Ὑπό Σαράντου Ι. Καργάκου, τ. φροντιστοῦ
Δημοσιεύθηκε το 2006 στο Ετήσιο Ημερολόγιο της ΟΕΦΕ …
Εἰλικρινά, πᾶνε τρία χρόνια τώρα πού δέν θέλω νά ὁμιλῶ γιά θέματα παιδείας. Καί μόνο τό ἄκουσμα τῆς λέξης αὐτῆς μοῦ προκαλεῖ πόνο. Τίποτα στόν τόπο μας μετά τόν πόλεμο – ἀλλά καί πρίν – δέν κακόπαθε τόσο πολύ ὅσο ἡ παιδεία, πού γι’ αὐτό ἔχει ὡς συνοδευτικό τό “σταυρικό” καί τόσο ταιριαστό ἐπίθετο “πολύπαθη”. Ἄς προσθέσω καί τό πολυτάραχη. Ἀπό τό φθινόπωρο τοῦ 1957, ὅταν πρωτοετής τῆς φιλοσοφικῆς ἀναμετρήθηκα με ἕναν ὑπουργό οἰκονομικῶν τοῦ Κων/νου Καραμανλῆ πού διπλασίασε τά δίδακτρα (τότε διαμείφθηκε καί ὁ μνημειώδης διάλογος – “Κύριε Ὑπουργέ, νά καταριόμαστε τήν ὥρα πού γεννηθήκαμε φτωχοί;” – “Ὄχι! Νά καταριέστε τήν ὥρα πού δέν γεννηθήκατε πλούσιοι…) καί ἀπό τό φοιτητικό κίνημα τῶν ἐτῶν 1961 – 1963, ὅταν εἰσηγήθηκα τό 15% γιά τήν παιδεία (γιά τό ὁποῖο ἔγινε ἄτυπο δημοψήφισμα μέ 700.000 ὑπογραφές), μέχρι τά δύο πρῶτα ἔτη τοῦ 21ου αἰώνα, ὅλος ὁ χρόνος αὐτός ἦταν ἀφιερωμένος στήν παιδεία. Δεκάδες βιβλία, ἑκαντοτάδες ἄρθρα καί ὁμιλίες. Ἀπόκαμα. Νοιώθω πώς ἡ φωνή – ἤ μᾶλλον κραυγή – ἀγωνίας μου ἦταν ἕνας ψίθυρος στήν ἀπέραντη πνευματική καί πολιτική μας Σαχάρα. Ὅπως λέγαμε, στά νεανικά μας χρόνια, δέν ἔχουν μόνον οἱ τοῖχοι ἀφτιά ἀλλά καί τ’ ἀφτιά ἔχουν τοίχους. Καί τό φρικτό εἶναι πώς ἔβαλαν τοίχους στ’ ἀφτιά κι αὐτοί πού κάποτε ἔλεγαν ἤ ἔγραψαν τό σύνθημα αὐτό.
Δέν θά ‘θελα, λοιπόν, νά ὁμιλήσω, καί πολύ περισσότερο νά γράψω, γιά τό Φροντιστήριο (ἄλλωστε παλαιά μου κείμενα γι’ αὐτό ὑπάρχουν στά φυλλάδια τοῦ “Ἡράκλειτου”, τοῦ ὁποίου ἤμουν ὀνοματοθέτης καί ἱδρυτικό μέλος), γιά ἕναν δεινά ὑβριζόμενο θεσμό, πού ἔχει προσφέρει ἀνυπολόγιστες ὑπηρεσίες στόν τόπο μας – καί ὄχι μόνο στον διδακτικό τομέα. Ποιός, ἄλλωστε, ἀγνοεῖ ὅτι τά καλύτερα διδακτικά ἐγχειρίδια ἦταν καί εἶναι τά φροντιστηριακά; Τό φροντιστήριο δέν εἶναι νέος, εἶναι πανάρχαιος θεσμός. Ἡ ἱστορία τῆς παιδείας ἀρχίζει ὡς φροντιστηριακή λειτουργία. Περιφερόμενοι ἀνά τόν ἑλληνικό κόσμο φροντιστές ἦσαν οἱ μεγάλοι σοφιστές πού ἔβαλαν τίς βάσεις τῆς ὀργανωμένης παιδείας. Ὁ Ἰσοκράτης ὀργάνωσε τόν πρῶτο πρότυπο φροντιστηριακό ὀργανισμό. Ἀλλά καί οἱ περιώνυμες φιλοσοφικές σχολές τῶν Ἀθηνῶν, μήπως δέν ἦσαν κι αὐτές ἀνώτατη μορφή φροντιστηρίων; Δημόσια παιδεία, ἀλλά χαμηλῆς πνευματικῆς ἐμβελείας, εἶχε μόνον ἡ Σπάρτη. Ἡ λέξη “Φροντιστήριο”, πού πολλοί τήν ξορκίζουν μέ τόν “ἀπήγανο”, εἶναι πολύ παλιά καί στά νεώτερα χρόνια ἀπαντᾶ ὡς τίτλος περιωνύμων πνευματικῶν ἱδρυμάτων. Μνημονεύω τό “Φλαγγινιανόν Φροντιστήριον τῆς Βενετίας” (ἱδρύθηκε τόν 17ο αἰ. ἀπό τόν Κερκυραῖο Θωμᾶ Φλαγγίνη), τό “Ἑλληνικόν Φροντιστήριον τῆς Τραπεζοῦντος”, πού ἱδρύθηκε μετά τήν κατάλυση τῆς ἐκεῖ ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας τό 1461, τό “Ἑλληνικόν Φροντιστήριον Χερσῶνος” (ἱδρύθηκε τό 1785 ἀπό τόν Ἠλία Κανδύλη) καί τό “Ἑλληνικόν Φροντιστήριον Ἀργυρουπόλεως”, πού ὑπήρξε – μετά τό “Φροντιστήριον τῆς Τραπεζοῦντος” – τό μεγαλύτερο σχολεῖο τοῦ Πόντου.
Προτοῦ οἱ Ἕλληνες μάθουν τή λέξη “Πανεπιστήμιο”, – ἀκόμη καί τή λέξη “σχολεῖο” – γνώριζαν τόν ὅρο “φροντιστήριο”. Δέν εἶναι τυχαῖο, ἄλλωστε, πού κατά τήν τελική φάση (1828 -1830) τοῦ ἀγῶνα τῆς Ἐθνικής Παλιγγενεσίας, ἡ λέξη “φροντιστήριο” ἐδήλωνε τήν ὑπηρεσία πού εἶχε τή μέριμνα τῶν στρατιωτικῶν καί ναυτικῶν ζητημάτων, ἦταν δηλαδή ἡ πρώτη μορφή Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Ἀμύνης.
Ἀργότερα ὁ ὅρος “ἐξειδικεύθηκε” στόν τομέα τῆς παιδείας καί πῆρε τή σημασία τοῦ σπουδαστηρίου ἤ τοῦ ἰδιαιτέρου χώρου παραδόσεως μαθημάτων σέ μαθητές καί φοιτητές. Φροντιστήρια Νομικῆς ὑπῆρχαν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰώνα. Τό φροντιστήριο, ὅμως, δέν εἶναι ζήτημα χώρου, εἶναι ζήτημα προσώπου. Ὁ οἰκοδιδάσκαλος εἶναι ὁ πρῶτος διδάσκαλος, τόσο κατά τήν ἀρχαιότητα ὅσο κατά τά μεσαιωνικά καί τά νεώτερα χρόνια. Τί ἦταν ὁ Μαρτελάος, πού ἐνεφύσησε τά πρῶτα ὑψηλά ἰδανικά στούς μαθητές του, Κάλβο καί Σολωμό; Προτοῦ δημιουργηθοῦν τά πρῶτα Παρθεναγωγεῖα, τά κορίτσια ἐμάθαιναν γράμματα κατ’ οἶκον ἀπό οἰκοδιδάσκαλους. Καί μάλιστα ἡ μόρφωση αὐτή εἶχε ἐπίσημη ἀναγνώριση. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι πάντα οἱ οἰκοδιδάσκαλοι εἶχαν τήν πρέπουσα ἀναγνώριση. Ὅπως μου ἔλεγε περί τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 ὁ ἀείμνηστος φροντιστής Παν. Γρυμπιλάκος (εἶχε φροντιστήριο στήν Κάνιγγος καί προετοίμαζε παιδάκια τοῦ Δημοτικοῦ γιά τίς εἰσαγωγικές τοῦ Βαρβακείου) προπολεμικά στήν περιοχή τοῦ Κολωνακίου οἱ οἰκοδιδάσκαλοι, οἱ χυδαϊστί σήμερα λεγόμενοι “ἰδιαιτεράδες”, εἰσήρχοντο στήν οἰκία ἀπό τήν πόρτα τῆς ὑπηρεσίας!
Ὡς συμπληρωματικό τοῦ σχολείου μέσο τό φροντιστήριο – ἀτύπως ἀρχικά – λειτουργοῦσε στά καθ’ ἡμᾶς σέ ὅλες τίς φάσεις τοῦ νεώτερου πολιτικοῦ βίου μας, κυρίως ἀφότου ἄρχισε νά σχηματίζονται ἀστικοί πυρῆνες μέ τάσεις ἀνοδικῆς πνευματικῆς κινητικότητας. Τήν ἄνοδο αὐτή ὑποβοηθοῦσε ἡ εἰσαγωγή σέ μιά ἀνώτατη σχολή.
Τά μαθησιακά κενά πού εἶχε ὁ νέος ἐκάλυπτε μέ συμπληρωματική διδασκαλία, εἴτε στο δικό του σπίτι, εἴτε στό σπίτι ἤ στό γραφεῖο τοῦ φροντιστῆ. Αὐτό ἴσχυε περίπου μέχρι τό 1928, ὅταν ψηφίστηκε τό “ἰδιώνυμο” ἀπό τήν κυβέρνηση Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ὁπότε δεκάδες δάσκαλοι καί καθηγητές – λόγω φρονημάτων – βρέθηκαν ἐκτός σχολείου. Αὐτοί ἀποτέλεσαν τήν πρώτη “μαγιά” γιά τή δημιουργία τῶν πρῶτων ὀργανωμένων φροντιστηρίων. Ἡ μαγιά αὐτή ἔγινε “καρβέλι”, ὅταν στά χρόνια τῆς Δικτατορίας τοῦ Μεταξᾶ (οἱ πρῶτες διώξεις εἶχαν ἀρχίσει τό 1925 ἐπί Δικτατορίας Θεοδ. Παγκάλου) ἑκατοντάδες πλέον ἐκπαιδευτικοί διώχθηκαν ἀπό τήν ἐκπαίδευση. Ὅλοι αὐτοί – γιά λόγους βιοπορισμοῦ – στράφηκαν πρός τά Φροντιστήρια ἤ τά ἰδιαίτερα μαθήματα. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι οἱ πρῶτοι νόμοι, πού ἀφοροῦν στή λειτουργία φροντιστηρίου, θεσπίστηκαν ἐπί Μεταξᾶ, οὔτε εἶναι καί πάλι τυχαῖο ὅτι τό “σπόρο” τῆς ἀριστερῆς ἰδεολογίας πού θά ἔρριχναν δῆθεν οἱ ἀριστεροί ἐκπαιδευτικοί (πού πολλοί ἦσαν ἀπλῶς δημοκρατικοί), τόν ἔρριξαν ἀπό ὀργή – λόγω τῶν διώξεων – μέσω τοῦ Φροντιστηρίου. Ἔτσι, ὅταν ἄρχισε στή διάρκεια τῆς Κατοχῆς νά ἀναπτύσσεται τό “ἐαμικό” κίνημα, πολλοί φροντιστές ἐξελίχθηκαν σέ θαυμάσιους διαφωτιστές. Δέν ξέρω ἄν δικαιοῦμαι νά ἀναφέρω ὀνόματα, καί δέν μνημονεύω.
Μετά τόν πόλεμο τό φροντιστήριο ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται, ἀλλά σέ χαμηλά μεγέθη. Ἡ γιγάντωσή του ἀρχίζει κατά τά πρῶτα μετεμφυλιακά ἔτη. Οἱ λόγοι εἶναι πολλοί. Κατά πρῶτον, τά αἰώνια προβλήματα τῆς παιδείας, οἱ γνωστές “δυσλειτουργίες”, πού δέν ἐπέτρεπαν στό μαθητή νά ἔχει τά ἀναγκαῖα ἐφόδια γιά νά εἰσαχθεῖ σέ κάποιο ἀνώτερο σχολεῖο (π.χ. Βαρβάκειο) ἤ σχολή (πανεπιστημιακή, στρατιωτική, πολυτεχνεῖο μικρό καί μεγάλο). Ἤδη ἀπό τήν προπολεμική ἐποχή ὑπῆρχαν φροντιστές εἰδικευμένοι σέ ὁρισμένες σχολές (π.χ. στρατιωτικές, πολυτεχνεῖο, θεωρητικές κ.λ.π.). Δεύτερον, ἡ σχεδόν βίαιη ἀστικοποίηση, πού ἔκανε πλῆθος οἰκογένειες (πρώην ἐργατικές – ἀγροτικές, μικροαστικές) νά βλέπουν ὡς λύση στό ἐπαγγελματικό πρόβλημα τῶν παιδιῶν τους τήν εἰσαγωγή σέ μιά ἀνώτατη ἤ ἀνώτερη σχολή (ὅπως τό Μικρό Πολυτεχνεῖο, πού ἡ προσφορά του δέν ἔχει ἀκόμη ἐκτιμηθεῖ). Τρῖτον, τό σύστημα τῶν κατά σχολήν ἐξετάσεων πού ἴσχυε ὡς τήν ἐποχή τῆς πρώτης μεταπολεμικῆς μεταρρυθμίσεως (1964)˙ λόγῳ τῶν εἰδικῶν καί ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων κάθε σχολῆς, τό σχολεῖο δέν ἦταν σέ θέση νά ἀνταποκριθεῖ καί μοιραῖα ὁ μαθητής ἔπρεπε νά καταφύγει κατά τό δίμηνο τοῦ θέρους (Ἰούλιος – Αὔγουστος) στά “φῶτα” τοῦ φροντιστῆ. Οἱ ἐξετάσεις τότε γίνονταν ἀρχές Σεπτεμβρίου καί ὁ μαθητής, ἄν πρόφθαινε κι εἶχε τά ἀναγκαῖα χρήματα γιά “ἐξέταστρα”, ἔδινε σέ δύο ἤ τρεῖς σχολές. Ὁ γράφων ἔδωσε πρῶτα στή Νομική καί μία ἐβδομάδα μετά στή Φιλοσοφική. Τρίτος παράγων ἐνισχυτικός τῶν φροντιστηρίων σέ ὅλες τίς πόλεις τῆς χώρας μας ἦσαν τά “φρονήματα”. Μετά τό 1947 χιλιάδες δάσκαλοι καί καθηγητές ἐκδιώχθηκαν ἤ ἀποκλείσθηκαν ἀπό τήν ἐκπαίδευση λόγῳ “φρονημάτων”. Ἦταν ἕνα ἑδραιωμένο καθεστώς, πού ἔκανε πολλούς νέους πού δέν ἤθελαν νά ὑπογράψουν γιά λόγους ἀξιοπρέπειας – ὅπως ὁ γράφων – καί ὄχι ἰδεολογίας τίς κατάπτυστες “δηλώσεις μετανοίας” καί εἶχαν ἀποκλείσει ἀπαρχῆς κάθε ἰδέα διορισμοῦ στό Δημόσιο. Ἡ δική μου προετοιμασία γιά φροντιστηριακή σταδιοδρόμηση εἶχε ἀρχίσει ἀπό τό ἔτος τῆς προετοιμασίας μου νά εἰσαχθῶ στό Πανεπιστήμιο. Τά τετράδια μου γιά τήν Ἔκθεση, τά Λατινικά, κυρίως γιά τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, μέ συντρόφευσαν ὥς τό τέλος τῆς φροντιστηριακῆς μου σταδιοδρομίας.
Ὁ τελευταῖος ἐνισχυτικός παράγων εἶναι οἱ ἀλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις πού ἀκολούθησαν τή μεταρρύθμιση τῶν Γ. Παπανδρέου – Λουκῆ Ἀκρίτα – Εὐαγ. Παπανούτσου, τότε πού καθιερώθηκε τό περίφημο ΑΚ – ΑΠ (Ἀκαδημαϊκό Ἀπολυτήριο), πού ἀποσυνδέθηκαν οἱ ἐξετάσεις (πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων) καί μεταβιβάστηκαν στό Λύκειο, κάτι πού μελλοντικά ἐπρόκειτο νά ἀποβῆ εὐεργετικό γιά τό φροντιστήριο, καταστροφικό, ὅμως, γιά τό Λύκειο καί μακροπρόθεσμα γιά τίς ἀνώτερες καί ἀνώτατες σχολές. Ἡ λεγόμενη “μεταρρύθμιση Παπανούτσου” πού ὑπερδιπλασίασε τά ἐξεταζόμενα μαθήματα καί τεμάχισε σέ φέτες τήν ἐξεταζόμενη ὕλη δημιούργησε τέτοια κοσμοσυρροή στά φροντιστήρια τό θέρος τοῦ 1965, πού ἀναγκασθήκαμε νά ἐνοικιάσουμε δύο ἐπί πλέον κτήρια καί ἀπό καθηγητές νά μεταβαλλόμαστε στά διαλείμματα σέ δρομεῖς. Ἔκτοτε ἡ ἀνά διετίαν σχεδόν ἀνακοινούμενη “μεταρρύθμιση” πού κατά κανόνα ἐξελισσόταν σέ ἀπορρύθμιση, ἔφερνε νέον κόσμο στά φροντιστήρια. Διότι ὁ φροντιστής εἶχε ἐξελιχθεῖ σέ ἕναν εἰδικευμένο στίς ἐξετάσεις δάσκαλο, πού φρόντιζε νά καταρτισθεῖ πάνω στό νέο “μοντέλο” ἐξετάσεων, προτοῦ αὐτό ἀρχίσει ἀκόμα νά ἐφαρμόζεται. Ἐπί πλέον τά φροντιστηριακά βοηθήματα, πού εἶχαν εὐρύτατη κυκλοφορία, ἦσαν σκάλες ἀνώτερα ἀπό τά λεγόμενα σχολικά “ἐγχειρίδια”, πού ἦσαν ὄντως ἐγχειρίδια – ὄχι ὅλα – γιά τό μυαλό τῶν μαθητῶν. Τότε ἄρχισε καί ἡ “μυθοποίηση” τοῦ φροντιστηρίου. Πολλοί φροντιστές εἶχαν γίνει στό εἶδος τους “βεντέτες”, ὅπως σημέρα οἱ “βεντέτες” τῆς τηλοψίας, χωρίς φυσικά νά πουλᾶνε…πίτουρα.
Δεινή ἦταν ἡ δοκιμασία τῶν φροντιστηρίων κατά τούς χρόνους τῆς Δικτατορίας. Κάποια ἔκλεισαν. Κάποιοι φροντιστές στερήθηκαν ἀκόμη καί τοῦ δικαιώματος διδασκαλίας. Τότε φούντωσε τό “ἰδιαιτεράδικο”, πού κατά κανόνα ἦταν παράνομο. Ὁ φροντιστηριακός ὀργανισμός, μέ τόν ὁποίο συνεργαζόμουν ἐγώ, ὡς τό 1969, ἔκλεισε δύο φορές. Βρίσκαμε ὑποκατάστατα λειτουργίας. Ἔτσι προέκυψε ὁ “Ἡράκλειτος”. Οἱ δικτάτορες τελικά μᾶς ἀνέχθηκαν, γιατί οἱ πλεῖστοι ἀξιωματοῦχοι εἶχαν τήν ἀνάγκη μας. Ἐμπιστεύονταν τή δουλειά μας. Τουλάχιστον τρεῖς ὑπουργοῖ τῆς Δικτατορίας καί δεκάδες ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι εἶχαν ἐμπιστευθεῖ τήν προετοιμασία τῶν παιδιῶν τους σέ μένα, παρόλο πού ἤξεραν ὅτι 19 Μαρτίου 1969, γιά νά μήν ἐκφωνήσω τόν ἕτοιμο λόγο τῆς ΓΔΕΑ γιά τήν ἐθνική ἐπέτειο (ὁ λόγος ἔκλεινε μέ τό ἐπιφώνημα “Ζήτω ἡ 21η Ἀπριλίου” καί σέ κάθε σχολεῖο πήγαινε συχνά ἐντολή νά τόν έκφωνήσει κάποιος συγκεκριμένος καθηγητής γιά νά στιγματισθεῖ). Τό φρικτότερο τότε ἦταν ἡ διάχυση τοῦ “χαφιεδισμού”. Νεαροί ἀστυνομικοί εἶχαν ἐγγραφεῖ ὡς μαθητές μας στά τμήματα καί παρακολουθοῦσαν εἰδικά κάποιους καθηγητές. Ἐπίσης κάποιοι μαθητές ἦσαν συνεργάτες τους καί τό βράδυ ἔδιναν “ραπόρτο” στούς ἀστυνομικούς. Δέν τούς κατηγορῶ. Κάποιοι ἀπό τούς ἀστυνομικούς αὐτούς μάς προστάτευσαν ἀπό τούς μαθητές μας. Τούς κερδίσαμε μέ τήν ἀξία πού δείχναμε πάνω στη δουλειά μας. Ὡστόσο, δέν λησμονῶ ἕνα περιστατικό: ἕνα βράδυ κλήθηκα στήν Μπουμπουλίνας (ὅπου ἡ Γενική Ἀσφάλεια) ἀπό ἕναν ἀνώτερο ἀστυνομικό (ἀπό αὐτούς πού μετά ὀνομάστηκαν “βασανιστές”) γιά μιά “διευκρίνιση”: τί ἐννοοῦσα στήν ἔκθεση πού ὑπαγόρευα μέ τή φράση: “Ἀπό τή στιγμή πού κάποιος θά πεί “τί μ’ ἐνδιαφέρει;” ἔχει γίνει τό πρῶτο βῆμα γιά τήν παρακμή τῶν κρατῶν”. Ἡ ἀνάκριση δέν μέ ἐνόχλησε. Αὐτό πού μέ συγκλόνισε ἦταν τό τετράδιο. Ἀνῆκε σέ ἕνα μαθητή, πού εἰλικρινά τόν ἀγαποῦσα. Ὅσο κι ἄν ὁ ἀστυνομικός τό ἔκρυβε ἐπιμελῶς, γνώρισα τό γραφικό του χαρακτῆρα. Δέν θά ἀναφερθῶ στό περιστατικό τῆς συναντήσεώς μου μέ τόν δεύτερο τῆς ἱεραρχίας τῶν συνταγματαρχῶν (αὐτός ἦταν ταξίαρχος), διότι ἦταν στούς τότε φροντιστηριακούς κύκλους πολύ γνωστό καί κυκλοφορούσε ὡς ἀνέκδοτο.
Ἀνέκδοτο, ὅμως, κατάντησε ἡ ὑπόθεση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας μετά τή Δικτατορία. Δέν θά ἀναπτύξω ἐδῶ αὐτό πού ἔχω ἀναλύσει σέ πλῆθος μελετῶν μου, χωρίς ποτέ καί πουθενά νά ἔχω διαψευσθεῖ, ἀκόμη καί στίς πιό δυσοίωνες προβλέψεις μου. Θά περιορισθῶ νά πῶ μόνο τοῦτο: ἀντί νά διαμορφώσουμε παιδεία, διαμορφώσαμε κακῆς ποιότητας ἐκπαίδευση, πού ἐξελίχθηκε σέ κακοπαιδεία καί ὑποπαιδεία. Οἱ πλεῖστοι τῶν πολιτικῶν – ἄν ὅχι ὅλοι – πού ἀνέλαβαν τή διεύθυνση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὑπουργεῖου τῆς ὁδοῦ Μητροπόλεως ἦσαν ἄγευστοι παιδείας καί οἱ συνεργάτες τους ἦσαν ἀνίκανοι νά ἀσκήσουν ἔργο παιδείας. Κι εἶχαν μῖσος γιά τούς καλούς ἐκπαιδευτικούς, ἰδίως τούς φροντιστές. Ὄχι μόνο γιατί οἱ φροντιστές ἦσαν διδακτικά ἐπαρκέστεροι, ἀλλά καί γιατί βγῆκαν σχεδόν στό σύνολό τους ἀπροσκύνητοι ἀπό τή Δικτατορία. Τήν ὥρα πού αὐτοί ἔκαναν ραγδαῖες καριέρες ἐδῶ καί μέ ὑποτροφίες στό ἐξωτερικό, τά φροντιστήρια εἶχαν γίνει γιά τους ἐφήβους καταφύγια ἐλευθερίας. Ἡ δημοκρατία, ἀντί νά τά τιμήσει, προσπάθησε νά τά κτυπήσει. Ἀντί οἱ πρῶτοι – ἀλλά καί οἱ μετέπειτα – ὑπουργοί νά καλέσουν καί νά συμβουλευθοῦν πέντε “ψημένους” φροντιστές, συμβουλεύονταν “φρόκαλα”, ἀνθρώπους πού εἶχαν ἀποτύχει στό παρελθόν κατά τό πέρασμά τους ἀπό τά φροντιστήρια. Τό φροντιστήριο, λόγῳ τῶν γνωστῶν περιπετειῶν τῆς χώρας, ἐξελίχθηκε σέ μέγα σχολεῖο. Συγκέντρωσε μιά τεράστια διδακτική πεῖρα. Χρησιμοποίησε τά πιό μοντέρνα συστήματα διδασκαλίας καί προσέφερε στή μαθητῶσα νεολαία τά καλύτερα βιβλία. Οἱ πολιτικοί μας προσπάθησαν καί προσπαθοῦν νά τά κλείσουν. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό: πέτυχαν τήν ὁλοσχερῆ φροντιστηριοποίηση τοῦ Λυκεῖου. Σήμερα τό φροντιστήριο περνάει κρίση. Ὄχι γιατί ἔγινε καλύτερο τό σχολεῖο. Θά τό πῶ ὠμά: τό σχολεῖο ὅπως καί οἱ ἀνώτερες καί ἀνώτατες σχολές ἔχουν χρεοκοπήσει. Ἀπότοκος τῆς χρεοκοπίας αὐτῆς, πού εἶναι γενικευμένο φαινόμενο σέ ὅλο τό φάσμα τῆς πολιτικῆς, εἶναι καί ἡ κρίση τοῦ φροντιστηριακοῦ θεσμοῦ. Τό φροντιστήριο, ὅμως, βρίσκει πάντα τρόπους νά ἐπιβιώνει. Σήμερα σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα ἀνθίζει μιά νέα μορφή φροντιστηρίου: οἱ σχολές γονέων, τά ἀνοιχτά ἤ λαϊκά πανεπιστήμια, οἱ πολιτιστικοί ὅμιλοι κ.λ.π. Στούς χώρους αὐτούς οἱ ἄνθρωποι συμπληρώνουν ἤ ὁλοκληρώνουν τή μόρφωση πού δέν πῆραν στό σχολεῖο ἤ στή σχολή τους. Προσωπικά, ξεκίνησα τή διδακτική μου καριέρα ὡς φροντιστής ἀρκετά ἐνωρίς (1961 – 1962). Πίστευα πια ὅτι τό φροντιστήριο ἀνήκει στήν προϊστορία τῆς προσωπικῆς μου ζωῆς. Ἐδώ καί τρία χρόνια τό ξαναζῶ στά μαθήματα πού παραδίδω στό ἀνοικτό πανεπιστήμιο τῆς γεραρᾶς “Ἑταιρείας Φίλων τοῦ Λαοῦ”. Κάποτε στό ἀμφιθέατρο τῆς ὁδοῦ Κωλέττη συγκέντρωνα 150 μαθητές. Κάθε Τρίτη στήν ὁδό Εὐρυπίδου, ὅπου παραδίδω μαθήματα ἱστορίας δωρεάν συγκεντρώνω 250 ἀκροατές. Ἕνα θά πῶ στούς νέους συναδέλφους τῶν φροντιστηρίων: ὅποιος ξέρει νά διδάξει, δέν χάνει ποτέ. Οἱ μαθητές εἶναι σάν τά λαγωνικά. Ὀσφραίνονται τό Δάσκαλο ἀπό μακριά. Πρέπει, ὅμως, ὁ φροντιστής νά τό νοιώθει βαθειά πώς εἶναι Δάσκαλος .
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ
ΠΕΥΚΗ , 23 Σεπτεμβρίου 2005
infognomonpolitics.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου