και με τη ζωή του ανθρώπου: άνοιξη – γέννηση, καλοκαίρι – γονιμοποίηση, φθινόπωρο – φθορά, χειμώνας – θάνατος. Η μαντική ικανότητα του Διόνυσου εκφραζόταν από εκστασιαζόμενες γυναίκες, που με το στόμα τους μιλούσε ο θεός (μανία). Με την εμφάνιση του Απόλλωνα στο μαντείο, οι δύο θεοί συμβιβάζονται, περιορίζεται η μαζική μανία των Διονυσιακών οργίων σε μια ομάδα, τον θίασο, που αποτελούνταν από τις Θυιάδες και απαγόρευε τη συμμετοχή σε άλλους. Το τραγούδι του Διόνυσου, ο διθύραμβος, αντηχεί στου Δελφούς τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν ο Απόλλωνας βρίσκεται στους Υπερβόρειους.

Η Θέμις χρησμοδοτεί στο μαντείο των Δελφών. Ο Αιγέας στέκεται μπροστά στη Θέμιδα που χρησμοδοτεί καθισμένη σε τρίποδα μέσα στο ναό. Στα χέρια της κρατάει κλαδί δάφνης και φιάλη. Με τον τρόπο αυτό χρησμοδοτούσε και η Πυθία, καθισμένη σε τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας το νερό της Κασσωτίδας πηγής. Εσωτερικό ερυθρόμορφου κύλικα του Ζωγράφου του Κόδρου, περίπου 440-430 π.Χ. Βερολίνο, Antikensammlung F2538

Ο Παυσανίας αναφέρει ότι από ένα ύμνο που είχε συνθέσει μια ντόπια, η Βοιώ, ιδρυτές του ναού ήταν οι Υπερβόρειοι. Είχαν έρθει μαζί με άλλους ο Παγασός, ο Αγυιεύς και ο Ωλήνας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μάντης:

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε κι έναν διεκδικητή του μαντείου, που δεν είναι άλλος από τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής ήρθε να ζητήσει χρησμό από το μαντείο, επειδή όμως δεν του έδιναν με την αιτιολογία ότι δεν είχε εξαγνιστεί από τον φόνο του Ίφιτου, άρπαξε τον δελφικό τρίποδα κι ήταν έτοιμος να χτίσει δικό του μαντείο. Ο Απόλλωνας βγήκε να τον αντιμετωπίσει, συνεπλάκησαν και τότε μεσολάβησε ο Δίας, ο οποίος αφού τους χώρισε μ’ ένα κεραυνό, έπεισε τον Ηρακλή να επιστρέψει τον τρίποδα και τον Απόλλωνα να δώσει χρησμό.

Γενικότερα στη γύρω περιοχή λατρευόταν παλαιότερα ως θεά της μαντικής και η Αθηνά (Ευμενίδες του Αισχύλου). Η χρησμοδότηση γινόταν ρίχνοντας πετραδάκια, τις θρίες. Η ιδιότητα αυτή της Αθηνάς ατόνισε με την εμφάνιση του Απόλλωνα. Εξάλλου, η Αθηνά διατήρησε κατά κάποιο τρόπο τη θέση της στην περιοχή με το ιερό της Προναίας. Η ονομασία του ιερού ή δείχνει τη θέση του, αφού βρίσκεται πριν από τον μεγάλο ναό (για τον επισκέπτη που θα ερχόταν από τη μεριά της Αράχοβας) ή δηλώνει τη σχέση της θεάς με την Πρόνοια (φροντίδα). Ο Παυσανίας ονομάζει τον ναό ως Προνοίας: «ὁ τέταρτος δὲ Ἀθηνᾶς καλεῖται Προνοίας».

Γενικά το μαντείο αποδίδεται στη Γαία, στον Ποσειδώνα, στον Πύθωνα, που είναι γιος της, στη Θέμιδα και στην αδελφή της τη Φοίβη, που κι αυτές είναι κόρες της Γης, στον Διόνυσο, στους Υπερβόρειους, στην Αθηνά και τέλος στον Απόλλωνα. Όλοι οι θεοί πριν τον Απόλλωνα αποτελούν θεούς της μητριαρχίας. Ο Απόλλωνας (και η Αθηνά) εκφράζει τη μετάβαση από τη μητριαρχία στην πατριαρχία και στα νέα Ελληνικά φύλλα, τους Δωριείς. Στις Ευμενίδες, εξάλλου, του Αισχύλου ο Ορέστης με χρησμό του Απόλλωνα σκοτώνει τη μάνα του και με την ψήφο της Αθηνάς απαλλάσσεται των κατηγοριών του.

Διαμάχη του Απόλλωνα και του Ηρακλή για τον δελφικό τρίποδα. Ο Ηρακλής προσπαθεί να αρπάξει τον τρίποδα, ενώ ο Απόλλωνας με τη βοήθεια της Άρτεμης προσπαθεί να τον κρατήσει. Ο Δίας στη μέση παρεμβαίνει, για να τους χωρίσει. Περίπου 525 π.Χ. Δελφοί, Θησαυρός των Σιφνίων

Λειτουργία

Με την έναρξη λειτουργίας του ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς εξαπλώθηκε η φήμη πως ο θεός κατοικούσε στο ιερό του φυτό, τη δάφνη και μέσα από το θρόισμα των φύλλων του προφήτευε δίνοντας χρησμούς για τα μελλούμενα. Σύμφωνα με την παράδοση και τη μυθολογία, τη μαντική τέχνη φαίνεται πως δίδαξαν στον θεό Απόλλωνα οι Θρίες, τρεις φτερωτές νύμφες και κόρες του Δία, όταν ο θεός έτυχε να βόσκει τα βόδια του στον Παρνασσό. Είναι πιθανόν οι Θρίες να διατηρούσαν κληρομαντείο στην περιοχή του Παρνασσού, που δεν αποκλείεται να αποτέλεσε μια πρώτη μορφή του Μαντείου των Δελφών. Σε αυτό τον τύπο μαντείου χρησιμοποιούνταν η κλήρωση στη διαδικασία της χρησμοδοσίας. Οι κλήροι ρίχνονταν σε δοχείο, από όπου επιλέγονταν ένας ή περισσότεροι και τα συμπεράσματα προέκυπταν από το σχήμα και το χρώμα τους, το οποίο είχε ιδιαίτερη σημασία.

Στους Δελφούς φαίνεται πως λειτούργησαν τριών ειδών μαντεία: Το Χθόνιο, που χρησμοδοτούσε μέσω της εγκοίμησης, το Κληρομαντείο και τέλος το Απολλώνιο μέσω της δάφνης. Ωστόσο, από τότε που η λατρεία του Απόλλωνα συνδυάστηκε με αυτή του Διονύσου, ο οποίος λατρευόταν από τους οπαδούς του που τελούσαν σε κατάσταση έκστασης, παραφοράς και ιερής μανίας, υιοθετήθηκε ένας νέος τύπος χρησμοδότησης. Ο Απόλλων προφήτευε μέσω της Πυθίας, που λειτουργούσε ως ενδιάμεσος και φερέφωνο του θεού. Με το μάσημα φύλλων δάφνης και με την επίδραση ατμών και άλλων αναθυμιάσεων που έρχονταν από το άνοιγμα στα άδυτα του Μαντείου, έδινε τους θεϊκούς χρησμούς σε κατάσταση εκστατικής και ιερής μέθης. Η Πυθία καθόταν σε έναν ψηλό, επίχρυσο τρίποδα, επάνω από το χάσμα του ναού.

Αρχικά, η Πυθία χρησμοδοτούσε μία φορά τον χρόνο, στα γενέθλια του Απόλλωνα, στις 7 του Βύσιου μήνα. Αργότερα, χρησμοδοτούσε στις 7 κάθε μήνα, εκτός από τους χειμερινούς μήνες που ο Απόλλωνας έλειπε στους Υπερβόρειους ή στην κοιλάδα των Τεμπών. Στο απόγειο της δημοτικότητάς του μαντείου δραστηριοποιούνταν μέχρι και τρεις Πυθίες και η τελευταία προφητεία δόθηκε περί το 393 μ.Χ., όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Θεοδόσιος διέταξε το κλείσιμο όλων των ειδωλολατρικών ιερών.

Η Πυθία ελαιογραφία σε καμβά του Κάμιλο Μιόλα μουσείο Γκετύ Getty Center, Public domain, via Wikimedia Commons

Ιερείς και ιέρειες

Το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Απόλλωνας, όταν έγινε κύριος του μαντείου, ήταν η έλλειψη ιερέων. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο καθώς αγνάντευε από τις κορφές του Παρνασσού, είδε ένα καράβι που έπλεε στο Κρητικό πέλαγος. Τρέχει στο καράβι, μεταμορφώνεται σε δελφίνι και βρίσκεται ξαπλωμένος στο κατάστρωμα. Οι ναυτικοί τρομάζουν κι αφήνουν το καράβι να αρμενίζει μόνο του οπότε ο θεός τους οδηγεί μέχρι το λιμάνι της Κίρρας (επίνειο Δελφών). Εκεί αποκαλύπτεται, τους δηλώνει πως θα γίνουν οι ιερείς του, τους αναθέτει να χτίσουν βωμό στην ακρογιαλιά για να προσφέρουν την πρώτη θυσία, κι επειδή παρουσιάστηκε στο πλοίο σαν δελφίνι, ονομάζεται Δελφίνιος. Στη συνέχεια τους οδηγεί στο μαντείο όπου μπροστά προχωρούσε ο Απόλλωνας παίζοντας την κιθάρα του κι ακολουθούσαν οι Κρήτες, κτυπώντας τα πόδια και τραγουδώντας παιάνες. Όταν έφτασαν στο μαντείο, ο θεός άκουσε τις διαμαρτυρίες των Κρητών, που άφησαν την πολυάνθρωπη Κρήτη κι ήρθαν στην ερημιά, με την υπόσχεση πως ο τόπος θα γεμίσει από ανθρώπους που θα του προσφέρουν θυσίες.

Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι η πρώτη μάντισσα του ναού λεγόταν Φημονόη

«μεγίστη δὲ καὶ παρὰ πλείστων ἐς Φημονόην δόξα ἐστίν, ὡς πρόμαντις γένοιτο ἡ Φημονόη τοῦ θεοῦ πρώτη καὶ πρώτη τὸ ἑξάμετρον ᾖσεν». (Παυσανίας «Φωκικά» 5.7)

Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Παυσανίας αναφέρει πως η Βοιώ, μια ντόπια που έγραψε ένα ύμνο στον Απόλλωνα, θεωρεί ως πρώτο μάντη τον Ωλήνα, που τον έφερε ο Απόλλωνας από τους Υπερβόρειους:

«Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον». (Παυσανίας «Φωκικά» 5.8)

Η Σίβυλλα των Δελφών. Michelangelo, Buonarroti, 1509, τοιχογραφία. Ρώμη, Βατικανό, Cappella Sistina Michelangelo, Public domain, via Wikimedia Commons

Σίβυλλα ήταν το όνομα της ιέρειας που έκανε γνωστούς τους χρησμούς του Απόλλωνα. Η πρώτη Σίβυλλα (ονομαστικά) ήταν κόρη του Τρωαδίτη Δάρδανου και της Νησούς. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν κόρη του Δία και της Λάμιας (κόρης του Ποσειδώνα) και η το όνομα προήλθε από τον δωρικό τύπο του ουσιαστικού «θεός» (σιός) και τον αιολικό τύπο του ουσιαστικού «βουλή» = θέληση (βόλλα). Σήμαινε επομένως εκείνη που αποκαλύπτει τη θέληση του Θεού. Έκτοτε η ονομασία Σίβυλλα δόθηκε σε όλες τις μάντισσες.

Δεύτερη Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη η οποία αναφέρεται και στους Δελφούς. Κουβαλούσε μαζί της μια πέτρα, στην οποία ανέβαινε και προφήτευε. Την πέτρα την έδειχναν στους Δελφούς, όταν πέρασε ο Παυσανίας ο οποίος έγραψε:

«πέτρα δέ ἐστιν ἀνίσχουσα ὑπὲρ τῆς γῆς: ἐπὶ ταύτῃ Δελφοὶ στᾶσάν φασιν ᾆσαι τοὺς χρησμοὺς ὄνομα Ἡροφίλην». (Παυσανίας «Φωκικά» 12.1).

Να σημειωθεί ότι Σίβυλλες (γυναίκες μάντισσες) υπήρξαν αρκετές, όπως η Σίβυλλα των Ερυθρών στη Λυδία, η Σίβυλλα της Κύμης στην Καμπανία, η Εβραία Σίβυλλα Σάββη, η Σίβυλλα Φυτώ στη Σάμο.

Η Ηροφίλη που διαδέχτηκε τη Σίβυλλα, ονομάστηκε Πυθία, πρώτα από τον Ηρόδοτο. Αρχικά, οι γυναίκες που αναλάμβαναν το ρόλο της ιέρειας ήταν νέες, όμορφες και παρθένες. Ωστόσο, μετά την απαγωγή και τη διαφθορά μιας νεαρής Πυθίας από τον Εχεκράτη τον Θεσσαλό που την ερωτεύτηκε, ο θεσμός άλλαξε. Επέλεγαν πλέον γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, άνω των πενήντα ετών την οποία έντυναν ως παρθένο.

Ιέρεια των Δελφών (1891) του John Collier, που δείχνει την Πυθία να κάθεται σε τρίποδο με ατμούς να αναδύονται από μια ρωγμή στη γη από κάτω της John Collier, Public domain, via Wikimedia Commons

Τελετουργικό

Οι επισκέπτες που ζητούσαν χρησμό από την Πυθία ονομάζονταν θεοπρόποι και σύμφωνα με το τελετουργικό έπρεπε να καθαριστούν αρχικά με νερό από την Κασταλία πηγή, πληρώνοντας ένα αντίτιμο, το λεγόμενο πελανόν, που δεν ήταν ίδιο για όλους, ενώ έπρεπε να προσφέρουν και θυσία στο ναό του Απόλλωνα, ένα κατσίκι. Το ζώο έπρεπε να μην είχε κάποιο ελάττωμα, ενώ απαραίτητος οιωνός για να μπορέσει η Πυθία να δώσει χρησμό, το ζώο έπρεπε να τρέμει και προς τούτο το κατάβρεχαν με κρύο νερό. Σύμφωνα με νεότερη έρευνα η συμπεριφορά της κατσίκας εξηγείται από τις ιδιότητες των φύλλων ροδοδάφνης (Nerium oleander) εκχύλισμα των οποίων δινόταν δοκιμαστικά στην κατσίκα πριν το πιει η Πυθία. Ανάμεσα στους θεοπρόπους υπήρχε ιεράρχηση, σχετικά με την προτεραιότητα στη χρησμοδοσία. Οι πρώτοι που δικαιούνταν να λάβουν χρησμό ήταν οι κάτοικοι των Δελφών. Ακολουθούσαν όσοι είχαν τιμηθεί από του Δελφούς με το προνόμιο της προμαντείας και κατόπιν οι υπόλοιποι.

Παρόμοια τελετουργία κάθαρσης ακολουθούσε και η Πυθία. Ύστερα από κάποια τυπική διαδικασία, κατέβαινε στο λεγόμενο άδυτο, κάτω από τον σηκό του ναού του Απόλλωνα, όπου άκουγε την ερώτηση από τους ιερείς που βρίσκονταν σε έναν διπλανό μικρό χώρο που ονομαζόταν οίκος. Στη συνέχεια έπεφτε σε έκσταση ενώ οι ιερείς κατέγραφαν και ερμήνευαν τα λόγια που πρόφερε. Την επιμέλεια του Μαντείου είχαν πέντε άνδρες, κάθε ένας από τους οποίους ανήκε σε μια από τις πέντε μεγάλες οικογένειες των Δελφών που ονομάζονταν Δευκαλιωνίδες. Αυτοί καλούνταν όσιοι, ενώ ο επικεφαλής προφήτης.

Εκτός όμως από την εκστατική χρησμοδότηση, υπήρχε και μια παλαιότερη, απλούστερη και φυσικά φτηνότερη, η κληρομαντία. Η ερώτηση που κατέθετε ο θεοπρόπος έπρεπε να είναι με δύο επιλογές: θα γίνει αυτό ή εκείνο, να κάνω τούτο ή το άλλο. Η τελετή γινόταν δημόσια στον ναό, με την Πυθία να τραβά από ένα λέβητα έναν από τους δύο κλήρους (κουκιά).

Όταν οι χρησμοί δεν ικανοποιούσαν τους θεοπρόπους, μπορούσαν να ζητήσουν και πάλι χρησμό. Έτσι έκαναν οι Αθηναίοι στον καιρό των Περσικών πολέμων. Διαβάζουμε στον Ηρόδοτο (7, 140-141):

[7,140] πέμψαντες γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι ἐς Δελφοὺς θεοπρόπους χρηστηριάζεσθαι ἦσαν ἕτοιμοι· καί σφι ποιήσασι περὶ τὸ ἱρὸν τὰ νομιζόμενα, ὡς ἐς τὸ μέγαρον ἐσελθόντες ἵζοντο, χρᾷ ἡ Πυθίη, τῇ οὔνομα ἦν Ἀριστονίκη, τάδε.

[7,140] Οι Αθηναίοι έστειλαν απεσταλμένους στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό. Μόλις έγιναν τα συνηθισμένα τελετουργικά και οι Αθηναίοι μπήκαν στο ναό και κάθισαν στις θέσεις τους, η Πυθία Αριστονίκη έδωσε την ακόλουθη προφητεία:

(2) ὦ μέλεοι, τί κάθησθε; λιπὼν φεῦγ᾽ ἔσχατα γαίης δώματα καὶ πόλιος τροχοειδέος ἄκρα κάρηνα. οὔτε γὰρ ἡ κεφαλὴ μένει ἔμπεδον οὔτε τὸ σῶμα, οὔτε πόδες νέατοι οὔτ᾽ ὦν χέρες, οὔτε τι μέσσης λείπεται, ἀλλ᾽ ἄζηλα πέλει· κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ τε καὶ ὀξὺς Ἄρης, Συριηγενὲς ἅρμα διώκων.

(2) Γιατί κάθεστε καταδικασμένοι; Τρέξτε στην άκρη του κόσμου, αφήνοντας τα σπίτια και τους λόφους που περικλείουν την πόλη σας σαν τροχός. Το κεφάλι δε θα μείνει στη θέση του ούτε το κορμί ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε τα ενδιάμεσα μέλη· αλλά όλα καταστρέφονται, γιατί θα σας ισοπεδώσει η φωτιά και ο ορμητικός Άρης καλπάζοντας μ’ ένα Συριακό άρμα.

(3) πολλὰ δὲ κἆλλ᾽ ἀπολεῖ πυργώματα κοὐ τὸ σὸν οἶον, πολλοὺς δ᾽ ἀθανάτων νηοὺς μαλερῷ πυρὶ δώσει, οἵ που νῦν ἱδρῶτι ῥεούμενοι ἑστήκασι, δείματι παλλόμενοι, κατὰ δ᾽ ἀκροτάτοις ὀρόφοισι αἷμα μέλαν κέχυται, προϊδὸν κακότητος ἀνάγκας. ἀλλ᾽ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῖς δ᾽ ἐπικίδνατε θυμόν.

(3) Πολλούς πύργους θα καταστρέψει, όχι μόνο τους δικούς σας, και θα παραδώσει στην ανελέητη φωτιά πολλούς ναούς των θεών, οι οποίοι τώρα λούζονται στον ιδρώτα, τρέμουν από φόβο, ενώ πάνω στις σκεπές κυλάει μαύρο αίμα προμηνύοντας αναπόφευκτες συμφορές. Σηκωθείτε, φύγετε από το ιερό και παραδώστε τις καρδιές σας στη θλίψη.

[7,141] ταῦτα ἀκούσαντες οἱ τῶν Ἀθηναίων θεοπρόποι συμφορῇ τῇ μεγίστῃ ἐχρέωντο. προβάλλουσι δὲ σφέας αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ κακοῦ τοῦ κεχρησμένου, Τίμων ὁ Ἀνδροβούλου, τῶν Δελφῶν ἀνὴρ δόκιμος ὅμοια τῷ μάλιστα, συνεβούλευέ σφι ἱκετηρίην λαβοῦσι δεύτερα αὖτις ἐλθόντας χρᾶσθαι τῷ χρηστηρίῳ ὡς ἱκέτας.

[7, 141] Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι ταράχτηκαν απ’ αυτήν την απάντηση κι ήταν έτοιμοι να βυθιστούν στην απελπισία για τη φρικτή μοίρα που τους περίμενε, όταν ο Τίμωνας, γιος του Ανδρόβουλου κι ένας από τους πιο διακεκριμένους άνδρες των Δελφών, τους πρότεινε να πάρουν κλαδιά ελιάς και να πλησιάσουν ξανά το μαντείο ως ικέτες.

(2) πειθομένοισι δὲ ταῦτα τοῖσι Ἀθηναίοισι καὶ λέγουσι “ὦναξ, χρῆσον ἡμῖν ἄμεινόν τι περὶ τῆς πατρίδος, αἰδεσθεὶς τὰς ἱκετηρίας τάσδε τάς τοι ἥκομεν φέροντες, ἢ οὔ τοι ἄπιμεν ἐκ τοῦ ἀδύτου, ἀλλ᾽ αὐτοῦ τῇδε μενέομεν ἔστ᾽ ἂν καὶ τελευτήσωμεν”, ταῦτα δὲ λέγουσι ἡ πρόμαντις χρᾷ δεύτερα τάδε.

(2) Οι Αθηναίοι ακολούθησαν τη συμβουλή του λέγοντας: «Άρχοντα Απόλλωνα, για χάρη έστω των κλαδιών ελιάς που σου φέραμε, δώσε μια καλύτερη προφητεία για την πατρίδα μας. Διαφορετικά, δε θα φύγουμε από τον ιερό χώρο, ώσπου να πεθάνουμε». Τότε η προφήτισσα τους έδωσε ένα δεύτερο χρησμό που έλεγε τα εξής:

(3) οὐ δύναται Παλλὰς Δί᾽ Ὀλύμπιον ἐξιλάσασθαι λισσομένη πολλοῖσι λόγοις καὶ μήτιδι πυκνῇ. σοὶ δὲ τόδ᾽ αὖτις ἔπος ἐρέω ἀδάμαντι πελάσσας. τῶν ἄλλων γὰρ ἁλισκομένων ὅσα Κέκροπος οὖρος ἐντὸς ἔχει κευθμών τε Κιθαιρῶνος ζαθέοιο, τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεύς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν, τὸ σὲ τέκνα τ᾽ ὀνήσει.

(3) «Η Παλλάδα δεν μπορεί να εξιλεώσει τον Ολύμπιο Δία, μολονότι τον ικετεύει με πολλά παρακάλια κι όλη της την πειθώ· ωστόσο θα σας πω ένα λόγο ακόμα, οριστικό κι αμετακίνητο: Μολονότι όλα τα άλλα θα πέσουν όσα βρίσκονται μέσα στα όρια του Κέκροπα και το κάστρο του ιερού όρους του Κιθαιρώνα, ο Δίας, που τα βλέπει όλα, θα χαρίσει στην Αθηνά ξύλινο τείχος, ώστε αυτό να μείνει απόρθητο και να σώσει εσάς και τα παιδιά σας.

(4) μηδὲ σύ γ᾽ ἱπποσύνην τε μένειν καὶ πεζὸν ἰόντα πολλὸν ἀπ᾽ ἠπείρου στρατὸν ἥσυχος, ἀλλ᾽ ὑποχωρεῖν νῶτον ἐπιστρέψας· ἔτι τοι ποτε κἀντίος ἔσσῃ. ὦ θείη Σαλαμίς, ἀπολεῖς δὲ σὺ τέκνα γυναικῶν ἤ που σκιδναμένης Δημήτερος ἢ συνιούσης.

(4) Μα μην περιμένετε ήσυχοι το αναρίθμητο ιππικό και πεζικό να έρθουν από την Ασία, αλλά υποχωρήσετε γυρίζοντας την πλάτη σας στον εχθρό. Γιατί θα ‘ρθει μια μέρα που θα τον αντιμετωπίσετε πρόσωπο με πρόσωπο. Θεϊκή Σαλαμίνα, θα φέρεις το θάνατο στους γιους πολλών μανάδων, όταν σπαρθεί ή θεριστεί ο καρπός της Δήμητρας.

Οι χρησμοί της Πυθίας δεν ήταν αλάθητοι ούτε υπεράνω πάσης υποψίας. Στον Ηρόδοτο (6, 66) μαθαίνουμε ότι η μάντισσα Περίαλλα έχασε το αξίωμά της, όταν της ζητήθηκε χρησμός από τη Σπάρτη για το αν ο βασιλιάς Δημάρατος ήταν γνήσιος γιος του Αρίστωνα, άρα και νόμιμος βασιλιάς.

Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων το μαντείο «μήδισε» φροντίζοντας να τα έχει καλά με τους Πέρσες, γι’ αυτό άλλωστε και έδινε χρησμούς σύμφωνα με τους οποίους προέτρεπε τις πόλεις να παραδοθούν ή γενικότερα να μην αντισταθούν στους Πέρσες, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω με το χρησμό στους Αθηναίους· ακόμη και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μάλλον είχε φιλοσπαρτιατική διάθεση.

Δελφικό τρίποδο. Ερυθρόμορφος κρατήρας, περ. 330 π.Χ. British Museum, Public domain, via Wikimedia Commons

Εορτές

Οι γιορτές που τελούνταν στους Δελφούς σχετίζονταν με γεγονότα από τη ζωή του Απόλλωνα και του Διόνυσου ή με ιστορικά γεγονότα.

Αφιερωμένες στον Απόλλωνα

Πύθια, για να τιμηθεί ο θεός. Στην αρχή γιορτάζονταν κάθε οκτώ χρόνια (εννετηρίς) και πιθανόν από το 582 π.Χ. κάθε τέσσερα χρόνια (πεντετηρίς).

Δελφίνια, σ’ ανάμνηση της μεταμόρφωσης του θεού σε δελφίνι, οδηγώντας τους Κρήτες ναυτικούς στην περιοχή και της ίδρυσης του ιερού. Γιορτάζονταν τον Απρίλιο.

Θαργήλεια, σχετική με την ιδιότητα του θεού να θεραπεύει από τους λοιμούς. Γιορτάζονταν την άνοιξη.

Σεπτήρια ή Στεπτήρια, σ’ ανάμνηση της αναχώρησης του θεού για καθαρμό μετά τον φόνο του δράκοντα.

Θεοφάνεια, σ’ ανάμνηση της επιστροφής του θεού μετά τον καθαρμό του.

Αφιερωμένες στον Διόνυσο

Λικνίτης, γιορτή που γινόταν κάθε οκτώ χρόνια σ’ ανάμνηση της αναγέννησης του θεού. Συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης.

Χάριλα, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σχετιζόταν με την αναγέννηση της φύσης. Κατά τη διάρκεια της γιορτής μαστίγωναν μια κούκλα, την κρεμούσαν και τέλος την έθαβαν με μια θηλιά στον λαιμό.

Ηρωίς, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σ’ ανάμνηση της επαναφοράς της Σεμέλης, μητέρας του θεού, από τον Άδη.

Δαδοφόρια, κάθε δύο χρόνια, στον Παρνασσό. Ήταν Μαιναδική γιορτή.

Αφιερωμένες σε ιστορικά γεγονότα

Ελαφηβόλια, σ’ ανάμνηση της νίκης κατά των Θεσσαλών πριν από τους Περσικούς αγώνες.

Σωτήρια, σ’ ανάμνηση της σωτηρίας των Δελφών από την επιδρομή των Γαλατών.

Ευμένεια, λαμπαδηδρομία από το Γυμνάσιο μέχρι τον βωμό του Απόλλωνα

Πηγές – βιβλιογραφία

chilonas

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/naoi/delphi/Naos%20Apollona,%20Delphi.0.htm

https://en.wikipedia.org/wiki/Pythia

https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/gods/apollo/page_008.html

http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2507

Διαβάστε Περισσότερα...