Στην Ελληνική μυθολογία ως πρώτη γυναίκα αναφέρεται η Πανδώρα, πλασμένη από τους θεούς κατά την εικόνα τους. Κάποιοι, μάλλον μισογύνηδες, της προσάπτουν την κατηγόρια πως σ’ αυτήν οφείλονται όλα τα κακά του κόσμου. Μα η ωραιότατη αυτή γυναίκα, άθελά της, υπήρξε ο μεσάζοντας για να στείλουν οι ίδιοι οι θεοί το κακό στη Γη. Όσοι την κατηγορούν, μπορεί και να παρασύρθηκαν από τον Ησίοδο, που παρουσιάζει τη γυναίκα με λόγια καθόλου κολακευτικά, όπως προκύπτει από τους ακόλουθους στίχους:
[[ Γιατί απ’ αυτήν κατάγεται των τρυφερών των γυναικών το γένος,
(αυτής είναι το ολέθριο γένος και η φυλή των γυναικών,)
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, των ανδρών συγκάτοικοι,
συντρόφισσες όχι της καταραμένης φτώχειας, αλλά της αφθονίας.
Όμοια όπως οι μέλισσες στις σκεπαστές κυψέλες
τους κηφήνες τρέφουνε, που είναι συνεργάτες στα έργα τα κακά.
Γιατί αυτές όλη τη μέρα μέχρι να δύσει ο ήλιος
τρέχουν καθημερινά και φτιάχνουνε λευκές κερήθρες,
ενώ εκείνοι μέσα μένουνε στις σκεπαστές κυψέλες
και τον ξένο κάματο στη δική τους κοιλιά μαζεύουν.
Έτσι ακριβώς κι ο Δίας, που από ψηλά βροντά, για τους
θνητούς τους άντρες συμφορά όρισε τις γυναίκες, που
είναι συνεργάτιδες στα έργα τα πικρά.
Κι ακόμη ένα κακό τους έδωσε στη θέση του αγαθού:
όποιος το γάμο και των γυναικών τα φθαρτικά τα έργα
προσπαθώντας ν’ αποφύγει
να παντρευτεί τυχόν δε θέλει, αυτός να φτάνει στα ολέθρια γηρατειά
δίχως κανέναν να τον γηροκομήσει. Αυτός ζει δίχως να έχει έλλειψη από βιος,
μα σαν πεθάνει μοιράζονται τα υπάρχοντά του
οι συγγενείς οι μακρινοί. Σε όποιον λάχει μοίρα παντρειάς
κι έχει γυναίκα φρόνιμη και σταθερή στο νου της,
σ’ όλη του τη ζωή το κακό επίμονα στο νου της,
σ’ όλη του τη ζωή το κακό επίμονα με το καλό θ’ αναμετριέται.
Μα όποιος λάχει γένος γυναίκας βλαβερό
ζει στα στήθη μέσα έχοντας άπαυτη θλίψη
στην ψυχή και την καρδιά. Και είναι τούτο το κακό αγιάτρευτο. » ( Ησίοδος, “Θεογονία”, 590- 612 )
Τα παραπάνω, που έγραψε ο Ησίοδος, δεν απέτρεψαν τους προγόνους μας να τιμήσουν τις γυναίκες, να τις ερωτευθούν, και να λατρέψουν την γυναικεία ωραιότητα.
Καιρός είναι να γνωρίσουμε τον μύθο της Πανδώρας:
Σαν έκλεψε ο Προμηθέας τη φωτιά από τους αθάνατους και την έδωσε στους θνητούς, μάνιασε ο βροντορίχτης Δίας. Δεν μπορούσε να δεχτεί που ο Τιτάνας έμαθε στους ανθρώπους τις τέχνες και τα γράμματα, που τους χάρισε τη γνώση, προνόμιο μέχρι τότε μόνο των θεών. Οι θνητοί έφτιαχναν εργαλεία, καλλιεργούσαν τη γη, χτίζανε σπίτια, θεράπευαν τις αρρώστιες, μπορούσαν να γράφουν, να διαβάζουν και να μετρούν. Μ’ όλα αυτά ζούσαν ευτυχισμένοι και δεν είχαν ανάγκη τους θεούς, τους οποίους έπαψαν να τιμούν. Γι’ αυτό πιότερο χόλωσε ο ρήγας του κόσμου. Έτσι διέταξε ν’ αλυσοδέσουν τον Προμηθέα στον Καύκασο και στους θνητούς έστειλε πολλά κακά. Σαν κουβαλητή των δεινών θέλησε να στείλει κάποιο όν που μέχρι τότε δεν υπήρχε στη γη.
Πρόσταξε τον τεχνίτη των θεών, τον χωλό Ήφαιστο, με πηλό και νερό να φτιάξει το σώμα μιας ωραιότατης και γοητευτικής παρθένας, που να ήταν όμοια με θεά. Ζήτησε να έχει τη δύναμη των ανθρώπων, γλυκιά και σαγηνευτική φωνή, και βλέμμα που να σ’ αναρριγεί. Στο άψυχο αυτό σώμα ο βασιλιάς του Όλυμπου φύσηξε ζωή και μετά ζήτησε απ’ όλους τους θεούς να προικίσουν το ον με δώρα. Πρόθυμοι οι θεοί, στόλισαν με πολλά δώρα τη σύντροφο του άντρα. Η Αθηνά της χάρισε πλούσια και πλουμιστά ρούχα, ενώ οι Χάριτες τη στόλισαν με χάρη, σκέρτσο και γοητεία. Οι Ώρες τη γέμισαν στολίδια και γιορντάνια. Η Αφροδίτη τη γέμισε με του έρωτα τη χάρη και τη σαγήνη, η Ήρα την έκανε να λαμποκοπά από θηλυκότητα. Ο Ερμής την προίκισε με τη τέχνη της ψευτιάς, τους γοητευτικούς και δολερούς λόγους, το εύστροφο μυαλό και την πονηριά. Ο Άρης με τον άστατο χαρακτήρα κι ο Απόλλωνας με το φωτεινό χαμόγελο. Απ’ όλους τους θεούς πήρε δώρα και γι’ αυτό ο κεραυνορίχτης Δίας την ονόμασε Πανδώρα.
Ο Ησίοδος στο έργο του “Θεογονία” περιγράφει το πλάσιμο και το στόλισμα της Πανδώρας. Ας παρακολουθήσουμε την περιγραφή του:
[[ Μ᾽ αυτόν τον εξαπάτησε ο γενναίος γιος του Ιαπετού
κλέβοντας της ακάματης φωτιάς τη λάμψη τη μακρόφωτη
μες σε καλάμι κούφιο. Και αυτό τον δάγκωσε κατάβαθα μες στην ψυχή
το Δία που από ψηλά βροντά και μες στην καρδιά του τον εξόργισε,
σαν είδε τη μακρόφωτη τη λάμψη της φωτιάς μες στους ανθρώπους.
Ευθύς σαν αντιστάθμισμα για τη φωτιά ετοίμασε συμφορά για τους ανθρώπους.
Γιατί από χώμα έπλασε ο ξακουστός Χωλός,
με εντολή του γιου του Κρόνου, ομοίωμα σεβαστής παρθένας.
Την έζωσε και τη στόλισε η θεά Αθηνά η αστραπομάτα
με φόρεμα που έλαμπε σαν ασήμι. Και στο κεφάλι της επάνω
καλύπτρα πολυποίκιλτη με τα χέρια της τής έριξε, θαύμα να τη βλέπεις.
[Και γύρω στο κεφάλι της στεφάνια νιόβλαστα, άνθη της χλόης,
ποθητά, της έβαλε η Αθηνά Παλλάδα.]
Και γύρω στο κεφάλι της διάδημα χρυσό τής έβαλε,
που ο ίδιος το ᾽φτιαξε ο ξακουστός Χωλός
αφού το φιλοτέχνησε με τις παλάμες του, τη χάρη κάνοντας στο Δία, τον πατέρα του.
Πάνω σ᾽ αυτό, θαύμα να τα βλέπεις, ποικίλματα πολλά ετοίμασε,
όσα θηρία φοβερά η στεριά και η θάλασσα τα τρέφει.
Κι έβαλε πολλά απ᾽ αυτά —πάνω σε όλα μια χάρη έπνεε—
στολίδια θαυμαστά που μοιάζανε με ζωντανά που πάνε να μιλήσουν.
Κι αφού ο Δίας ετοίμασε τούτο το καλό κακό, του αγαθού αντιστάθμισμα,
έξω την έβγαλε, εκεί που βρίσκονταν οι θεοί οι υπόλοιποι κι οι άνθρωποι,
γεμάτη από χαρά για τα στολίδια της αστραπόματης θεάς που δυνατό πατέρα έχει.
Και θαυμασμός κυρίευσε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
σαν είδαν το βαθύ το δόλο, τον αναπότρεπτο για τους ανθρώπους.
Γιατί απ᾽ αυτήν κατάγεται των τρυφερών των γυναικών το γένος,
[αυτής είναι το ολέθριο γένος και η φυλή των γυναικών,]
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, των ανδρών συγκάτοικοι,
συντρόφισσες όχι της καταραμένης φτώχειας, αλλά της αφθονίας.
Όμοια όπως οι μέλισσες στις σκεπαστές κυψέλες
τους κηφήνες τρέφουνε, που είναι συνεργάτες στα έργα τα κακά.
Γιατί αυτές όλη τη μέρα μέχρι να δύσει ο ήλιος
τρέχουν καθημερινά και φτιάχνουνε λευκές κερήθρες,
ενώ εκείνοι μένουνε στις σκεπαστές κυψέλες
και τον ξένο κάματο στη δική τους την κοιλιά μαζεύουν.
Έτσι ακριβώς κι ο Δίας, που από ψηλά βροντά, για τους θνητούς τους άνδρες συμφορά
όρισε τις γυναίκες, που είναι συνεργάτιδες στα έργα τα πικρά.
Κι ακόμη ένα κακό τούς έδωσε στη θέση του αγαθού:
όποιος το γάμο και των γυναικών τα φθαρτικά τα έργα προσπαθώντας ν᾽ αποφύγει
να παντρευτεί τυχόν δε θέλει, αυτός να φτάνει στα ολέθρια γηρατειά
δίχως κανέναν να τον γηροκομήσει. Αυτός ζει δίχως να έχει έλλειψη από βιος,
μα σαν πεθάνει μοιράζονται τα υπάρχοντά του
οι συγγενείς οι μακρινοί. Σε όποιον πάλι λάχει μοίρα παντρειάς
κι έχει γυναίκα φρόνιμη και σταθερή στο νου της,
σ᾽ όλη του τη ζωή το κακό επίμονα με το καλό θ᾽ αναμετριέται.
Μα όποιος λάχει γένος γυναίκας βλαβερό
ζει στα στήθη μέσα έχοντας άπαυτη θλίψη
στην ψυχή και την καρδιά. Και είναι τούτο το κακό αγιάτρευτο.
Άρα του Δία το νου δεν είναι δυνατόν να ξεγελάσεις και να τον ξεπεράσεις. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 565- 613)
Την ωραία αυτή παρθένα ο Δίας προόρισε σαν πρώτη γυναίκα στους άνδρες την πρώτης ανθρωπότητας. Έμελλε να την πάρει ο Επιμηθέας, ο αδερφός του Προμηθέα. Να δούμε, όμως, τη συνέχεια του μύθου:
Πριν τον ερχομό της Πανδώρας στη γη, οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς κόπο. Δε χρειαζόταν να δουλεύουν ποτίζοντας με ιδρώτα τη γη, ούτε οι αρρώστιες τους βασάνιζαν. Τα άχαρα γηρατειά τους ήταν άγνωστα.
Ο ερχομός της πανώριας πηλοπλασμένης παρθένας έφερε τα βάσανα στην ανθρωπότητα. Από τότε γνώρισαν τον πόνο της αρρώστιας και κάθε είδους δεινά έδιωξαν την ανεμελιά τους.
Ο βροντόχαρος ρήγας του Κόσμου έβαλε όλα τα δεινά σ’ ένα κουτί, που το ‘κλεισε καλά, και το έδωσε σαν προίκα στην Πανδώρα να το πάρει μαζί της. Την ορμήνεψε να μην το ανοίξει ποτέ της. Μετά πρόσταξε τον αγγελιοφόρο των θεών, τον Ερμή, να την οδηγήσει στη Γη και να την παραδώσει στον Επιμηθέα.
Ο πανέξυπνος Προμηθέας είχε προειδοποιήσει τον αδερφό του ποτέ του να μη δεχτεί δώρο από τους Ολύμπιους, και κυρίως από τον Κρονίδη Δία. Μα ο Επιμηθέας, σαν είδε μπροστά του την Πανδώρα έχασε τα λογικά του από τη θεσπέσια παρουσία. Μεμιάς πλανεύτηκε από την ομορφιά της και του έρωτα ο σεβντάς γέμισε την καρδιά του. Την πήρε γυναίκα του και γνώρισε μαζί της τις χαρές του έρωτα.
Κι ενώ ζούσαν μέσα στη χαρά, η περιέργεια γαργαλούσε της Πανδώρας το μυαλό για το τι να έχει μέσα το δοχείο. Ξέχασε την ορμήνια του Δία. Κάποια μέρα, που έλειπε ο άντρας της, δεν άντεξε κι άνοιξε το δοχείο. Ευθύς ξεπετάχτηκαν τα δεινά από μέσα. Σάστισε από το ξεπέταγμα η γυναίκα και έκλεισε τρομαγμένη το δοχείο. Μα είχαν προλάβει να ξεφύγουν οι δυστυχίες και τα κακά και σκόρπισαν στη γη. Μονάχα η Ελπίδα απόμεινε στον πάτο του δοχείου, που ήταν η πιο βαριά. Από τότε η ανθρωπότητα γνώρισε τη δυστυχία και υποφέρει. Η Πανδώρα, λοιπόν, η πρώτη γυναίκα για την ελληνική μυθολογία, έφερε τα δεινά στη γη σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ησίοδου.
Ο αρχικός μύθος της Πανδώρας είναι διαφορετικός απ’ αυτόν που παρουσιάσαμε. Η Πανδώρα αναπαριστά τη θεά Γη. Σε κάποια αγγεία παριστάνεται σαν μια φιγούρα που αναδύεται από τη γη, έχοντας απλωμένα τα χέρια. Γι’ αυτό ονομάζεται Γη η Ανησιδώρα (η αναπέμπουσα δώρα), ή Πανδώρα (η τα πάντα δωρούμενη, η χορηγούσα).
Το πήλινο πιθάρι της δεν ήταν φορτωμένο με δεινά, αλλά με αγαθά. Όταν παρουσιάστηκε στους θνητούς είπε:
«Είμαι η Πανδώρα, αυτή που φέρνει τα αγαθά».
Μετά σήκωσε το σκέπασμα κι έβγαλε από το πιθάρι ένα ρόδι, που μετά έγινε μήλο, κι αυτό λεμόνι κι αυτό με τη σειρά του αχλάδι.
«Σας φέρνω ανθισμένα δέντρα που θα γεμίσουνε με φρούτα, ροζιασμένα δέντρα φορτωμένα μ’ ελιές. Κι εδώ έχω το σταφύλι που θα σας τονώσει».
Έσκυψε κι έβγαλε από το πιθάρι μια χούφτα σπόρους και τους σκόρπισε στο λόφο.
«Σας φέρνω φυτά για να κόψετε την πείνα, να θεραπεύετε την αρρώστια, για να πλέκετε και να υφαίνετε ρούχα και κάθε είδους υφάσματα. Για να τα βάφετε και να γίνονται ωραία. Κρυμμένα στα σωθικά μου θα βρείτε ορυκτά και μεταλλεύματα για να φτιάχνετε τα εργαλεία σας, άργιλο για να πλάθετε τα αγγεία σας».
Ύστερα έβγαλε δυο πέτρες.
«Κοιτάξτε τώρα το σπουδαιότερο δώρο μου. Σας δίνω τον πυρόλιθο για να ανάβετε την φωτιά».
Μετά έγειρε το πιθάρι και πλημμύρισε η γη από χαρίσματα.
«Σας φέρνω τον θαυμασμό, την περιέργεια, τη μνήμη, το κουράγιο, τη δύναμη και την αντοχή. Ακόμα σας φέρνω την ευγενική στοργή για όλα τα πλάσματα. Σας χαρίζω τα σπέρματα της ειρήνης».
Η καθηγήτρια Jane Ellen Harrison γράφει:
[[ Η Πανδώρα στην τελετουργική και μητριαρχική θεολογία είναι η Γη ως κόρη. Αλλά στην πατριαρχική μυθολογία του Ησιόδου η μεγάλη φιγούρα της εμφανίζεται παράδοξα αλλοιωμένη και υποβιβασμένη. Δεν είναι πλέον γεννημένη από τη Γη, αλλά καρπός και δημιούργημα του Ολύμιου Διός…
Στον Ησίοδο αρέσει η ιστορία της δημιουργίας της Πανδώρας, την έχει προσαρμόσει στους αστικούς, πεσιμιστικούς σκοπούς. Την αφηγείται δύο φορές. Μια φορά στη “Θεογονία”, κι εδώ είναι η νεογέννητη θυγατέρα που δεν έχει όνομα, είναι απλώς ένα “όμορφο κακό”, μία πονηρή παγίδα για τους θνητούς. Στα “Έργα και Ημέρες” όμως το αποτολμά να την ονομάσει, επιδιώκοντας ωστόσο συνεχώς ν’ αμαυρώσει τη δόξα της την οποία μετατρέπει επιδέξια σε ντροπή. Μέσα σ’ όλη την ασύγκριτη μαγεία του ποιητή, που η όψη της ωραίας γυναίκας έχει και τον ίδιο συνεπάρει και καταγοητεύσει, αστράφτει εδώ όλη η μοχθηρία του θεολογικού animus. Ο Ζεύς, ο πατέρας δεν είχε μεγάλη θεά της γης, μητέρα και κόρη ταυτόχρονα. Στον Όλυμπο όμως η μορφή της υπήρχε ανέκαθεν. Έτσι το μόνο που του έμενε ήταν να την αναδημιουργήσει. Η γυναίκα, που ήταν πηγή έμπνευσης, γίνεται τώρα πειρασμός. Εκείνη που δημιούργησε όλα τα πράγματα, θεούς μαζί και θνητούς, γίνεται παίγνιό τους, η σκλάβα τους, προικισμένη μονάχα με φυσική ομορφιά και με όλη την πονηριά και τις κολακείες του σκλάβου. Για τον Δία, τον πρωτοπατριάρχη αστό, η γέννηση της πρώτης γυναίκας δεν είναι παρά ένα χοντροκομμένο ολύμπιο χωρατό.]]
Ο Βάβριος δεν αποδίδει στην Πανδώρα τα κακά που σκορπίστηκαν στη γη, αλλά γενικά στον άνθρωπο:
[[ Ο Δίας μάζεψε όλα τα καλά σε ένα πιθάρι κι αφού το σκέπασε, το άφησε δίπλα στον άνθρωπο. Κι ο ασυγκράτητος άνθρωπος, ανυπομονώντας να μάθει τι άραγε υπήρχε σε αυτό, και βγάζοντας το σκέπασμα, τα άφησε να αποχωρήσουν προς τις κατοικίες των θεών, κι εκεί να πατάξουν και να φύγουν προς τα πάνω. Μόνη έμεινε η ελπίδα, την οποία κράτησε μέσα το σκέπασμα που πρόλαβε να μπει στη θέση του. Μόνο η ελπίδα λοιπόν υπάρχει στους ανθρώπους, η οποία εγγυάται να μας δώσει καθένα από τα αγαθά που μας έχουν φύγει. ]] (Βάβριος, “Μυθίαμβοι Αισώπειοι”, 58)
Δημήτριος Μάρκου - Αποσυμβολισμός ελληνικής μυθολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου