Τα δημόσια χρέη είναι το πεδίο της οικονομίας που προσφέρεται περισσότερο στην δημαγωγία και την πολιτική εξαπάτηση, αλλά και στις αυθαίρετες ερμηνείες οικονομολόγων και οικονομολογούντων
Η αποκαλούμενη «οικονομία των χρεών» σίγουρα δεν είναι αγγελικά πλασμένη. Ακόμα δε πιο βέβαιον είναι το γεγονός ότι ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, που είναι και κυρίαρχος στην παγκόσμια οικονομία, δεν απαρτίζεται από χερουβίμ και άλλα αγγελικά πλάσματα.
Αυτό, ωστόσο, δεν είναι κάτι καινούργιο. Από τότε που βασιλιάδες, άρχοντες και αυτοκράτορες ίδρυαν τράπεζες για να μπορούν να χρηματοδοτούν πολέμους, η οικονομία ως μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης και όχι μόνον έμπαινε και αυτή σε άλλα μονοπάτια.
Στο μέτρο δε που τα σαράντα τελευταία χρόνια οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες δεσπόζουν στις παγκόσμιες συναλλαγές, έχοντας υπερκαλύψει το βάρος της αμιγώς παραγωγικής οικονομίας, τα δημόσια χρέη –και τα δημοσιονομικά ελλείμματα ειδικότερα, πρωτογενή ή όχι– αποτελούν προσφιλή θεματικό χώρο για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ), για τους θεωρητικούς της οικονομίας και, βέβαια, για τους πολιτικούς.
Εσχάτως, με αφορμή την χρηματοοικονομική κρίση του 2007, τις κατά τόπους χρηματιστηριακές και άλλες φούσκες και την παγκοσμιοποίηση σε όλα τα επίπεδα, τα δημόσια χρέη συνιστούν λαμπρό πεδίο δράσης για δημαγωγούς κάθε αποχρώσεως και άλλους καιροσκόπους της οικονομικής σκέψης. Αναμφίβολα δε, το ενδιαφέρον του κοινού και των ΜΜΕ είναι εύλογο αφού τα τελευταία χρόνια τα δημόσια χρέη, όπως μάς διδάσκει και η πρόσφατη κινεζική φούσκα, έχουν πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, με σοβαρές επιπτώσεις στις ακολουθούμενες εισοδηματικές πολιτικές και στην εν γένει πορεία των εθνικών οικονομιών.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την επιθυμητή οικονομική και νομισματική της ένωση σε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόσμο, τα δημόσια χρέη των χωρών μελών και τα ελλείμματά τους είναι κορυφαίο πρόβλημα προς επίλυση, διόλου εύκολο στην αντιμετώπισή του. Ειδικότερα σήμερα, το πεδίο αυτό αποτελεί και την κύρια πηγή λαϊκισμού και έρποντος αντιευρωπαϊσμού –με ό,τι τα δύο αυτά φαινόμενα συνεπάγονται για την Γηραιά Ήπειρο και την θέση της στον κόσμο.
Στο πλαίσιο αυτής της δυσάρεστης πραγματικότητας, οι προσεγγίσεις που αφορούν στα δημόσια χρέη και τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι επιφανειακές, γεμάτες επίπεδες υπεραπλουστεύσεις και στην ουσία στόχο έχουν να κρύψουν το δάσος πίσω από το δέντρο. Το τελευταίο μάς λέει ότι τα συνολικά δημόσια χρέη στην Ευρωπαϊκή Ένωση πλησιάζουν τα 30 τρισεκατομμύρια ευρώ. Αν δε στο σύνολο αυτό προστεθούν τα δημόσια χρέη των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, τότε ο αποκαλούμενος δυτικός κόσμος αθροίζει χρέος κοντά στα 60 τρισεκατομμύρια δολλάρια.
Το πραγματικό πρόβλημα της διεθνούς οικονομίας, όπως πολύ σωστά το επισημαίνει και ο Γάλλος οικονομολόγος Ζακ Ατταλί, πρώην σύμβουλος και στενός συνεργάτης του προέδρου Φρανσουά Μιττεράν, δεν είναι τόσο η άμεση μείωση του χρέους αυτού όσο η σταθεροποίηση και η εξυπηρέτησή του.
Πολύ συνοπτικά, έτσι, ο Ζακ Ατταλί προτείνει μειώσεις τρεχουσών δαπανών, αυξήσεις φορολογικών εσόδων, χαμηλό πληθωρισμό και χαμηλά επιτόκια, άνοδο της παραγωγικότητας, στήριξη κλάδων της οικονομίας που παράγουν υψηλές προστιθέμενες αξίες, προώθηση της εξωστρέφειας, αναβάθμιση της παιδείας (στην οποία δίνει πολύ μεγάλη σημασία) και αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης με ευελιξία και γρήγορη προσαρμοστικότητα.
Το θέμα μας, όμως, δεν είναι η παγκοσμιοποίηση του χρέους –για την οποία θα γράψουμε ξεχωριστά.
Στο παρόν άρθρο θα αναλύσουμε το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο η άσχετη περί την οικονομία τέως πρόεδρος της Βουλής αποκαλεί επονείδιστο –την ώρα που ο τίτλος αυτός θα ταίριαζε καλύτερα σε κάποιους ομοϊδεάτες της, ιδιαίτερα δε σε αυτούς που τα τριάντα τελευταία χρόνια ποδοπάτησαν κάθε έννοια δημοσιονομικής πειθαρχίας και χρηστής διαχείρισης δημόσιου πλούτου.
Η περίοδος 1985-2015
Η εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους από το 1985 έως σήμερα υπήρξε αλματώδης. Συγκεκριμένα, από 2,3 τρισεκατομμύρια δραχμές (ή 80 δισεκατ. δολλάρια) το 1985, το δημόσιο χρέος έφθανε τα 27,6 τρισεκατ. δραχμές (106 δισεκατ. δολλάρια) το 1995, για να εκτιναχθεί σήμερα στα 320 δισεκατ. ευρώ (1.300 τρισεκατομμύρια δραχμές!), παρά το γενναίο κούρεμα του 2012. Σημειώνουμε δε ότι στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1985-2000 το δημόσιο χρέος αυξανόταν με ρυθμό 22% τον χρόνο, τα δε επιτόκια των εντόκων γραμματίων κυμάνθηκαν από 18,5% το 1985 μέχρι 24% το 1992 και 22% το 1999.
Μία προσεκτικότερη ανάλυση των παραπάνω στοιχείων είναι αποκαλυπτική. Διότι φέρνει στο προσκήνιο την φύση του ελληνικού χρέους, που είναι συντριπτικά καταναλωτική και ελάχιστα παραγωγική. Άρα, κατά τον Ζακ Ατταλί, πάντα το ελληνικό χρέος θα είναι «κακό», ήτοι αντιπαραγωγικό. Την διάσταση αυτή επιβεβαιώνει και ο καθηγητής κ. Γιώργος Μπήτρος, ο οποίος στο βιβλίο του «Ποτέ Πια Πτώχευση» τονίζει ότι από την μεταπολίτευση και μετά η ελληνική οικονομία γινόταν καταναλωτική, με παράλληλη διόγκωση του κράτους –το οποίο επίσης κατανάλωνε, αντί να παράγει.
Ακόμα χειρότερα, το αντιπαραγωγικό αυτό κράτος αποθάρρυνε και τις ξένες άμεσες επενδύσεις, με την καθαρή εισροή των τελευταίων από το 1985 να μην ξεπερνά το 1,5% του ΑΕΠ μας, έναντι τετραπλασίου κοινοτικού μέσου όρου. Για την ιστορία σημειώνουμε ότι την ίδια περίοδο οι αντίστοιχες επενδύσεις στην γειτονική μας Τουρκία υπήρξαν δεκαπλάσιες, ενώ από την Ελλάδα αποχώρησαν και αρκετές ξένες εταιρείες, μία από τις οποίες ήταν και η Pirelli.
Στους δε γελωτοποιούς που «οραματίζονται» παραγωγική ανασυγκρότηση με δραχμές, τούς υπενθυμίζουμε ότι μετά το 1985 και το 2002 η δραχμή υποτιμήθηκε 100% και οι εξαγωγές αυξήθηκαν μόνον 16%! Από μόνο του το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν είναι τόσο θέμα διαγραφής του, όσο πρόβλημα σταθεροποίησής του μέσω αύξησης της παραγωγής και της ανάπτυξης της χώρας.
Αυτό σημαίνει ότι, στην παρούσα φάση σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, το χρέος είναι άνετα βιώσιμο και άρα εξυπηρετήσιμο αν η οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί με ρυθμούς 2% έως 3,5% ετησίως. Αυτοί δε οι ρυθμοί μπορούν να επιτευχθούν μόνον αν η οικονομία απελευθερωθεί. Όλα τα άλλα παχιά λόγια που μας σερβίρουν νομπελίστες και μη οικονομολόγοι, άσχετοι με την εγχώρια πραγματικότητα, είναι μόνον φτώχεια και ανεργία.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
europeanbusiness.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου