Το όνομα Μαραθώνας έμεινε στην ιστορία της Ελλάδας για τη μάχη στην οποία οι Αθηναίοι, το καλοκαίρι του 490 π.Χ., κατατρόπωσαν τους Πέρσες εισβολείς και για την ευψυχία του οπλίτη Φειδιππίδη, ο οποίος διέτρεξε οπλισμένος την απόσταση των σαράντα δυο χιλιομέτρων ως την πόλη, ανάγγειλε τη, νίκη με τις τελευταίες του δυνάμεις και αμέσως μετά πέθανε τσακισμένος από την τρομερή κούραση, σύμφωνα μ’ έναν «ιστορικό» θρύλο, βάσει του οποίου θα θεσπιζόταν στο μακρινό μέλλον ο πιο ευγενής αθλητικός αγώνας.
Ωστόσο ο μύθος αναφέρει τον Μαραθώνα με αφορμή μια άλλη απελευθερωτική μάχη, που έδωσε και κέρδισε ένας μόνο Αθηναίος ήρωας, και για μια άλλη ένδοξη επιστροφή, αν και, ευτυχώς, ο πρωταγωνιστής δε δοξάστηκε με το θάνατό του.
Τότε αρκούσε ένα ζώο άγριο και παράξενο για να σπείρει το θάνατο και την ερήμωση σε μια ολόκληρη περιοχή. Την πεδιάδα του Μαραθώνα λυμαινόταν ένας πελώριος ταύρος με κάτασπρο τρίχωμα, ο οποίος κατέστρεφε τους αγρούς και εξολόθρευε τους κατοίκους. Έλεγαν ότι τον είχε πιάσει ο Ηρακλής στην Κρήτη και τον είχε φέρει στο Άργος για να εκτελέσει τον έβδομο άθλο που του είχε επιβάλει ο Ευρυσθέας. Αυτός, από απερισκεψία ή με δόλο, άφησε στη συνέχεια ελεύθερο το άγριο ζώο. Και αφού διέσχισε τον Ισθμό της Κορίνθου, ο ταύρος εγκαταστάθηκε στην Αττική.
Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε ταύρος: σύμφωνα με μερικούς μυθογράφους, επρόκειτο για τον ταύρο στον οποίο μεταμφιέστηκε ο Δίας για να αρπάξει την Ευρώπη από τη Φοινίκη γεγονός που αποτελεί τις απαρχές τις θηβαϊκής μυθολογία·, Άλλοι όμως δε θεώρησαν ότι αυτή η ταύτιση συμβιβάζεται με την καταστροφική φύση του ταύρου του Μαραθώνα και υποστήριζαν ότι επρόκειτο για το απαίσιο δώρο που έστειλε ο Ποσειδώνας στον Μίνωα, το οποίο ερωτεύτηκε η Πασιφάη, γεννώντας από αυτή την τερατώδη ένωση τον Μινώταυρο – όπως μας αφηγείται η μυθολογία της Νάξου.
Όπως και να είχαν τα πράγματα, χρειάστηκε η επέμβαση ενός γιου του Ποσειδώνα, του Θησέα, για να εξιλεωθεί εκείνη η μάστιγα. Ο νέος είχε φτάσει λίγο καιρό νωρίτερα στην Αθήνα, αφού ξεπέρασε σκληρές δοκιμασίες αντιμετωπίζοντας τους κακούργους που συνάντησε στο δρόμο του- και ο θνητός πατέρας του, ο Αιγέας, φοβόταν μήπως εκτεθεί σε νέους κινδύνους. Ο Θησέας όμως, «θέλοντας να μη μένει άνεργος και, μαζί, να γίνει αγαπητός στον λαό» (Πλούταρχος, Βίος Θησέως, 14, 1), αποφάσισε να αναμετρηθεί με τον άγριο ταύρο κι έφυγε κρυφά για τον Μαραθώνα.
Το κατόρθωμά του διηγήθηκε ο Καλλίμαχος στο ποίημα Εκάλη, από το οποίο σώζονται μόνο μερικά αποσπάσματα, πράγμα δυσάρεστο, καθώς στην αρχαιότητα το έργο αυτό θεωρούνταν χαρακτηριστικό δείγμα της αλεξανδρινής ποίησης, για το λόγο ότι αντιπαρέθετε ένα δευτερεύοντα μύθο στους μεγάλους μυθικούς κύκλους και στην ηρωική μεγαλοπρέπεια, προβάλλοντας το ταπεινό πρόσωπο από το οποίο πήρε τον τίτλο του το έργο.
Η Εκάλη ήταν μια γριούλα που ζούσε μόνη της σε μια φτωχική καλύβα, στην οποία ο Θησέας πέρασε τη νύχτα πριν από την πάλη του με τον ταύρο. Τη μέρα «ο φωτεινός ουρανός ήταν πιο διαυγής από το κρύσταλλο»· προς το βράδυ όμως τα σύννεφα πύκνωσαν και ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα. Ο Θησέας αναζήτησε καταφύγιο όταν καλύβα της Εκάλης, η οποία υποδέχτηκε τον νέο στοργικά και μοιράστηκε μαζί του ένα λιτό δείπνο αποτελούμενο από ψωμί, ελιές και αγριόχορτα.
Ο ήρωας και η γυναίκα συζήτησαν για πολλή ώρα προτού πλαγιάσουν να κοιμηθούν. Την αυγή η Εκάλη έκανε τάμα στον Δία να προσφέρει θυσία αν ο Θησέας έβγαινε σώος και αβλαβής από την αναμέτρησή του με τον ταύρο. Είτε χάρη σ’ εκείνη τη μικρή προσευχή είτε λόγω της τεράστιας δύναμής του, ο ήρωας δάμασε τον ταύρο με δυο χτυπήματα, τον έδεσε μ’ ένα σκοινί και τον έσυρε στην Αθήνα. Να ποια σκηνή αντίκρισαν οι χωρικοί που συνωστίζονταν κατά μήκος του δρόμου(αποσπ.260,στ.2-13) :
Μπροστά σε τέτοιο θέαμα όλοι ρίγησαν και τρόμος τούς κατέλαβε βλέποντας μπροστά τους το μεγαλόσωμο άντρα και το πελώριο θεριό,
ώσπου ο Θησέας φώναξε από μακριά με βροντερή φωνή: «Σταθείτε, μη φοβάστε! Και κάποιος γρήγορα να τρέξει στην πόλη, στον πατέρα μου τον Αιγέα, μ’ αυτό το μήνυμα.
Πρέπει να του πει, για να τον ανακουφίσει απ’ τις πολλές του ανησυχίες:
“Ο Θησέας δεν είναι μακριά. Από τον Μαραθώνα φέρνει ζωντανό τον ταύρο”». Αυτά έλεγε και τα λόγια του όλοι επευφημούσαν και πανηγύριζαν, χωρίς να φεύγουν τρομαγμένοι.
Ποτέ ο νοτιάς δεν έριξε τόσα φύλλα,
ούτε ο βοριάς ούτε ο ίδιος ο μήνας που τα κάνει να πέφτουν, όσα έριχναν στη Θησέα οι χωρικοί από τη χαρά τους.
Η ασυνήθιστη πομπή διέσχισε τους δρόμους της πόλης μέχρι την Ακρόπολη, όπου ο ταύρος προσφέρθηκε ως θυσία στον Απόλλωνα. Απαλλαγμένος επιτέλους από τον ογκώδη αιχμάλωτό του, ο Θησέας έτρεξε ξανά στον Μαραθώνα για να φέρει στην Εκάλη την είδηση της επιτυχίας του. Η γριούλα όμως είχε πεθάνει την ίδια εκείνη μέρα, λες και με τη φιλοξενία του νεαρού ήρωα εξαντλήθηκε το νόημα της ύπαρξής της. Ο Θησέας αφιέρωσε σ’ αυτή μια γιορτή και της απηύθυνε τον ύστατο αυτό χαιρετισμό (απόσπ. 263):
Βάδισε, πιο γλυκιά ανάμεσα στις γυναίκες, στο δρόμο που τα βάσανα της καρδιάς δε φτάνουν.
Θα σε θυμόμαστε συχνά, γριούλα,
εσένα και το φιλόξενο καλύβι σου, που ήταν για όλους καταφύγιο.
***
Στη γη του μύθου – Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα με θεούς, ήρωες και ποιητές – Dario Del Corno, Lia Del Corno [Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη]
Αντικλείδι , antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου