Η Διαδοχή στο Θρόνο - Το μοίρασμα των κτήσεων
(Διόδωρος ΙΖ.99.6, ΙΗ.1-4, 7.1-9, Πλούταρχος Αλέξανδρος 77.6-κ.ε, Κούρτιος 9.7.1-11, 110.6-10, Ιουστίνος 9.8.2, 13.2.5-8)
Στο παρασκήνιο, που ακολούθησε το θάνατο του Αλεξάνδρου, μόνο ο Κούρτιος αναφέρεται αναλυτικά. Η δημιουργικότητα του Ρωμαίου ιστορικού είναι αποδεδειγμένη και το συγκεκριμένο θέμα πρόσφορο, ωστόσο αφενός δεν δίνει στα γεγονότα τροπή διαφορετική από τη γνωστή και αφετέρου μικρή σημασία έχει αν τα επιχειρήματα που παραθέτει τα αποδίδει στα σωστά πρόσωπα. Άλλωστε κάτι τέτοιο είναι εντελώς αδύνατο να εξακριβωθεί, διότι κατά πάσα πιθανότητα ο κάθε πρωταγωνιστής θα διοχέτευσε στο κοινό τη δική του εκδοχή και η απάντηση στο ερώτημα, ποιος είπε πράγματι τι, χάθηκε πολύ νωρίς στην ομίχλη της προπαγάνδας. Το γεγονός είναι ότι τα επιχειρήματα, που κατέγραψε ο Κούρτιος, και τα αναμενόμενα υπό τις συνθήκες εκείνες είναι και στα καταλληλότερα πρόσωπα φαίνεται να αποδίδονται.
Σύμφωνα λοιπόν με τη διαθέσιμη εικόνα, την επομένη του θανάτου του Αλεξάνδρου, την 14η Ιουνίου 323, ο Περδίκκας αφού εξέθεσε σε δημόσια θέα το θρόνο του νεκρού βασιλιά, όπου βρίσκονταν το στέμμα, η στολή και τα όπλα του, τοποθέτησε και το βασιλικό δαχτυλίδι και προκάλεσε συζήτηση για το δέον γενέσθαι. Η Ρωξάνη ήταν έγκυος στον έκτο μήνα και το παιδί της, αν ήταν αγόρι, ο Περδίκκας θεωρούσε δεδομένο ότι έπρεπε να καταλάβει το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως. Για το μεταξύ διάστημα πρότεινε να εκλέξουν προσωρινή ηγεσία και ζήτησε τις προτάσεις των σημαντικότερων εταίρων. Ο Νέαρχος αντέτεινε ότι δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν μέχρι να γεννήσει η Ρωξάνη, προσευχόμενοι το παιδί να είναι αρσενικό, διότι ο Αλέξανδρος είχε ήδη ένα γιο, τον Ηρακλή. Οι επιδιώξεις του Νέαρχου ήταν πολύ προφανείς, διότι μητέρα του Ηρακλή ήταν η Βαρσίνη, που στα Σούσα είχε γίνει πεθερά του, κι έτσι η πρόταση απερρίφθη αμέσως.
Ο Πτολεμαίος απέρριψε το ενδεχόμενο να ανέβει στο θρόνο της Μακεδονίας είτε ο γιος της Βαρσίνης είτε της Ρωξάνης. Υποτίθεται ότι δεν ανεχόταν να τους κυβερνήσει κάποιος μιξοβάρβαρος με ασιατικό αίμα, διότι τότε θα υποτάσσονταν στους απογόνους του Δαρείου και του Ξέρξη και θα ακύρωναν τις «λαμπρές νίκες τους επ’ αυτών». Όμως η Μακεδονία είχε υποταχθεί αμαχητί, ενσωματώθηκε στην ευρωπαϊκή σατραπεία των Αχαιμενιδών και μετά την κατάρρευση της περσικής κυριαρχίας στην Ευρώπη οι Μακεδόνες δεν έκαναν καμία επιχείρηση εναντίον των Περσών. Φυσικά είναι αδύνατο να μην το γνώριζε αυτό ο Κούρτιος, συνεπώς εδώ δεν διαφοροποιεί τους Μακεδόνες από τους υπόλοιπους Έλληνες λόγω της κοινής καταγωγής τους. Η παραπάνω αντίρρηση του Πτολεμαίου (ή όποιου τυχόν την εξέφερε) πήγαζε από τον ισχυρότατο ρατσισμό των αρχαίων Ελλήνων, ακραία εκδήλωση του οποίου ήταν ο έντονος τοπικισμός. Λόγω αυτού του τοπικισμού ο Άτταλος είχε αμφισβητήσει το δικαίωμα διαδοχής του Αλεξάνδρου, επειδή η μητέρα του καταγόταν από ελληνικό έθνος διαφορετικό του μακεδονικού. Τώρα, που ο διάδοχος θα ήταν μιγάς από Έλληνα πατέρα και βάρβαρη μητέρα, δεν επρόκειτο να απλώς πετάξουν οργισμένοι τον σκύφο ο ένας στον άλλο, αλλά να πάρουν τις σάρισσες για να αποτρέψουν την προσβολή. Η αντιπρόταση του Πτολεμαίου ήταν να συγκροτηθεί ένα σώμα από τους συμβούλους του Αλεξάνδρου, το οποίο θα κυβερνούσε συλλογικά και θα αποφάσιζε πλειοψηφικά. Είναι προφανές ότι ο Πτολεμαίος (ή όποιος έκανε αυτήν την πρόταση) δεν ήθελε να μείνει έξω από το κέντρο λήψης των αποφάσεων.
Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Μελέαγρος και είπε ότι ο Περδίκκας πρότεινε τον αγέννητο ακόμη γιο της Ρωξάνης, διότι προφανής επιδίωξή του ήταν να χειραγωγήσει τον βασιλιά. Κατά τη γνώμη του, κληρονόμοι του Αλεξάνδρου ήταν όλοι οι Μακεδόνες και πρότεινε να λεηλατήσουν αμέσως το θησαυροφυλάκιο. Ενώ ο όχλος των στρατιωτών ήταν έτοιμος να σπεύσει για τη λεηλασία, κάποιος άσημος Μακεδόνας υπενθύμισε ότι υπήρχε κι ο Αρριδαίος, ο ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου. Ο Αρριδαίος ήταν νόθος γιος του Φιλίππου και μιάς «ασήμαντης και κοινής» γυναίκας, της Φιλίννης κατά τον Πλούταρχο ή μίας χορεύτριας από τη Λάρισα κατά τον Ιουστίνο. Όταν ήταν μικρός, φαινόταν ότι ήταν ευγενικός και προικισμένος, αλλά η Ολυμπιάς υποτίθεται ότι του έδωσε δηλητήρια και του προξένησε σωματικές και νοητικές βλάβες. Μετά τον Μελέαγρο μίλησε ο Πίθων, που είπε ότι θεωρούσε ακατάλληλο τον Αρριδαίο για διάδοχο του Αλεξάνδρου και πρότεινε τον Περδίκκα και το Λεοννάτο ως επιτρόπους του αγέννητου γιου της Ρωξάνης.
Η φάλαγγα, δηλαδή η κατώτερη κοινωνικά τάξη των Μακεδόνων, οι χωριάτες όπως –ούτε λίγο ούτε πολύ- τους είχε αποκαλέσει ο Αλέξανδρος στην Ώπη, παρέμενε προσκολλημένη στα ήθη και τις παραδόσεις, γι’ αυτό αρνήθηκε να παραχωρήσει τον μακεδονικό θρόνο σε έναν αγέννητο μιγάδα. Προτιμούσε τον Αρριδαίο παρά τη νοητική του βλάβη, διότι ανήκε στον Οίκο των Αργεαδών. Απ’ την άλλη πλευρά η αριστοκρατία γνώριζε να υποτάσσει τα συναισθήματα στις σκοπιμότητες και προτιμούσε έναν ισχυρό ηγέτη και ένα εργαλείο διοίκησης των υποταγμένων βαρβάρων. Οι εταίροι και οι σωματοφύλακες επέλεξαν να ακολουθήσουν την μέθοδο του ίδιου του Αλεξάνδρου, την «κοινωνίαν τῆς ἀρχῆς», δηλαδή την κατ’ επίφαση συνδιοίκηση της αυτοκρατορίας με τους βαρβάρους, μία συνδιοίκηση που θα προσωποποιούσε ο γιος του από τη Ρωξάνη. Ο θάνατος του βασιλιά έδινε στην μακεδονική αριστοκρατία τη δυνατότητα να ξανακερδίσει τα δικαιώματα, που είχε χάσει λόγω της ισχύος του Αλεξάνδρου ως Βασιλέως Βασιλέων, και να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη εξουσία, απ’ όση είχε φεύγοντας από τη Μακεδονία. Αντί να ελέγχει τον βασιλιά, της δινόταν η ευκαιρία να τον χειραγωγεί πλήρως. Έτσι οι εταίροι και οι σωματοφύλακες διαφώνησαν με τους απλούς Μακεδόνες και απειλήθηκε ένοπλη ταξική σύγκρουση των ιππέων με τους πεζούς. Με διαδικασίες, που παραδίδονται διαφορετικά από κάθε πηγή, αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος και επιτεύχθηκε συμβιβασμός των ευγενών με τους απλούς Μακεδόνες: ο Αρριδαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς με το δυναστικό όνομα Φίλιππος Γ΄, το τυχόν άρρεν παιδί της Ρωξάνης θα είχε ίσα δικαιώματα στο θρόνο και ο Περδίκκας ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Οι πιο σημαντικοί, πιο φιλόδοξοι και ως εκ τούτου πιο επικίνδυνοι εταίροι και σωματοφύλακες κατευνάσθηκαν αναλαμβάνοντας τη διοίκηση σατραπειών και την υποχρέωση να υπακούουν στον Αρριδαίο, δηλαδή … στον Περδίκκα!
Κατά το Διόδωρο η αρχική κατανομή των σατραπειών είχε ως εξής: ο Πτολεμαίος του Λάγου πήρε την Αίγυπτο, ο Λαομέδων ο Μυτιληναίος (αδελφός του Εριγύιου) την Συρία, ο Φιλώτας την Κιλικία, ο Πίθων τη Μηδία, ο Ευμένης την Παφλαγονία, την Καππαδοκία και τις όμορες περιοχές, που δεν πρόλαβε να καταλάβει ο Αλέξανδρος. Ο Αντίγονος την Παμφυλία, τη Λυκία και τη Μεγάλη Φρυγία, ο Κάσσανδρος την Καρία, ο Μελέαγρος την Λυδία και ο Λεοννάτος την Ελλησποντική Φρυγία. Ο Λυσίμαχος τη Θράκη και τα όμορα έθνη προς τον Εύξεινο, ο Αντίπατρος τη Μακεδονία και τους όμορους λαούς. Φαίνεται ότι οι υποψήφιοι θεωρούσαν την Ινδία και τις άνω σατραπείες ως πολύ απομακρυσμένες, ίσως και ως δυσμενείς τοποθετήσεις, διότι εκεί άφησαν τα πράγματα ως είχαν: ο Ταξίλης και ο Πώρος διατήρησαν τα βασίλειά τους, ενώ την μεταξύ τους περιοχή ανέλαβε ο Ταξίλης. Ο Παροπάμισος δόθηκε στον Βάκτριο Οξυάρτη (πατέρα της Ρωξάνης), η Αραχωσία κι η Γεδρωσία στον Σιβύρτιο, η Αρία και η Δραγγιανή στον Στασάνορα από τους Σόλους της Κύπρου, η Βακτριανή και η Σογδιανή στον Φίλιππο, η Παρθυαία και η Υρκανία στον Φραταφέρνη, η Περσίς στον Πευκέστα, η Καρμανία στον Τληπόλεμο, η Μηδία στον Ατροπάτη, η Βαβυλωνία στον Άρχοντα κι η Μεσοποταμία στον Αρκεσίλαο. Ο Σέλευκος έγινε ίππαρχος των εταίρων, ο τρίτος κατά σειρά μετά τον Ηφαιστίωνα και τον Περδίκκα, προφανώς σε αντικατάσταση το νεκρού Ηφαιστίωνα, τους ιππείς του οποίου είχε αφήσει ακέφαλους ο Αλέξανδρος σε ένδειξη πένθους. Ο Κρατερός βρισκόταν στην Κιλικία, καθ’ οδόν προς τη Μακεδονία επικεφαλής των απομάχων και αποκλείσθηκε από τον καταμερισμό της εξουσίας. Έτσι, η πρώτη φάση του αγώνα των Διαδόχων για επικράτηση έληξε αναίμακτα και οι τρεις σημαντικότεροι βασιλείς των ελληνιστικών χρόνων, ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος κι ο Λυσίμαχος, βρέθηκαν σε πολύ καλές θέσεις στην αφετηρία για τις επόμενες φάσεις της αναμέτρήσης.
Κατά τον Κούρτιο, το πολιτικό κενό, που δημιούργησε ο θάνατος του Αλεξάνδρου καλύφθηκε σε 6 ημέρες και στις 19 Ιουνίου του 323 οι Διάδοχοι μπόρεσαν να ασχοληθούν με το νεκρό σώμα του βασιλιά τους. Το παρέδωσαν σε Αιγυπτίους και Χαλδαίους ειδικούς, για να το ταριχεύσουν, και κατά το Διόδωρο ο Αρριδαίος ανέλαβε την κατασκευή της αρμάμαξας, που θα μετέφερε τη σορό του Αλεξάνδρου στο Αμμώνειο σύμφωνα με την επιθυμία του.
Στη συνέχεια ο Περδίκκας επιδιώκοντας τη στενότερη δυνατή επαφή με το θρόνο της τεράστιας αυτοκρατορίας, προσεταιρίσθηκε τη Ρωξάνη. Η αβέβαιης καταγωγής βασίλισσα μπορούσε να ελπίζει σε διατήρηση της θέσης της, μόνο αν το παιδί της ήταν άρρεν, αλλά και πάλι θα ήταν επιτροπευόμενος συμβασιλέας και όχι κοσμοκράτορας. Επιπλέον δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με την κόρη του Δαρείου εξίσου χήρα και δυνητικά έγκυο από τον Αλέξανδρο. Για να εξαλείψει λοιπόν κάθε απαίτηση της οικογένειας των Αχαιμενιδών, μεθόδευσε την εξόντωση της Στάτειρας και της αδελφής της, χήρας του Ηφαιστίωνα. Κατά τον Πλούταρχο, με τη συνέργεια του Περδίκκα και με πλαστή επιστολή παρέσυρε τις δύο κόρες του Δαρείου, τις δολοφόνησε, έρριξε τα σώματά τους σ’ ένα πηγάδι και τα έθαψε. Έτσι ρυθμίσθηκαν τα της βασιλικής οικογενείας των Αργεαδών.
Σύμφωνα με τον Αρριανό, στον Ύφασι ο Κοίνος είχε προειδοποιήσει τον Αλέξανδρο για την έντονη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων, τους οποίους είχαν εποικήσει στις άνω σατραπείες παρά τη θέλησή τους. Σύμφωνα με τον Κούρτιο η εξέγερση έγινε στα Βάκτρα και υπό συνθήκες, που δεν διευκρινίζει, οι Έλληνες μισθοφόροι επέστρεψαν τελικά στην Ελλάδα. Ο Διόδωρος στο ΙΖ΄ βιβλίο λέει ότι μετά τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου στη χώρα των Μαλλών στις αρχές του 325 και θωρώντας τον νεκρό, άρχισαν την κάθοδό τους προς τη θάλασσα. Όμως στο ΙΗ΄ βιβλίο ο Διόδωρος αναιρεί την προηγούμενη εκδοχή του και λέει ότι οι μισθοφόροι ξεσηκώθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου κι ότι ο Περδίκκας έστειλε τον Πίθωνα επικεφαλής 3.000 πεζών και 800 ιππέων Μακεδόνων και 10.000 πεζών και 8.000 ιππέων βαρβάρων εναντίον των πάνω από 20.000 πεζών και 3.000 εμπειροπόλεμων μισθοφόρων. Ο Πίθων ήθελε να προσεταιριστεί τους Έλληνες μισθοφόροι, για να τον βοηθήσουν στα πολιτικά του σχέδια, και ήρθε σε συνεννόηση με τον Λητόδωρο, που διοικούσε 3.000 απ’ αυτους. Κατά την αμφίρροπη μάχη η δύναμη του Λητόδωρου υποχώρησε αιφνιδίως, οδηγώντας το μέτωπο των μισθοφόρων σε κατάρρευση. Τότε ο Πίθων διακήρυξε ότι αν παρέδιδαν τα όπλα, θα μπορούσαν να επιστρέψουν ελεύθεροι στις πατρίδες τους. Δόθηκαν οι αμοιβαίοι όρκοι και οι μισθοφόροι αναμίχθηκαν άφοβα με τους Μακεδόνες. Όμως οι τελευταίοι είχαν λάβει μυστικές διαταγές από τον Περδίκκα, αγνόησαν τις συμφωνίες, που είχε κάνει ο διοικητής τους, επιτέθηκαν κατά των μισθοφόρων και τους κατέκοψαν. Αυτό το σημείο στην περιγραφή του Διόδωρου μας θυμίζει πολύ έντονα το περιστατικό, που περιγράφει ο ίδιος, με τη σφαγή των Ινδών μισθοφόρων στα Μάσσαγα, ενώ οι υποτιθέμενες μυστικές διαταγές του Περδίκκα δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά κι εκτός του ότι δεν πείθει η χρονική στιγμή, που τοποθετείται το όλο περιστατικό, δεν προσδιορίζεται ούτε χονδρικά το πεδίο της υποτιθέμενης μάχης.
Ο Διόδωρος μας δίνει κι έναν κατάλογο «των σημαντικότερων και πιο αξιομνημόνευτων» σχεδίων, την υλοποίηση των οποίων θεωρεί ότι ο Αλέξανδρος είχε αναθέσει εγγράφως στον Κρατερό. Μεταξύ αυτών προβλεπόταν η ναυπήγηση 1.000 πλοίων «μεγαλυτέρων από τριήρεις» στη Φοινίκη, Συρία, Κιλικία, και Κύπρο για μία εκστρατεία, που θα υπέτασσε τα παράλια της Μεσογείου από την Καρχηδόνα μέχρι τη Σικελία. Για την υποστήριξη αυτής της εκστρατείας προβλεπόταν η κατασκευή στρατιωτικής οδού σε όλο το μήκος της λιβυκής (βορειοαφρικανικής) ακτής κατά τα πρότυπα των περσικών Βασιλικών Οδών καθώς κι η κατασκευή λιμανιών και νεωρίων, ώστε να διατηρείται η κυριαρχία στις κατακτώμενες περιοχές. Για να συνεχισθεί δε η τακτική των μικτών γάμων, ώστε να δημιουργηθεί νέο έθνος κατοίκων της αυτοκρατορίας, προβλεπόταν η ίδρυση πόλεων καθώς και η μεταφορά πληθυσμών από την Ασία στην Ευρώπη και αντίστροφα. Για να ευχαριστήσει τους θεούς, ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει την κατασκευή 7 πολυτελών ναών κόστους 1.500 ταλάντων έκαστος στη Δήλο, στους Δελφούς, στη Δωδώνη, στο Δίον, στην Αμφίπολη της Ταυροπόλου Αρτέμιδος, στην Κύρνο της Αθηνάς και στο Ίλιον πάλι της Αθηνάς, που έπρεπε να είναι ο λαμπρότερος όλων και ανυπέρβλητος σε κάλλος. Τέλος, για τον Φίλιππο θα κατασκεύαζε τάφο παραπλήσιο της μεγάλης πυραμίδας της Αιγύπτου. Όταν ο Κρατερός τα έθεσε υπόψιν των άλλων εταίρων, αποφασίσθηκε να μην εκτελεσθεί κανένα, λόγω του υψηλού τους κόστους.
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για τη γεωπολιτική ή επικοινωνιακή σημασία αυτών των σχεδίων, αλλά σημαντικότερο είναι το ερώτημα αν είναι αυθεντικά. Ο Κρατερός μετέβαινε στη Μακεδονία, για να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο και συνεπώς ανήκαν στη δικαιοδοσία του ο τάφος του Φιλίππου και όλοι οι ναοί πλην εκείνου της Αθηνάς στην Τροία, που υπαγόταν στο Λεοννάτο, σατράπη της Ελλησποντικής Φρυγίας. Όλα τα υπόλοιπα σχέδια κανονικά θα έπρεπε να υλοποιηθούν από τους κατά τόπους σατράπες με εντολή της κεντρικής διοίκησης και ο Κρατερός φυσικά δεν είχε καμία αρμοδιότητα να αναμιχθεί. Η διατύπωση του Διόδωρου ότι ο Κρατερός τα έθεσε υπόψιν των άλλων εταίρων ίσως σημαίνει ότι δεν βρέθηκαν τέτοια σχέδια στα κεντρικά αρχεία και ότι τα σχέδια είναι επινοήσεις κάποιων, που τα απέδωσαν στον Κρατερό για να δικαιολογήσουν την ανυπαρξία τεκμηρίων στα κεντρικά αρχεία.
Πηγή: alexanderofmacedon.info
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου