Βιομήχανος, μηχανικός, σκηνοθέτης του κινηματογράφου, πιλότος αεροσκαφών και φιλάνθρωπος, ο Χάουαρντ Χιουζ ήταν η απόλυτη ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου και των απεριόριστων δυνατοτήτων που προσέφερε στους ταλαντούχους ανθρώπους.
Γεννήθηκε στο Τέξας, γιος ενός επιτυχημένου επιχειρηματία και εφευρέτη, ο οποίος είχε κάνει περιουσία κατασκευάζοντας εξοπλισμό για τη βιομηχανία πετρελαίου.
Όπως και ο πατέρας του, ο Χιουζ, ήταν ένας προικισμένος μηχανικός. Σε ηλικία 11 ετών κατασκεύασε έναν ραδιοφωνικό πομπό, που λέγεται ότι ήταν ο πρώτος στο Χιούστον του Τέξας. Επίσης, κατάφερε και μια άλλη πρωτιά, ένα «μηχανοκίνητο ποδήλατο». Σε ηλικία 14 ετών έκανε ήδη μαθήματα πιλότου, κάτι που προμήνυε την αγάπη που θα έδειχνε σε οτιδήποτε αεροναυτικό στα επόμενα χρόνια.
Έμεινε ορφανός από μικρός, χάνοντας τη μητέρα του το 1922 και τον πατέρα του σε ηλικία 19 ετών. Σταμάτησε αμέσως το κολέγιο, παντρεύτηκε και μετακόμισε στο Χόλιγουντ για να δοκιμάσει την τύχη του στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Αντίθετα όμως με άλλους που το δοκίμασαν, ο Χιουζ είχε το πλεονέκτημα μιας σημαντικής περιουσίας που θα στήριζε το ταλέντο και τις φιλοδοξίες του.
Η δόξα, τα χρήματα και η απομόνωση
Ο Χιουζ αποδείχτηκε ότι είχε ταλέντο στη σκηνοθεσία και την παραγωγή. Έκανε μια σειρά επιτυχημένων ταινιών από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έως τις αρχές αυτής του 1940, μεταξύ των οποίων η οσκαρική κωμωδία «Ιππότες της αρβύλας» (1927) και το γουέστερν «Η παράνομος» (1943), με το οποίο ξεκίνησε την καριέρα της η Τζέιν Ράσελ. Χώρισε με την πρώτη γυναίκα του το 1929 και στη συνέχεια δημιούργησε σχέσεις με τις πιο λαμπερές ηθοποιούς της εποχής, όπως η Μπέτι Ντέιβς, η Άβα Γκάρντερ και η Κάθριν Χέμπορν. Παρόλα αυτά, το πάθος της ζωής του παρέμεινε ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η πτήση με αεροπλάνα. Κατασκεύασε το μεγαλύτερο αεροπλάνο του καιρού του, την Κομψή Χήνα, το οποίο πέταξε μόνο μια φορά προτού παροπλιστεί, κατέρριψε αρκετά ρεκόρ πτήσης και πήρε τον έλεγχο της ΤWA, την οποία μεταμόρφωσε σε μια από κυρίαρχες αεροπορικές εταιρίες.
Ο Χάουαρντ Χιους ενσάρκωνε το αμερικανικό όνειρο
Ο Χιουζ φαινόταν να τα έχει όλα, πλούτο, ισχύ, φήμη, τις πιο όμορφες γυναίκες καθώς και έντονες συγκινήσεις από τα πολλά αεροπορικά επιτεύγματά του.
Ταυτόχρονα, όμως, ήταν ένα βαθιά διαταραγμένο άτομο, με διανοητικές παραξενιές που γίνονταν όλο και πιο έντονες καθώς μεγάλωνε. Ο Χιουζ υπέφερε από ψυχαναγκασμό που σε συνδυασμό με τεράστιες ποσότητες ισχύος και χρημάτων, δημιουργούσε ένα επικίνδυνο μείγμα.
Άρχισε να απομονώνεται και να γίνεται υποχόνδριος, περνούσε μεγάλες περιόδους γυμνός και αρνιόταν να ξυριστεί ή να κόψει τα μαλλιά και τα νύχια του.
Μετακινούνταν ινγκόγκνιτο από σουίτα σε σουίτα ξενοδοχείου και αγόρασε το Ντέζερτ Ιν στο Λας Βέγκας της Νεβάδας, το οποίο έγινε το κέντρο της οικονομικής του αυτοκρατορίας του.
Το 1972, ο Χιουζ ήταν εξαφανισμένος από τη δημόσια ζωή για περισσότερο από μια δεκαετία. Εκείνη τη στιγμή, ο Κλίφορντ Ίρβινγκ απευθύνθηκε στην εκδοτική εταιρία Μαγκρό-Χιλ με την είδηση ότι ο ερημίτης Χιουζ είχε επικοινωνήσει μαζί του και του ανέθεσε να γράψει την αυτοβιογραφία του.
Πώς σχεδίασε να πλαστογραφήσει την αυτοβιογραφία
Ο Ιρβινγκ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, γιος ενός καρτουνίστα σε περιοδικά. Αποφοίτησε από το Κορνέλ, όπου τοποθέτησε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Σε μια σκοτεινή πεδιάδα».
Έγραψε το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Οι χαμένοι», όσο δούλευε ως επιμελητής δοκιμίων στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Αν και κανένα βιβλίο δεν έγινε μπεστ σέλερ, οι κριτικές ήταν ευνοϊκές. Εξέδωσε το τρίτο του βιβλίο, «Η Κοιλάδα», το 1960. Αφού απέκτησε φήμη ως λογοτέχνης, ταξίδεψε στον κόσμο, παντρεύτηκε και χώρισε αρκετές φορές.
Φαινόταν ότι θα καταλήξει ένας μέσος συγγραφέας, ευνοούμενος των κριτικών την μποέμικη δεκαετία του 1960 και μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης.
Όταν έμενε στο νησί της Ίμπιζα στη Μεσόγειο, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, συνάντησε τον πλαστογράφο Ελμίρ ντε Ορί και έγραψε τη βιογραφία του, την οποία έκανε αργότερα ντοκιμαντέρ ο Ορσον Γουέλς.
Είναι πιθανό η συνάντηση του Ιρβινγκ με το ντε Ορί να του έδωσε την ιδέα να πλαστογραφήσει την αυτοβιογραφία του αναχωρητή Χάουαρντ Χιουζ. Μαζί με ένα φίλο του επίσης συγγραφέα, τον Ρίτσαρντ Σάσκιντ αποφάσισαν να πλαστογραφήσουν το βιβλίο πιστεύοντας ότι ο Χιουζ ήταν πολύ άρρωστος ή θα φοβόταν την κάμερα για να καταγγείλει την αυτοβιογραφία του ως πλαστή.
Ο Σάσκιντ έκανε το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας, ενώ ο Ιρβινγκ ασκούσε το σημαντικό ταλέντο του ως πλαστογράφου και απατεώνα για να πουλήσει την ιδέα στον μάλλον συντηρητικό εκδοτικό οίκο Μαγκρο-Χιλ της Νέας Υόρκης. Χρειαζόταν αποδείξεις ότι ο Χιουζ του είχε αναθέσει να γράψει μια αυτοβιογραφία, οπότε άρχισε να πλαστογραφεί μια επιστολή του, χρησιμοποιώντας δημοσιευμένα δείγματα της γραφής του Χιουζ.
Τα υπέρογκα ποσά για μία πλαστή αυτοβιογραφία
Η Μαγκρο-Χιλ, μην πιστεύοντας την τύχη της, αφού μια αυτοβιογραφία του ερημίτη Χιουζ ήταν σίγουρο ότι θα γινόταν μπεστ σέλερ, συμφώνησε να πληρώσει στον Ιρβινγκ 100.000 δολάρια και στον Χιουζ 665.000 δολάρια.
Ο εκδότης πλήρωσε με επιταγή, την οποία η σύζυγος του Ιρβινγκ κατέθεσε σε μια ελβετική τράπεζα με το ψεύτικο όνομα «Χ. Ρ. Χιουζ». Οι πλαστογράφοι στρώθηκαν στη δουλειά.
Ο Σάσκιντ βρήκε όλο το δημοσιευμένο υλικό για τον Χιουζ, καθώς και τα ιδιωτικά αρχεία της Τάιμ – Λάιφ και τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του πρώην μάνατζερ των επιχειρήσεων του Χιουζ, του Νόα Ντίτριχ, τα οποία ο Ιρβινγκ απέκτησε με απάτη. Παράλληλα, για να κρατήσει τα προσχήματα, ο Ιρβινγκ ταξίδευε σε απομακρυσμένες, εξωτικές τοποθεσίες για υποτιθέμενες «συνεντεύξεις» με τον Χιουζ.
O πλαστογράφος Ιρβινγκ, πέρασε ακόμα και από ανιχνευτές ψεύδους
Οι Ιρβινγκ και Σάσκιντ παρέδωσαν την αυτοβιογραφία του Χιουζ το τέλος του 1971. Ο Ιρβινγκ είχε φροντίσει να συμπεριλάβει και άλλες πλαστές χειρόγραφες σημειώσεις του Χιουζ στο χειρόγραφο, ώστε να πείσει τον εκδότη και τους ειδικούς που είχε προσλάβει, να επιβεβαιώσουν τη γνησιότητα του υλικού.
Ικανοποιημένοι, στη Μαγκρο-Χιλ αποφάσισαν να επισπεύσουν την έκδοση του βιβλίου, ανακοινώνοντας τον τίτλο στον εαρινό κατάλογο του 1972 και πουλώντας δικαιώματα δημοσίευσης στην εταιρία Τάιμ – Λάιφ του περιοδικού Λάιφ.
Μετά από τη δημοσιοποίηση του γεγονότος από τη Μαγκρο –Χιλ και το Λάιφ, είχε έλθει η αποφασιστική στιγμή για τους Ιρβινγκ και Σάσκιντ. Θα έσπαζε ο Χιουζ την απομόνωσή του να αποκηρύξει το βιβλίο ή όπως έλπιζαν, θα έμενε άπραγος φοβούμενος την ενοχλητική δημοσιότητα που θα προκαλούνταν
Η αντίδραση του Χάουαρντ και η διάψευση του
Στην αρχή όλα φαίνονταν να πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο. Γνωστοί και προσωπικό του δισεκατομμυριούχου δήλωσαν ότι η αυτοβιογραφία είναι μάλλον πλαστή αλλά χωρίς κατηγορηματική διάψευση από τον ίδιο τον Χιουζ, δεν ήταν δυνατόν να αποδειχτεί τίποτα. Στα μέσα ενημέρωσης μαινόταν η αντιπαράθεση, με γνώμες υπέρ και κατά.
Οι Μακγρο-Χιλ και Τάιμ Λάιφ έβαλαν ένα ειδικό γραφολόγο να εξετάσει τις επιστολές και τις σημειώσεις του Χιουζ, και αυτός τις έκρινες γνήσιες. Ο Ιρβινγκ υποβλήθηκε ακόμη και σε δοκιμασία ανιχνευτή ψεύδους, την οποία κατάφερε να περάσει.
Στο μεταξύ, ο μεγάλος άνδρας παρέμεινε σιωπηλός τους τελευταίους μήνες του 1971.
Τον Ιανουάριο όμως, ο Χιουζ έχασε τελικά την υπομονή του με το τσίρκο του Ιρβινγκ. Ήλθε σε επαφή με επτά δημοσιογράφους που τον γνώριζαν πριν από την απόσυρσή του από τον κόσμο και οργάνωσε σε συνεργασία μαζί τους την τηλεοπτική μετάδοση μιας τηλεφωνικής συνέντευξης από τις Μπαχάμες.
Στη διάρκεια της εκπομπής ο Χιούζ διέψευσε τον Ίρβινγκ, αλλά ο Ίρβινγκ ισχυρίστηκε ότι στη συνέντευξη ήταν κάποιος άλλος. Έξαλλος, ο Χιουζ μήνυσε τον Ιρβινγκ, τη Μαγκρό-Χιλ, και την Τάιμ-Λάιφ. Ο Ιρβινγκ εξακολούθησε να αρνείται τα πάντα, αλλά τα χρήματα του Χιουζ είχαν μεγάλη επιρροή.
Οι ελβετικές αρχές ερεύνησαν μια κατάθεση 750.000 δολαρίων στο όνομα «Χ(έλγκα) Ρ. Χιουζ», προσδιορίζοντας τη σύζυγο του Ίρβινγκ ως τον μυστηριώδη καταθέτη.
Ο Ιρβινγκ ομολόγησε στα τέλη Ιανουαρίου. Αυτός και ο Σάσκιντ καταδικάστηκαν για απάτη. Ο Ίρβινγκ εξέτισε 17 μήνες στη φυλακή και επέστρεψε, την προκαταβολή στη Μαγκρό –Χιλ, ο Σάσκιντ, ως απλός συνεργός, καταδικάστηκε σε έξι μήνες.
Μετά από την αποφυλάκισή του, ο Ίρβινγκ συνέχισε τη συγγραφική σταδιοδρομία του και εξέδωσε αρκετά μπεστ – σέλερ. Διηγήθηκε την ιστορία πίσω από την αυτοβιογραφία του Χιουζ στο «Η μεγάλη απάτη» το οποίο γυρίστηκε ταινία με το ίδιο όνομα το 2007, με τον Ρίτσαρντ Γκιρ στο ρόλο του Ίρβινγκ.
Όσο για τον Χιουζ, είχε μπροστά του μόνο τέσσερα δυστυχισμένα χρόνια ζωής. Πέθανε σε πτήση τον Απρίλιο του 1976.
Ζύγιζε μόνο 41 κιλά και με μεγάλα νύχια, μαλλιά και γενειάδα ήταν αγνώριστος σε σχέση με την εικόνα του ατρόμητου πιλότου και σκηνοθέτη των δεκαετιών του 1930 και του ’40.
Ο άνθρωπος που τα είχε όλα πέθανε από βλάβη στο συκώτι η οποία επιδεινώθηκε λόγω εξάρτησης από παυσίπονα και υποσιτισμό.
Πηγή: Οι μεγαλύτερες απάτες της ιστορίας, του Eric Chaline, εκδόσεις Κλειδάριθμος.
mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου