Μπορεί να οριστεί η ομορφιά; Υπάρχει μήπως ένα τέλειο πρότυπο, ένα σχεδίασμα που ενστικτωδώς να προκαλεί εκείνη τη μυστήρια οπτική και ψυχική διαδικασία ώστε να οριστεί ως όμορφο ή εύμορφο στα αρχαία ελληνικά (καλής μορφής); Σήμερα οι περισσότεροι θα απαντούσαν «όχι». Η ανθρώπινη εξελικτική σκέψη και φιλοσοφία μέσα στους αιώνες έχει πια κατατάξει την ομορφιά σε εκείνες τις κάπως αφηρημένες έννοιες, απροσδιόριστες και τελικά υποκειμενικές με βάση την οπτική και τις εμπειρίες του παρατηρητή. Οι αρχαίοι πάντως, οι οποίοι έπαιρναν σοβαρά υπ’ όψιν τους την καλοκαγαθία, φρόντιζαν όχι μόνο να ορίζουν αλλά και να απεικονίζουν σε έργα τέχνης το κάλλος, θέτοντας τις βάσεις για αρκετά και από τα σύγχρονα υπο-πρότυπα ομορφιάς.
Αυτά τα έργα συγκεντρώνουν και οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου, στο οποίο αυτές τις μέρες ξεκίνησε τη λειτουργία της η έκθεση «Defining Beauty» («Ορίζοντας την Ομορφιά») προκειμένου, αν όχι να περιγράψουν, τουλάχιστον να προβάλουν την ικανότητα του ανθρώπινου σώματος -και δη του έγκλειστου στην αιωνιότητα της πέτρας- να αισθητοποιεί το ωραίο. Η συλλογή, η οποία περιλαμβάνει κυρίως κομμάτια από την αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή παράδοση, έχει συγκεντρώσει στο Λονδίνο έργα τόσο από το Μουσείο της Περγάμου του Βερολίνου όσο και από το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης, τη Γλυπτοθήκη της Κοπεγχάγης και αλλού. Αρχαϊκοί κούροι, κλασικά ελεύθερα γλυπτά και αγαλματίδια γεμίζουν με γυμνά σώματα τις αίθουσες της έκθεσης. Άλλωστε η γυμνότητα για τους αρχαίους, πέραν της σεξουαλικότητας, ήταν αναπόσπαστη ιδιότητα του κάλλους και αυτή φαίνεται να είναι η κεντρική ιδέα πίσω από τη θεματική της συγκεκριμένης έκθεσης. Τα γλυπτά εκεί παρουσιάζονται ελεύθερα στον χώρο, κατά κανόνα σε μαύρο ουδέτερο φόντο και μόνο με τον ελάχιστο φωτισμό, ώστε να τα αναδεικνύει.
Είναι όμως αυτή η παρουσίαση «μοντέλων» κατάλληλη ώστε ο θεατής να αντιληφθεί πλήρως το νόημα των τεχνουργημάτων; Μπορεί, όπως επισημαίνει ο Τζόναθαν Τζόουνς στον Guardian, ο Ιλισός και ο Διόνυσος του Παρθενώνα να λάμπουν με νέο φως, μακριά από τη γειτονική γκρίζα αίθουσα στην οποία συνήθως εκτίθενται, όμως πόσο αδικούνται τα έργα δίχως το χρονολογικό-ιστορικό τους συγκείμενο;
Παρά τους παραπάνω προβληματισμούς, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νέα έκθεση του Βρετανικού Μουσείου έχει μεγάλη αξία· η συναρπαστική συγκριτική εμπειρία του ανακεκλιμένου Διονύσου πλάι πλάι με το προσχέδιο του Μιχαήλ Αγγέλου για τον Αδάμ της Καπέλα Σιξτίνα, για παράδειγμα, ή η ευκαιρία να δει κανείς τον Αποξυόμενο, ένα από τα ελάχιστα αρχαία μπρούντζινα αγάλματα που σώζονται σε τόσο καλή κατάσταση (ανασύρθηκε από τη θάλασσα μόλις το 1999 και εκτίθεται στην Κροατία), είναι μοναδικές.
Το κάπως οξύμωρο βέβαια, όπως επισημαίνουν και αρκετοί ξένοι σχολιαστές, είναι πως σε μια υμνητική για την αρχαιοελληνική τέχνη έκθεση δεν υπάρχει ούτε ένα έργο-δάνειο από κάποιο μουσείο της Ελλάδας. Το ερώτημα ρητορικό, όμως κατά τη γνώμη μας όχι άνευ ουσίας: Δεν θα μπορούσε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, φέρ’ ειπείν, να δανείσει 1-2 από τα ούτως ή άλλως πάμπολα αριστουργήματά του σε μια έκθεση που θα δουν κυριολεκτικά εκατομμύρια επισκέπτες μέχρι τις 5 Ιουλίου; Κατανοούμε φυσικά πως υπάρχει θέμα πολιτικής· η ίδια πιθανώς συνέβαλε και στη δημιουργία της συγκεκριμένης έκθεσης από την πλευρά των Βρετανών, ακριβώς μετά την πρόσφατη ανακίνηση της υπόθεσης των Γλυπτών. Ωστόσο, ίσως η συνεννόηση και η συνεργασία να είναι πιο ωφέλιμες για τη διατήρηση και την ανάδειξη των έργων εκείνων, υλικής και πνευματικής μαζί αξίας, που η μοίρα και η κληρονομιά τους δεν μπορεί παρά να είναι τελικά πανανθρώπινες.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου