Τριαδικοί Θεοί υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις θρησκείες, όλων των εποχών. Στις πιο γνωστές Τριάδες οι αρσενικές θεότητες έχουν σημαντικό ρόλο. Δίπλα στην Θεά Μητέρα υπάρχει ό Σύζυγος (Πατέρας) και η Κόρη ή ό Υιός. Στα καβείρια Μυστήρια τιμούσαν τους Ιερούς Κάβειρους. Ό Μανασέας απεκάλυψε τα ονόματα των Θεών: Άξιόκερσος (ταυτίζεται με τον Ήφαιστο ή τον Δία άλλα κυρίως τον Άδη) Άξίερος (Μητέρα, Δήμητρα) Άξιόκερσα (κυρίως η Περσεφόνη ή σε κάποιες παραλλαγές η Αθηνά) και δίπλα τους ό μεσολαβητής Καδμίλος ή Κάδμιλος ή Κασμίλος (Έρμης σύμφωνα με τον Διονυσόδωρο), ακριβώς όπως ό Θώθ αναφερόταν πλάι στην Αιγυπτιακή τριάδα. Οι Θεοί ήταν τόσο ιεροί ώστε απέφευγαν να τους προσφωνούν με τα πραγματικά ονόματα, αντικαθιστώντας τα με την προσφώνηση «Θεοί, Ισχυροί, Μεγάλοι». Στην Αρκαδία λάτρευαν την Τριάδα Ποσειδώνας – Δήμητρα – Δέσποινα. Ή Δήμητρα συνέλαβε την δεύτερη αυτή κόρη κατά την διάρκεια της αναζήτησης της Περσεφόνης. Το όνομα της Δέσποινας ήταν τόσο ιερό ώστε καθιερώθηκε αυτή η προσφώνηση για να μην αποκαλυφθεί στους αμύητους. Δέσποινα αποκαλούσαν επίσης την Εκάτη, την Περσεφόνη, αλλά και την Άρτεμη.
Αυτό το είδος «Οικογενειακής Τριάδας» το συναντάμε σχεδόν σε όλες τις φυλές και σε όλες τις εποχές. Στην Γκάνα οι Άσάντι έχουν πρωταρχικούς θεούς τον Νυάμε, την σύζυγο του Άσάσε και ή Τριάδα συμπληρώνεται με τον Υιό Τάνο. Στην Ινδία έχουμε την Τρίμορφη Θεότητα Βράχμα, Σίβα και Βισνού, αρσενικές θεότητες της δημιουργίας. Το Θηλυκό Στοιχείο εκφράζει η Θεά Σαρασβάτι ως Μητέρα στην Τριάδα τού Βράχμα και Κόρη σε εκείνη τού Σίβα. Οι Βραχμάνοι έχουν την δική τους Τριαδική Θεότητα, στην οποία οι μορφές Βατζραπάνι, Μαντζούσρι, και Άβαλοκιτεσβάρα αποτελούν ένα θεό, τον Βούδα. Στην Κίνα και την Ιαπωνία λατρεύουν τον Βούδα, λέγοντας πώς είναι ένας θεός με τρεις μορφές, γνωστός σαν Φό. Εδώ βρίσκουμε το θηλυκό στοιχείο στο πρόσωπο τού Άβαλοκιτεσβάρα εφόσον συχνά απεικονίζεται σαν την θήλεια θεότητα Γκουάν Γίν.
Οι Θηλυκές Θεότητες δεν είχαν μόνο καλή ή κακή πλευρά. Συνήθως οι δύο ιδιότητες συνυπήρχαν μέχρι να επικρατήσει η μία. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η Λάμια, η όμορφη βασίλισσα της Λιβύης πού αγαπήθηκε από τον Δία και γέννησε ένα παιδί από τον ερωτά τους, τον οποίο απήγαγε η Ήρα. Από την θλίψη της η Λάμια κατέφυγε σε μια σπηλιά όπου έμεινε μέχρι πού ασχήμυνε και έβγαινε πια μόνο την νύχτα για να εκδικηθεί τον χαμό τού παιδιού της κλέβοντας τα νεογέννητα. Η Ήρα για να την τιμωρήσει την καταδίκασε να μην μπορεί να κοιμηθεί, μα την λυπήθηκε ο Δίας και της έδωσε την ικανότητα να βγάζει τα μάτια της και να τα τοποθετεί ξανά όποτε ήθελε. Η κόρη της επέζησε και έγινε η Σίβυλλα Εριφύλη. Η ιστορία έχει αρκετές ομοιότητες με την Δήμητρα πού θρηνεί την Κόρη της Περσεφόνη, όμως ενώ η Δήμητρα, η Δημιουργική Θηλυκή Δύναμη εντάχθηκε στους Ολύμπιους από την Τριάδα των Καβείρων, η Λάμια απέκτησε άσχημο πρόσωπο και μετατράπηκε σε φόβητρο, εκπροσωπώντας την καταστροφική δύναμη τού Θηλυκού Στοιχείου. Το πρόσωπο της Λάμιας το συναντάμε σε απόκρυφες βιβλικές παραδόσεις. Σύμφωνα με την εβραϊκή μυθολογία πρώτη γυναίκα τού Αδάμ ήταν η Λίλιθ πού δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με τον Αδάμ από το χώμα ως ίση με αυτόν. Ό Αδάμ απαίτησε την υπακοή της επειδή ο Θεός χρησιμοποίησε καθαρό χώμα γι’ αυτόν αλλά όχι και για την σύντροφο του. Εκείνη αρνήθηκε να υπακούσει και για την απείθεια της τιμωρήθηκε με τον θάνατο των παιδιών της. Από την μεγάλη θλίψη της προσπάθησε να τερματίσει τη ζωή της, όμως την λυπήθηκαν οι άγγελοι και για να την παρηγορήσουν της έδωσαν εξουσία στην ζωή των νεογέννητων κατά την πρώτη εβδομάδα της ζωής τους. Στην λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής «Βουλγκάτα», η Λίλιθ μεταφράζεται ως Λάμια. Και οι δύο μορφές συνδέονται με το σύμβολο τού φιδιού. Η Λάμια ήταν μισή γυναίκα και μισή φίδι. Η Λίλιθ κατά το Ζοχάρ, την Βίβλο της Λαμπρότητας, εβραϊκό καβαλιστικό έργο τού δέκατου τρίτου αιώνα, είναι το φίδι πού ξεγέλασε την Εύα, την υποτακτική σύζυγο, για να εκδικηθεί.
Υπάρχει μια τάση να εικάζουμε πώς η μετάβαση από τις Θήλειες Θεότητες στις Τριαδικές όπου σημαντικό ρόλο έχει ο Πατέρας έγινε μετά από ένταση και δεν ήταν ομαλή. Αρκετές φεμινιστικές ομάδες στηριζόμενες στην επιφανειακή ανάγνωση των μύθων κατέληξαν στο συμπέρασμα πώς η πατριαρχία επιβλήθηκε μετά από μάχες μεταξύ των δύο φύλων. Ξεχνάνε, πώς αν ήταν αυτή η αλήθεια τότε στους Ολύμπιους δεν θα υπήρχαν θήλειες θεότητες ισότιμες με τις αρσενικές και δεν θα υπήρχαν οι μύθοι πού δικαιώνουν το θηλυκό στοιχείο. Στην ιστορία της Λάμιας διακρίνουμε την αντιπαράθεση δύο θηλυκών στοιχείων (Ήρα- Λάμια) ενώ το αρσενικό (Δίας) έχει τον ρόλο τού διαμεσολαβητή. Στον μύθο της Μέδουσας βλέπουμε πώς το αρχέτυπο της Θηλυκής Σοφίας εγκολπώνεται στην Θεά της Σοφίας και το αίμα της Μέδουσας, η θεϊκή ουσία της χρησιμοποιείται τόσο από την Θεά σαν όπλο όσο και από τον Ασκληπιό σαν φάρμακο, ενώ η άσχημη Μέδουσα μετατρέπεται σε γοργόνειο στην ασπίδα της Αθηνάς.
Η λατρεία των Ολύμπιων επεκτείνεται σε επαρκώς καταγεγραμμένα ιστορικά χρόνια, όπου βλέπουμε την γυναίκα ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας να σπουδάζει, να γίνεται φιλόσοφος, μαθηματικός ή γιατρός. Μέσα από τους μύθους βλέπουμε πώς η γυναίκα κατέχει εξέχουσα θέση στην κοινωνία, ως θεά ή βασίλισσα. Το γνωστό Δωδεκάθεο χωρίζεται ισότιμα σε 6 Θεές και 6 Θεούς. Οι Θήλειες Θεότητες έχουν σημαντική θέση σε όλη την Ελληνική μυθολογία. Οι πιο γνωστές Τριάδες είναι οι Ώρες, οι χάριτες και οι Μοίρες, ελάσσονες θεότητες με σημαντικό ρόλο στην λειτουργία τού Κόσμου. Η θέση τους ως συντρόφων της Περσεφόνης δείχνουν πώς η σύνδεση με την αρχαία θρησκεία δεν χάθηκε, αλλά ενσωματώθηκε ομαλά στην νέα μορφή.
Η σύγκρουση ήρθε με την επικράτηση τού Μονοθεϊσμού, όταν οι Θεϊκές Τριάδες και γενικά οι Θήλειες Θεότητες περιθωριοποιήθηκαν, δαιμονοποιήθηκαν και τελικά εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Για δύο από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, η Τριάδα δεν είναι συνυφασμένη με το δόγμα του Ενός Θεού. Ό Θεός είναι ένας και έχει μόνο ένα πρόσωπο. Η τριπλή υπόσταση δείχνει τρεις Θεούς και παραπέμπει στον Πολυθεϊσμό. Υπό αυτήν την έννοια ακόμα και η Τρίτη Μονοθεϊστική θρησκεία, ο Χριστιανισμός, θεωρείται Πολυθεϊστική στη βάση της.
Αν και ό Χριστιανισμός εγκολπώθηκε αρκετά στοιχεία των αρχαίων θρησκειών, απέρριψε εντελώς την ύπαρξη άλλων Θεών, εκτός από εκείνον πού αποκαλεί «Δημιουργό. Μία από τις δοξασίες πού υιοθέτησε είναι η Τριαδική Θεότητα στη μορφή της Άγιας Τριάδας, η όποια αποτελείται από τρία πρόσωπα: τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Σύμφωνα με την Σύνοδο της Νίκαιας, πρόκειται για τρεις διαφορετικές οντότητες πού ενώνονται σε μία, στον Θεό-Δημιουργό, άλλα εξακολουθούν να είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Αποτελούνται από την ιδία ουσία, έχουν ίση Δύναμη και Δόξα παρόλο πού δεν πρόκειται για τρεις ξεχωριστούς θεούς, αλλά για έναν ο οποίος αποτελείται από αυτά τα τρία μέρη-οντότητες. Το Σύμβολο Πίστεως τού Αγίου Αθανασίου περιγράφει με σαφήνεια: «Τιμούμε ένα Θεό εν Τριόδι, και την Τριάδα εν Μονάδι. Χωρίς να συγχέουμε τα πρόσωπα, χωρίς να διαιρούμε την Θεία Ουσία. Γιατί άλλο Πρόσωπο είναι ό Πατέρας, άλλο ό Υιός κι άλλο το Πνεύμα το Άγιο. Άλλα είναι μία η Θειότητα του Πατρός, και του Υιού, και του Άγιου Πνεύματος, Ίση σε δόξα, συναιώνια σε μεγαλοπρέπεια». Ο Πλάτωνας στο έργο του «Φαίδων» μίλησε πρώτος για μια Τριαδική θεότητα όπως προσπαθεί να την περιγράψει ο Χριστιανισμός. Το Αγαθόν αντιπροσωπεύει τον πατέρα, ο Λόγος είναι ο Υιός του και η Ψυχή είναι το Άγιο Πνεύμα.
Η Χριστιανική τριάδα παρουσιάζει ομοιότητες με τον Τριαδικό Θεό Βούδα-Φό ο οποίος αποτελείται από τρεις ξεχωριστές πεφωτισμένες υπάρξεις (Βατζραπάνι, Μαντζούσρι, Γκουάν Γίν) αλλά και την Τρισυπόστατη Θεϊκή μορφή των Ινδών, Τριμούρτι. Ακριβώς αυτή η ομοιότητα με την Ινδουιστική Ιερή Τριάδα έκαναν τον Σερ Γουίλιαμ Τζόουνς να παρατηρήσει πώς κάποιοι ιεραπόστολοι πίστευαν, πώς οι Ινδουιστές ήταν κατά το ήμισυ χριστιανοί, εφόσον οι Θεοί τους: Βράχμα, Βισνού και Σίβα, πού αποτελούν τον Τριμούρτι, δεν ήταν άλλοι από την Αγία Τριάδα.
Παρά τις σημαντικές ομοιότητες, η Χριστιανική Τριάδα έχει μια βασική διαφορά από τις υπόλοιπες Τριαδικές Θεότητες: δεν υπάρχει το Θηλυκό Στοιχείο σε καμιά από τις εκφάνσεις των προσώπων που την αποτελούν. Το αρσενικό στοιχείο είναι διάχυτο στον Πατέρα και τον Υιό, ενώ δεν υπάρχει καμιά απολύτως αναφορά θηλυκής ιδιότητας στο τρίτο πρόσωπο της Θεότητας, το Άγιο Πνεύμα, παρά μόνο στην Θεοσοφία και τα απόκρυφα κείμενα, τα οποία η επίσημη Εκκλησία απορρίπτει. Βέβαια κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο Θεός δεν έχει φύλο επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για αρσενικό ή θηλυκό. Ασφαλώς αυτό ισχύει για τις περισσότερες θρησκείες, ακόμα και εκείνες πού ανάγονται στις αρχαιότερες εποχές. Καμιά θρησκεία με φιλοσοφικό υπόβαθρο δεν θα μιλούσε για θεούς-ανθρώπους, αλλά μόνο για ανθρωπόμορφες (ή όχι) απεικονίσεις. Οι Θήλειες Θεότητες δεν είναι γυναίκες, ενώ οι Αρσενικοί Θεοί δεν είναι Άντρες, αλλά απεικονίζονται έτσι ως δηλωτικό κάποιον ιδιοτήτων. Παρόμοια απεικονίζονται ως νεαροί ή μεγαλύτεροι ενώ οι Θεοί δεν έχουν ηλικία, επειδή με την συγκεκριμένη απεικόνιση προσδιορίζονται κάποιες ιδιότητες.
Γεγονός παραμένει πώς δεν υπάρχει σαφής αντίληψη Θηλυκής Θεότητας στον Χριστιανισμό. Οι Χριστιανοί κατανοούν τον Πατέρα και τον Υιό ως πρόσωπα αρσενικού γένους, το Άγιο Πνεύμα ουδέτερο και ό Θεός παραμένει απροσδιορίστου φύλου, ενώ τον προσφωνούν με αντρικά ονόματα, χρησιμοποιώντας πάντα το αρσενικό γένος. Αν λάβουμε υπόψιν το γνωστό μισογυνισμό των Πατέρων της Εκκλησίας και το γεγονός, πώς δεν υπάρχουν σημαντικές γυναίκες στην ιστορία τού Χριστιανισμού των οποίων το όνομα να μνημονεύεται, εφόσον δεν υπάρχει ονομαστική αναφορά σε γυναίκες μαθήτριες ή ακόλουθους του Ιησού εκτός από την αμφιλεγόμενη Μαρία Μαγδαληνή, και συνυπολογίσουμε πώς ενώ υπάρχουν Πατέρες δεν έχουμε Μητέρες της εκκλησίας.
Η μόνη σημαντική θηλυκή παρουσία στον Χριστιανισμό είναι η Μαρία η μητέρα τού Ιησού. Είναι γνωστό πώς μόλις το 431 μ.Χ. η Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου δέχθηκε να αναγνωρίσει την Μαρία ως «Θεοτόκο και «Παναγία». Διάφορες αιρέσεις όπως ο Νεστοριανισμός, πού δεν δέχονταν πώς μπορεί άνθρωπος να γεννήσει Θεό, καταδικάστηκαν και αναθεματίστηκαν. Ό Νεστόριος και οι ακόλουθοι του πρέσβευαν, πώς η Μαρία γέννησε άνθρωπο. Αυτή η θεωρία ερχόταν σε σύγκρουση με το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας και τον Κύριλλο που πρέσβευαν δύο τέλειες φύσεις στον Ιησού, Θεϊκή και Ανθρώπινη. Το κυρίως θεολογικό πρόβλημα πλέχτηκε γύρω από την φύση τού Ιησού: Η Θεολογική σχολή της Αντιόχειας επέμενε να διαχωρίσει τις δυο φύσεις, ενώ ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης στήριξε τις απόψεις τού Νεστορίου διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ Αντιόχειας και Αλεξάνδρειας. Η Μαρία δεν ήταν το κέντρο τού προβλήματος, άλλα το μέσο πού χρησιμοποίησαν για την επίλυση του. Το πρόσωπο της δεν απασχόλησε θεολογικά τους Χριστιανικούς Πατέρες, άλλωστε ποτέ δεν την αναγνώρισαν ως Θεά. Η διαφωνία τους ήταν αν γέννησε Θεό (άρα ήταν Θεοτόκος) ή γέννησε άνθρωπο και ο Λόγος απλά διήλθε μέσω αυτής (Θεοφόρος η Χριστοτόκος).
Μετά την αναγνώριση της ως μητέρα τού Θεανθρώπου της αποδόθηκαν χαρακτηριστικά διάφορων θηλυκών θεοτήτων όπως ή αειπαρθενία, η οποία ίσχυε για την Κόρη σε διάφορες εκφάνσεις (Αθηνά, Άρτεμις), ενώ παράλληλα ενσωμάτωσε τον ρόλο της Μητέρας και της μεσολαβήτριας» υπέρ της ανθρωπότητας, όπως η Ίσιδα και η Ίριδα. Την αντίστοιχη ιδιότητα της μεσίτριας υπέρ των ανθρώπων έδωσε ο Παντοδύναμος Ζευς στην Εκάτη, μαζί με την δύναμη να εποπτεύει τον ουρανό, την γη και την θάλασσα. Μεσολαβήτριες έγιναν -κατά μια έννοια οι Ερινύες, οι οποίες έχουν καθήκον να ακούν τα παράπονα των μεγαλύτερων για την συμπεριφορά των νεαρών, των κατώτερων τάξεων για τους άρχοντες της πόλης, των γονιών για τα παιδιά τους, με επί πλέον υποχρέωση να τιμωρούν τους ενόχους κυνηγώντας τους ακατάπαυτα. Η διαφορά είναι, πώς η Μαρία δεν έγινε ποτέ Θεά. Ο άγιος Έπιφάνιος, επίσκοπος Κύπρου, γράφει δοτό Κατά των Αιρέσεων, πώς: «δεν είναι Θεός η Μαρία, οπότε να μην κάνουν προσφορές στο όνομα της και να μην την προσκυνούν οι Χριστιανοί, διότι αυτό είναι διαβολική πράξη πού προκαλούν τα πονηρά πνεύματα».
Με αυτές τις προσθήκες ο Χριστιανισμός ήταν έτοιμος να ανταγωνιστεί τις υπόλοιπες θρησκείες πού ήταν ευρύτατα διαδεδομένες. Με το δόγμα τού μονοθεϊσμού που προέβαλε γίνονταν αποδεχτός από τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Η ύπαρξη ενός Τριαδικού θεού μπορούσε να βρει απήχηση στους πολυθεϊστές και είχε πλέον μία θηλυκή παρουσία, ή όποια παρόλο πού δεν ήταν θεά δρούσε ακριβώς όπως οι Θεές των πολυθεϊστών. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία αιρέσεων και εμφυλίων διαμαχών ανάμεσα σε χριστιανικές ομάδες. Σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές αντιλήψεις, η χριστιανική θρησκεία προσπάθησε να επιβάλει ενιαίο θεολογικό δόγμα, επομένως η διαφορετική άποψη όχι μόνο δεν ήταν ανεκτή, άλλα κρίνονταν απορριπτέα και αφορίζονταν. Ήταν επόμενο να υπάρχουν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις, εφόσον οι χριστιανοί προσπάθησαν να μεταλλάξουν και να εγκολπωθούν δοξασίες πού δεν κατανοούσαν. Προφανές παράδειγμα είναι ή Τριαδικότητα τού Θεού τους, η ερμηνεία της όποιας προκάλεσε μέχρι και διάσπαση των εκκλησιών.
Και το θηλυκό στοιχείο της δημιουργίας τι απέγινε; Στον μονοθεϊσμό δεν φαίνεται να περισσεύει χώρος για την θηλυκή πλευρά τού κόσμου. Αν δαιμονοποίηση τού θηλυκού στοιχείου δεν έγινε στις αρχαίες θρησκείες, μήπως τελικά πραγματοποιήθηκε στον μονοθεϊσμό; Η ανυπαρξία θήλειας θεότητας, ο υποβιβασμός της γυναίκας από ιέρεια σε απλή ακόλουθο της θρησκείας, οι περίεργες θεωρίες για την γυναίκα στα μονοθεϊστικά δόγματα, η θέση της γυναίκας στις θεοκρατικές χώρες, είναι στοιχεία πού προβληματίζουν.
Για να καταλάβουμε την θέση της Γυναίκας και τού Θηλυκού στοιχείου της Δημιουργίας στον μονοθεϊσμό πρέπει να μελετήσουμε τον αρχικό μύθο που είναι κοινός στις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες και περιγράφει την δημιουργία τού κόσμου από τον Ένα Θεό. Σε αυτόν τον πολύ γνωστό μύθο το ζευγάρι Αδάμ και Εύα ζει ευτυχισμένο στον Παράδεισο μέχρι πού η Εύα παρακινημένη από το φίδι παρακούει την εντολή τού Θεού να μην φάει από το Δέντρο της Γνώσης και παρασύρει τον Αδάμ να αμαρτήσει. Η τιμωρία της είναι να φέρνει στον κόσμο τα παιδιά της με πόνο και ο υποβιβασμός της σε κατώτερη θέση από τον Αδάμ, τον οποίο πρέπει πάντα να υπακούει (Γένεσις 3:16 στον άνδρα σου θα είναι ή επιθυμία σου, κι αυτός θα σε εξουσιάζει).
Γιατί ήταν τόσο σκληρή η τιμωρία της Γυναίκας ώστε ο ίδιος ο ρόλος, πού η φύση της έδωσε να μετατραπεί σε ωδίνες; Η τιμωρία της ίδιας της μητρότητας μοιάζει στην βάση της ένα «χαστούκι» στην Τριαδική Θεά πού προστάτευε την ιδιότητα της μητέρας και μια απροκάλυπτη επίθεση στο Θηλυκό στοιχείο της Δημιουργίας.
Στους πρωταρχικούς μύθους της δημιουργίας τού κόσμου δεν υπήρχε «Αδάμ», παρά μόνο η Θεά και το Φίδι, ο σύντροφος της. Στον Πελασγικό μύθο η Θεά Ευρυνόμη, αναδύθηκε από το χάος και διαχώρισε την θάλασσα από τον ουρανό, χορεύοντας πάνω στα κύματα για να δημιουργήσει κάτι στερεό και να ακουμπήσει τα πόδια της. Από τον αέρα πού αναδεύτηκε πίσω της δημιούργησε τον μέγα Οφι, τον Οφίωνα. Οι Γνωστικοί λάτρευαν τον Εσταυρωμένο Όφι αποκαλώντας τον Ιωνά. Πολλές αρχαίες παραδόσεις θεωρούν γενάρχες της ανθρωπότητας την Θεά και το Φίδι. Στην Κίνα το πρώτο μυθικό ζευγάρι αυτοκρατόρων ήταν μισοί άνθρωποι και μισοί ερπετά, όπως ό Εριχθόνιος και ο Κέκροπας πού γεννήθηκαν και ανατράφηκαν από Θεά. Το Φίδι είναι η αρσενική πλευρά της Θεάς, ο φαλλός που γονιμοποιεί, η εικόνα τού συντρόφου άλλα και του Υιού, εφόσον δημιουργείται από την Θεά, την συντροφεύει και πεθαίνει στην αγκαλιά της για να ξαναγεννηθεί.
Στις παλαιότερες θρησκείες οι θήλειες θεότητες έχουν κάποια σύνδεση με το σύμβολο τού φιδιού. Ο αρχαίος κόσμος φαίνεται πώς έτρεφε μια ιδιαίτερη λατρεία για τις γυναίκες και τα φίδια. Η πιο γνωστή μορφή είναι εκείνη της Μινωικής Θεάς- Μητέρας πού κρατάει δυο φίδια. Συμβολίζει την ιδία την Μητέρα Φύση, εκείνη πού δίνει ζωή, εξουσιάζει τον Θάνατο και την Αναγέννηση. Οι σπηλιές είναι οι μήτρες άλλα και οι τάφοι, εφόσον ο θάνατος δεν είναι παρά ένα πέρασμα για το ταξίδι της ψυχής. Το φίδι είναι το αιώνιο σύμβολο της ζωής, της κοσμικής ενέργειας και της αναγέννησης, αντί για το διαβολικό πλάσμα του μονοθεϊσμού. Σύνδεση των δυο αρχέτυπων βρίσκουμε σε πολλούς μύθους: η Λίλιθ-Λάμια μεταμορφώνεται σε φίδι, το κεφάλι τής Μέδουσας πλαισιωνόταν από φίδια και η ίδια λατρευόταν από τις Αμαζόνες με την μορφή φιδιού. Η Αιγύπτια Θεά Renenutet συχνά απεικονίζεται σαν κόμπρα. Η Θεά Ήρα έστειλε δύο φίδια στον Ηρακλή. Στο Ερεχθείο λέγεται πώς είχε την φωλιά του ό «οίκουρός όφις», το ιερό φίδι της Αθηνάς. Αναπαράσταση τού φιδιού υπήρχε στο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα, όπου βρίσκονταν στο εσωτερικό της ασπίδας της Θεάς, ακριβώς κάτω από το αριστερό της χέρι. Ακόμα και στην Σουηδία βρέθηκε επιτύμβια στήλη πού απεικονίζει την «Μάγισσα των Φιδιών», μια γυναίκα πού κρατάει δύο φίδια. Στην τευτονική παράδοση το φίδι και ό συμβολισμός του κατείχαν εξέχουσα θέση κατά την μετάβαση από την Παλαιά Θρησκεία στο Χριστιανισμό, σαν να προσπαθούσε η αρχαία παράδοση να κρατήσει ζωντανά τα σύμβολα της, ενώ εκείνη χανόταν. Η Θεά-Φίδι συμβολίζει πάντοτε την ζωτική ενέργεια πού αναδημιουργεί την ζωή και φροντίζει για την συνέχεια της.
Το φίδι σαν σύμβολο έχει δύο ιδιότητες: την δημιουργική γνώση, την σοφία και την γονιμότητα αλλά και την καταστρεπτική δύναμη τού θανάτου. Το δηλητήριο τού φιδιού μπορεί να γιατρέψει ή να σκοτώσει. Οι Θεοί των Ελλήνων εγκολπώνονται την Δημιουργική Θηλυκή Δύναμη, ενώ εξευμενίζουν την Καταστροφική ή την πολεμούν όπως ό Απόλλωνας, ό Θεός τού Φωτός, σκοτώνει τον Πύθωνα τού Σκότους. Σε πολλές ιερές εικόνες βρίσκουμε το φίδι περιελιγμένο, όπως στο ραβδί τού Ασκληπιού και στο κηρύκειο τού Έρμη, όπου αντιπροσωπεύει την θεραπευτική δύναμη, τα μυστικά της Κοσμικής Γεωμετρίας και το κλειδί της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς θυμίζει έντονα τον διπλό έλικα του DΝΑ. Το Κηρύκιο σύμφωνα με τον μύθο ανακάλυψε ό μάντης Τειρεσίας, που πέρασε ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του σαν γυναίκα. Κηρύκειο κρατούσε και ή Ίριδα, Η θηλυκή πλευρά τού Έρμη κατά μια έννοια, εφόσον ο Ερμής θεωρείται αγγελιαφόρος του Δία, ενώ η Ίριδα εκείνη της Ήρας. Η σύνδεση τού κηρυκείου με το Δέντρο της Ζωής είναι έντονη, ενώ η εικόνα του φιδιού περιελιγμένο στο Δέντρο τού Κήπου της Εδέμ αρχίζει να παίρνει άλλο νόημα. Η εικόνα για τις αρχαίες θρησκείες αποτελούσε ιερό σύμβολο, σημάδι ζωής και πνευματικής ανάτασης, ενώ στον μονοθεϊσμό μεταλλάχθηκε σε σύμβολο Πτώσης και Θανάτου.
Για ποιο λόγο λοιπόν ο μονοθεϊσμός διάλεξε να προβάλλει μόνο την καταστρεπτική πλευρά τού συμβόλου; Από πού πηγάζει ο φόβος και η αποστροφή του προς το Θηλυκό Στοιχείο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να υποβιβάζει την Γυναίκα και να την καταδιώκει; Τις απαντήσεις ίσως μπορεί να δώσει το Τρίτο Πρόσωπο της αρχέγονης Θηλυκής Τριάδας: Η Γραία. Είναι το πρόσωπο πού συνδέεται με τον Κάτω Κόσμο και τον Θάνατο. Όλες οι Μητέρες Θεές έχουν την δύναμη να δώσουν ζωή, αλλά και να την πάρουν πίσω. Η Θεά είναι ή ζωντανή απεικόνιση τού κύκλου της ζωής: Γέννηση – Δημιουργία – Ενηλικίωση – Αναπαραγωγή – Γεράματα – Παρακμή – Θάνατος, Αναγέννηση σε νέα μορφή. Οι δημιουργοί τού μονοθεϊσμού πήραν από την γυναίκα το προνόμιο της Γέννησης και έδωσαν στον δικό τους θεό την δύναμη της δημιουργίας και της αιώνιας ζωής. Η φυσιολογική γέννηση από την γυναίκα θεωρήθηκε «μίασμα» και η λεχώνα ακάθαρτη και μάλιστα δυο φορές αν το παιδί είναι κορίτσι (Λευιτικόν 12:1-8). Η μητρότητα υποβιβάστηκε τόσο πολύ ώστε σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, ό Ιησούς δεν αποκαλεί την Μαρία «μητέρα» ούτε μία φορά. Πολύ αργότερα, όταν αποφάσισε η Χριστιανική εκκλησία να δώσει μια τιμητική θέση στην Μαρία εμφανίστηκαν οι εικόνες της με τον μικρό Ιησού στην αγκαλιά, στο ίδιο μοτίβο με την Ίσιδα πού κρατάει τον υιό.
Στον δίχως φύλο, αλλά αρσενικό στην συνείδηση τους Θεό, έδωσαν επίσης την ιδιότητα του Πάνσοφου, αποσχίζοντας ακόμα μια ιδιότητα από το Θηλυκό Στοιχείο. Στην Γυναίκα τελικά απέμεινε μόνο η Καταστροφική δύναμη και η σύνδεση με τον Θάνατο. Για την Εύα και τις Κόρες της δεν υπήρχε σωτηρία, παρά μόνο εάν υπάκουαν χωρίς αντίρρηση τους άντρες τους.
Οι οδηγίες προς τις γυναίκες ήταν σαφείς: δεν μιλάτε παρά μόνο στο σπίτι (Κορινθίους Α’ 14:34). Ρωτάτε τους άντρες σας για ό,τι δεν καταλαβαίνετε. Δεν είναι επιτρεπτό να διδάσκετε εσείς τους άντρες, αλλά πρέπει να υποτάσσεστε (Α’ Τιμόθεον επιστολή 2:11-15, Λ’ Πέτρου 3:1). Η θέληση σας είναι εκείνη του άντρα σας (Γένεσις 3:16, Κορινθίους Α’ 11:9-10, Κολασσαείς 3:18, Εφεσίους 5:22-24). Ό Άγιος Αμβρόσιος κήρυττε πώς: «Ο Αδάμ οδηγήθηκε στην αμαρτία από την Εύα και όχι η Εύα από τον Αδάμ. Είναι σωστό και δίκαιο η γυναίκα να δέχεται σαν κύριο και αφέντη εκείνον πού αυτή οδήγησε στην αμαρτία».
Εκείνες πού αντιστάθηκαν, πιστές στις πατρώες παραδόσεις, είχαν να αντιμετωπίσουν την Ιερά Εξέταση και τις κατηγορίες περί μαγείας. Το εγχειρίδιο της καθολικής εκκλησίας «Malleus Maleficarum» γράφει: «οι γυναίκες είναι επιρρεπείς σε δαιμονικές προκαταλήψεις. Δεν υπάρχει κεφάλι πάνω από το κεφάλι του ερπετού και δεν υπάρχει οργή πάνω από την οργή της γυναίκας». Κατά την Ιρλανδική παράδοση, ο Άγιος Πατρίκιος έδιωξε τα φίδια από την Ιρλανδία. Εφόσον ποτέ δεν υπήρξαν φίδια στο νησί λόγω της ιδιομορφίας τού κλίματος, η ιστορία ερμηνεύεται ως διωγμός των ακόλουθων της Παλαιάς Θρησκείας, ιδιαίτερα των ιερειών. Οι γυναικείες μορφές πού τολμούσαν να στέκονται στα πόδια τους και να μην κρύβονται στην σκιά των ανδρών καταδιώχτηκαν με μανία από τον μονοθεϊσμό. Η δολοφονία της σπουδαίας φιλοσόφου Υπατίας δείχνει την μοίρα πού περίμενε όσες γυναίκες δεν υποτάσσονταν. Η κακοποίηση των γυναικών στις θεοκρατικές μονοθεϊστικές χώρες ακόμα και σήμερα αποδεικνύει πώς ο μονοθεϊσμός θεωρεί τις γυναίκες υποδεέστερες στην καλύτερη περίπτωση.
Πάνω από το 95% της Ελληνικής γραμματείας χάθηκε στις φλόγες της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Από την επιφανειακή μελέτη των γραπτών πού επέζησαν φάνηκε πώς στις κοινωνίες των αρχαίων θρησκειών οι γυναίκες ζούσαν καταπιεσμένες μέσα σε ένα φαλλοκρατικό περιβάλλον. Προσεκτικότερη μελέτη των ερευνητών έδειξε πώς οι γυναίκες έχαιραν σεβασμού, μετείχαν στα κοινά και σε πολλές περιπτώσεις επηρέαζαν την πολιτική ζωή. Παρά τις επιθέσεις πού δέχτηκε – και δέχεται- το Ελληνικό Πνεύμα και γενικότερα οι Εθνικές θρησκείες, η αντικειμενική ιστορική έρευνα οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα: Το Θηλυκό Στοιχείο της Δημιουργίας όχι μόνο δεν χάθηκε μέσα στις πολυθεϊστικές πατριαρχικές κοινωνίες, αλλά λατρεύτηκε με σεβασμό. Η υποτίμηση της Θεάς Μητέρας άρχισε στον μονοθεϊσμό, ενώ η ολοκληρωτική υποβάθμιση της πραγματοποιήθηκε με την επικράτηση της λατρείας του Ενός Αρσενικού Θεού. Όσο και αν προσπάθησαν, δεν κατάφεραν να καταστρέψουν εντελώς την Θηλυκή Δύναμη πού ξαναγυρνάει μέσα από την επανεμφάνιση των Αρχαίων Θρησκειών, διεκδικώντας δυναμικά την θέση πού της αξίζει στην συνείδηση και τις καρδιές των ανθρώπων.
Βιβλιογραφία:
- Ομήρου, Επικός Κύκλος.
- Ησίοδου, Θεογονία.
- Αλκμάνα, Θεογονία.
- Μουσαίος, Άπαντα.
- Αριστοξένου, Άπαντα
- Αριστοτέλους, Περί Ψυχής, Ελάσσονα 2, Περί Ερμηνείας, Ηθικά .
- Νόννος, Διονυσιακά : Ραψωδίες Ζ έως ΙΒ.
- Ορφικά, Άπαντα.
- Πρωταγόρας, Περί Θεών.
- Πλούταρχος, Περί ‘Ισιδος και Οσίριδος.
- Ερμής Τρισμέγιστος – Λόγοι.
- Πυθαγόρειος Αριθμοσοφία.
- Ιώσηπος, Άπαντα, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία Α, Β.
- Παντελής Κοντογιάννης, Η Λεηλασία των Αρχαιοελληνικών Αρχέτυπων από τον Χριστιανισμό.
- Helma Mark, Τό βιβλίο των Μύθων.
- Juan-Eduardo Cirlot, Το Λεξικό των Συμβόλων
- Ρόμπερτ Γκρέιβς, Οι Ελληνικοί Μύθοι Αλχημεία, το Κλειδί των Μυστηρίων.
- Εγκυκλοπαίδεια Britannica.
- Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ήλιου.
- Τhomas Doane, Bible Myths and Their Parallels in Other Religions.
- Charles Lastings, Encyclopaedia of Religion and Ethics.
- Barbra Walker, Woman’s Encyclopaedia of Myths and Secrets.
- George MacDonald, Lillith.
- Gimbutas, the language of the Goddes
intownpost.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου