Amfipoli News: Πρωτόπλαστοι της ελληνικής Μυθολογίας - 2ο μέρος

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Πρωτόπλαστοι της ελληνικής Μυθολογίας - 2ο μέρος


Κάποια μυθολογική  παράδοση μας αναφέρει πως τον πολύ παλιό καιρό, που στον κόσμο υπήρχαν μόνο τα αθάνατα όντα, όχι όμως και τα θνητά, οι θεοί έπλασαν τις μορφές όλων των ζώων και του ανθρώπου στη γη από χώμα και φωτιά. Ύστερα πρόσταξαν τον Προμηθέα και τον αδελφό του Επιμηθέα να αναλάβουν να τα εφοδιάσουν με δυνάμεις κατάλληλες για το καθένα, ώστε να μπορέσουν να επιζήσουν. Τότε ο Προμηθέας είπε στον αδελφό του να κάνει την διανομή, και ύστερα αυτός θα ερχόταν να επιθεωρήσει για να δει αν όλα έγιναν καταπώς έπρεπε. Μα ο Επιμηθέας ξεχάστηκε με τη δουλειά του, του ήταν γοητευτικό να μοιράζει σε άλλα ζώα γρηγοράδα και σ’ άλλα δύναμη, σ’ άλλα πονηριά και σ’ άλλα αγριάδα κι όλες τις ιδιότητες που προικίστηκε το κάθε ζώο. Όμως ξόδεψε σπάταλα όλες τις φυσικές δυνάμεις για τα άλλα ζώα και στο τέλος δεν είχε να δώσει τίποτα στον άνθρωπο. Σαν είδε ο Προμηθέας τον άνθρωπο γυμνό από φυσικές δυνάμεις κι ανυπεράσπιστο, στο μυαλό του κλωθογύρισε πολλές σκέψεις, τι θα μπορούσε να κάνει. Σαν αστροπελέκι πέρασε μια σκέψη. Τότε έτρεξε στο εργαστήρι του Ήφαιστου και της Αθηνάς κι έκλεψε τη φωτιά κι αντάμα όλες τις σχετικές τέχνες, ώστε κατέχοντας αυτά τα όπλα και του μυαλού το γοργογύρισμα να μπορέσει ο άνθρωπος να επιβιώσει. Αυτή η κλεψιά χόλωσε τους αθάνατους κι έκαμαν δίκη καταδικάζοντας τον Προμηθέα.
Ο αθηναίος φιλόσοφος Πλάτωνας αναφέρεται σ’ αυτήν την εκδοχή του μύθου στο έργο του “Πρωταγόρας”. Μας λέει, λοιπόν:
[[Ε τότε, είπε εκείνος, νομίζω πως είναι πιο ευχάριστο να σας διηγηθώ ένα μύθο.
Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να 'ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ' ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ' ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ' αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ' άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ' αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ' αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ' όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα 'φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία ― ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν ―με τι μεράκι!― τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.
Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ' όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ' αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ' αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ' ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.
Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ' όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν ―όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα― λίγοι έχουν μερίδιο απ' αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»]] (Πλάτωνας, “Πρωταγόρας”, 320c- 322d)
Ο αρχικός άνθρωπος, ο πρωτόπλαστος, ξεκίνησε από τα λίθινα εργαλεία, το ξύλινο αλέτρι για να φτάσει σήμερα στα περίπλοκα μηχανήματα, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στους ερευνητικούς δορυφόρους, στις αναίμακτες εγχειρήσεις με λέιζερ. Αυτές οι διαβαθμισμένες δημιουργίες, αιώνα στον αιώνα, τον φέρνουν να μοιάζει πιότερο στους Δημιουργούς θεούς. Κι αν η θρησκείες δεν υποδαύλιζαν τα ιερά μίση και τους ιερούς πολέμους, αν πραγματικά καλλιεργούσαν την αγάπη, αν δεν κρατούσαν σε δουλική στάση την ανθρωπότητα, θα είχε κάνει μεγαλύτερα άλματα. Τα άλματα δε γίνονται από τους υποταγμένους στα ιερατεία, που μιλούν δήθεν στο όνομα του Θεού. Γίνονται από τους αντάρτες. Οι αντάρτες, οι ανήσυχοι, οι ερευνητές, όσοι σπάνε τον ιστό της καθεστηκυίας τάξης, γίνονται οι “πυρφόροι” της ανθρωπότητας. Έτσι από “δεσμώτες” γίνονται “λυόμενοι”, από “δούλοι” γίνονται “υιοί Θεού”.
Από το βιβλίο του Φρειδερίκου Νίτσε “Η Γέννηση της Τραγωδίας”, παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα:
[[ Στη δόξα της παθητικότητας (εννοεί τον Οιδίποδα στην τραγωδία “Οιδίπους Τύραννος”) αντιπαραθέτω τη δόξα της ενεργητικότητας που στεφανώνει στον “Προμηθέα” του Αισχύλου. Εκείνο που ο στοχαστής Αισχύλος είχε να μας πει με μια συμβολική εικόνα, ο νεαρός Γκαίτε μπόρεσε να μας αποκαλύψει στα τολμηρά λόγια του “Προμηθέα” του:
«Αυτός είμαι! Πλάθω τους ανθρώπους;
σύμφωνα με τη μορφή μου.
Μια ράτσα που μου μοιάζει,
φτιαγμένη για να πονάει, να κλαίει,
και να σε περιφρονεί,
όπως εγώ!
Ο άνθρωπος, αποκτώντας τιτάνιες διαστάσεις, κατακτά με σκληρό αγώνα τον πολιτισμό και υποχρεώνει τους θεούς να γίνουν σύμμαχοί του, γιατί εξαιτίας αυτής της σοφίας, που την οφείλει μόνο στον εαυτό του, κρατάει στα χέρια του την ύπαρξη των θεών και τα όρια της εξουσίας τους. Όμως, το Θαυμαστό σ’ αυτό το ποίημα του Προμηθέως, που αποτελεί ουσιαστικά, απ’ τη γενεσιουργό του αιτία, έναν ύμνο στην ασέβεια, είναι το βαθύ αισχύλειο αίσθημα δικαιοσύνης: Απ’ το ένα μέρος η ανείπωτη οδύνη του τολμηρού ατόμου, απ’ το άλλο μέρος η θεϊκή απόγνωση, ένα είδος προαισθήματος του λυκόφωτος των θεών, η δύναμη που αναγκάζει αυτούς τους δύο κόσμους του πόνου να συμβιβαστούν, να συνταυτιστούν μεταφυσικά. Όλ’ αυτά θυμίζουν πολύ έντονα το κεντρικό, το βασικό αξίωμα της κοσμογονίας του Αισχύλου που, πάνω απ’ τους θεούς και τους ανθρώπους, θρονιάζει τη Μοίρα, την αιώνια Δικαιοσύνη. Βλέποντας την εκπληκτική τόλμη με την οποία ο Αισχύλος ζυγίζει τον ολύμπιο κόσμο στις ζυγαριές της δικαιοσύνης, θα πρέπει να θυμηθούμε πως ο στοχαστικός Έλληνας έβρισκε στα Μυστήριά του την ακλόνητη και ασφαλή βάση της μεταφυσικής του σκέψης, και πως όλες οι εκρήξεις του σκεπτικισμού του μπορούσαν να ικανοποιηθούν εις βάρος των Ολυμπίων. Ο Έλληνας καλλιτέχνης ιδιαίτερα ένιωθε μια σκοτεινή συγγένεια μ’ αυτές τις θεότητες. Και ακριβώς ο “Προμηθέας” του Αισχύλου συμβολίζει αυτό το αίσθημα. Ο τιτανικός καλλιτέχνης έβρισκε την υπερήφανη πεποίθηση ότι ήταν ικανός να πλάσει ανθρώπους εξαιτίας της ανώτερης σοφίας του, και έπρεπε να εξιλεωθεί γι’ αυτό μ’ ένα αιώνιο μαρτύριο…
Πίσω από το μύθο του Προμηθέα βρίσκεται η υπερβολική αξία που μια αφελής ανθρωπότητα έδωσε στη φωτιά, θεωρώντας τη σαν το αληθινό παλλάδιο κάθε νεογέννητου πολιτισμού. Αλλά το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπόρεσε να χρησιμοποιεί ελεύθερα τη φωτιά αντί να τη δέχεται σαν ένα δώρο του ουρανού, με τη μορφή πυρπολητή κεραυνού ηλιακής θερμότητας, έδωσε την εντύπωση κάποιου εγκλήματος, κάποιας κλοπής που έγινε εις βάρος της θεϊκής φύσης. Έτσι, το πρώτο απ’ όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα συνεπάγεται αμέσως μια οδυνηρή και ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον θεό, κι αυτή η αντίθεση κυλάει σα βράχος και φράζει την είσοδο κάθε πολιτισμού.
Το υψηλότερο και καλύτερο αγαθό που μπορεί να υπάρξει για την ανθρωπότητα, δεν το αποκτά παρά μ’ ένα έγκλημα του οποίου αναγκάζεται να υποστεί τις συνέπειες, δηλαδή όλο τον καταιγισμό από οδύνες και θλίψεις που οι εξοργισμένοι Αθάνατοι επιβάλουν- και πρέπει να επιβάλλουν- στην προσπάθεια της ανθρώπινης φυλής για μια υπερήφανη εξύψωση. Η πικρή αυτή σκέψη έρχεται σε παράξενη αντίθεση, εξαιτίας της αξιοπρέπειας που η ίδια αποδίδει στο έγκλημα, με το προπατορικό αμάρτημα των Σημιτών, στο οποίο θεωρούνται αιτίες του κακού η περιέργεια, το ψέμα, η αποπλάνηση, η λαγνεία, με δυο λόγια μια σειρά από γυναικεία ελαττώματα. Αυτό που ξεχωρίζει την αρία αντίληψη είναι η υπέροχη ιδέα πως η ενεργητική αμαρτία αποτελεί την κατ’ εξοχήν προμηθεϊκή αρετή. ]]

Δημήτριος Μάρκου‎ προς Αποσυμβολισμός ελληνικής μυθολογίας

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου