Κλεάνθης Γρίβας
«Το πιο σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι οι αναγκαίες παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται πριν από την ηλικία του νηπιαγωγείου».
Σουλτάνα Ιορδανοπούλου, «εκπαιδευτικός»
Δεν υπάρχει τίποτα που να δικαιολογεί τον βασανισμό ενός ανθρώπου και, κυρίως, ενός παιδιού. Γιατί όσο μικρότερη είναι η ύπαρξη που βασανίζεται, τόσο περισσότερο αναδεικνύεται σε ένα βασανιστήριο που επιβάλλεται σε όλους μας. Αυτό ήταν το μέγα μάθημα του 20ου «αιώνα των βασανιστηρίων» που στιγματίστηκε ανεξίτηλα από τα ανθρωπόμορφα κτήνη τα οποία διασκέδαζαν κάνοντας σκοποβολή στα κορμάκια μικρών παιδιών ή θρυμματίζοντας σε τοίχους τα κεφαλάκια μωρών.
Βεβαίως, η κ. Σουλτάνα Ιορδανοπούλου παραδέχτηκε το περιστατικό λέγοντας ότι «φέρθηκα υπερβολικά βγάζοντας το παιδί έξω στο κρύο για περίπου 2 λεπτά» (και μάλιστα χωρίς καν παλτό, όπως φαίνεται στο σχετικό βίντεο) εξωραΐζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την εφαρμοσθείσα «παιδαγωγικής της ψύξης». Και αμέσως, έσπευσε να μας νουθετήσει:
«Το πιο σημαντικό [πιο σημαντικό κι απ’ την ανάλγητη τιμωρία;] είναι να θυμόμαστε ότι οι αναγκαίες παρεμβάσεις [δηλαδή, οι βασανισμοί;] πρέπει να γίνονται πριν από την ηλικία του νηπιαγωγείου». (!)
Κατανοώ την ανάγκη της «εκπαιδευτικού» (με πολλά εισαγωγικά, για μένα) κ. Σουλτάνας Ιορδανοπούλου να δικαιολογήσει το βασανισμό που επέβαλλε σε ένα 4χρονο κοριτσάκι, πετώντας το έξω από την τάξη, στην αυλή του σχολείου, σε συνθήκες αφόρητου ψύχους, για να το… «σωφρονίσει».
Προφανώς, αδυνατεί να καταλάβει ότι καμιά δικαιολογία (και πολύ περισσότερο ένα ανοητολόγημα του τύπου ότι «το πιο σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι οι αναγκαίες παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται πριν από την ηλικία του νηπιαγωγείου», με την οποία υπονοεί ότι ακολουθούσε «παιδαγωγικές αρχές»), δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον βασανισμό ενός 4χρονου κοριτσιού με την έκθεση του στο δριμύ ψύχος. Απλώς αποκαλύπτει ένα απύθμενο βάθος άγνοιας και μια επίσης απύθμενη άβυσσο ψυχής.
Εξ’ ου και το αβίαστο ερώτημα: Πού διδάχθηκε η κ. Σουλτάνα Ιορδανοπούλου την αποτρόπαια «παιδαγωγική» της ανάλγητης τιμωρίας (που κωδικοποιείται σε αποκρουστικά «σλόγκαν» του πραναφερθέντος τύπου), ενάντια στην οποία στράφηκε μια στρατιά λαμπρών παιδαγωγών από τους μεγάλους του Διαφωτισμού και τον Ζαν-Ζακ Ρουσό μέχρι τους Γιόχαν Πεσταλότσι, Μαρία Μοντεσόρι, Ζαν Πιαζέ, Τζον Ντιούϊ, Αλεξάντερ Νιλ, Πάουλο Φρέϊρε, Ιβάν Ιλλιτς, και πλήθος άλλων, από τους οποίους θα έπρεπε όλοι οι δάσκαλοι να διδάσκονται ισοβίως. Και όσοι παραμελούν αυτό το καθήκον και επαναπαύονται στην εκφορά σπουδαιοφανών ανοητολογημάτων είναι απολύτως ακατάλληλοι για παιδαγωγοί και μάλλον είναι κατάλληλοι ως σωφρονιστικοί επόπτες σε κάποιο Τάγμα Ιησουϊτών ή σε κάποιο «στρατόπεδο αναμόρφωσης».
Η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου συνιστά μια ανελέητη σύγκρουση ανάμεσα στην ψυχική μονάδα του βρέφους που τείνει να διατηρήσει την κατάστασή της, και στην κοινωνία που επιδιώκει να μεταμορφώσει το βρέφος σε κοινωνικό άνθρωπο. Και όπως σε κάθε σύγκρουση, έτσι και σ’ αυτή εμφιλοχωρεί η βία.
Η μείωση των εντάσεων αυτής της σύγκρουσης υποτίθεται ότι εμπίπτει αρχικά στις αρμοδιότητες της οικογένειας και του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος και, εν συνεχεία, του σχολείου, δηλαδή σ’ ένα κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής της παιδαγωγικής. Και όσοι αγνοούν αυτές τις βασικές συνιστώσες της, είναι καταδικασμένοι να παλινδρομούν στη βία – πράγμα που διευκολύνεται από την έλλειψη της απειλής των κυρώσεων.
Υπάρχουν δύο είδη διαπαιδαγώγησης που η άσκησή τους χαρακτηρίζει την ποιότητα ή την έλλειψη ποιότητας των ατόμων και των κοινωνιών: H θετική και δημιουργική διαπαιδαγώγηση στηρίζεται στην πειθώ, το παράδειγμα και τον σεβασμό που εμπνέει ο παιδαγωγός και ασκείται χωρίς τη διαμεσολάβηση μηχανισμών καταναγκασμού και τιμωρίας. Η αρνητική και καταστρεπτική «διαπαιδαγώγηση» στηρίζεται στην επιβολή σκληρών τιμωριών και κυρώσεων όταν παραβιάζονται οι κανόνες και ασκείται πάντοτε με τη διαμεσολάβηση μηχανισμών καταναγκασμού.
Όποιος δεν το κατανοεί αυτό, είναι απολύτως ακατάλληλος για παιδαγωγός. Αν δεν μπορεί να ασκεί την δημιουργική διαπαιδαγώγηση, δεν πρέπει να του επιτρέπεται να ασχολείται με τα παιδιά.
Κάποτε, ο σεμνός άνθρωπος και ζωγράφος Κώστας Λούστας, μου περιέγραψε πώς ένα υποκτήνος-«δάσκαλος», του έσπασε τα δάκτυλα με τη βέργα για να τον αποτρέψει να ασκείται στο βιολί που λάτρευε, γιατί τον απασχολούσε από τα μαθήματά του. Μετά τα πολλαπλά κατάγματα που παραμόρφωσαν τα δάκτυλά του, ο Λούστας, αδυνατούσε να καλλιεργήσει το ταλέντο του στη μουσική. Το διοχέτευσε στη ζωγραφική και εξελίχθηκε σε έναν από τους γνωστότερους ζωγράφους της γενιάς του. Έτσι, μπορούσε να αποδίδει με χρώματα τον κόσμο που δεν μπορούσε να υμνεί με ήχους. Αλλά ποτέ του δεν καταφέρει να ξεπεράσει το κενό της μουσικής που του δημιούργησε μια κανιβαλική αντίληψη της «παιδαγωγικής». Και αυτό, ήταν φανερό από την ιδιαίτερη έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό του, κάθε φορά που μου διηγούταν πώς, καθισμένος στο πάτωμα του Carnegie Hall, βυθίζονταν σε ένα δικό του μαγευτικό κόσμο ακούγοντας τον μεγάλο Jascha Heifetz να παίζει τις σονάτες και τις παρτίτες για βιολί του Bach.
Δυστυχώς, η αντιμετώπιση της καταστρεπτικής βίας αποδεικνύεται πολύ δύσκολη γιατί προϋποθέτει τη θεραπεία της παρανοϊκής φλέβας που διατρέχει τον δήθεν «φυσιολογικό» άνθρωπο, προϋποθέτει τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στον φυλογενετικά παλαιό και τον φυλογενετικά νέο εγκέφαλο, ανάμεσα στο ένστικτο και τη νόηση, ανάμεσα στη συγκίνηση και τη λογική, και ανάμεσα στην άγνοια και τη γνώση, ως βασικές προϋποθέσεις για την περιστολή της δυνατότητας κάθε κακοφορμισμένη κοινωνικοποίησης των ανθρώπων που αντιδρούν με πλείστες όσες συμπεριφορές καταστροφικής επιθετικότητας.
Όπως έλεγε ο Σουίφτ «Έχουμε τόση ακριβώς θρησκεία όση μας φτάνει για να μισούμε, αλλά όχι αρκετή για ν’ αγαπάμε αλλήλους».
Νομίζω ότι από τον Άρθουρ Κέσλερ διατυπώθηκε μια εντυπωσιακά ακριβής ετυμηγορία για την εποχή μας που εναρμονίζεται με την άποψή μου για τη νευροφυσιολογική καταγωγή της βίας του εγγενώς σχιζοφρενικού ανθρώπινου όντος (την αναπαράγω από μνήμης):
«Η φύση μάς εγκατέλειψε, γιατί είμαστε προϊόν ενός λάθους στην εξελικτική διαδικασία. Ο θεός ξέχασε να διορθώσει το λάθος. Συνεπώς, το διορθωτικό έργο πρέπει να επιτελεστεί από μας, για να μεταμορφωθεί, επιτέλους, ο Homo Maniacus σε Homo Sapiens. Όσο υπάρχει ακόμα χρόνος».
Οι έρευνες του Papez και του McLean, στον οποίο οφείλεται η διατύπωση της θεωρίας του τριαδικού εγκεφάλου, φωτίζουν την ερμηνεία ορισμένων από τις καταστρεπτικές επιθετικές συμπεριφορές του ανθρώπου, ενώ οι διαπιστώσεις πολλών ερευνητών συνοψίστηκαν άριστα από τον γιατρό και βιολόγο Lewis Thomas στη φράση ότι «ο άνθρωπος έχει προγραμματιστεί βιολογικά ώστε να μην υπόκειται σε κανένα προγραμματισμό και να έχει πάντα την ελευθερία της συνεχούς αναζήτησης νέων στόχων και σκοπών», (*) δείχνουν ένα δρόμο που θα μπορούσε να ακολουθηθεί για την περιστολή της καταστροφικής βίας. Αν και η υιοθέτησή του δεν είναι καθόλου σίγουρη.
Κλεάνθης Γρίβας
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Εάν επικρατήσει και πάλι η συντεχνιακή «ομερτά», θα αναδημοσιεύσω ως απάντηση το άρθρο του Κώστα Ζουράρι με τίτλο Δυσάθλιοι, χοντρόπετσοι, «εκπαιδευτικοί»; (Μακεδονία, 5 Νοεμβρίου 2006)
(*) Lewis Thomas: Η ζωή ενός κυττάρου, Viking, Ν.Υ., 1975. Το 1975, ο L. Thomas ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, επιτελικό στέλεχος της Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και πρόεδρος του Αμερικάνικου Αντικαρκινικού Ινστιτούτου.
zougla.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου