Μυριάμ, Μαρία (= η κυρά τής θάλασσας)
εκ του μύρα = θάλασσα, ετυμ. εκ του μαρμαίρω.
Εξ ου και Μαίρα ή Μαίρη, η Νηρηίς, αδελφή της Θέτιδος.
Από την αρχαιοτάτη ρίζα της ελληνικής λέξεως μύρα, που σημαίνει θάλασσα (μύρα: εκ του μαρμαίρω = απαστράπτω, αμαρύσσω[1] = λάμπω > η απαστράπτουσα ελληνική θάλασσα, η ομηρική «αλς μαρμαρέη»[2] > mare).
Από την λέξη μύρα = θάλασσα, κατάγεται η σημερινή λέξη «πλημμύρα» (= πλείων + μύρα), η «αλμύρα» (αλς + μύρα > άλας της μύρας), η αρχαία νύμφη της θαλάσσης Νηρηίς Μαίρα, (Μαίρη) ή Μαρία – Μυριάμ, που σημαίνει «κυρά της θάλασσας».
ΠΗΓΗ: Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ».
ΣΧΟΛΙΑ Γ. Λεκάκη:
[1] Εξ ου και Αμάρυνθος > Αμαρυσία / Αμαρυσσία Άρτεμις < amaruto > Μαρουσία, Μαρούσι, Μαρουσιώτισσα, βαφτιστικό Μαρουσώ στις Κυκλάδες, όπου μαρμαίρει η θάλασσα.
[2] Και εν τέλει το μάρμαρο, που απαστράπτει στον ήλιο.).
arxeion-politismou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου