Amfipoli News: Ελληνική η ετυμολογία της Μαρίας - της Ά. Τζιροπούλου-Ευσταθίου

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Ελληνική η ετυμολογία της Μαρίας - της Ά. Τζιροπούλου-Ευσταθίου


Μυριάμ, Μαρία (= η κυρά τής θάλασσας)

εκ του μύρα = θάλασσα, ετυμ. εκ του μαρμαίρω.

Εξ ου και Μαίρα ή Μαίρη, η Νηρηίς, αδελφή της Θέτιδος.

Από την αρχαιοτάτη ρίζα της ελληνικής λέξεως μύρα, που σημαίνει θάλασσα (μύρα: εκ του μαρμαίρω = απαστράπτω, αμαρύσσω[1] = λάμπω > η απαστράπτουσα ελληνική θάλασσα, η ομηρική «αλς μαρμαρέη»[2] > mare).

Από την λέξη μύρα = θάλασσα, κατάγεται η σημερινή λέξη «πλημμύρα» (= πλείων + μύρα), η «αλμύρα» (αλς + μύρα > άλας της μύρας), η αρχαία νύμφη της θαλάσσης Νηρηίς Μαίρα, (Μαίρη) ή Μαρία – Μυριάμ, που σημαίνει «κυρά της θάλασσας».

ΠΗΓΗ: Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ».

ΣΧΟΛΙΑ Γ. Λεκάκη:

[1] Εξ ου και Αμάρυνθος > Αμαρυσία / Αμαρυσσία Άρτεμις < amaruto > Μαρουσία, Μαρούσι, Μαρουσιώτισσα, βαφτιστικό Μαρουσώ στις Κυκλάδες, όπου μαρμαίρει η θάλασσα.

[2] Και εν τέλει το μάρμαρο, που απαστράπτει στον ήλιο.).

arxeion-politismou.gr
Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου