Γράφει ο Θόδωρος Δημοσθ. Λυμπεράκης
Η περί το Παγγαίο όρος χώρα, με τις απέραντες πεδιάδες των Σερρών και των Φιλίππων, που αρδεύονται αντίστοιχα από τους ποταμούς Στρυμόνα και Αγγίτη, ήταν κατά την αρχαιότητα πολύ εύφορη, ενώ συνάμα το υπέδαφός της έκρυβε άφθονα πολύτιμα μέταλλα. Ήταν έτσι φυσικό, όλη η πορεία της περιοχής αυτής μέσα στην ιστορία, ήδη από τα πρώϊμα ιστορικά χρόνια, νάναι στενά δεμένη με τον υλικό της πλούτο, που τραβούσε σαν μαγνήτης πόλεις, λαούς και κατακτητές.
Ξεκινώντας από την χλωρίδα της χώρας αυτής κι από τ’ αγροτικά προϊόντα που παρήγε η γή της, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε πρώτα και ν’ αφιερώσουμε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του άρθρου μας αυτού σ’ ένα προϊόν που μέχρι και σήμερα δίνει στην περιοχή την πιο χαρακτηριστική της ταυτότητα. Πρόκειται για τ’ αμπέλια και το κρασί του Παγγαίου και ιδιαίτερα του σημερινού Συμβόλου όρους, (το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες δεν το ξεχώριζαν συνήθως από το Παγγαίο), που την άφθονη και μακρόχρονη παρουσία τους μαρτυρούν, εκτός από τις ιστορικές πηγές, τα πολυάριθμα όστρακα κρατήρων και οινοχοών που βρίσκονται στα ερείπια των αρχαίων οικισμών της περιοχής.
Ήδη από την Ομηρική εποχή η περιοχή του Παγγαίου και ιδιαίτερα του σημερινού όρους Συμβόλου, η οποία απλώνεται στα νότια του τελευταίου και από τον Στρυμόνα μέχρι την σημερινή Καβάλα ήταν φημισμένη για τ’ αμπέλια της, που μέχρι σήμερα καλλιεργούνται
ασταμάτητα επί σειρά αιώνων. Ήταν επίσης φημισμένη για το από τ’ αμπέλια της εκείνα παραγόμενο κρασί, τον περίφημο “βύβλινο οίνο” των αρχαίων Ελλήνων.
Οι Φοίνικες, που πριν στην περιοχή μας εμφανιστούν οι Έλληνες της νότιας Ελλάδας είχαν αποικίσει την Θάσο, έφεραν στην απέναντι από την Θάσο ακτή από την οποία σήμερα διέρχεται η Νέα παραλιακή εθνική οδός Καβάλας – Θεσσαλονίκης ένα είδος αμπέλου από την πόλη Βύβλο της Φοινίκης.
Για την προέλευση αυτού του κρασιού από τη Φοινίκη ο Αθήναιος, (Έλληνας που έζησε κατά την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου ή των διαδόχων αυτού, Σεπτιμίου και Αλεξάνδρου Σεβήρου), στο έργο του “ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ” (β 29) λέει σχετικά:
“Και το κρασί το Βύβλινο επαινώ της ιερής Φοινίκης,
μα να το βάλω δεν μπορώ με το κρασί της Λέσβου.
Για πρώτη σου αν το πιείς φορά, προτού το συνηθίσεις,
θα σου φανεί πιο εύοσμο απ’ το κρασί της Λέσβου,
γιατί το άρωμά του με τον καιρό, σαν πάλιωσε, το πήρε
αλλά σαν πίνεται συχνά, θα σου φανεί χειρότερο.
Μα από της Λέσβου το κρασί δεν έχει άλλο πιο ακριβό,
και μόνο η αμβροσία. Κι αν μερικοί σαχλοί με κοροϊδεύουν
και λεν πως το καλύτερο κρασί ‘ναι της Φοινίκης,
γι’ αυτούς δεν δίνω δυάρα.
Από τη φοινικική λοιπόν εκείνη άμπελο πήραν τ’ όνομά τους και τα Βύβλινα (ή Βίβλινα) όρη, δηλαδή το σημερινό Σύμβολο Όρος και το κρασί της περιοχής, το οποίο πρώτος μνημονεύει ο Ησίοδος στο διδακτικό του έπος “Εργα και ημέραι” ως εξής:
Αχ! και να μπορούσα νάμαι
στην παχιά σκιά κάποιου βράχου και νάχω και ¬βίβλινο κρασί¬
και πίττα φτιαγμένη από γάλα κατσικιών πόχουν κόψει το βύζαγμα
και κρέας δαμαλίτσας που δεν έχει ακόμη γεννήσει
κι έχει μόλις χορτάσει τρώγοντας στο λειβάδι
καθώς και νεογέννητων εριφίων.
Κι εκεί από κάτω καθισμένος στη σκιά,
να μπορούσα να πίνω το κρασί με το χρώμα της φωτιάς
και να ευχαριστιέται η καρδιά μου από την ευωχία,
με το πρόσωπό μου στραμμένο απέναντι στο ζωηρό φύσημα του
Ζέφυρου.
Κι αντλώντας τρεχούμενο νερό από μιαν αστείρευτη κρήνη που τίποτε
δεν την θολώνει,
ν’ αναδεύω τρία μέρη νερού κι ένα μέρος κρασιού.
Για το ίδιο αυτό περίφημο κρασί της περιοχής μας εξ άλλου, ο Επίχαρμος, ποιητής κωμωδιών του Ε’ π.Χ. αιώνα λέγει ότι παραγόταν στα Βίβλινα όρη της Θράκης, τα οποία με την σειρά του ο Αρμενίδας τα τοποθετεί στην περιοχή της Αντισάρης και της Οισύμης, (της πρώτης τα ερείπια εντοπίστηκαν στην περιοχή της σημερινής Καλαμίτσας Καβάλας και της δεύτερης στον λόφο και στις ακτές των αμμολόφων της σημερινής Νέας Περάμου): Αρμενίδας δε της Θράκης φησίν είναι χώραν την Βιβλίαν, ήν αύθις Τισάρην και Οισύμην προσαγορευθήναι).
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του “ΙΩΝ”, (στίχοι 1194-1995) λέγει ότι σ’ ένα συμπόσιο που γινόταν στους Δελφούς, αναμιγνυόταν βίβλινο κρασί με νερό μέσα σε χρυσούς κρατήρες: (“Κι απλώθηκε σιωπή. Και τότε ξανά γεμίσαμε τους ιερούς κρατήρες, με νερό και με Βύβλινο πιοτό”)
Γι’ αυτό το ίδιο κρασί μιλάει και ο Φιλλύλιος, κωμικός ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας, όπως κι ο Ρωμαίος Αχίλλειος Τάτιος, ενώ ο Θεόκριτος στα “Ειδύλλιά” του (ΧIV,4) λέγει ότι ο ήρωάς του Αισχίνης, σε μια γιορτή στην εξοχή, έλεγε: “άνοιξα για τους φίλους μου Βίβλινο κρασί, ευωδιαστό, τεσσάρων ετών, που ήταν σα ναάχε μόλις βγεί από το πατητήρι”)
Ο Ησύχιος επίσης λέγει ότι ο βίβλινος είναι είδος οίνου και ποικιλία αμπέλου στη Θράκη, ο δε Στέφανος ο Βυζάντιος: “Βιβλίνη. Χώρα της Θράκης. από ταύτης ο βίβλινος οίνος”.
Τέλος δεν μπορώ να μην αναφέρω κι αυτό που λέει ο ίδιος πιο πάνω Αθήναιος, στο έργο του “ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ”, ότι “Ο Ιππυς ο Ρηγίνος (ιστορικός της εποχής των Περσικών πολέμων) ανέφερε ότι η άμπελος η λεγομένη “ειλεός”, ονομάζεται συνάμα και “βιβλία”.
Αυτήν ο Πόλλις ο Αργείος, που βασίλευσε στους Συρακουσίους, πρώτος την έφερε στις Συρακούσες από την Ιταλία. Θάναι λοιπόν βίβλινος οίνος, ο γλυκός οίνος που από τους Σικελιώτες λέγεται “Πόλλιος”.
Δεν καλλιεργούνταν όμως αμπέλια μόνο στη νότια του Συμβόλου όρους εκτεινόμενη γή. Και η πλούσια πεδιάδα του κάτω ρού του Στρυμόνα, η εκτεινόμενη βόρεια και δυτικά της Αμφιπόλεως ήταν φημισμένη για την ευφορία της κατά τους αρχαίους χρόνους. Πάντως, δεν φαίνεται πιθανό να καλλιεργούνταν σ’ αυτή η περιοχή, τουλάχιστον πριν τον 4ο π.Χ. αιώνα, κάποια επώνυμη ποικιλία αμπέλου, σαν εκείνη λ.χ. που παρήγε τον βίβλινο οίνο ή τον οίνο της Μένδης (αρχαίας πόλεως της Χαλκιδικής) κ.λ.π. Και η σπανιότητα των μαρτυριών σχετικά με την καλλιέργεια αμπέλου στην εν λόγω περιοχή συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής.
Για την καλλιέργεια αμπέλου στην περιοχή του κάτω ρού του Στρυμόνα και ειδικώτερα στη Βισαλτία και την Αμφίπολη μιλούσε κατ’ αρχάς ο Θεόπομπος, στο 54ο βιβλίο των Ιστοριών του, όπως το σχετικό απόσπασμα διέσωσε ο πολύτιμος Αθήναιος, στο προαναφερθέν έργο του “ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ”, (το κείμενο του Θεόπομπου θα το δούμε στη συνέχεια αυτού του άρθρου).
Ο Δημ. Λαζαρίδης, άλλοτε Εφορος Αρχαιοτήτων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, δημοσίευσε όταν ζούσε μερικά πωλητήρια συμβόλαια που προήλθαν από την περιοχή της Αμφιπόλεως. Δύο απ’ αυτά αναφέρονται στην πώληση αμπελιών:
α) Το ένα συμβόλαιο, (επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε στη Μεσολακκιά Σερρών, (BCH 85 (1961), σελ. 431), είχε το εξής περιεχόμενο: “Για χάρη της καλής τύχης. Ο Νικόλαος, ο γιός του Μελαντάδη, αγόρασε από τον Ασανδρο ένα αμπέλι (εκτάσεως) έξι πλέθρων (περίπου 5.200 σημερινών τετρ. μέτρων), αντί (τιμήματος) τριακοσίων είκοσι δραχμών”.
β) Το δεύτερο συμβόλαιο, (επιγραφή του 4ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκε στα Νέα Κερδύλλια, (BCH 85 (1961) ήταν στην ουσία ένα “σύμφωνο εξωνήσεως” κι είχε το εξής περιεχόμενο: “Όταν ο Κάλιππος ήταν επιστάτης, ο Τίμων απέκτησε (αγόρασε) από τον Eξήκεστο τον αγρό του Απολλωνίου και την αποθήκη με τα πιθάρια, (αντί τιμήματος) πέντε χιλιάδων δραχμών (το μεγάλο ποσό του τιμήματος εξωνήσεως δείχνει ότι η πώληση αφορούσε κάποια πολύ μεγάλη έκταση, η δε ύπαρξη της αποθήκης με τα πιθάρια μαρτυρά ότι ένα μέρος τουλάχιστον της εκτάσεως ήταν αμπέλι).
Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε και το ψήφισμα της Γαζώρου (Απρίλιος του 167 π.Χ.), πόλεως της κοιλάδας του Στρυμόνα, βόρεια της Αμφιπόλεως, το κείμενο του οποίου αναφέρεται στη φύτευση αμπελιών και δένδρων σε δημόσια κτήματα, από ιδιώτες εθελοντές, στους οποίους παρέχονται προνόμια για την εκ μέρους τους εκμετάλλευση των αγρών
Παγγαίο, Φίλιππος και Μέγα Αλέξανδρος
Η περιοχή του Παγγαίου όμως δεν διακρινόταν κατά την αρχαιότητα μόνο για τ’ αμπέλια της. Ήταν γενικά κι από κάθε άποψη πολύ εύφορη. Το ίδιο το Παγγαίο ήταν φημισμένο για τα μεγάλα δάση του, τα οποία παρείχαν την περίφημη ναυπηγική ξυλεία που την αξία της πρώτος διαπιστώνει ο Πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος, του οποίου τα λόγια προς τον Πέρση Βασιλέα διέσωσε ο Ηρόδοτος (Ε, 23): Ω βασιλεύ, τί έκανες, που έδωσες το δικαίωμα σ’ έναν ικανότατο και σοφό Έλληνα, (εννοεί τον τύραννο της Μιλήτου Iστιαίο), να κτίσει την Μύρκινο, όπου υπάρχει άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία, ξύλα για κουπιά κι ασήμι!..” Την ίδια αυτή ναυπηγική ξυλεία επαινεί κι ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του, θεωρώντας την ιδανική για την κατασκευή των ξύλινων πλοίων της εποχής εκείνης, χάρις στην οποία o Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας, το 424 π.Χ., μετά την κατάληψη της Αμφιπόλεως, εγκατέστησε στον Στρυμόνα, στην περιοχή της Αμφιπόλεως ναυπηγεία, για τη ναυπήγηση τριήρων, (Θουκυδίδου Ιστορία Πελοπον. Πολέμου 4.108). Αλλά κι ο Φίλιππος και ο Μέγας Αλέξανδρος, από την ξυλεία αυτή του Παγγαίου κατασκεύασαν τον στόλο τους. Μάλιστα ο Αρριανός μας λέγει ότι ο στόλος του Αλεξάνδρου βρισκόταν στην Κερκινίτιδα λίμνη, μέσω της οποίας και του πλωτού τότε ποταμού Στρυμόνα που χυνόταν σ’ αυτήν και συνέχιζε δι’ αυτής την πορεία του, έφθανε στη θάλασσα. Τέλος ο Στράβων (Γεωγραφία, βιβλίο 7ο, 331) κάνει λόγο για τα ναυπηγεία του Δάτου, για τα οποία ο Γάλλος αρχαιολόγος P. Collart, στο έργο του: “Philippes, ville de la Macedoine, depuis ses origines jusqu’ a la fin de l’ epoque romaine, Paris 1935” (κεφάλαιο 1ο, σελ. 47, υποσημείωση 3) λέει ότι βρισκόταν αναμφίβολα στα δύο εμπορικά λιμάνια της Νεαπόλεως και της Αντισάρας, (σημερινής Καλαμίτσας), όπου η ξυλεία μεταφερόταν απ’ ευθείας από το Παγγαίο μέσω του αυχένα του Συμβόλου όρους (ο συγγραφέας εννοεί προφανώς τη σημερινή διάβαση του Αγίου Σύλλα).
Τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα και άλλα προϊόντα
Το Παγγαίο φημιζόταν εξ άλλου από αρχαιοτάτους χρόνους για τα περίφημα εκατόφυλλα τριαντάφυλλά του, τα οποία μνημονεύουν ο Θεόφραστος, ο Αθήναιος και ο Πλίνιος και των οποίων μια ιδέα μας δίνουν τα μικρά άγρια τριαντάφυλλα που μέχρι σήμερα σκορπίζουν το άρωμά τους στις χαμηλές πλαγιές του. Σαν μακρινή ανάμνηση των ρόδων του Παγγαίου θεωρεί ο μεγάλος Γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής L. Heuzey που πέρασε από την περιοχή μας πριν από ένα και πλέον αιώνα το ίδιο το όνομα της γνωστής και με μεγάλη ιστορία πόλης του Παγγαίου, του Ροδολείβους, που περιέχει τη ρίζα “ρόδο = τριαντάφυλλο”. Αυτά τα τριαντάφυλλα του Παγγαίου στη ρωμαϊκή εποχή χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στην τελετή της λατρείας των νεκρών (rosalia), η οποία συνίστατο ακριβώς στην καύση τους πάνω από τους τάφους των νεκρών, ενώ δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που θεωρούν ότι σε παλαιότερες εποχές διαδραμάτιζαν σοβαρό ρόλο και σ’ αυτή την ίδια τη λατρεία του Διονύσου, που το μαντείο του βρισκόταν στο Παγγαίο.
Και το φυτό “λίνον” (Λινάρι) καλλιεργούνταν όμως στις όχθες του Στρυμόνα ποταμού, που οι γυναίκες το ύφαιναν, κατασκευάζοντας λινά υφάσματα για τις ανάγκες της οικιακής οικονομίας, (Ηροδότου Ιστορίαι, ΙΙ, 105).
Οι Θεόπομπος, Λίβιος, Στράβων και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν επίσης ιδιαίτερα, όπως ήδη με αφορμή τα σχετικά με τ’ αμπέλια της περιοχής αναφέραμε, για την ευφορία της γης της Βισαλτίας και της Αμφιπόλεως, η οποία εκτεινόταν δυτικά και βόρεια της τελευταίας, ιδιαίτερα σε αμπέλια, δημητριακά, σύκα κι ελιές. Ψηφίσματα της πόλεως Γαζώρου, όπως επίσης είδαμε, κάνουν λόγο για καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού, οπωροφόρων δένδρων, συκεώνων, ελαιώνων και αμπελώνων, ενώ ο στάχυς που κοσμούσε τα νομίσματα των πόλεων της Βισαλτίας και οι πολυάριθμες μυλόπετρες που βρίσκονται στα ερείπια των πόλεών της αποτελούν επιπλέον εύγλωττες μαρτυρίες για την αφθονία των δημητριακών.
Ο Στράβων με τη σειρά του, μιλώντας για την γη της περιοχής του αρχαίου Δάτου, δηλαδή των μετέπειτα Φιλίππων, κάνει λόγο για “αρίστη και εύκαρπο χώρα”, ενώ ο γνωστός μας Αθήναιος, στο έργο του “Δειπνοσοφισταί” αναφέρει πως ο Θεόπομπος, στο 54ο βιβλίο των Ιστοριών του έλεγε χαρακτηριστικά πως “στην εποχή του καλότυχου Φιλίππου, βασιλιά της Μακεδονίας, στην περιοχή της Βισαλτίας, της Αμφιπόλεως και της Γραστωνίας της Μακεδονίας, στην καρδιά της άνοιξης οι συκιές έκαναν σύκα και τ’ αμπέλια έκαναν σταφύλια, ενώ τα ελαιόδενδρα έδιναν ελιές, σε μιαν εποχή που οπουδήποτε αλλού ακόμη τότε έβγαζαν βλαστάρια”!
Για την από αρχαιοτάτων ήδη χρόνων μεγάλη καλλιέργεια των δημητριακών σημαντικό στοιχείο θα πρέπει τέλος να θεωρηθεί και ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, τον θεό του Κάτω Κόσμου, μια γοητευτική περιπέτεια που οι αρχαίοι πίστευαν ότι έλαβε χώρα στη Νύσα, “κατ’ ηγάθεον Νυσήιον”, μια αγιασμένη χώρα που σύμφωνα με αρκετούς αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς (όπως ο Ρωμαίος Αππιανός και ο σοφός Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής των αρχών του αιώνα μας P. Perdrizet) πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή όπου βασίλευε ο Λυκούργος, εφόσον δε ο τελευταίος ήταν βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, οι οποίοι κατοικούσαν στο βόρειο και δυτικό Παγγαίο, Νύσα δεν μπορούσε παρά να είναι το πανάρχαιο μυστικιστικό όνομα αυτού του ίδιου του βουνού, στου οποίου, όπως λέγει ο ομηρικός ύμνος στον Διόνυσο, το παιδί – θεός μεγάλωσε μέσα στις κοιλάδες και τα σπήλαια (“Νύσης εν γυάλοις”) και στου οποίου το όνομα βλέπει κανείς σαν πρώτο μεν συνθετικό τη λέξη “Διός”, (που είναι πρώτο συνθετικό και πολλών θρακικών φύλων, όπως οι Δίοι, οι Διοβησσοί κ.λ.π. ενώ βέβαια έχει κοινή ρίζα με αυτή του Διός, του μεγάλου Θεού των Ελλήνων), σαν δεύτερο δε συνθετικό το όνομα του όρους “Νύσα”. Ο Διόνυσος ήταν συνεπώς για τους Θράκες ο θεός της Νύσας, δηλαδή ο θεός του ιερού βουνού του, του Παγγαίου.
Η πανίδα του αρχαίου Παγγαίου
Το Παγγαίο ήταν όμως φημισμένο και για την πλούσια πανίδα του, που εκτός από τα γνωστά από τις βραχογραφίες του ζώα, (ελάφια, ζαρκάδια, αγριόχοιρους κ.λ.π.) διέθετε, τόσο το ίδιο το όρος όσο και η γύρω περιοχή, σύμφωνα με όσα μας λέει ο μεγάλος ιστορικός του 4ου π.Χ. αιώνα Ξενοφών, “λέοντες και παρδάλεις, λύγκες, πάνθηρες, άρκτους”. Όταν μάλιστα πέρασε ο Ξέρξης με τον στρατό του για να κατακτήσει την Ελλάδα, τα λιοντάρια της περιοχής των Βισαλτών, (σημερινού Ν. Σερρών) αναφέρεται ότι κατέτρωγαν ιδιαίτερα τις καμήλες του στρατεύματός του, ενώ κατά τον Ηρόδοτο λιοντάρια κι άγρια βόδια με μεγάλα κέρατα υπήρχαν και στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Νέστου, όπου, δίπλα σε μια πόλη ονομαζόμενη Πίστυρο, (όπου το σημερινό Ποντολείβαδο), υπήρχε και μια λίμνη με αλμυρό νερό που ήταν μάλιστα γεμάτη ψάρια και την οποία, όπως πάντα λέει ο Ηρόδοτος, αποξήραναν τα υποζύγια που ο Ξέρξης έφερε μαζί του στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδος. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και τα ζώα που παριστάνουν οι φυλές της περιοχής στα νομίσματά τους, (ταύρους, αγριόχοιρους, αετούς, αίγαγρους, λαγούς, άλογα, τράγους, αγριόπαπιες, χήνες, φίδια, σαύρες, διάφορα πουλιά κ.λ.π.), τα οποία, σύμφωνα με τη γνώμη του Άγγλου αρχαιολόγου ST. CASSON δεν είναι απλά σύμβολα αλλ’ εικονίζουν προϊόντα της περιοχής, τότε έχουμε μια πλήρη εικόνα από την πανίδα της περιοχής. Ειδικά μάλιστα για τ’ άλογα αναφερόμαστε και πάλι στην Ιστορία του Θουκυδίδη και μάλιστα στην αναφορά του (5.6 και 10) τη σχετική με τη συγκέντρωση πολλών αλόγων μέσα στα τείχη της Αμφιπόλεως, ενώ αντίθετα για την οπωσδήποτε μεγάλη κτηνοτροφία της περιοχής δεν έχουν διασωθεί ειδήσεις από την αρχαιότητα.
Tα ψάρια επίσης και τα χέλια των ποταμών της περιοχής του Παγγαίου και κυρίως της λίμνης Κερκινίτιδος και του Στρυμόνα, (μάλιστα τα χέλια τα ψάρευαν θολώνοντας τα νερά), μας είναι γνωστά από τον Αριστοτέλη (Ιστορία των ζώων, ΙΧ,45) και τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί 1.76.13), ενώ μια ακόμη ιδέα γι’ αυτά μας δίνει και μια επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή των Φιλίππων, από την οποία προκύπτει ότι ένας ρωμαίος κάτοικος των Φιλίππων, ο Όππιος Φρόντων, είχε ιδρύσει στην περιοχή των Φιλίππων ιχθυοτροφείο (cella natatoria)! Δεν έχουμε όμως αρχαίες πηγές που να μιλούν για τον θαλάσσιο πλούτο της περιοχής, εκτός ίσως από τα νομίσματα της Θάσου που έφεραν πάνω τους πολύ συχνά δελφίνια, καθώς κι από διάφορα όστρακα που σε μεγάλο πλήθος βρίσκονται στα ερείπια των παράλιων προϊστορικών οικισμών και των παράλιων θασιακών εμπορίων κι ελληνίδων πόλεων που κάλυπταν την μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου περιοχή.
Tέλος σημειώνουμε εδώ ότι ο Φίλιππος, διαβλέψας ευθύς εξ αρχής την μεγάλη σπουδαιότητα της σημερινής πεδιάδος (των Τεναγών) των Φιλίππων, αποξηραίνει και παραδίνει στην καλλιέργεια μεγάλα τμήματα του απέραντου τότε έλους των Φιλίππων. Για το σπουδαίο αυτό έργο ο Θεόφραστος, στην “Περί φυτών αιτίας” εργασία του, μιλώντας για την περιοχή (που είναι πολύ πιθανό πως την γνώριζε πολύ καλά), λέγει γι’ αυτή την αποξήρανση, που χρειάστηκε να περάσουν άλλα 2.300 χρόνια για να ολοκληρωθεί στη δεκαετία του 1930 από το Ελληνικό κράτος: ” Στους Φιλίππους παλαιότερα είχε περισσότερους παγετούς, τώρα δε, επειδή αποστραγγίστηκαν τα νερά και το έδαφος καλλιεργείται, έχει πολύ λιγώτερους. Κι ο αέρας είναι πιο αραιός (ξηρός) και γιατί αποστραγγίστηκαν τα νερά και γιατί το έδαφος υπόκειται σε κατεργασία. Διότι εκείνη η περιοχή η οποία παραμένει χέρσα, και πιο ψυχρή είναι και πιο πυκνό (υγρό) αέρα έχει γιατί είναι δασωμένη κι ούτε οι ακτίνες του ηλίου φθάνουν εύκολα προς αυτήν, ούτε οι άνεμοι πνέουν, ενώ συνάμα αυτή (η περιοχή) έχει και πολλά νερά, τρεχούμενα ή στάσιμα. Τούτο συνέβαινε και γύρω από τις Κρηνίδες όταν τις κατοικούσαν οι Θράκες, γιατί όλη η πεδιάδα ήταν γεμάτη με δένδρα και νερά..”
Για την ίδια αποξήρανση μιλάει κι ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος (Φυσική Ιστορία, 17,30) ως εξής: circa Philippos cultura siccata regio mutavit caeli habitum”, ενώ τέλος και μια επιγραφή της εποχής του Μ. Αλεξάνδρου, που βρέθηκε στους Φιλίππους και την μνημονεύει ο Δ. Λαζαρίδης στο έργο του “ΦΙΛΙΠΠΟΙ” αναφέρεται στο ίδιο εκείνο έργο.
Ασήμι και χρυσάφι
Τα προϊόντα όμως που παρήγε η εύφορη γη της γύρω από το Παγγαίο περιοχής και τ’ απέραντα δάση της, για τα οποία ήδη κάναμε λόγο, δεν ήταν τίποτε συγκρινόμενα με τους θησαυρούς των ορυχείων της. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου παρείχαν σε μεγάλη αφθονία τον χρυσό και τον άργυρο, για να κάνουν τον μεν Ηρόδοτο να λέει (VII, 112), “το Πάγγαιον ούρος, εόν μέγα τε και υψηλόν, εν τώ χρύσεά τε και αργύρεα ένι μέταλλα, τά νέμονται, Πίερές τε και Οδόμαντοι και μάλιστα Σάτραι”, τον Στράβωνα “ότι πλείστα μέταλλά εστι χρυσού εν ταις Κρηνίσιν, όπου νυν Φίλιπποι πόλις ίδρυται, πλησίον του Παγγαίου όρους. Και αυτό δε το Παγγαίον χρυσεία και αργυρεία έχει μέταλλα, και η πέραν και η εντός του Στρυμόνος ποταμού μέχρι Παιονίας. Φασί δε και τους την Παιονίαν γην αρούντας ευρίσκειν χρυσού τινα μόρια”, τον δε Ευρυπίδη, στην τραγωδία του “Ρήσος” να ονομάσει το Παγγαίο “όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο”. Η αναζήτηση του χρυσού λοιπόν αποτελούσε το πιο σπουδαίο ζήτημα για την περιοχή στη διάρκεια των αιώνων και είναι το μυστικό όλης της ιστορίας του. Το θέλγητρο του γρήγορου κέρδους, διατηρώντας ανάμεσα στους ντόπιους μια πυρετώδη ενεργητικότητα, δεν έπαψε να ερεθίζει στους γύρω λαούς τον πόθο και την απληστία και συνάμα να προκαλεί το επιχειρηματικό πνεύμα όλων των Ελλήνων. (Στο σημείο αυτό αναφέρομαι στη μεγάλη συμπάθεια που απέκτησε ανάμεσα στον Αθηναϊκό λαό ο Κίμων, ο γιός του νικητή των Περσών στο Μαραθώνα Μιλτιάδη, όταν πρώτος αυτός κατέλαβε το επίνειο των Εννέα Οδών, (της μετέπειτα Αμφιπόλεως), την Ηιόνα, το 475 π.Χ. Λέει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος (Κίμ., 7): “Γιατί λοιπόν (οι Αθηναίοι) εκτίμησαν ιδιαίτερα το έργο του Κίμωνα; Γιατί παρέδωσε σ’ αυτούς μια χώρα πάρα πολύ καρπερή κι ωραία”. Οι Αθηναίοι μ’ άλλα λόγια, πίσω από τα τείχη της κατακτημένης Ηιόνας έβλεπαν να τους προσφέρονται ήδη τα πλούτη μιας μυθικής χώρας, οι δε ποιητές τους άρχισαν να παίρνουν πλέον για θέματα τους μύθους των Ηδωνών και να περιγράφουν τις περιοχές που άρδευε ο θεός Στρυμών.
Ο πλούτος των φυσικών αγαθών της περιοχής, που είχε ήδη από τα ομηρικά χρόνια τραβήξει την προσοχή των Φοινίκων, που από την αποικία τους την Θάσο είναι βέβαιο ότι επεκτάθηκαν και στις απέναντι ακτές, (πράγμα άλλωστε που επιβεβαιώνει ο μύθος του Φοίνικα Κάδμου, που μυθολογείται ότι πρώτος ανεκάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου κι ο ίδιος, από τη φοινικική λέξη paga, που σήμαινε συνάντηση έδωσε τ’ όνομά του στο Παγγαίο), τράβηξε κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., στη διάρκεια των μεγάλων Ελληνικών αποικισμών την προσοχή των Παρίων, κατοίκων της νήσου Πάρου του Αιγαίου, άποικοι από την οποία, μ’ επικεφαλής τον Τελεσικλή, πατέρα του πρώτου Ευρωπαίου λυρικού ποιητή Αρχιλόχου εγκαταστάθηκαν πρώτα στη Θάσο όπου και ίδρυσαν αποικία κι άρχισαν να εκμεταλλεύονται τον πλούτο του νησιού σε μεταλλεύματα, μάρμαρα και ναυπηγική ξυλεία, έρχονται και την αποικίζουν κι εγκαθίστανται σ’ αυτήν.
Το Δάτον, που είναι το πιο αρχαίο όνομα των Κρηνίδων, των μετέπειτα Φιλίππων, έγινε ονομαστό σ’ όλη την αρχαιότητα για τον τεράστιο πλούτο των μεταλλείων χρυσού. Έτσι η έκφραση “Δάτον αγαθών” ήταν μια παροιμιώδης έκφραση πολύ αγαπητή στους αρχαίους Έλληνες και σήμαινε την πιο μεγάλη αφθονία και τον πιο μεγάλο πλούτο που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ένα μόνο μεταλλείο αυτής της πλούσιας χώρας, αυτό της Σκαπτής Ύλης, που η παράδοση αλλά και οι περισσότεροι επιστήμονες (όπως ο P. Perdrizet) την τοποθετούν στο Παγγαίο, μολονότι ήδη κάποιοι νεώτεροι ερευνητές, (όπως η Γενική Εφορος Αρχαιοτήτων της ΙΗ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων κ. Χάϊδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη) με πειστικά επιχειρήματα τείνουν ν’ αποδείξουν ότι αυτή, (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω ότι έγινε ονομαστή από τον Θουκυδίδη, που είχε κτήματα σ’ αυτήν κι εκεί συνέγραψε τον πελοποννησιακό πόλεμο), βρισκόταν στα βουνά της Λεκάνης μάλλον παρά στο Παγγαίο, απέδιδε στους Θασίους, οι οποίοι ήδη στα πρώτα χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. εκμεταλλευόταν όλη την ακτή μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου, την λεγόμενη Θασίων Ηπειρο ή Περαία, 80 τάλαντα, δηλαδή πολύ περισσότερα από όλες μαζί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους νησιού τους. Τέλος, όταν ο Φίλιππος ο Β’ κατέλαβε αργότερα τα μεταλλεία της περιοχής των Φιλίππων και του Παγγαίου και οργάνωσε καλύτερα τις εργασίες και τις μεθόδους εξόρυξής του, έβγαζε από τα καινούργια κοιτάσματα περισσότερα από 1.000 τάλαντα το χρόνο, (ένα μυθικό ποσό, αν αναλογιστεί κανείς ότι μ’ ένα τάλαντο αγόραζε κανείς ότι αγόραζε μ’ έξι εκατομμύρια δραχμές κατά το έτος 1915!). Απ’ αυτά λοιπόν τα μεταλλεία προήλθαν τα χρυσά νομίσματα της Αμφιπόλεως, γύρω στο 400 π.Χ., της συνομοσπονδίας των Χαλκιδέων της Χαλκιδικής γύρω στα 392 – 358 π.Χ., των Θασίων της ενδοχώρας (ΘΑΣΙΩΝ ΗΠΕΙΡΟ) γύρω στα 361 π.Χ. και κυρίως ο μεγάλος αριθμός των χρυσών στατήρων του Φιλίππου και του γιού του, Αλεξάνδρου του Μεγάλου, με τους οποίους κατακτήθηκε όλος ο τότε γνωστός κόσμος κι έγινε ένας ενιαίος χώρος ανάπτυξης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού.
Και κλείνω αυτό το σύντομο άρθρο το αφιερωμένο στην Οικονομική Γεωγραφία της περιοχής του Παγγαίου κατά την αρχαιότητα, με την αναφορά μου και σε κάποια άλλα ορυκτά, που την ύπαρξή τους και την εξόρυξή τους στην περιοχή μαρτυρούν τα ίχνη αρχαίων μεταλλευτικών εργασιών που μέχρι σήμερα συναντά κανείς. Αυτά ήταν ο χαλκός (Παγγαίο, Δύσωρο, Σύμβολο), ο σίδηρος (Σύμβολο), ο μόλυβδος κ.λ.π., το μάρμαρο της Θάσου και ίσως και του Παγγαίου, ενώ τέλος τ’ όνομα της πόλεως Αργίλου, αποικίας των κατοίκων του κυκλαδίτικου νησιού Ανδρος, της οποίας η ανασκαφή είναι ήδη ορατή πάνω στην Εθνική οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης, μετά τα Κερδύλλια, μαρτυρά την ύπαρξη κι εκμετάλλευση του ομώνυμου ορυκτού, χρήσιμου για την κατασκευή των κάθε είδους πήλινων αντικειμένων καθημερινής αλλά και τελετουργικής χρήσεως.
xronometro.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου