12ης Νοεμβρίου 333: π.Χ- Ο Μέγας Αλέξανδρος συντρίβει το Δαρείου Γ΄κατά τη μάχη στην Ισσό. Ο δεύτερος θρίαμβος του Μεγάλου Αλεξάνδρου επί των Περσών μετά τον Γρανικό.
Πριν τις μεταρρυθμίσεις του Φιλίππου Β’ ο Μακεδονικός στρατός σε τίποτα δεν θύμιζε την τέλεια πολεμική μηχανή που είναι σε όλους γνωστή. Εκτός των βασιλικών μονάδων εκλεκτού ιππικού (Εταίροι) και των αντιστοίχων μονάδων πεζικού (Πεζέταιροι οπλίτες), ο όγκος του στρατού αποτελείτο από μάλλον ανεκπαίδευτους χωρικούς, οι οποίοι πολεμούσαν ως πελταστές. Αυτός ο Μακεδονικός στρατός είχε δεχθεί συντριπτικά πλήγματα από τα ληστρικά φύλα των Ιλλυριών. Όλα όμως άλλαξαν όταν τα ηνία του κράτους ανέλαβε ο Φίλιππος.
Ο πατέρας του μεγίστου των Ελλήνων ανέλαβε τη διακυβέρνηση του μακεδονικού κράτους (359 π.Χ.) σε μια τραγική για αυτό εποχή. Οι Ιλλυριοί είχαν συντρίψει τον στρατό και είχαν λεηλατήσει τεράστιες περιοχές της δυτικής Μακεδονίας. Ο Φίλιππος όμως δεν απογοητεύτηκε. Εργάστηκε μεθοδικά, ανέστησε τον Μακεδονικό στρατό, τον επανεξόπλισε, τον αναδιοργάνωσε και επιτέθηκε στους Ιλλυριούς, τους οποίους και αφάνισε κυριολεκτικώς.
Ο Φίλιππος είχε την τύχη να σταλεί όμηρος στην Θήβα, όταν την πόλη κυβερνούσαν οι μεγάλοι Επαμεινώνδας και Πελοπίδας. Πλάι στους μεγαλύτερους στρατιωτικούς εγκεφάλους της εποχής, ο νεαρός πρίγκιπας σπούδασε την στρατιωτική τέχνη και αναγνώρισε τις αδυναμίες του Μακεδονικού στρατού. Μετά την συντριβή του στρατού από τους Ιλλυριούς η συγκυρία ήταν κατάλληλη για τη δημιουργία ενός νέου στρατού, ο οποίος σε τίποτα δεν θα θύμιζε τον παλαιό. Ο Φίλιππος εμπνεύστηκε από τη θηβαϊκή λοξή φάλαγγα, αλλά προχώρησε τη σκέψη του ακόμα πιο πέρα, εμπνευσμένος και από το παρελθόν, από τους Μινύες, Μινωίτες και Μυκηναίους προγόνους του.
Το βασίλειο του χωρίστηκε στρατιωτικές περιφέρειες, καθεμία των οποίων «παρήγαγε» έναν συγκεκριμένο αριθμό πεζέταιρων. Οι ανεκπαίδευτοι χωρικοί πελταστές μετατράπηκαν σε άριστα εκπαιδευμένους βαριά οπλισμένους πεζούς, οι οποίοι έμαθαν να πολεμούν σε σχηματισμό φάλαγγας. Το όπλο όμως που έκανε τη διαφορά ήταν η σάρισσα. Η σάρισσα ήταν ένα μακρύ δόρυ, μήκους 6 μέτρων, αρχικά. Ήταν κατευθείαν απόγονος του ομηρικού έγχους και χρησιμοποιείτο όπως και εκείνο. Η σάρισσα θα ήταν η απάντηση στην οπλιτική φάλαγγα. Οι Μακεδόνες πεζέταιροι τάσσονταν σε βαθιά φάλαγγα βάθους 16 συνήθως ζυγών – η φάλαγγα πολέμησε σε βάθος 8 ζυγών στην Ισσό και σε βάθος 32 ζυγών στη Μαγνησία το 190 π.Χ.
Οι άνδρες των πέντε πρώτων ζυγών κρατούσαν τη σάρισσα σε προβολή (προτεταμένη εμπρός). Οι άνδρες των υπολοίπων ζυγών την κρατούσαν υπό γωνία 45ο και 90ο . Για τον χειρισμό της σάρισσας ο πεζέταιρος έπρεπε, όπως και το έγχος, να την κρατά και με τα δύο χέρια, ώστε να ελέγχει το βάρος της και να πλήττει με ακρίβεια. Η σάρισσα ήταν ένα νυκτικό όπλο με μεγάλη διατρητική ικανότητα. Αυτό ήταν και το μεγάλο πλεονέκτημα της. Για να μπορούν να την χειρίζονται οι πεζέταιροι εφοδιάστηκαν με μικρή ασπίδα, η οποία ονομαζόταν και αυτή πέλτη, διαμέτρου 60εκ.περίπου, η οποία είχε δύο λαβές, όπως και το όπλον, αλλά είχε και ιμάντα, μέσω του οποίου ο πεζέταιρος την κρεμούσε από τον δεξιό του ώμο.
Ο Μακεδόνας πεζέταιρος δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον οπλίτη και τις τακτικές του. Ο πεζέταιρος δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει σε φυσική επαφή με τον αντίπαλο, ή να εκτελέσει ωθισμό επί του αντιπάλου τείχους ασπίδων. Το μήκος της σάρισσας του επέτρεπε να εμπλέκεται σε δορατισμό με τον αντίπαλο οπλίτη από απόσταση ασφαλείας για τον ίδιο. Η δε αυξημένη διατρητική ικανότητα της σάρισας του προσέδιδε ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι του οπλίτη. Η μόνη ελπίδα των οπλιτών ήταν να επιχειρήσουν να ελιχθούν, ατομικώς, ανάμεσα στις αιχμές των σαρισσών και να προσεγγίσουν τους πεζέταιρους σε απόσταση πλήγματος δόρατος.
Ακόμα και αυτή η κίνηση απελπισίας όμως ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας είχε αφού και τη συνοχή της οπλιτικής φάλαγγας θα διατάρασσε και κάθε οπλίτης που θα αποτολμούσε μια τέτοια ενέργεια θα έβρισκε να τον περιμένουν τουλάχιστον 5 αιχμές σαρισσών για να τον φονεύσουν. Σε ένα τέτοιου τύπου αγώνα το βάθος της φάλαγγας των πεζέταιρων αφορούσε μόνο την αντικατάσταση των απωλειών και την μεγιστοποίηση της συνοχής του τμήματος. Η μακεδονική φάλαγγα ήταν λοιπόν ανίκητη από κάθε τύπο βαρέως πεζικού σε υπηρεσία, την εποχή που συγκροτήθηκε.
Είχε όμως και μια μεγάλη αδυναμία. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο έχανε τη συνοχή και ανοίγονταν κενά στις τάξεις της εύκολα καταστρεφόταν. Αυτό πρώτοι το αντελήφθησαν και το εκμεταλλεύτηκαν οι Ρωμαίοι. Εξαιτίας της αδυναμίας της αυτής η μακεδονική φάλαγγα δεν μπορούσε να πολεμήσει παρά σε γενικά ομαλό έδαφος, το οποίο δεν θα μπορούσε να προκαλέσει ρήγματα στις τάξεις της κατά την κίνηση της μέσω αυτού. Την αδυναμία της φάλαγγας να επιχειρεί σε δύσβατα εδάφη την αντελήφθη όμως και ο δημιουργός της, ο Φίλιππος, ο οποίος βρήκε και την λύση για να την ξεπεράσει.
Αναλόγως του εδάφους στο οποίο θα καλείτο να επιχειρήσει ο Μακεδόνας πεζέταιρος θα εξοπλιζόταν είτε με τη σάρισσα, είτε με ακόντια, ως βαριά οπλισμένος πελταστής ! Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που ένα τμήμα βαρέως πεζικού αποκτούσε διπλό ρόλο. Με τον τρόπο αυτό οι πεζέταιροι, ανεξαρτήτως εδάφους, θα υπερτερούσαν πάντοτε των αντιπάλων τους. Την αυτή πρακτική ακολούθησε, τουλάχιστον κατά την εκστρατεία του στην Βαλκανική και ο Αλέξανδρος. Αργότερα όμως η πρακτική του Φιλίππου ξεχάστηκε και η μακεδονική φάλαγγα απέμεινε αποκλειστικώς ένας σχηματισμός βαρέως πεζικού. Την αδυναμία αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί και κατανίκησαν τους Έλληνες στις μάχες των Κυνός Κεφαλών και της Πύδνας.
Μια άλλη αδυναμία του πεζέταιρου ήταν ότι δεν διέθετε ούτε τον κατάλληλο οπλισμό, ούτε, αργότερα, την κατάλληλη εκπαίδευση για να μπορεί αν μάχεται ατομικά, σε περίπτωση θραύσης της συνοχής της φάλαγγας. Ο πεζέταιρος ήταν εξοπλισμένος με θώρακα, κνημίδες, κράνος, σπαθί, πέλτη και σάρισσα. Η μικρότερη τακτική υπομονάδα ήταν το σύνταγμα, δυνάμεως 256 ανδρών – 16 στίχοι σε βάθος 16 ζυγών. Κάθε σύνταγμα αποτελείτο από 16 λοχαγίες (στίχους) των 16 ανδρών. Ο επικεφαλής κάθε στίχου λεγόταν λοχαγός. Ο τελευταίος στρατιώτης του στίχου ονομαζόταν, όπως και στην οπλιτική φάλαγγα, ουραγός. Το σύνταγμα διοικούσε ο συνταγματάρχης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μακεδονικό οργανωτικό μοντέλο εφάρμοσε και ο Βυζαντινός Στρατός έως τον 13ο αιώνα μ.Χ. Δύο συντάγματα συγκροτούσαν μια πεντακοσιαρχία, δυνάμεως 512 ανδρών. Τέσσερα συντάγματα συγκροτούσαν μια χιλιαρχία, δυνάμεως 1.024 ανδρών και έξι συντάγματα συγκροτούσαν μια τάξη (ταξιαρχία), δυνάμεως 1.536 ανδρών. Στους ελληνιστικούς χρόνους διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές το ίδιο οργανωτικό υπόδειγμα, μόνο που η τάξη συγκροτείτο πλέον από δύο χιλιαρχίες – 2.048 άνδρες ανά τάξη. Στον ύστερο μακεδονικό στρατό τέσσερεις τάξεις συγκροτούσαν μια «μεραρχία». Ο στρατός του Φιλίππου Ε’ διέθετε δύο τέτοιες μεραρχίες, αυτήν των Λευκάσπιδων και αυτή των Χαλκάσπιδων
του Παντελή Καρύκα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου