Ο Δημήτρης Μπάτσης, Έλληνας μαρξιστής νομικός, οικονομολόγος, κοινωνιολόγος, καθηγητής και εκδότης του περιοδικού «Ανταίος», γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916 και δικάστηκε από το Α’ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών που δίκασε το Νίκο Μπελογιάννη, το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο και εκτελέστηκε δια τυφεκισμού στις 30 Μαρτίου 1952 στο συνήθη χώρο θανατικών εκτελέσεων στου Γουδή πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία».
Ήταν παντρεμένος δύο φορές και από τον πρώτο του γάμο με τη Λίνα Αιλιανού είχε αποκτήσει το 1942, μια κόρη την Ελένη Μπάτση-Λυκιαρδοπούλου, και στις 8 Οκτωβρίου 1951 παντρεύτηκε δεύτερο γάμο με την Λίλιαν Καλαμάρο-Black, κόρη Εβραϊκής καταγωγής Έλληνα βιομηχάνου.
Ο Δημήτριος Μπάτσης κατάγονταν από πλούσια μεγαλοαστική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο βασιλόφρονας ναύαρχος Αντώνιος Μπάτσης, που καταγόταν από τα Ψαρά και μητέρα του ήταν η Αναστασία Πρίντεζη-Μπάτση, από τη Σύρο.
Σπουδές
Ο Δημήτρης φοίτησε στο Βαρβάκειο ή το Πειραματικό Σχολείο, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Ελένης, σπούδασε Νομικά και Οικονομικά και μιλούσε άριστα Γαλλικά και Αγγλικά. Ήταν μάχιμος δικηγόρος, όμως ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη Μαρξιστική θεωρία και μελέτησε με δική του πρωτοβουλία, κοινωνιολογία και οικονομικά. Ήταν μέλος της «Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Νεοελληνικών Προβλημάτων «Επιστήμη–Ανοικοδόμηση», γνωστής με τα αρχικά «ΕΠ-ΑΝ», που ίδρυσαν στις 3 Σεπτεμβρίου του 1945, μαζί με τον πρύτανη του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Νικόλαο Κιτσίκη, πατέρα του επίσης πανεπιστημιακού καθηγητή Δημήτρη Κιτσίκη, ο οποίος προλόγισε το βιβλίο του.
Περιοδικό «Ανταίος»
Ο Μπάτσης υπήρξε αρχικά συντάκτης και υπεύθυνος συντάξεως, ενώ από το 6ο τεύχος του ήταν εκδότης και διευθυντής στο δεκαπενθήμερο επιστημονικό περιοδικό «Ανταίος», το οποίο κυκλοφόρησε από τις 20 Μαΐου 1945 έως τον Ιούνιο του 1951. Στο περιοδικό ο Μπάτσης δημοσίευσε άρθρα για την αποικιακή εκχώρηση της Πτολεμαΐδας. Επίσης δημοσίευσε κατ’ αρχήν από τις 10 Μαΐου 1946 κείμενα που αποτέλεσαν αργότερα το υλικό για το βιβλίο «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται και στην υπογραφή της συμβάσεως «Hugh Cooper».
Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού υπογράμμιζε:
«….προϋπόθεση για να τεθούν τα θεμέλια της ανοικοδόμησης, στο απώτερο μέλλον σε πλατιές και κοινωνιστικές βάσεις είναι να λευτερωθή ο λαός και η οικονομία του από κάθε αντιπαραγωγικό, αντιοικονομικό και εκμεταλλευτικό μπόδιο που έστηνε στην πρόοδο της χώρας μια μονοπωλιακή κερδοσκοπική ολιγαρχία».
Επίσης γράφει:
«…Σήμερα, λοιπόν, προϋπόθεση για να τεθούν τα θεμέλια της ανοικοδόμησης στο απώτερο μέλλον σε πλατιές και κοινωνικές βάσεις είναι να ελευθερωθεί ο λαός και η οικονομία του, από κάθε αντιπαραγωγικό, αντιοικονομικό και εκμεταλλευτικό εμπόδιο που έστηνε στην πρόοδο της χώρας μια μονοπωλιακή κερδοσκοπική ολιγαρχία… Ο λαός κάνει το καθήκον του με στερήσεις και εξαντλητική εργασία. Ποιος όμως δεν κάνει το καθήκον του απέναντι στη χώρα και το λαό; Να, το βασικό πρόβλημα της ανοικοδόμησης. Πρέπει να εξεταστεί κατά κλάδους και τομείς της οικονομίας ποια ενδογενής αιτία εμποδίζει την ανασυγκρότηση και πως μπορεί να εξουδετερωθεί …»
Σύλληψη του Μπάτση
Ο Μπάτσης συνελήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1951 στην οδό Σοφοκλέους από την Ασφάλεια Πειραιά. Λίγες ημέρες αργότερα από την Ελληνική Αστυνομία εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση: «Ο φερόμενος ως εξαφανισθείς, δικηγόρος Δημήτριος Μπάτσης, διευθυντής του περιοδικού Ανταίος, συνελήφθη υπό της Γενικής Ασφαλείας Πειραιώς, όπου και κρατείται. Ούτος ενέχεται εις υπόθεσιν δια την οποίαν διενεργείται ανάκρισις». Στις 14 Νοεμβρίου 1951 η αστυνομία ανακοινώνει ότι από την ημέρα που συνελήφθη ο Μπάτσης ο ασύρματος της βίλας «Αύρα» στη Γλυφάδα διέκοψε τις εκπομπές της για δέκα μέρες. Στις 8 Ιανουαρίου του 1952 ο Μπάτσης μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου τον ανέκρινε προσωπικά ο ίδιος ο υπουργός Κωνσταντίνος Ρέντης με την βοήθεια των ανώτερων αστυνομικών διευθυντών, Ιωάννη Πανόπουλου, Λιαρομάτη και Ρακιτζή, ενώ η πληροφορία δόθηκε στις εφημερίδες από τον ίδιο τον Ρέντη, ο οποίος στις 18 Ιανουαρίου ανακοίνωσε ότι παραπέμπονται στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών: ερήμην η εκτός Ελλάδος ηγεσία του Κ.Κ.Ε. και «κατ αντιμωλίαν» οι Νίκος Μπελογιάννης, η ερωμένη του Έλλη Παππά-Ιωαννίδου, Δημήτριος Μπάτσης, Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος και άλλοι.
Η δίκη του Μπάτση
Η δίκη του Μπάτση άρχισε στις 15 Φεβρουαρίου 1952 στο Α’ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, με την κατηγορία της «διενέργειας κατασκοπείας κατά των συμφερόντων του κράτους» , [Α.Ν. 375/1936]. Ο Υπουργός Κωνσταντίνος Ρέντης και ο Διευθυντής της Αστυνομίας Ιωάννης Πανόπουλος φέρονται να είχαν υποσχεθεί στους συνηγόρους του Μπάτση αλλά και στην γυναίκα του Λίλιαν ότι δεν θα εκτελεστεί αν βοηθήσει την ανάκριση. Στη διάρκεια της δίκης, στην οποία υπήρξαν 29 κατηγορούμενοι και οκτώ από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο, όπως σημειώνει η συγκατηγορούμενη του Έλλη Παππά-Ιωαννίδου, [«Γράμματα στο γιο μου», «Μαρτυρίες»]
«Ο Μπάτσης δεν γύριζε να μας δει. Νόμιζε ο φουκαράς πως έτσι θα έδειχνε «καλή διαγωγή» ….».
Στις 21 Φεβρουαρίου κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ο Αστυνομικός Διευθυντής Ιωάννης Πανόπουλος, που είπε ότι ο Μπάτσης δεν ήξερε τίποτα για τους ασυρμάτους και κατέθεσε ως επιβαρυντικό μόνο το γεγονός ότι πήρε χρήματα από το Κ.Κ.Ε. μέσω ενός ναυτικού και τα παρέδωσε σε μια συγκατηγορούμενη του. Ένας από τους μάρτυρες υπερασπίσεως ήταν ο καθηγητής της ΑΣΟΕΕ Δημήτριος Καλλιτσούνης, που μίλησε με εγκωμιαστικά λόγια για το επιστημονικό έργο του Μπάτση.
Στην απολογία του ο Μπάτσης είπε ότι πίστευε όσα του έλεγαν ο Νίκος Πλουμπίδης και η Έλλη Παππά-Ιωαννίδου, η ερωμένη του Νίκου Μπελογιάννη, ότι δηλαδή το Κ.Κ.Ε. ζητούσε ειρήνευση και ανασυγκρότηση της χώρας και ότι τα χρήματα έφταναν από το εξωτερικό για αυτό τον σκοπό ενώ τέλος είπε ότι δεν φανταζόταν ότι γινόταν κατασκοπία. Παράλληλα αρνήθηκε ότι είναι οικονομικός διαχειριστής του παράνομου μηχανισμού του Κ.Κ.Ε. όμως παραδέχθηκε ότι τρεις φορές παρέλαβε και μετέφερε χρήματα ενώ προκειμένου να αποφύγει τη σχεδόν βέβαιη καταδίκη σε θάνατο απαρνήθηκε την μαρξιστική ιδεολογία και τον κομμουνισμό, είναι μάλιστα αμφίβολο αν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής με την κομματική σημασία της λέξεως και ως ένδειξη ειλικρινούς «μεταμέλειας» ζήτησε να καταταχθεί στο Ελληνικό σώμα που επρόκειτο να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις του Ν.Α.Τ.Ο. στον πόλεμο μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας.
Στις 29 Φεβρουαρίου 1952 αγόρευσαν οι συνήγοροι και την 1η Μαρτίου εκδόθηκε η απόφαση, με την οποία καταδικάστηκαν 8 κατηγορούμενοι σε θάνατο, μεταξύ τους και Μπάτσης, 4 σε ισόβια, 2 σε 20 χρόνια φυλακή, 4 σε 15 χρόνια, 2 σε 10 χρόνια, 2 σε ένα χρόνο και 7 απαλλάχθηκαν. Η απόφαση για τη θανατική καταδίκη του Μπάτση εκδόθηκε με μειοψηφούντα τον Στρατοδίκη τότε Ταγματάρχη και μετέπειτα επικεφαλής του Εθνικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η δεύτερη σύζυγος του Μπάτση, η Λίλιαν Καλαμάρο-Black, μίλησε στην εκπομπή «Ανατροπή» στις 11 Απριλίου 2002 για τη σύλληψη του, η οποία έγινε πέντε μέρες μετά το γάμο τους, και τις πιέσεις που δεχόταν ώστε να τον επηρεάσει ν’ αρνηθεί τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Εκτέλεση Μπάτση
Παρά τις παρεμβάσεις, μεταξύ τους κι αυτή του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σπυρίδωνος ο οποίος ανταποκρίθηκε στο σχετικό τηλεγράφημα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Χριστόφορου που ζήτησε την παρέμβαση του, η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε, ούτε δόθηκε χάρη από τον βασιλιά Παύλο. Στις 28 Μαρτίου το Συμβούλιο Χαρίτων εξέδωσε απόφαση με την οποία γίνονται δεκτές μόνο οι αιτήσεις χάριτος του Τάκη Λαζαρίδη, του Μιλτιάδη Μπισμπιάνου, του Χαράλαμπου Τουλιάτου και της Έλλης Ιωαννίδου-Παππά ενώ απέρριψε αυτές των Νίκου Μπελογιάννη, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Νίκου Καλούμενου. Τις πρώτες ώρες της Κυριακής 30 Μαρτίου 1952 ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοίνωσε στους καταδικασμένους σε θάνατο ότι η αίτηση χάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε. Υπέρ της εφαρμογής των ποινών και της εκτελέσεως των ποινών τάχθηκε το σύνολο των πολιτικών αρχηγών, μεταξύ τους και οι Σοφοκλής Βενιζέλος και Γεώργιος Παπανδρέου, που εκπροσωπούσαν τα κόμματα του Κέντρου.
Μαζί με τον Μπάτση εκτελέστηκαν στις 4:12 το ξημέρωμα εκείνης της Κυριακής, επίσης καταδικασμένοι σε θάνατο με την κατηγορία της συνωμοσίας και της κατασκοπίας, οι Νίκος Μπελογιάννης, Ηλίας Αργυριάδης και Νίκος Καλούμενος. Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», από τις φυλακές της Καλλιθέας Αττικής που βρίσκονταν απέναντι από τον «Οίκο Τυφλών», και ο τυφεκισμός τους έγινε με το φως των προβολέων των στρατιωτικών αυτοκινήτων, ενώ τάφηκαν την ίδια μέρα στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το Μάρτιο του 2010 έγιναν τα αποκαλυπτήρια μνημείου που αναγέρθηκε στο άλσος «Γουδή», απέναντι από την πρώην σχολή χωροφυλακής και είναι αφιερωμένο στη μνήμη των τεσσάρων εκτελεσμένων.
Μνήμη Δημητρίου Μπάτση
Ο Τάκης Λαζαρίδης στο βιβλίο του «Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι…» γράφει για τον Μπάτση: «…στάθηκε σαν άντρας, έφυγε βαθύτατα πικραμένος αλλά αγέρωχος. Δεν συνεργάστηκε με την Ασφάλεια και δεν υπέκυψε σε πιέσεις και εκβιασμούς που του έγιναν ακόμα και όταν ήταν μελλοθάνατος στη φυλακή. Γνωρίζω ότι επανειλημμένα τον κάλεσαν στη διεύθυνση των φυλακών ανώτατοι αξιωματούχοι της Ασφάλειας και του ζήτησαν να συνεργαστεί επισείοντας, ακόμα και την τελευταία μέρα, το φάσμα της επικείμενης εκτέλεσης. Αρνήθηκε και έφυγε με το κεφάλι ψηλά. Και τον εκτέλεσαν παρότι γνώριζαν καλά ότι δεν είχε καμιά σχέση με ασυρμάτους και «κατασκόπους». Γιατί στο πρόσωπό του (προέρχονταν από αστική οικογένεια και ήταν γιος ναυάρχου) ήθελαν να χτυπήσουν τους «συνοδοιπόρους», αυτούς που έμπαιναν στο κίνημα από αγνό ιδεαλισμό, φλεγόμενοι από την επιθυμία να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για το καλό και την πρόοδο αυτού του τόπου. Είπαν πως στη δίκη «έσπασε», «λύγισε». Τώρα, με την πείρα και τη γνώση των 46 χρόνων που κύλησαν από τότε, θα μπορούσε κανείς εύλογα να ρωτήσει: Τι θα πει «λύγισε;» Και γιατί να μη «λυγίσει;». Γιατί έπρεπε να υποστηρίξει με «πάθος» και «αδιαλλαξία» την ανεύθυνη και τυχοδιωκτική πολιτική του Ζαχαριάδη που λειτουργούσε ως όργανο της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής; Τραγική αλλά και ηρωική συνάμα μορφή ο Δ. Μπάτσης λαμπρός επιστήμονας και ακέραιος χαρακτήρας κλήθηκε να πληρώσει σφάλματα άλλων χωρίς ο ίδιος να έχει την παραμικρή ευθύνη. Η μοίρα του φέρθηκε πολύ σκληρά. Την αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια σαν πραγματικός άντρας.»
Συγγραφικό έργο
Ο Δημήτριος Μπάτσης δημοσίευσε άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και έγραψε το βιβλίο:
- «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», εκδόσεις «Τα νέα βιβλία Α.Ε.», εκδοτικός οίκος του ΚΚΕ, που διαχειριζόταν ο Γιώργος Ζιούτος, Αθήνα, Μάιος 1947, το οποίο ασχολείται με την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων, το οικονομικό σχέδιο για την εκβιομηχάνιση και τη βιωσιμότητα.
Ο μεγάλος όγκος του βιβλίου (περί τις 600 σελίδες, μαζί με τα παραρτήματα), οι -απαραίτητοι- οικονομικοί και τεχνικοί όροι που περιλαμβάνει, η θεωρητική και τεχνική ανάλυση σε κάθε επί μέρους θέμα, δεν το καθιστούν προσιτό στο ευρύ κοινό. Όμως, αποτελεί πηγή για κάθε μελετητή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αφού καταδεικνύει, σχεδόν προφητικά, την πορεία του τόπου από τότε μέχρι σήμερα. Απολύτως δικαιολογημένα, το βιβλίο του Μπάτση και η «Έκθεση Βαρβαρέσσου» συνιστούν τα δυο πολυτιμότερα κείμενα της εποχής, που η Ελλάδα πάλευε να αναστηλώσει τα ερείπια της.
Πηγή: metapedia
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου