Μια… βόλτα στα «αθέατα» αρχαία μνημεία του Πειραιά φέρνει στο «φως» την ιστορική διαδρομή της πόλης.
Κτίρια του ναυστάθμου της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, κατοικίες και δεξαμενές υδροδότησης με ένα εντυπωσιακό υδραυλικό σύστημα είναι μερικά από τα σπουδαία ευρήματα, που σηματοδοτούν την «πορεία» του Πειραιά, από την ανάπτυξή του στα χρόνια του Θεμιστοκλή (479 π.Χ.) μέχρι την καταστροφή του από τον Σύλλα (86 π.Χ.) και την ερήμωση.
Σημείο καμπής υπήρξε ο ριζικός μετασχηματισμός της πόλης στα χρόνια του Περικλή (μεταξύ 461 π.Χ. και 429 π.Χ.), σε σχέδια του πατέρα της Πολεοδομίας, Ιππόδαμου του Μιλήσιου.
Με τη βοήθεια της προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δ. Αττικής, Πειραιώς και Νήσων, Στέλλας Χρυσουλάκη, και οδηγό την αρχαιολόγο Σταματίνα Δημάκη… περπατήσαμε κάτω από τη σημερινή πόλη, είδαμε και φωτογραφίσαμε αυτά τα μοναδικά μνημεία, που βρίσκονται στη φυσική θέση τους, προστατευμένα, αλλά -δυστυχώς- «αθέατα», σε υπόγεια πολυκατοικιών ή ειδικά διαμορφωμένους χώρους στο εσωτερικό κτιρίων.
Ωστόσο, σε συνδυασμό με μια σειρά αρχαιολογικούς χώρους του Πειραιά, που μοιάζουν σχεδόν εγκαταλελειμμένοι, όπως το οικόπεδο στη διασταύρωση των οδών Δ. Γούναρη και Ακτή Ποσειδώνος, με ευρήματα από την περίφημη Μακρά Στοά του εμπορικού λιμανιού, το οικόπεδο στην πλατεία Τερψιθέας, με ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο της ρωμαϊκής εποχής, θα μπορούσαν να διαμορφώσουν έναν σημαντικό πολιτιστικό πόλο έλξης επισκεπτών.
Η κατοικία
Φωτ.: Ηλίας Καραμπίνας
Στο υπόγειο πολυκατοικίας στην οδό Υψηλάντου 84-86, κοντά στη διασταύρωση με την οδό Ελ. Βενιζέλου, υπάρχει δείγμα οικίας του Πειραιά της υστεροκλασικής - πρώιμης ελληνιστικής περιόδου (4ος αιώνας π.Χ.). Αυτό βρέθηκε στη διάρκεια των εργασιών ανέγερσης της πολυκατοικίας.
Το πειραϊκό σπίτι, όπως έχει περιγραφεί, είχε βασικό χαρακτηριστικό τη διάταξη των δωματίων στις δύο πλευρές της αυλής, στη βόρεια (με την πλάτη γυρισμένη στον βορρά) των χώρων κατοίκησης και στη νότια των χώρων παραγωγής.
Στην άκρη ή -σπανιότερα- στη μέση του νότιου εξωτερικού τοίχου βρίσκεται σε εσοχή, στο βάθος ενός στενού -πλάτους 1,50 μ.- διαδρόμου η εξώπορτα.
Συνήθως δίπλα της υπήρχαν αποθήκες (με είσοδο από την αυλή) ή ανοίγονταν οι πόρτες των μαγαζιών και των εργαστηρίων, που είχαν πρόσοψη στον δρόμο και ήταν απομονωμένα από την κύρια οικία.
Μια άνετη αυλή, συχνά στρωμένη με πέτρες ή λατύπη, ή σπανιότερα πλακόστρωτη, όπου ήταν οι δεξαμενές, αποτελούσε τον κοινόχρηστο χώρο της κατοικίας.
Στη βόρεια πλευρά της ανοίγονταν οι δύο βασικοί χώροι της, ο οίκος και ο ανδρών. Ο οίκος ήταν ένα ψηλό ευρύχωρο δωμάτιο, εμβαδού περίπου 30 τετραγωνικών μέτρων.
Ηταν το αντίστοιχο του σημερινού λίβινγκ ρουμ, ο τόπος συγκέντρωσης της οικογένειας γύρω από την εστία.
Πίσω ανοίγονταν συνήθως δύο βοηθητικά δωμάτια. Τα υπνοδωμάτια, που έπρεπε να βρίσκονταν στον όροφο, εξυπηρετούνταν με εσωτερική σκάλα.
Ο ανδρών, που βρισκόταν δίπλα στον οίκο, συνήθως στην εξωτερική γωνιά του σπιτιού, ήταν ο χώρος υποδοχής και κοινωνικών συναναστροφών του νοικοκύρη. (3)
Ο ναύσταθμος
Φωτ.: Ηλίας Καραμπίνας
Αρχικά επίνειο της Αθήνας και βασικό λιμάνι της ήταν το Φάληρο. Ομως, μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Θεμιστοκλής, «άρχων των Αθηναίων εν έτει 481, συνέλαβε την μεγάλην ιδέαν του να κάμη ναυτικούς τους Αθηναίους, και τοιουτοτρόπως να τους καταστήση δυνατούς.
»Δια τούτο παρεκίνησεν αυτούς να περιτειχίσωσι τον Πειραιά και να τελειοποιήσωσι διά της τέχνης τους εκεί τρεις αυτοφυείς λιμένας. Η εργασία αύτη απεπερατώθη δύο έτη μετά την εν Πλαταιαίς μάχην, δηλαδή εν έτει 477».(1)
Στην οκταετή εξουσία του Θεμιστοκλή (479-471 π.Χ.) «ο Πειραιεύς ήρξατο από της ασημότητος και ερημίας, εις ην το πριν ευρίσκετο, να μετασχηματίζεται εις μέγα ναυτικόν εργοστάσιον, εις εντελέστατον ναυπηγείον».(2)
Την εποχή του Περικλέους (μεταξύ 461 π.Χ. και 429 π.Χ.) η πόλη μετασχηματίστηκε, με σχέδια του αρχιτέκτονα Ιππόδαμου του Μιλήσιου, με σαφή διάκριση του πολεμικού ναυστάθμου και του εμπορικού λιμανιού.
Ο ναύσταθμος περιελάμβανε διαφόρων ειδών κτίρια, τους νεωσοίκους -τα υπόστεγα των τριήρων-, τις σκευοθήκες, που χρησίμευαν για τη φύλαξη του κινητού εξοπλισμού τους, και τα ναυπηγεία για την κατασκευή και επισκευή πλοίων.
Τα ναυπηγεία (νεώρια) θεωρείται ότι ήταν παράγκες, που έχουν καταστραφεί.
Αντίθετα, σώζονται δείγματα των νεωσοίκων και η βόρεια είσοδος της περίφημης Σκευοθήκης του Φίλωνος.
Οι νεώσοικοι κατασκευάζονταν σταδιακά και εξελίσσονταν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των πλοίων που θα φιλοξενούσαν.
Στα χρόνια του Λυκούργου (338 π.Χ.-326 π.Χ.) υπήρχαν συνολικά 372 διπλοί νεώσοικοι, κατασκευασμένοι περιμετρικά των τριών πολεμικών λιμανιών, στη Ζέα, τη Μουνιχία (Μικρολίμανο) και την Κάνθαρο (στη σημερινή Ακτή Ξαβερίου, στον επιβατικό σταθμό κρουαζιέρας).
Επιχειρησιακό κέντρο του ναυστάθμου ήταν η Ζέα, όπου υπήρχαν συνολικά 196 νεώσοικοι. Στην Κάνθαρο υπήρχαν 94 νεώσοικοι και στη Μουνιχία μόλις 82, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι ήταν το μικρότερο από τα τρία πολεμικά λιμάνια.
Χαρακτηριστικά δείγματα των θαυμαστών νεωσοίκων διασώζονται τόσο στη Ζέα όσο και στο Μικρολίμανο.
Φωτ.: Ηλίας Καραμπίνας
Στη Ζέα βρίσκονται σε δύο χώρους, στο υπόγειο πολυκατοικίας, στη γωνία της Ακτής Μουτσοπούλου με την οδό Σηραγγείου 1-3, και σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, κάτω από το προαύλιο του παρακείμενου σχολείου.
Ο κάθε νεώσοικος ήταν στεγασμένος και υπήρχε ένας επικλινής «διάδρομος», μήκους 43-44 μέτρων ή και παραπάνω, κατασκευασμένος από πειραϊκό λίθο, που έφτανε μέχρι τη θάλασσα.
Σ' αυτόν υπήρχε ξύλινη εσχάρα στρωμένη με κάποιο λιπαντικό, συνήθως λίπος, ώστε να κυλάει ευκολότερα η τριήρης και να μπαίνει στον νεώσοικο, όπου «ξεχειμώνιαζε».
Σε κάθε νεώσοικο έμπαιναν συνήθως δύο πλοία, με την πλώρη προς τη θάλασσα, για να μπορούν να εξέλθουν γρήγορα. Το μήκος των νεωσοίκων διέφερε ανάλογα με τα πλοία, καθώς έπρεπε να είναι μεγαλύτερο από το μήκος των σκαφών για να μη μένουν μέσα στο νερό.
Επίσης, δείγματα νεωσοίκου υπάρχουν στο Μικρολίμανο, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο υπόγειο κατοικίας στην οδό Ναυάρχου Βότση 15Α.
Οι νεώσοικοι στο Μικρολίμανο είχαν διαφοροποιήσεις απ’ αυτούς της Ζέας και βρίσκονται ακόμα υπό εξέταση από τους αρχαιολόγους.
Πάντως, φαίνεται, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία2, ότι μια διαφοροποίηση που υπήρχε αφορούσε τη γωνία κλίσης του «διαδρόμου» πάνω στον οποίο υπήρχαν οι «ράγες» για την ανέλκυση των πλοίων.
Λίγο πιο μακριά, πίσω από τα καταστήματα του Μικρολίμανου, στην οδό Σαγγαρίου, υπάρχει σε δημόσια θέα, αλλά χωρίς ενημερωτική ένδειξη, τμήμα του περίβολου του ναυστάθμου και μια πυλίδα, η είσοδος και έξοδος του ναυστάθμου.
Να σημειωθεί ότι γύρω από κάθε ναύσταθμο υπήρχε ένα πέτρινο τείχος, που απομόνωνε τους νεωσοίκους από την πόλη, καθώς η είσοδος δεν ήταν ελεύθερη σ' αυτή τη στρατιωτική ζώνη για την προστασία των πολεμικών τριήρων.
Η Σκευοθήκη του Φίλωνος
«Η Σκευοθήκη του Φίλωνος υπήρξε ένα από τα πιο θαυμαστά κτίρια του πειραϊκού ναυστάθμου. Η τεράστια (μήκους 138 μέτρων) αποθήκη για τα κρεμαστά σκεύη (πανιά, σκοινιά, κάβους κ.λπ.) των τριήρων, που πήρε το όνομά της από τον αρχιτέκτονα Φίλωνα, άρχισε να χτίζεται το 347-6 π.Χ. και ολοκληρώθηκε μόλις το 323-2 π.Χ. Καταστράφηκε το 86 π.Χ. από τον Σύλλα».
Αυτά διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, σε ενημερωτική πινακίδα, στο μοναδικό σωζόμενο τμήμα της Σκευοθήκης, που βρίσκεται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, δίπλα στο κτίριο της οδού Υψηλάντου 170 και φτάνει μέχρι την παράλληλη οδό Κουντουριώτου, απ’ όπου επίσης είναι ορατό.
Από άλλη πηγή (2) μαθαίνουμε ότι η καθυστέρηση στην κατασκευή της οφειλόταν σε διακοπή των εργασιών λόγω του πολέμου εναντίον του Φιλίππου της Μακεδονίας και πως έργο του Φίλωνα ήταν και ο δωδεκάστυλος πρόναος στον Ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα.
Από μια επιγραφή, που βρέθηκε το 1882 στην πλατεία Κανάρη, στο Πασαλιμάνι, έγινε γνωστή η περιγραφή του κτιρίου, που είχε έναν κεντρικό διάδρομο και δύο σειρές αποθηκών-πατάρια στα πλάγια.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα σκεύη κάθε τριήρους, που τα παρελάμβαναν και τα παρέδιδαν ειδικοί επιμελητές, ήταν πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους (σχοινιά, πανιά, μαγειρικά σκεύη, ναυτικά και πολεμικά είδη κ.ά.).
Γι' αυτό έπρεπε να ταξινομούνται και να αποθηκεύονται με μεγάλη τάξη, ώστε σε περίπτωση πολέμου να παραδίδονται γρήγορα στον τριήραρχο για να ετοιμάζεται το πλοίο.
Οπως εξήγησε η κ. Δημάκη, η κατασκευή έγινε με αυτόν τον τρόπο ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση στον χώρο της Σκευοθήκης στους Αθηναίους πολίτες, χάριν της διαφάνειας της διάθεσης των χρημάτων που δίνονταν για τον εξοπλισμό των πολεμικών πλοίων.
Το μέρος της Σκευοθήκης που διασώζεται, και αποκαλύφθηκε στη διάρκεια εκσκαφής για την ανέγερση της πολυκατοικίας (1988-89), είναι η βόρεια είσοδός της με τη διπλή θύρα και τις απαρχές των κιονοστοιχιών του κεντρικού διαδρόμου.
Αθέατες αρχαιότητες
Οι δεξαμενές της πόλης
Φωτ.: Ηλίας Καραμπίνας
Ο αρχαίος Πειραιάς διέθετε ένα πολύ καλά μελετημένο σύστημα ύδρευσης, με το οποίο αξιοποιούνταν κάθε σταγόνα διαθέσιμου νερού.
«Στον Πειραιά, επειδή δεν υπήρχε υδροφόρος ορίζοντας, αξιοποιούνταν κάθε σταγόνα νερού. Το βρόχινο νερό συγκεντρωνόταν σε δεξαμενές, καθάριζε και αντλούνταν από φρεάτια.
Η ύδρευση του Πειραιά δεν βασιζόταν σε δημόσιες κρήνες» εξηγεί η κ. Δημάκη.
Κάθε σπίτι είχε τη δεξαμενή του ή περισσότερες από μία.
Στον Πειραιά έχουν εντοπιστεί περισσότερες από 400 κατασκευές ύδρευσης (δεξαμενές, πηγάδια, αγωγοί). Απ’ αυτό μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι:
1. Υπήρχε σημαντικός αριθμός κατοικιών στην πόλη και ανάλογος αριθμός κατοίκων.
2. Υπήρχε μεγάλη οργάνωση και καθαριότητα. Σε αυτό συνηγορεί ότι η πόλη διέθετε και αξιόλογο αποχετευτικό δίκτυο.
Σημαντικά στοιχεία για την ύδρευση και την αποχέτευση βρέθηκαν κατά την ανασκαφή στο οικόπεδο της πλατείας Τερψιθέας, όπου έχει βρεθεί ένα οικοδομικό τετράγωνο κατοικίας.
Ομως, μια δεξαμενή σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση και σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο υπόγειο του διώροφου κτιρίου της Χριστιανικής Οργάνωσης Νέων (ΧΟΝ), στην οδό Περικλέους 11, κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.
Το αρχικό διώροφο ήταν πετρόχτιστο και χρονολογείται από το 1780.
Το 1982 αγοράστηκε από τη ΧΟΝ και το 1999 λόγω των ζημιών από τον σεισμό χρειάστηκε να κατεδαφιστεί και ανεγέρθηκε εξαρχής διατηρώντας χαρακτηριστικά του αρχικού.
Στη διάρκεια των εργασιών μετακινήθηκε μια μεγάλη πλάκα και αποκάλυψε το στόμιο της δεξαμενής.
Φωτ.: Ηλίας Καραμπίνας
Στη συνέχεια με έξοδα της ΧΟΝ και σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία συντηρήθηκε και έγινε ειδική διαμόρφωση, ώστε να διασωθεί η δεξαμενή, η οποία χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ.
Το στόμιο της δεξαμενής βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου και προστατεύεται από ειδική κατασκευή με ενισχυμένο τζάμι, ώστε να είναι ορατή ολόκληρη η δεξαμενή.
Από το δεύτερο υπόγειο εισερχόμαστε στο εσωτερικό της.
Ο πυθμένας της απέχει από το πεζοδρόμιο 10,40 μέτρα. Υπολογίζεται ότι χωράει 125 κυβικά μέτρα νερού.
Στο κέντρο της δεξαμενής υπάρχει ένας συλλεκτήρας των στερεών σωματιδίων και της άμμου για τον καθαρισμό του νερού.
Ακολούθως, το καθαρό νερό διοχετευόταν μέσα από ένα «κανάλι» σε παρακείμενο πηγάδι, απ’ όπου αντλούνταν.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο τοίχωμα της δεξαμενής φαίνεται η ειδική επίστρωση που γινόταν για να είναι στεγανή.
Ετσι, ακόμα και σήμερα εάν ρίξουμε μέσα νερό παραμένει εκεί χωρίς να απορροφάται.
Πηγές:
(1) Ενρ. Ουλερίχος (Heinrich Nicolaus Ulrichs), «Οι λιμένες και τα Μακρά Τείχη των Αθηνών», Αθήναι 1843
(2) Ηλίας Ιω. Αγγελόπουλος, νομομηχανικός, «Περί Πειραιώς και των λιμένων αυτού», Αθήναι 1898, Ψηφιακή βιβλιοθήκη ΑΠΘ
(3) Εφημερίδα «Εθνος», φ. 11 Φεβρουαρίου 2001, ρεπορτάζ για τα ευρήματα στην πλατεία Τερψιθέας.
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου