Amfipoli News: ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΣΤΥΓΑΣ

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΣΤΥΓΑΣ



1ο  μέρος

Οι Ολύμπιοι θεοί έδιναν τον φοβερό όρκο στα νερά της Στύγας.  Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος όρκος τους. Γιατί, όμως, είχε τόση μεγάλη σημασία ο όρκος στο όνομα της Στύγας;

Η Στύγα ήταν μια αρχέγονη χθόνια θεότητα. Ο Ησίοδος την παρουσιάζει Ωκεανίδα, την πλέον έξοχη κόρη της Τηθύος και του Ωκεανού:

[[ Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλώδεις ποταμούς,

 το Νείλο, τον Αλφειό και τον Ηριδανό το βαθυδίνη,

………………………………………………………………………

Γέννησε και των Νυμφών το ιερό γένος, που πάνω στη γη

 ωριμάζουνε τους άντρες μαζί με τον Απόλλωνα το βασιλιά

 και με τους ποταμούς. Αυτόν τον κλήρο από το Δία έχουν,

 η Πειθώ, η Αδμήτη, η Ιάνθη, η Ηλέκτρα,

η Ευδώρη, η Τύχη, η Αμφιρώ, η Ωκυρόη

 και η Στύγα που η πλέον έξοχη απ᾽ όλες είναι.]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 337- 338 και 346- 349  και 360-361)

Ο Καλλίμαχος μας λέει πως ήταν μια από τις Νύμφες που είχαν τη φροντίδα της γέννας:

[[ Και είπε τότε η σεβαστή Ρέα μ᾽ αμηχανία:

 «Καλή μου Γη, κι εσύ έχεις γεννήσει, μα οι ωδίνες σου ελαφρές».

 Είπε, και το μεγάλο χέρι της τεντώνοντας ψηλά η θεά,

 το όρος με το σκήπτρο χτύπησε, κι εκείνο τότες άνοιξε πολύ

 και μέγα ρεύμα χύθηκε. Κι αφού σου δρόσισε το δέρμα, βασιλιά,

 σε φάσκιωσε και σ᾽έδωσε στη Νέδη να σε πάει

 στης Κρήτης τη σπηλιάν, εκεί κρυφά να μεγαλώσεις,

 κοντά στην πιο σεβάσμια απ᾽ τις Nύμφες, που ᾽καναν τότε τη μαμή,

 και πρώτη στη γενιά της, ύστερ᾽ απ᾽ τη Στύγα κι από τη Φιλύρα.]] (Καλλίμαχος, “Ύμνοι”, Στον Δία, 28- 36)

Ο Υγίνος την παρουσιάζει σαν κόρη της Νύχτας και του Ερέβους:

[[ Από την Καταχνιά γεννήθηκε το Χάος. Από το Χάος και την καταχνιά γεννήθηκε η Νύχτα, η Ημέρα, το Έρεβος, ο Αιθέρας. Από την νύχτα και το Έρεβος γεννήθηκαν ο Μόρος, το Γήρας, ο Θάνατος, η Κήρ, η εγκράτεια, ο Ύπνος, τα Όνειρα (Έρωτας)- δηλαδή ο Λυσιμελής, ο Επίφρων, ο Ηδυμελής- ο Πορφυρίων, ο Έπαφος, η Δυσαρμονία, η Πενία, η Αχρειότητα, η Νέμεση, η Ευφροσύνη, η Φιλία, ο Οίκτος,, η Στύγα, οι τρεις Μοίρες- δηλαδή η Κλωθώ, η Λέχεσις και η Άτροπος- και οι Εσπερίδες- δηλαδή η Αίγλη, η Εσπερία και η Ερύθεια.]] (Υγίνος, “Μύθοι”, Πρόλογος)

Το όνομα Στύγα (Στύξ στα αρχαία) σημαίνει η μισητή, η φρικαλέα και προέρχεται από το ρήμα στυγέω- στυγώ 😊 μισώ, βδελύσσομαι, αποστρέφομαι, κάνω κάτι μισητό ή φρικτό), απ’ όπου παράγεται το επίθετο στυγερός-η-ον και στυγνός-η-ον ( Λεξικά Ι. Σταματάκου και Δ. Δημητράκου).

Η Στύγα από τον Πάλλαντα απόκτησε παιδιά το Κράτος, τον Ζήλο, τη Νίκη και τη Βία και κατοικούσε στο ζοφερό κι απόκοσμο βασίλειο του Άδη, χέρια από τους άλλους θεούς, ενώ θεόρατες ασημένιες κολώνες ήσαν τριγύρω από τα δώματά της. Στην Τιτανομαχία πρόστρεξε μαζί με τα παιδιά της σε βοήθεια των Ολύμπιων θέων. Κι όταν νίκησαν αυτές ο βασιλιάς του κόσμου Δίας την τίμησε με το ν ορκίζονται οι θεοί στα νερά της, κάνοντας τον μεγαλύτερο όρκο, ενώ τα παιδιά της τα πήρε να ζουν κοντά του στον Όλυμπο.

Ο Ησίοδος μας λέει:

[[ Και η Στύγα, του Ωκεανού η κόρη, έσμιξε με τον Πάλλαντα

 και γέννησε μες στο σπίτι της το Ζήλο και τη Νίκη που ωραίους αστραγάλους έχει,

 το Κράτος και τη Βία, παιδιά περίφημα.

 Σπίτι γι᾽ αυτούς μακριά απ᾽ το Δία δεν υπάρχει, ούτε κάθισμα,

 ούτε και δρόμος που ο θεός να μην τους οδηγεί,

 μα κάθονται πάντα πλάι στο Δία το βαρύβροντο.

 Αφού έτσι αποφάσισε η Στύγα, η άφθαρτη η Ωκεανίδα,

 τη μέρα εκείνη που ο Ολύμπιος αστραπορίχτης

 όλους τους αθανάτους κάλεσε θεούς στον υψηλό τον Όλυμπο.

 Κι είπε πως όποιος από τους θεούς μαζί του τους Τιτάνες θα πολέμαγε,

 αυτός δε θα ᾽χανε τα προνόμιά του, πως ο καθένας θα ᾽χει τις τιμές

 που ᾽χε και πριν μες στους αθάνατους θεούς.

 Εκείνον πάλι που χωρίς τιμή, χωρίς προνόμια, απ᾽ τον Κρόνο ήταν,

 είπε πως θα του έδινε μερίδιο στις τιμές και τα προνόμια καθώς του αρμόζει.

 Και πρώτη η Στύγα η άφθαρτη ανέβηκε στον Όλυμπο

 μαζί με τα παιδιά της, με του πατέρα της τη συμβουλή.

 Κι αυτήν ο Δίας την τίμησε και δώρα περισσά τής έδωσε.

 Γιατί την ίδια όρισε να είναι των θεών ο μέγας όρκος

 και τα παιδιά της για όλους τους καιρούς συγκάτοικοί του να ᾽ναι.

 Κι ο Δίας όπως τα υποσχέθηκε, έτσι και σ᾽όλους ακριβώς τα εκπλήρωσε. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 382- 403)

Ο Απολλόδωρος επίσης έχει γράψει:

[[ Οι απόγονοι των Τιτάνων ήταν: του Ωκεανού και της Τηθύος οι Ωκεανίδες, δηλαδή η Ασία, η Στύγα, η Ηλέκτρα, η Δωρίς, η Ευρυνόμη, η Αμφιτρίτη και η Μήτις….

Από το Πάλλαντα και τη Στύγα γεννήθηκαν η Νίκη, το Kράτος, ο Zήλος και η Βία. Το νερό της Στύγας, που τρέχει από ένα βράχο στον Άδη, το όρισε ο Δίας για όρκο, κάνοντάς της αυτή την τιμή ως αντάλλαγμα που συμμάχησε στο πλευρό του μαζί με τα παιδιά της εναντίον των Τιτάνων.]] (Απολλόδωρος, “Βιβλιοθήκη”, βιβλ. Α΄, ΙΙ, 2, 4,5)

Ο Απολλόδωρος αναφέρει επίσης πως η Περσεφόνη ήταν κόρη της Στύγας από τον Δία:

[[ Ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα και απέκτησε την Ήβη, την Ειλείθυια και τον Άρη, κοιμήθηκε όμως και με πολλές γυναίκες, θνητές και αθάνατες…. Από τη Στύγα απέκτησε την Περσεφόνη.]] (Απολλόδωρος, “Βιβλιοθήκη”, βιβλ. Α΄, ΙΙΙ, 1)

Ο Παυσανίας παραθέτει την πληροφορία από τον Επιμενίδη πως η Στύγα από τον Πείραντα γέννησε την Έχιδνα: «Ο κρητικός Επιμενίδης αναφέρει και αυτός τη Στύγα ως κόρη του Ωκεανού, όχι όμως και ως σύζυγο του Πάλλαντα· λέει πως γέννησε την Έχιδνα από τον Πείραντα, όποιος κι αν είναι ο Πείρας.»

Ο Δίας, λοιπόν, όρισε στα νερά της Στύγας οι θεοί και οι άνθρωποι να δίνουν τον φοβερότερο όρκο. Κάθε φορά που ένας θεός κατηγορούνταν για ψευτιά ή απάτη, ο πατέρας των θεών έστελνε την Ίριδα να φέρει σε χρυσό κανάτι ( ή σε κανάτι φτιαγμένο από οπλή αλόγου) νερό από την πηγή της Στύγας, στο οποίο έβαζε τον θεό ή την θεά να ορκιστεί. Τρέμοντας τότε αυτός ή αυτή ορκιζόταν κάνοντας σπονδή με το νερό. Αν ο όρκος ήταν ψεύτικος, τότε για έναν χρόνο έμενε ακίνητος σαν άγαλμα και άφωνος, και μαραζωμένος δεν άγγιζε τη θεία τροφή, την αμβροσία και το νέκταρ, ενώ για άλλα εννέα χρόνια στερούνταν τα θεία προνόμιά του και δεν έπαιρνε μέρος στις συνελεύσεις των θεών, ούτε στα συμπόσια. Οι υπόλοιποι θεοί απόφευγαν κάθε επαφή μαζί του. Αν οι θνητοί επικαλούνταν στον όρκο τους τα νερά της Στύγας τότε η τιμωρία των επίορκων ήταν ιδιαίτερα σκληρή.

Ο Ησίοδος για τον όρκο στα νερά της Στύγας μας λέει:

[[ Εκεί και η θεά η μισητή στους αθανάτους μένει,

 η φοβερή η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, που ρέοντας γυρνά στον εαυτό του

 η πιο μεγάλη. Χώρια από τους θεούς μένει σε φημισμένα δώματα

 που τα κυκλώνουνε μεγάλα βράχια. Κι από παντού ολόγυρα

 με κίονες ασημένιους ακουμπούν στον ουρανό.

 Καμιά φορά του Θαύμαντα η κόρη, η Ίριδα η γοργόποδη,

 έρχεται απεσταλμένη πάνω απ᾽ τη ράχη την πλατιά της θάλασσας:

 κάθε φορά που φιλονικία κι έριδα σηκώνονται μέσα στους αθανάτους

 και τύχει ψέματα να πει κάποιος απ᾽όσους κατοικούν τα Ολύμπια δώματα,

 τότε ο Δίας στέλνει την Ίριδα να φέρει το μέγα όρκο των θεών,

 κρύο νερό περίφημο από μακριά μες σε χρυσό σταμνί,

 νερό που από το βράχο στάζει υψηλό και απόκρημνο.

 Άφθονο ρέει το νερό από το ιερό ποτάμι μέσα στη μαύρη νύχτα

 κάτω απ᾽ τη γη με τους πλατιούς τους δρόμους,

 κέρας του Ωκεανού που της δόθηκε το ένα δέκατο απ᾽ τα νερά του.

 Γιατί στα εννιά του δέκατα ο Ωκεανός γύρω απ᾽ τη γη κι από τη ράχη την πλατιά της θάλασσας

 στριφογυρνά με ασημένιες δίνες και χύνεται στον πόντο,

 ενώ το ένα δέκατο κυλά απ᾽ το βράχο, μεγάλη συμφορά για τους θεούς.

 Όποιος απ᾽ τους αθάνατους που κατέχουνε την κορυφή του χιονισμένου Ολύμπου

 κάνει σπονδή με το νερό αυτό και δώσει όρκο ψεύτικο

 κείτεται άπνοος για έναν πλήρη χρόνο. Κι ούτε ποτέ σιμώνει για φαΐ

 νέκταρ και αμβροσία, μα κείτεται δίχως πνοή, δίχως μιλιά,

 σε απλωμένο στρώμα και τον τυλίγει λήθαργος κακός.

 Και μόλις φτάσει στο τέλος της αρρώστιας, στο μέγα χρόνο απάνω,

 άλλος μετά τον άλλον τον περιμένει μόχθος δυσκολότερος:

 χρόνια εννιά στερείται τους θεούς που ζουν αιώνια,

 κι ούτε ποτέ σε σύσκεψη μαζί τους συμμετέχει, ούτε σε συμπόσιο

 για εννέα χρόνια ολόκληρα. Μα τη δέκατη χρονιά και πάλι

 στα συμβούλια συμμετέχει των αθάνατων που κατέχουν τα Ολύμπια δώματα.

 Τέτοιον ορίσανε όρκο οι θεοί το αθάνατο νερό της Στύγας,

 το παμπάλαιο. Κι η Στύγα μέσα από τόπο απόκρημνο το ρίχνει. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 775- 806)

Ο Ομηρικό Ύμνος μας αναφέρει πως η Λητώ, όταν ζήτησε καταφύγιο στη Δήλο για να γεννήσει την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, ορκίστηκε σ’ αυτήν πως θα την κάνει ονομαστό κέντρο λατρείας, αν της δώσει καταφύγιο, που την κυνηγούσε η Ήρα. Στον όρκο της επικαλέστηκε τα νερά της Στύγας σαν μέγα όρκο των θεών:

[[ ῎Αν ὅμως μεγάλη θεά

εὐδοκήσεις ὅρκο βαρύ νά πάρεις

πώς πρῶτα ἐδῶ ἐκεῖνος ναό θά στήσει περικαλλῆ

χρηστήριο νά ᾿ναι ἀνθρώπων κι ὅλης μετά τῆς οἰκουμένης,

ἀφοῦ θά ᾿ναι πολυθρύλητος..».

Αὐτά εἶπε κι ἡ Λητώ τό μέγα ὅρκο τῶν θεῶν ὡρκίστη:

«Μάρτυράς μου ἡ γῆς αὐτή

κι ὁ εὐρύς οὐρανός πάνωθέ μας

καί τό ἀργοκύλιστο τῆς Στυγός νερό

πού ᾿ναι ὁ μέγιστος κι ὁ δεινότατος ὅρκος

στούς μακάριους θεούς.

᾿Εδῶ θέ νά ᾿ναι παντοτεινά

τοῦ Φοίβου ὁ βωμός ὁ εὐωδιαστός καί τό τέμενος

καί σένα ἔξοχα θά τιμήσει πάνω ἀπ᾿ ὅλους».]] (Ομηρικοί Ύμνοι, Εις Απόλλωνα, 79- 88)

Ο Όμηρος παρουσιάζει την Ήρα να δίνει όρκο στον Δία κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου επικαλούμενη τα νερά της Στύγας:

[[ Μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω

 και της Στυγός τα ρεύματα που χύνονται στον Άδην,

 οπού ᾽ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος,

 κι η ιερή σου κεφαλή κι η νυμφική μας κλίνη,

 που όρκον σ᾽ εκείνην ψεύτικον δεν θα ᾽κανα ποτέ μου·]] (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. O΄, 36- 40)

Στα νερά της Στύγας βάζει την Ήρα να ορκιστεί ο Ύπνος, όταν του ζητάει να βάλει σε βαθύ ύπνο τον Δία για να βοηθήσει τους Αχαιούς, που τους νικούσαν οι Τρώες, όταν του υπόσχεται βασίλισσα του Όλυμπου σαν αντάλλαγμα για την εκδούλευση να του δώσει την ευκαιρία να κερδίσει τον έρωτα μιας από τις Χάριτες, που τόσο λαχταρούσε:

[[ Και ο Ύπνος εις τον λόγον της εχάρη και της είπε:

 «Όμωσε τώρα της Στυγός το φοβερό ποτάμι,

 το ένα βάλε χέρι σου στην γην την πολυθρέπτραν

 τ᾽ άλλο στην άσπρην θάλασσαν, να μαρτυρήσουν όλοι,

 όσοι θεοί κάτω απ᾽ την γην στο πλάγ᾽ είναι του Κρόνου,

 που μίαν συ μου υπόσχεσαι των λυγερών Χαρίτων,

 την Πασιθέαν, πόγινε λαχτάρα της ψυχής μου».]] (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ξ΄, 270- 276)

Στα ίδια νερά ορκίστηκε και η Καλυψώ πως θα επιτρέψει να γυρίσει ο Οδυσσέας στην πατρίδα του τη Ιθάκη:

[[ Όπως τον άκουσε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, του χαμογέλασε,

 το χέρι της απλώνει και τον χάιδεψε, μετά μιλώντας είπε:

 «Ω, παραείσαι πονηρός κι όχι μονάχα ξύπνιος,

 που τόλμησες να ξεστομίσεις τέτοιο λόγο. Λοιπόν, ορκίζομαι

 σ᾽ αυτή τη γη και στον απέραντο ουρανό που μας σκεπάζει,

 στο κατακόρυφο νερό της Στύγας —

 όρκος πιο φοβερός και πιο μεγάλος δεν έγινε

 για τους μακάριους θεούς:

 αληθινά δεν σκέφτομαι κακό για σένα· όσα στον νου μου έχω και στοχάζομαι,

 θα τα σκεφτόμουν και για μένα, αν τύχαινε την ίδια να με βρει

 παρόμοια ανάγκη. Σ᾽ το βεβαιώνω:

 είναι καλόγνωμος ο νους μου, δεν κρύβω μες στα στήθη

 καρδιά από σίδερο, σπλαχνίζομαι κι εγώ.» ]] ((Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. ε΄, 180- 191)

Για την ορκωμοσία των θνητών στα νερά της Στύγας έχουμε την ακόλουθη μαρτυρία του Ηρόδοτου:

[[  Ο Κλεομένης αργότερα, όταν αποκαλύφτηκε πως έκανε παλιοδουλειά στον Δημάρατο, φοβήθηκε τους Σπαρτιάτες κι έφυγε κρυφά στη Θεσσαλία. Κι αποκεί φτάνοντας στην Αρκαδία προκαλούσε πολιτική αναστάτωση, οργανώνοντας συνασπισμό των Αρκάδων εναντίον της Σπάρτης και δεσμεύοντάς τους και με άλλους όρκους πως θα τον ακολουθήσουν όπου κι αν τους οδηγήσει και μάλιστα πάσχιζε να κουβαλήσει τους ηγεμόνες των Αρκάδων στην πόλη Νώνακρη να τους βάλει να ορκιστούν στο νερό της Στυγός. Κι οι Αρκάδες λένε πως σ᾽ αυτή την πόλη είναι το νερό της Στυγός, και νά τί πράγματι συμβαίνει: λιγοστό νερό αναβλύζει από βράχο και πέφτει στάλα στάλα σε γούβα, και γύρω γύρω τη γούβα τη ζώνει ξερολιθιά. Κι η Νώνακρη, όπου τυχαίνει να βρίσκεται αυτή η πηγή, είναι πόλη αρκαδική κοντά στον Φενεό.]] (Ηρόδοτος, “Ιστορίαι”, βιβλ. Ζ΄, 74, 1-2)

Τα παιδιά της Στύγας, το Κράτος και η Βία είχαν εγκατασταθεί στον Όλυμπο και υπηρετούσαν τον Δία. Ο Αισχύλος στην τραγωδία του “Προμηθέας Δεσμώτης” παρουσιάζει το Κράτος και τη Βία να εκτελούν την εντολή του Δία να βοηθήσουν τον Ήφαιστο που είχε πάρει την εντολή από τον πατέρα του να δέσει με βαριές αλυσίδες τον Προμηθέα στον βράχο του Καύκασου. Κι ενώ ο Ήφαιστος δείχνει οίκτο για τα βάσανα που περιμένουν τον Τιτανίδη Προμηθέα, τα παιδιά της Στύγας δείχνουν ασπλαχνιά και σκληρότητα. Είναι στυγνοί εκτελεστές της εντολής του Κρονίδη. Όλα αυτά τα στοιχεία φαίνονται στον διάλογο του Κράτους και του Ήφαιστου στην αρχή της τραγωδίας:

ΚΡΑΤΟΣ: Νά μας, στα πέριορα τ᾽ αλαργινά του κόσμου

 στους έρημους κι απάτητους Σκυθικούς δρόμους.

 Τώρα δουλειά σου, ω Ήφαιστε, όσα ο πατέρας

 πρόσταξε, να γνοιαστείς, και τον άνομο τούτο

 στα βράχια, στους ψηλούς γκρεμνούς να πεδικλώσεις

 μ᾽ αλυσίδων ασύντριφτα δεσμά ατσαλένια,

 γιατί έκλεψε της πάντεχνης φωτιάς τη φλόγα,

 – τ᾽ άνθος σου εσένα – και το χάρισε του ανθρώπου.

 Τέτοιο κρίμα λοιπόν χρωστάει να μας πλερώσει,

 για να μάθει του Δία την εξουσία να στρέγει

 και τους φιλάνθρωπους τους τρόπους του ν᾽αφήσει.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Κράτος και Βία, για σας η προσταγή του Δία

τέλειωσε και πια τίποτε δε στέκει μπόδιο·

μα εμέ, δε μου βαστά η ψυχή θεό συγγενή μου

στ᾽ άγριο τούτο ποροφάραγγο να δέσω.

Όμως να σφίξω την καρδιά μου ανάγκη πάσα,

γιατί βαρύ ᾽ναι ν᾽ αψηφώ του Δία το λόγο.

Ω εσύ, με τα υψηλά φρονήματά σου, τέκνον

της ορθόβουλης Θέμιδας, θέλεις δε θέλω,

σ᾽ αυτή την έρμη την κορφή θα σε καρφώσω,

π᾽ ούτε φωνή και κανενός την όψη ανθρώπου

θα βλέπεις, μ᾽ απ᾽ του ήλιου τη φωτιά ψημένος

τ᾽ άνθος της όψης σου θ᾽ αλλάξεις και τη νύχτα

θα λαχταράς την πολυξόμπλιαστη να φτάσει,

να σκεπάσει το φως, ως νά ᾽βγει ο ήλιος πάλι

τη αυγινή την πάχνη να σκορπίσει· κι έτσι

κάποιο θα ᾽χεις κακό να τυραγνιέσαι πάντα,

χωρίς να βρίσκεται ψυχή να σ᾽ αλαφρώσει.

Τέτοιο έλαβες μιστό γι᾽ αγάπη των ανθρώπων·

γιατί, θεός εσύ, δε σκιάχτηκες των άλλων

    την οργή των θεών και πήγες να προσφέρεις

στους ανθρώπους χαρίσματα πέρ᾽ από το δίκιο,

που αντίς γι᾽ αυτά, στον άχαρο το βράχο τούτο

ολόρθος κι άγρυπνος φρουρός θενα φυλάγεις,

δίχως τα γόνατά σου να λυγάς και θρήνους

πολλούς κι ανώφελα θα σκούζεις μοιρολόγια·

γιατί εύκολα δεν τη γυρνάς του Δία τη γνώμη

κι είναι πάντα σκληρός ο κάθε νέος αφέντης.

ΚΡΑΤ.: Λοιπόν, τί στέκεις κι άδικα ψυχοπονιέσαι

 τον αντίθεο το θεό και να μη βράζει η οργή σου,

 που πρόδωκε στον άνθρωπο τ᾽αξίωμά σου;

 ΗΦΑΙΣ. :Πολύ βαραίνει, συγγενής και φίλος να ᾽σαι.

 ΚΡΑΤ. :Δε λέω· μα πάει να παρακούς και του πατρός σου

 το λόγο; Και πώς πιότερο δεν το φοβάσαι;

 ΗΦΑΙΣ.: Πάντα σου εσύ σκληρός, πάντα κακία γιομάτος.

 ΚΡΑΤ.: Δεν έχει διάφορο αν τον κλαίω· και συ μη χάνεις

 σ᾽ όσα δεν ωφελούν τον κόπο σου του κάκου.

 ΗΦΑΙΣ.: Αχ, τέχνη, πώς με τα όλα μου σ᾽ έχω μισήσει!

 ΚΡΑΤ.: Τί να της βαργομάς; γιατί, να πούμ᾽αλήθεια,

 στα κακά τώρ᾽ αυτά δε φταίει διόλου η τέχνη.

 ΗΦΑΙΣ.: Μ᾽άμποτε να τη λάχαινε κανένας άλλος.

 ΚΡΑΤ.: Όλα βαριά, εχτός να ᾽σαι των θεών ο αφέντης,

 κι έξω απ᾽ το Δία κανείς ελεύτερος δεν είναι.

 ΗΦΑΙΣ.: Σύμφωνος, και σ᾽ αυτό λόγο να πω δεν έχω.

 ΚΡΑΤ.: Κάνε λοιπόν και πέρνα του τις αλυσίδες,

 να μη σε δει και αργοπορείς ο Δίας πατέρας.

 ΗΦΑΙΣ.: Έτοιμα, βλέπεις, τα λυτάρια του είν᾽ομπρός σου.

 ΚΡΑΤ.: Πεδίκλωσ᾽ του μ᾽ όλη τη ζώρη σου τα χέρια,

 χτύπα με τη βαριά, στο βράχο κάρφωνέ τον.

 ΗΦΑΙΣ.: Τέλειωσε, νά το, κι η δουλειά δεν πάει του μάκρου.

 ΚΡΑΤ.: Πιο πολύ βάρα, σφίγγε, μην τ᾽αφήνεις λάσκα,

 κι είν᾽ άξιος να βγει πέρα κι όπου δεν το ελπίζεις.

 ΗΦΑΙΣ.: Στεριώθηκε, που πια δε λει, το ᾽να του χέρι.

 ΚΡΑΤ.: Τ᾽ άλλο τώρα ζώστ᾽ του γερά· να μάθει μ᾽ όλες

 τις μαστοριές, πως με τον Δία δεν παραβγαίνει.

 ΗΦΑΙΣ.: Παράπονο, άλλος απ᾽αυτόν, λέω να μη μου ᾽χει.

 ΚΡΑΤ.: Άγρια σαγόνα τώρα σφήνας ατσαλένιας

 πέρα για πέρα πέρνα του γερά στα στήθια.

 ΗΦΑΙΣ.: Οϊμένα, κλαίω, Προμηθέα, τα βάσανά σου.

 ΚΡΑΤ.: Τα ίδια μας πάλι; και για τους εχθρούς του Δία

 θρηνείς; φυλάου μην κλάψεις για λογαριασμό σου.

 ΗΦΑΙΣ.: Βλέπεις πράμα, που μάτια δε βαστούν να βλέπουν.

 ΚΡΑΤ.: Βλέπω που βρίσκει αυτός ό,τι άξιζε να πάθει·

 μα βάλ᾽ του γύρω στα πλευρά μασκαλοζώστρες.

 ΗΦΑΙΣ.: Ανάγκη πάσα· κι οι πολλές φωνές σου ας λείπουν.

 ΚΡΑΤ.: Και θα φωνάξω και θενά χουγιάξω ακόμα.

 Έρχου κάτω, κιρκέλωσ᾽ του σφιχτά τα σκέλια.

 ΗΦΑΙΣ.: Νά, τέλειωσε κι αυτό και μ᾽ όχι πολύ κόπο.

 ΚΡΑΤ.: Χτύπα τώρα γερά τα καρφιά πέρα ως πέρα,

 γιατ᾽ έχεις δύσκολο κριτή σ᾽ αυτό σου το έργο.

 ΗΦΑΙΣ.: Ταιριάζει αλήθεια η γλώσσα σου με τη μορφή σου.

 ΚΡΑΤ.: Κάνε συ αν θες το μαλακό, και το δικό μου

 80μη μου χτυπάς σκληρόψυχο κι αυθάδη τρόπο.

 ΗΦΑΙΣ.: Πάμε· κι έχει ένα γύρο βρόχια στο κορμί του.

 ΚΡΑΤ.: Μεγαλοπιάνου τώρα εδώ κι άρπαζε αν θέλεις

 τα τίμια των θεών να φέρνεις στους ανθρώπους.

 Και τί μπορούνε τάχα αυτοί να σε συντρέξουν

 στα βάσανά σου; ψεύτικα οι θεοί σού δίνουν

 του Προμηθέα τ᾽ όνομα, γιατί κι ο ίδιος

 χρειάζεται έναν άλλον νά ᾽βρεις προμηθέα,

 για να ᾽θελε ξεμπλέξεις απ᾽αυτές τις τέχνες.]] (Αισχύλος, “Προμηθέας Δεσμώτης”, 1- 87)

Δημήτριος Μάρκου - Αποσυμβολισμός ελληνικής μυθολογίας

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου