Amfipoli News: ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΓΕΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΗΣΊΟΔΟ

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΓΕΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΗΣΊΟΔΟ


Οι μυθολογίες των περισσότερων λαών μιλούν ή υπονοούν μια πτωτική πορεία της ψυχής ή μια πτωτική πορεία του πνεύματος, καθώς αυτό ενδύεται το σώμα και εγκλείεται στην ύλη. Αυτή την πτωτική πορεία ακολουθεί και ο Ησίοδος μιλώντας για πέντε γένη ανθρώπων. Τα τέσσερα απ’ αυτά τα συνδέει με ένα μέταλλο- κατά σειρά το πρώτο με τον χρυσό, το δεύτερο με τον άργυρο, το τρίτο με τον χαλκό και το πέμπτο με τον σίδηρο- ενώ το τέταρτο δεν το συνδέει με μέταλλο κι αποτελεί το γένος των εκλεκτών ηρώων. Ας δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε γένους:

Το χρυσό γένος: Είναι το πρώτο γένος που έπλασαν οι θεοί. Αυτό το γένος έζησε όταν στη γη κυριαρχούσε ο Κρόνος. Σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή οι άνθρωποι ζούσαν σε μια κατάσταση δικαιοσύνης και ηθικής που ήταν πολύ κοντά σ’ αυτήν των θεών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήσαν πραγματική εικόνα των θεών! Οι άνθρωποι ζούσαν ανάμεσα στους θεούς και κυκλοφορούσαν ελεύθερα ανάμεσά τους. Επικρατούσε ειρήνη κι αρμονία. Δεν χρειαζόταν να εργάζονται για να ζήσουν γιατί η γη τους παρείχε πλουσιοπάροχα όλα τα αγαθά.  Η ζωή τους ήταν ευλογημένη και τα προβλήματα που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ήταν ελάχιστα. Η εμφάνισή τους ήταν πάντοτε νεανική και με την ίδια μορφή ζούσαν πάρα πολλά χρόνια. Κι όταν έφτανε η εποχή να πεθάνουν, άφηναν τον κόσμο ειρηνικά, σαν να κοιμόντουσαν. Οι ψυχές τους ενεργούν σαν φύλακες και κηδεμόνες των ανθρώπων των νεότερων γενών.
Λέγοντας χρυσό γένος δεν πρέπει να νομίζουμε πως ήσαν καμωμένοι από χρυσό, αλλά άνθρωποι ενάρετοι και ηθικοί, αυτό που ακόμη και σήμερα χαρακτηρίζουμε σαν «χρυσό άνθρωπο», δηλαδή άνθρωποι μεγάλης ηθικής αξίας. Ο Πλάτωνας στο έργο του “Κρατύλος” τους ταυτίζει με τους δαίμονες (= δαήμονες, δηλαδή τους σοφούς). Ας παρακολουθήσουμε τον διάλογο του Σωκράτη και του Ερμογένη, που αναφέρεται στο χρυσό γένος:
[[ ΣΩΚ.: Ξέρεις λοιπόν ποιοι είναι οι δαίμονες, κατά τον Ησίοδο;
ΕΡΜ.: Δεν ξέρω.
ΣΩΚ.: Δεν ξέρεις ούτε ότι λέει πως στην αρχή γεννήθηκε το χρυσό γένος των ανθρώπων;
ÊPM.: Μάλιστα, αυτό το ξέρω.
ΣΩΚ.: Λέει λοιπόν γι’ αυτό:
«Αφ’ ότου η μοίρα σκέπασε αυτό το γένος,
τους καλούμε: οι άγιοι δαίμονες της γης,
αγαθοί, αρωγοί, φύλακες των θνητών»
ΕΡΜ.: Και τί μ’ αυτό;
ΣΩΚ.: Η γνώμη μου είναι ότι αυτός εννοεί ότι το χρυσό γένος δε γεννήθηκε από χρυσό, αλλά ήταν αγαθό και ωραίο. Και απόδειξη για μένα είναι το ότι λέει πως και εμείς είμαστε σιδερένιο γένος.
ΕΡΜ.: Πολύ σωστά.
ΣΩΚ.: Λοιπόν και από τους σημερινούς ανθρώπους νομίζεις ότι, αν υπάρχει κανείς αγαθός, θα έλεγε πως αυτός κατάγεται από εκείνο το χρυσό γένος;
ΕΡΜ.: Πιθανόν.
ΣΩ. Και οι αγαθοί είναι τίποτε άλλο παρά φρόνιμοι;
ΕΡΜ. Φρόνιμοι.
ΣΩΚ.: Να, αυτό λοιπόν περισσότερο από κάθε άλλο, κατά τη γνώμη μου, εννοεί για τους δαίμονες, δηλαδή, επειδή είναι φρόνιμοι και σοφοί (δαήμονες), τους ονόμασε δαίμονες. Και στην αρχαία τη δική μας γλώσσα αυτό το ίδιο όνομα συναντάται. Καλά λοιπόν λέει κι αυτός και άλλοι πολλοί ποιητές, όσοι λένε ότι όταν κανείς, όντας αγαθός, πεθάνει, αποκτά μεγάλη μοίρα και τιμή και γίνεται δαίμονας, σύμφωνα μ’ αυτό το όνομα πού σημαίνει φρόνηση. Με αυτή την έννοια λοιπόν παραδέχομαι κι εγώ ότι κάθε άνθρωπος που είναι αγαθός, είναι δαιμόνιος και όσο ζει και όταν πεθάνει, και σωστά του δόθηκε το όνομα «δαίμονας» .]] (Πλάτωνας, “Κρατύλος”, 397e- 398c)
Ο Ησίοδος για το χρυσό γένος γράφει:
[[ Μ᾽αν θέλεις κι άλλον εγώ με συντομία λόγο θα σου πω,
καλά κι επισταμένα. Κι εσύ μέσα στο νου σου βάλ ᾽το,
[πως απ᾽την ίδια φύτρα γεννηθήκανε οι θεοί και οι θνητοί οι άνθρωποι.]
Πρώτο απ᾽όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια τα δώματα κατέχουν.
Κι έζησαν τούτοι τον καιρό του Κρόνου, τότε που ήταν βασιλιάς στον ουρανό.
Ζούσανε σαν θεοί κι είχανε την καρδιά τους δίχως θλίψεις,
από κόπους μακριά και δυστυχίες. Κι ούτε τα ελεεινά
τα γηρατειά σ᾽ αυτούς υπήρχαν, μα πάντα ανάλλαχτοι στα πόδια και τα χέρια
χαίρονταν σ᾽ ευωχίες, έξω απ᾽ όλα τα κακά.
Και σαν παραδομένοι σε ύπνο πέθαιναν. Και όλα τα αγαθά
σ᾽αυτούς υπήρχαν. Καρπό τούς έδινε η σιτοδότρα γη
από μόνη της πολύ και άφθονο. Κι εκείνοι με προθυμία
ζούσαν ήσυχοι απ᾽ τα χωράφια τους μέσα σε αγαθά πολλά,
[πλούσιοι σε κοπάδια, αγαπητοί στους μακάριους θεούς.]
Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα,
γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του μεγάλου,
πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
[που προσέχουν δίκαιες κρίσεις κι άδικα έργα
ντυμένοι ομίχλη, σ᾽ όλη τη γη γυρνώντας,]
πλουτοδότες. Τούτο το βασιλικό προνόμιο αποκτήσαν. ]] (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 106- 126)

Το αργυρό γένος: Το γένος αυτό είχε μικρότερη αξία από ηθική άποψη, όπως ακριβώς και ο άργυρος (το ασήμι) έχει μικρότερη αξία από τον χρυσό. Αυτοί οι άνθρωποι έζησαν όταν κυριάρχησε στον κόσμο ο Δίας. Ζούσαν σε ένα μητριαρχικό περιβάλλον για εκατό χρόνια κι όταν ενηλικιώνονταν στα υπόλοιπα λίγα χρόνια περνούσαν τον καιρό τους με έριδες και συγκρούσεις. Ο τρόπος ζωής τους ξέφυγε από το θεϊκό πρότυπο και επικράτησε ηθική κατάπτωση. Λόγω της κατάπτωσης αυτής είχαν ν’ αντιμετωπίσουν αρκετά προβλήματα και ν’ ασχοληθούν με θέματα βιοτικής μέριμνας. Με το πέρασμα των χρόνων έπαψαν να τιμούν τους θεούς και για την κακία τους ο Δίας τους κατέστρεψε με τον κατακλυσμό του Ωγύγου. Μετά τον θάνατό τους γίνονταν «ευλογημένα πνεύματα» του Κάτω Κόσμου.
Ο Ησίοδος μας λέει γι’ αυτό το γένος:
[[ Δεύτερο πάλι γένος, το αργυρό, πολύ κατώτερο
φτιάξανε κατόπιν οι θεοί που τα Ολύμπια δώματα κατέχουν,
ανόμοιο στο σώμα και το νου με το χρυσό το γένος.
Χρόνια εκατό ανατρεφόταν το παιδί πλάι στη μάνα την πιστή
παίζοντας χαρωπά, ανόητο πολύ, μέσα στο σπίτι του.
Μα όταν έφτανε η ώρα να γίνουν νέοι, επάνω στην ακμή της νιότης,
για λίγο χρόνο ζούσαν κι υποφέρανε
εξαιτίας της μωρίας τους. Γιατί τις μεταξύ τους ανόσιες προσβολές
να αποφύγουν δεν μπορούσαν, ούτε τους αθανάτους να λατρεύουν
θέλανε, ούτε θυσίες να κάνουν στους ιερούς των μακαρίων θεών βωμούς,
πράγμα σωστό για τους ανθρώπους κατά τις συνήθειές τους.
Αυτούς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος, τους εξαφάνισε οργισμένος,
γιατί δεν αποδίδανε τιμές στους μακαρίους θεούς που εξουσιάζουνε τον Όλυμπο.
Όμως αφού και τούτο το γένος κάλυψε η γη,
λέγονται τούτοι υποχθόνιοι, μακάριοι θνητοί,
κατώτεροι, μα κι έτσι τους συνοδεύει και αυτούς κάποια τιμή.]] (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 127- 142)

Το χάλκινο γένος: Το γένος τούτο απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο από τη θεία του φύση. Εγκατέλειψε το ηθικό τρόπο ζωής κι έγινε βίαιο κι απάνθρωπο. Σταμάτησε κάθε ενασχόληση με τους θεούς, την πνευματική καλλιέργεια κι απομακρύνθηκαν οι άνθρωποι εντελώς από την αρετή. Έγιναν φιλοπόλεμοι και η βιαιότητά τους θύμιζε περισσότερο τα άγρια ζώα. Έλλειψε κάθε είδος δικαιοσύνης κι επικρατούσε το δίκαιο του ισχυρού.
Λένε πως ο Δίας τους δημιούργησε από τέφρα. Τα όπλα, τα εργαλεία τους, ακόμη και τα σπίτια τους ήσαν φτιαγμένα από χαλκό. Οι περισσότεροι άντρες αυτού του γένους αλληλοσκοτώθηκαν στους συχνούς πολέμους που έκαμαν. Το γένος αυτό δεν άφησε πνεύματα, όπως τα προηγούμενα και μετά τον θάνατό τους κατοικούσαν στον Άδη. Η τελική καταστροφή του γένους έγινε με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα.
Ο Ησίοδος για αυτό το γένος μας αναφέρει:
[[ Κι ο Δίας ο πατέρας άλλο γένος, τρίτο, θνητών ανθρώπων
χάλκινο έφτιαξε, σε τίποτα όμοιο με το αργυρό,
από μελιά, δεινό και δυνατό. Αυτούς του Άρη
τα έργα τους νοιάζανε τα πολυστέναχτα κι οι βιαιότητες,
δεν τρώγανε ψωμί, μα είχανε καρδιά γενναιόψυχη από αδάμαντα,
οι απλησίαστοι. Μεγάλη είχανε δύναμη κι ανίκητα τα χέρια τους
φυτρώναν απ᾽ τους ώμους τους πάνω στα στιβαρά τους μέλη. 
Χάλκινα ήταν τα όπλα τους, τα σπίτια χάλκινα,
με το χαλκό δουλεύανε. Το μαύρο σίδερο ακόμη δεν υπήρχε.
Κι αυτοί από τα δικά τους χέρια σκοτωμένοι
πήγαν στου κρυερού του Άδη τη μουχλιασμένη οικία,
άδοξοι. Ο θάνατος, κι ας ήταν φοβεροί,
τους πήρε ο μαύρος και το λαμπρό το φως του ήλιου αφήσανε.]] (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 143- 156)

Το ηρωικό γένος: Αυτό το γένος δεν ανήκει σε κανένα μέταλλο, κι ούτε παρατηρείται πτωτική τάση σε σχέση με το προηγούμενο. Είναι το γένος στο οποίο ανήκουν όλοι οι μεγάλοι ήρωες που θαυμάζουμε κι έχουν μείνει στη μνήμη μας, όπως ο Ηρακλή, ο Θησέας, ο Περσέας, οι Αργοναύτες, οι ήρωες των ομηρικών επών κ.α. Ο Δίας, λοιπόν, για να σταματήσει την πτωτική πορεία της ανθρωπότητας, δημιούργησε το ηρωικό γένος ώστε από τη μια μεριά να βοηθήσουν τους ανθρώπους κι από την άλλη να δώσει παραδείγματα μίμησης των αρετών και των κατορθωμάτων τους.
Έτσι το τέταρτο γένος- το γένος των ηρώων- έδωσε παραδείγματα μίμησης στο επόμενο γένος- το γένος του σιδήρου- για να επιβραδύνει την πτώση του. Τους μετέφερε το μήνυμα πως αν ο άνθρωπος εργαστεί σκληρά, χωρίς να λογαριάσει κόπο και δυσκολίες, αν εφαρμόσει στη ζωή του τους θείους νόμους, τις αρετές και τη δικαιοσύνη, όπως έκαναν οι πρόγονοί του, μπορεί να μεγαλουργήσει και να αντισταθεί στην πτώση του, ν’ αντισταθεί στις σειρήνες των υλικών απολαύσεων, να μην αφήσει τις ηδονές να τον παρασύρουν. Έτσι θα ανακόψει την πτώση και θα αντιστρέψει την πορεία του, παίρνοντας την οδό της ανόδου επιστρέφοντας στα χρηστά ήθη και ζώντας πνευματικότερα. Γι’ αυτό τα ομηρικά έπη έγιναν το προσφιλές ανάγνωσμα σε όλους τους αιώνες της εποχής του σιδήρου.
Όταν το γένος των ηρώων πέθανε, του επιφυλάχθηκε η τιμή να μην πάει στον Άδη, αλλά στον μακάριο τόπο των Ηλυσίων Πεδίων, στο οποίο ο Δίας αποκατέστησε τον πατέρα του Κρόνο και τον όρισε να βασιλεύει, ή στις Νήσους των Μακάρων.
Για το τέταρτο γένος ο Ησίοδος μας λέει:
[[ Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφη τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτος ο κακός ο πόλεμος και η φοβερή η μάχη
άλλους κάτω απ᾽ τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποίμνια πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ᾽ τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας τούς έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τούς έβαλε να μένουν.
Και κατοικούν ξένοιαστη έχοντας καρδιά
στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τούς δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το χρόνο,
[μακριά από τους αθανάτους. Σ᾽ εκείνους βασιλεύει ο Κρόνος,
γιατί τον ελευθέρωσε ο ίδιος ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
Τώρα πια έχει μέσα σ᾽ αυτούς τιμές, καθώς ταιριάζει.]] (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 157- 173)
Ο Πλάτωνας στο έργο του Κρατύλος ασχολείται με την προέλευση την λέξης «ήρωας» αλλά και της λέξης «άνθρωπος». Ας παρακολουθήσουμε τον διάλογο για την προέλευση αυτών των δύο σημαντικών λέξεων:
[[ ΕΡΜ.: Κι εγώ νομίζω, Σωκράτη, ότι σ’ αυτό τό σημείο είμαι πολύ σύμφωνος μαζί σου. Και ο ήρωας λοιπόν τί μπορεί να είναι;
ΣΩΚ.: Αυτό δεν είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβεις. Γιατί αυτό το όνομα πολύ λίγο τροποποιήθηκε, αφού σημαίνει τη γέννηση από τον έρωτα.
ΕΡΜ.: Τί θέλεις να πεις;
ΣΩΚ.: Δεν ξέρεις ότι οι ήρωες είναι ημίθεοι;
ΕΡΜ. Και τί μ’ αυτό;
ΣΩΚ.: Όλοι προφανώς έχουν γεννηθεί από τον έρωτα ή θεού με θνητή ή θνητού με θεά. Αν λοιπόν εξέτασης και αυτό σύμφωνα με την αρχαία αττική διάλεκτο, θα το καταλάβεις καλύτερα. Γιατί θα ιδείς ότι έχει παραχθεί από το όνομα του έρωτα, από το οποίο έχουν γεννηθεί οι ήρωες με μικρή μεταβολή της μορφής του ονόματος. Και αυτό εννοεί ότι είναι οι ήρωες, ή ότι ήταν σοφοί και ρήτορες δεινοί και συζητητικοί, άνθρωποι ικανοί στο νν ρωτούν (και να μιλούν: είρειν), γιατί και το ειρειν είναι συνώνυμο με το λέγειν. Καθώς λοιπόν είπαμε αυτή τη στιγμή, οι λεγόμενοι ήρωες στην αττική διάλεκτο βρίσκονται ότι είναι ρήτορες και ικανοί στο να ρωτούν, ώστε το ηρωικό γένος είναι το γένος των ρητόρων και των σοφιστών. Αυτό όμως δεν είναι δύσκολο να το εννοήσεις, περισσότερο δύσκολο είναι το όνομα των ανθρώπων— γιατί επί τέλους ονομάζονται άνθρωποι . Συ μήπως μπορείς να το πεις ;
ΕΡΜ.: Από που να το ξέρω, αγαπητέ μου; Αλλά, και αν ήμουν λίγο ικανός να το βρω, δεν καταβάλλω προσπάθεια, γιατί νομίζω ότι εσύ θα το βρεις καλύτερα από μένα.
ΣΩΚ.: Έχεις πεποίθηση στην έμπνευση του Εύθύφρονος, καθώς φαίνεται.
ΕΡΜ.: Και βέβαια.
ΣΩΚ.: Κάνεις καλά που έχεις πεποίθηση. Γιατί αύτη τη στιγμή μου φαίνεται ότι μου ήρθαν έξυπνες ιδέες, και πλησιάζω, αν δεν λάβω τα μέτρα μου, να γίνω σήμερα ακόμη πιό σοφός απ’ ό,τι πρέπει. Πρόσεξε λοιπόν σ’ αυτό που λέω. Πρώτα πρώτα δηλαδή αυτό πρέπει να βάλουμε στο νου μας για τα ονόματα, ότι πολλές φορές προσθέτομε γράμματα και άλλοτε αφαιρούμε άλλα, τροποποιώντας το όνομα που θέλουμε, και μεταβάλλουμε τον τονισμό. Παραδείγματος χάρη " «Διί φίλος» - αυτό για να γίνει όνομα αντί προτάσεως (Διίφιλος), και το ένα από τα δυο γιώτα αφαιρούμε, και αντί να προφέρουμε με οξύ τόνο τη μεσαία συλλαβή, την προφέρομε με βαρύ. Σε άλλες περιπτώσεις, αντίθετα, προσθέτομε γράμματα και προφέρομε τα βαρύτερα οξύτερα.
ΕΡΜ.: Αλήθεια λες.
ΣΩΚ.: Μια λοιπόν απ’ αυτές τις μεταβολές έπαθε και το όνομα των ανθρώπων, καθώς εγώ νομίζω, γιατί από πρόταση έγινε όνομα με την αφαίρεση ενός γράμματος, του άλφα, και με τη μεταβολή του τόνου της λήγουσας σε βαρύτερο.
ΕΡΜ.: Τί θέλεις να πεις;
ΣΩΚ.: Τούτο εδώ : αυτό το όνομα άνθρωπος σημαίνει ότι τα άλλα θηρία απ’ όσα βλέπουν τίποτε δεν ερευνούν ούτε συλλογίζονται ούτε παρατηρούν με προσοχή (αναθρείν), ο άνθρωπος όμως συγχρόνως βλέπει- και αύτό είναι το όπωπε- και παρατηρεί με προσοχή ( αναθρεί) και συλλογίζεται εκείνο που έχει ιδεί (δηλ. όπωπε) . Απ’  αυτό λοιπόν βγαίνει ότι από τα θηρία μόνον ο άνθρωπος σωστά ονομάστηκε
άνθρωπος , «ό εξετάζων όσα έχει δει» (αναθρών α όπωπε). ]] (Πλάτωνας, “Κρατύλος”, 398c- 399c)
Ο Πρόκλος, με βάση τον παραπάνω διάλογο, αναφέρεται στα μετά τους θεούς γένη, τα οποία διακρίνει σε: αγγελικά, δαιμονικά και ηρωικά. Για την τρίτη κατηγορία γράφει:
[[ Άλλα τέλος τα αποκαλούν ηρωικά, αυτά που αίρουν στα ύψη τις ανθρώπινες ψυχές και τις ανυψώνουν μέσω του έρωτα, χορηγούν τη νοητική ζωή που συνδέεται με τις μεγάλες πράξεις και εμφορείται από υψηλό φρόνημα και λαμβάνουν μιαν απολύτως επιστρεπτική τάξη και πρόνοια μαζί με τη συγγένειά τους προς τον θεϊκό νου, προς τον οποίο και δημιουργούν τη στροφή των κατώτερων· για τούτο τους έλαχε και η προσωνυμία αυτή, επειδή μπορούν να «αίρουν» και να σηκώνουν τις ψυχές προς τους θεούς.]] (Πρόκλος, “Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος”, 128)

Το γένος του σιδήρου: Είναι το γένος στο οποίο δεν ανήκε μόνο ο Ησίοδος- που θλιβόταν κι απευχόταν να βρίσκεται γιατί χαρακτηρίζεται από την βία και την έλλειψη δικαιοσύνης- αλλά κι εμείς τον 21ομ.Χ αιώνα. Είναι γένος ακόμη χειρότερο από το χάλκινο που περιγράψαμε. Σ’ αυτό γένος οι υποχρεώσεις και οι βιοτικές μέριμνες είναι τόσες πολλές, ώστε δεν υπάρχει χρόνος για αυτογνωσία. Αν και η Απολλώνια εντολή διαμέσου του παραγγέλματος των Δελφών είναι «Γνώθι σαυτόν», οι άνθρωποι «μεριμνούν και τυρβάζουν περὶ πολλά», αν και γνωρίζουν πολύ καλά πως «ενὸς δε έστι χρεία». Έτσι έχουν μπει σε ένα αθέμιτο ανταγωνισμό με σκληρότητα, απανθρωπιά κι αλαζονεία, στον οποί επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας. Οι λέξεις ειρήνη, αγάπη, συνεργασία, συντροφικότητα, αλτρουισμός, φιλότιμο, τιμή, αρετή, σεβασμός έχουν χάσει την αξία τους. Η ίδια η κοινωνία γαλουχεί τα μέλη της σε μια μίζερη ζωή γεμάτη μόχθο, δυστυχία, έλλειψη ηθικής και σεβασμού στις αξίες, όπου ο ισχυρότερος και πιο απάνθρωπος κυριαρχεί και επιβιώνει, ενώ ο άκακος, ο ηθικός κι αδύναμος γίνεται υποπόδιό του.
Οι άνθρωποι για να ικανοποιήσουν τις προσωπικές τους ορέξεις δεν σέβονται ούτε την ίδια την οικογένειά τους, γίνονται χαιρέκακοι, μνησίκακοι, κακότροποι, ασεβείς, κακόγλωσσοι, υπέρμετρα εγωιστές, πολλές φορές με ζωώδη ένστικτα. Ανάγουν τον εαυτό τους στο κέντρο του σύμπαντος θεωρώντας τους άλλος απλά σκουπίδια. Δεν σέβονται τους μεγαλύτερους και κακομεταχειρίζονται τους γέρους γονείς τους, οι αδερφοί εξαπατούν τους αδερφούς τους και τους αντιμάχονται. Επικρατεί το Δίκαιο της Πυγμής, ενώ λείπει εντελώς η Αιδώς και η Νέμεση! Έτσι οι άνθρωποι λόγω των παθών τους αισθάνονται δυστυχισμένοι.
Τα χρόνια ειρήνης που ζουν οι άνθρωποι του σιδηρού γένους είναι λίγα. Περισσότερο ζουν σε περιόδους πολέμων, καταστροφών, αίματος, σφαγών και δυστυχίας. Το δίκαιο επιβάλλεται δια πυρός και σιδήρου. Το κυρίαρχο μέταλλο σε όπλα, εργαλεία, μηχανές είναι ο σίδηρος. Ο σίδηρος που σκουριάζει κι αλλοιώνεται, όπως η συνείδηση των ανθρώπων. Μοιραία κι αυτό το γένος θα σκουριάσει και θα εξαφανιστεί. Ας ελπίσουμε πως θα σταματήσει η πτωτική τάση στο γένος μας και το επόμενο θα είναι καλύτερο. Την εποχή του Ησίοδου ο λευκόχρυσος (πλατίνα) και το όσμιο ήσαν άγνωστα. Να ευχηθούμε τα επόμενα γένη να συνδεθούν με τα μέταλλα αυτά, που είναι ευγενέστερα και ακριβότερα του χρυσού, ώστε ο άνθρωπος να πνευματοποιηθεί και να πλησιάσει τη θέωση, που είναι ο σκοπός του!
Η κατάσταση του γένους του σιδήρου είναι τόσο τραγική, ώστε ο Ησίοδος εύχεται: «Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τούς ανθρώπους να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.»
Ας δούμε, όμως, τι γράφει για το πέμπτο γένος ο βοιωτός ποιητής:
[[ Κι ο Δίας πάλι άλλο γένος έφτιαξε θνητών ανθρώπων,
απ᾽τους οποίους έχουν γεννηθεί οι τωρινοί πάνω στη σιτοδότρα γη.]
Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τούς ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται τη νύχτα,
μα μέριμνες σκληρές σ᾽ αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ᾽ αυτούς ανάμεικτα θα υπάρξουνε καλά με τα κακά.
Κι ο Δίας θ᾽ αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δε θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ᾽ αυτόν που τον φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός αγαπητός, σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ᾽ ανταποδίνουν.
Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ο ένας την πόλη του άλλου θ᾽ αφανίσει.
Διότι δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο του, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κακού το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο κι η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ᾽ τη γη με τους πλατιούς τούς δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουνε,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ᾽ το κακό προφύλαξη δε θα υπάρχει. ]] (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 174- 201)
Παρόμοια με τον Ησίοδο αναφέρει για τα ανθρώπινα γένη και ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος, με τη διαφορά πως αγνοεί το τέταρτο γένος των ηρώων, και αναφέρει μόνο τα γένη που έχουν χαρακτηριστικά τα τέσσερα μέταλλα. Παραθέτουμε και τη διήγηση του Οβίδιου:
[[ Έτσι η γη μας, που τούτη πρώτα άμορφη ήταν κι ανέργαστη όλη,
άλλαξε πλέον κι ευθύς εντύθη μορφές ανθρώπων, που άγνωστες ήσαν.
Πρώτα γεννήθη το χρυσό γένος, που, αφού ουδ’ ένας κριτής υπήρχε,
με θέλησή του και δίχως νόμους πίστη και δίκαιο αυτό τηρούσε.
Ποινή και φόβος απουσίαζαν· δεν διαβαζόνταν φοβεροί λόγοι
πάνω σε στήλες χαλκές μπηγμένες, ουδέ το πλήθοςς διόλου φοβόταν
με ικεσίες κριτή αποφάσεις· μ’ ασφάλεια δίχως κριτή εζούσαν.
Καμιά κομμένη πεύκη δεν είχε πάει ταξίδι σε ξένα μέρη
από τα όρη κατρακυλώντας σε κρυσταλλένια ύδατα μέσα,
ουδέ γνωρίζαν άλλο ακρογιάλι πλην του δικού τους όλοι οι ανθρώποι.
Ούτε ακόμη κρημνώδεις τάφροι περικυκλώναν όλες τις πόλεις,
ούτε υπήρχε σάλπιγξ ευθεία, ούτε καμπύλο χάλκινο κέρας,
ουδέ κράνη, ούτε ξίφη· μα δίχως χρήση του στρατιώτη
τερπνή περνούσαν σχόλη τα γένη και σε ασφάλεια πάντα βρισκόνταν.
Η γη η ίδια χωρίς να πάθει, χωρίς δικέλλα να τήνε ψαύσει,
χωρίς υνία να τη χαράξουν, μόνη της κείνη τα ‘δινε όλα·
και ως αρκούνταν στη γινομένη τροφή τους δίχως να τη ζητούνε,
συλλέγαν κράνα, καρπούς των δέντρων και τα βουνήσια κούμαρα όλοι,
μα και τα μούρα, αυτά που ήσαν προσκολλημένα στα τραχειά βάτα,
και βελανίδια, αυτά που πέφταν απ’ τη μεγάλη τη δρυ του Δία.
Άνοιξη αιώνια ήταν ολούθε και πράοι ζέφυροι με χλιαρές αύρες
ζωογονούσαν όλα τα άνθη, που δίχως σπέρμα αυτά βλασταίναν.
Καρπούς σε λίγο έφερε η γη μας, ανόργωτη όντας, κααι το χωράφι
αν και ουδόλως φρεσκαριζόταν, ελευκανόταν με βαρειά στάχυα.
Και τα ποτάμια όλα έρρεαν άλλοτε γάλα κι άλλοτε νέκταρ
και από πράσινο χλωρό πουρνάρι έσταζε πάντα το ξανθό μέλι.
Ως εξορίσθη στα σκοτεινά Τάρταρα ο Κρόνος κι ήταν ο κόσμος
υπό του Δία την εξουσία, το αργυρό γένος κατόπιν ήρθε·
κατώτερο ήταν του χρυσού γένους, αλλά πιο τίμιο του χαλκού γένους.
Του αρχαίου έαρος τον όλο χρόνο ο Ζευς συμμάζεψε και διαιρώντας
το έτος, κάνει τέσσερα μέρη σε περιόδους, το καλοκαίρι
και τον χειμώνα, τη σύντομη άνοιξη και το ανόμοιο το φθινόπωρο.
Τότε ο αέρας πρώτα πυρώθη, καθώς τον θέρμαινε το ξηρό καύμα
και εκρεμάσθη τότε ο πάγος, καθώς οι άνεμοι τόνε συσφίξαν.
Τότε το πρώτο σε σπίτια μπήκαν· για κατοικίες τα σπήλαια ήσαν
και πυκνοί θάμνοι αλλά και κλώνοι, που με τις φλούδες εσυμπλεκόνταν.
Τότε το πρώτο Δημήτριοι σπόροι σ’ αυλάκια μέσα μακριά εμπήκαν
και τα μοσχάρια, που πιεσθήκαν απ’ τον ζυγό τους, αναστενάξαν.
Μετά από κείνο το διεδέχθη το τρίτο γένος, χάλκινο όντας·
σκληρότερο ήταν ως προς τη φύση με πολύ ζήλο στα φρικτά όπλα,
μα όχι κακούργο. Το τελευταίο είναι το γένος σκληρού σιδήρου.
Αμέσως μπήκε σ’ αυτό το γένος του ευτελέστερου κακού μετάλλου
κάθε ανόσιο· έφυγε αμέσως η αιδώς, η αλήθεια κι η εμπιστοσύνη·
σ’ αυτών τη θέση ευθύς εμπήκαν απάτες, δόλοι και οι ενέδρες,
μα και η βία και η ανόσια αγάπη να ‘χει πράγματα κάποιος.
Άνοιγε ο ναύτης πανιά σ’ ανέμους, αν και δεν είχε γνωρίσει ακόμη
καλά εκείνους και οι καρίνες, που για περίσσιο χρόνο επάνω
στα ψηλά όρη ήσαν στημένες, είχαν πηδήσει στο άγνωστο κύμα·
τη γη που ήταν κοινή πιο πρώτα, όπως του ήλιου το φως κι ο αέρας,
ο ασφαλής ο τοπογράφος τη διαχωρίζει με μακρά όρια.
Και όχι μόνο καρπούς και όλες τις οφειλόμενες τροφές ζητούσαν
απ’ τα εδάφη, αλλ’ εισχωρήσαν μέχρι της γης τα βαθειά σπλάχνα,
κι όσα από τούτα η γη είχε κρύψει και είχε ρίξει σε σκιές Στύγιες,
αναμοχλεύσεις κακών που είναι, αυτά τα πλούτη τα εξορύσσουν.
Σίδηρος τώρα και το χρυσάφι, που πιο ολέθριο είν΄ του σιδήρου,
φάνηκε· τώρα πόλεμος ήρθε, που δίνει μάχες γι’ αυτά τα δύο,
και με το χέρι ματοβαμμένο έσειε όπλα, που εκροτούσαν.
Μ’ αρπαγές ζούνε· κι ούτ’ έχει ασφάλεια ξένος εκ μέρους του ξενιστή του
κι ο πεθερός απ’ το γαμβρό του, και στα αδέλφια είν’ σπάνια η χάρη.
Θέλει ο άνδρας της γυναίκας του την εξόντωση κι αυτή του ανδρός της·
κι οι φρικαλέες οι ψυχομάνες αναμειγνύουν χλωρά βοτάνια·
και του πατέρα τα χρόνια ο γιος του πριν την ώρα τα εξετάζει.
Και νικημένη κείται η ευσέβεια, και η Παρθένος Αστραία αφήκε,
απ’ τους ουράνιους τελευταία, τη γη που ήταν βρεγμένη μ’ αίμα. ]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. Ι, 87- 150)
Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος, σχολιάζοντας τα πέντε γένη της ανθρωπότητας, κάνει την ακόλουθη επισήμανση:
[[ Η ύπαρξη των ανώτερών μας γενών είναι τριπλή : νοητική, λογική και φανταστική, και στην νοητική αναλογεί το χρυσό γένος. Πράγματι, οι Έλληνες θεολόγοι λένε ότι ο χρυσός έχει αποδοθεί στον πρωταρχικό από τους κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό». Το αργυρό γένος αναλογεί στη λογική ύπαρξη, αφού ο άργυρος αναλογεί στον ενδιάμεσο και αιθέριο κόσμο. Το δε χάλκινο γένος, τέλος, αναλογεί στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και αισθητά. Εξ ου και αναλογεί προς τον «πολύχαλκο ουρανό» και τον «χάλκινο»», πού είναι ο αισθητός κόσμος, το σώμα του για την ακρίβεια, του οποίου και ο άμεσος δημιουργός παραδίδεται ότι τον χαλκεύει, είναι δηλ. ο Ήφαιστος. Τούτα λοιπόν είναι τα τρία γένη των δαιμόνων, στα οποία αναλογούν το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο γένος. Το τέταρτο τώρα γένος, το ηρωικό, σε σχέση με αυτά που υπάρχουν στα τρια προαναφερθέντα γένη, από άλλα είναι υποδεέστερο και από άλλα ανώτερο. Στ’ αλήθεια, το ηρωικό γένος εφάπτεται της πράξεως, και αν ακόμα έχει εκπέσει απο την πρόνοια των κατωτέρων και την ανέπαφη ζωή, έχει χαρακτήρα μεγαλουργό και δείχνει τη μεγαλοπρέπεια της αρετής της. Το πέμπτο, το ανθρώπινο γένος με τα πολλά πάθη, που παριστάνεται με το «πολυκάματο» και μαύρο σίδερο λόγω της υλικής και της σκοτεινιάς της ζωής, εκδηλώνει τις πράξεις του ελλειμματικές, διεφθαρμένες και άλογες.]] (Πρόκλος, “Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος”, 129)
Ο ίδιος φιλόσοφος εξετάζει τα γένη των ανθρώπων και σε άλλο έργο του, πηγαίνοντας την σκέψη τoυ ακόμα παραπέρα:
[[ Ο θεολόγος Ορφέας διδάσκει ότι υπάρχουν τρία γένη ανθρώπων. Πρωταρχικότερο όλων το Χρυσό, το οποίο, λέει, το δημιούργησε ο Φάνης. Δεύτερο το Αργυρό, του οποίου ηγήθηκε ο μέγιστος Κρόνος. Τρίτο το Τιτανικό, για το οποίο λέει ότι το δημιούργησε ο Ζεύς από τα μέλη των Τιτάνων. Ο Ορφέας εν ολίγοις λέει ότι μέσα στους τρείς τούτους όρους περιέχεται κάθε είδος της ανθρώπινης ζωής. Ή δηλαδή είναι νοητικό και θεϊκό, εγκαθιδρυμένο ακριβώς στο κορυφαίο των όντων, ή στρέφεται προς τον εαυτό του και νοεί τον εαυτό του και αρέσκεται στην τέτοιου είδους ζωή, ή στρέφει το βλέμμα του προς τα χειρότερα και θέλει να ζει μαζί με εκείνα, τα οποία δεν διαθέτουν λογική, με τα άλογα όντα. Καθώς λοιπόν η ανθρώπινη ζωή έχει τρία είδη, το πρωταρχικότερο όλων προέρχεται από τον Φάνη, ο οποίος συναρτά προς τα νοητά κάθε νοητικό υποκείμενο, άλλωστε αυτό που βρίσκεται πριν από τα νοητά είναι θεός, και τα πρώτα νοητά είναι θεοί και ενάδες, και επειδή το νοητό έχει ουσία, και οι πρώτοι νόες είναι ουσίες, και επειδή ο νους παντού από τη φύση του είναι νοητικός, οι πρώτες ψυχές είναι νοητικές. Το δεύτερο είδος προέρχεται από τον Κρόνο τον πρώτο, τον παλαιό, όπως λέει ο μύθος, τον «αγκυλομήτη», δηλ. «αυτόν με τις στρεψίβουλες σκέψεις», αυτός ο οποίος κάνει τα πάντα να στρέφονται προς τον εαυτό τους, ενώ το τρίτο από τον Δία, ο οποίος διδάσκει την πρόνοια για τα δεύτερα και την οργάνωση των κατώτερων Κόσμων : αυτό πράγματι άλλωστε είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δημιουργού. Ο Ησίοδος από πλευράς του δεν δημιουργεί τρία μόνο γένη, αλλά πρώτο το χρυσό, έπειτα το αργυρό, στη συνέχεια το χάλκινο, μετά κάποιο ηρωικό γένος κι ύστερα το σιδερένιο, προχωρώντας τον χωρισμό σε πιο πολλά είδη ζωής. Το χρυσό λοιπόν δηλώνει και για τον Ησίοδο κάποια μορφή νοητικής ζωής, άυλης και αγνής, σύμβολο της οποίας είναι το χρυσάφι που δεν σκουριάζει. Για τον λόγο αυτό μετακινεί το γένος αυτό στη σειρά των «κατά θέση δαιμόνων» (όχι των κατ’ ουσία Δαιμόνων!), η οποία προνοεί, φρουρεί και απομακρύνει τα κακά από το γένος των ανθρώπων, μετά τον κύκλο της γένεσης. Ευρισκόμενο μάλιστα αυτό το γένος στην περιοχή της γένεσης ανατρέφεται, λέει, και τελειοποιείται από τους πατέρες για εκατό χρόνια. Γράφει ένα μύθο που συνδέεται με τις Μούσες και δείχνει ότι σύμφωνα με τον κατ’ ενέργεια νου από τους πατέρες, και χωρισμένο από την ανθρώπινη πολυπραγμοσύνη ζει μια ζωή αποκαταστατική. Και όπως και στον Πλάτωνα έτσι και στον Ησίοδο δηλώνει τον κύκλο της ταυτότητας και της ομοιότητας και του νοητικού είδους ζωής.  Το επόμενο από αυτό το γένος, το αργυρό, προχωρεί από την σύμφωνα με τον νου ενέργεια στην μεικτή από νου και Λόγο ενέργεια. Αναγνωριστικό του σύμβολο είναι ο άργυρος, που διαθέτει, αφενός, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τη λαμπρότητα της σύμφωνης με τον Λόγο ζωής και τη φωτεινότητα όπως και το ότι μερικές φορές προσβάλλεται από τη σκουριά και τη σήψη, αλλά που, αφετέρου, έχει και κάτι πέρα από τα παραπάνω, το ότι όταν το βάλεις μαζί με το χρυσάφι παίρνει τη λάμψη του χωρίς να εκδηλώνει καμίαν αντίθεση προς αυτό. Έτσι είναι άλλωστε και ο Λόγος της ψυχής, μολονότι μερικές φορές πληρούται από την ύλη και από την υλική ακαθαρσία. Αλλά επίσης καταυγάζεται και φωτίζεται από τον νου, και, αφού φωτιστεί, εκδηλώνει μια μόνο και κοινή με αυτόν ενέργεια, «θεώμενος τα όντα» «με την νόηση συνοδευόμενη από τον Λόγο», όπως λέγει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 28.a» και στον «Φαίδρο, 247.e» αντίστοιχα. Το χάλκινο γένος, εξάλλου, το τρίτο, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό. Ένας λόγος λοιπόν άυλος, που υπάρχει ως καθαρό φώς και είναι απαλλαγμένος από τη σκοτεινή ύλη, που έχει μάλιστα και ο ίδιος κάποια ομοιότητα με τον Νου λόγω της επιστροφής προς τον εαυτό του, όπως έχει κάνει και ο χαλκός με το χρυσάφι, προσδιορίζοντας τη ζωή τούτων. Και επειδή ο χαλκός είναι αυτός που κατεξοχήν παράγει ήχο και μιμείται τον ζωτικό συριγμό της ψυχής, είναι αυτός που ταιριάζει στο ενδιάμεσο είδος της ζωής, το σύμφωνο με τον Λόγο. Το γένος των ημιθέων, που είναι το τέταρτο στην σειρά, στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η παθητική δράση μέσω της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη συνύφανση του με τον Λόγο. Το σιδερένιο γένος, το πέμπτο στην σειρά, είναι πραγματικά τελευταίο και χθόνιο, γεμάτο πάθη καθώς είναι παραπλήσιο με το σίδερο : ανθεκτικό, σκληρό και γεώδες, μαύρο και σκοτεινό. Τέτοια είναι άλλωστε και η φύση των παθών, ανεπίδεκτη νουθεσίας και αλύγιστη από τον Λόγο, και επίσης βαριά και αμέτοχη τρόπο τινά στον Λόγο, ο οποίος είναι φώς. Πραγματικά, εικόνα όλων τούτων είναι το σίδερο, με το οποίο ο ποιητής απεικόνισε το 5ο γένος. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτό είναι το τελευταίο και λιγότερο τιμώμενο, μέσα στα πάθη καθώς κυλιέται, με τον κίνδυνο να εκπέσει στην εντελώς θηριώδη και δίχως λογικό ζωή, έχοντας πάνω του αμυδρό και θαμπό το φως του Λόγου, όμοια και το σίδερο έχει μιαν αμυδρή ομοιότητα στην απόχρωση του με τον άργυρο, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μαύρο. Και το παθητικό στοιχείο άλλωστε έχει μια δύναμη φαντασίας η οποία τείνει να μιμηθεί τον Νου και τον Λόγο, αλλά δεν μπορεί επειδή εκδηλώνει την ενέργεια της μαζί με την ύλη.]] (Πρόκλος, “Εις πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα”, Β΄, ΜΒ΄)


‎Δημήτριος Μάρκου‎ προς Αποσυμβολισμός ελληνικής μυθολογίας
Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου