“Συνελήφθηκα στις 14 Οκτωβρίου του 1956, ημέρα Κυριακή. Με μετάφεραν μαζί με άλλους στον αστυνομικό σταθμό της Αμμοχώστου και με πέταξαν στο κελί 1. Προτού καταλάβω τι γινόταν άρχισαν τα μαρτύρια. Άκουγα κλάματα, φωνές, σπαραγμούς. Πραγματικά δεν ήξερα τι τους έκαναν.
Άρχισα να παρακαλώ Τον Θεό να έρθει και εμένα η σειρά μου, όσο πιο γρήγορα γίνεται, να τελειώνει το μαρτύριο μου. Δεν πρόλαβα να τελειώσω με τα παρακάλια μου και ήρθα δυο ανακριτές και με έπιασαν. Ήταν οι Linguith και Dear. Με έβαλαν σε ένα τραπέζι και απειλούσαν ότι θα με σκοτώσουν. Εγώ δεν φοβήθηκα και τους είπα εγώ είμαι Έλληνας και δεν φοβάμαι το θάνατο. Αυτό τους έκαμε να εξοργιστούν αφάνταστα και άρχισαν αμέσως να με βασανίζουν.
Με ανάγκασαν να ξεντυθώ από την μέση και κάτω και με έβαλαν να κάτσω σε ένα καλούπι με πάγο για 6 ώρες. Μούδιασε ολόκληρο το σώμα μου. Δεν μπορούσα να δω ή να ακούσω τίποτα. Απλά βογκούσα από τους πόνους. Με πήραν πίσω στο κελί μου και με ξαναπήραν μετά από δυο ώρες. Εγώ επέμενα ότι τίποτα δεν ήξερα. Με ξανάβαλαν στον πάγο μέχρι να δύσει ο ήλιος και μετά με πήραν ξανά στο κελί μου. Θυμούμαι να ευχαριστώ Τον Θεό που άντεξα.
Σε ελάχιστη ώρα ήρθαν και με ξανάπιασαν. Άρχισαν τις ερωτήσεις για το που βρίσκονται τα όπλα της Ε.Ο.Κ.Α. Εγώ τους έλεγα δεν ξέρω τίποτα. Με ανάγκασαν να κρατώ μια καρέκλα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Όταν εξαντλούμουν και την κατέβαζα, με σάπιζαν στο ξύλο. Με κλωτσούσαν στην κοιλιά, το κεφάλι, τους όρχεις, όπου έφταναν. Μετά πάλι τα ίδια. Μου στράβωναν τα χέρια για να μου τα σπάσουν. Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. Ο Dear μου έδειχνε το ρολόι, ότι τάχα θα με βασανίζει ως το πρωί. Έφερε και ένα κερί και το έβαλε να στάζει στα γεννητικά μου όργανα. Προσπαθούσα με όση δύναμη είχα να αντισταθώ. Μάταια όμως. Ένας Τούρκος ήρθε και μου κλώτσησε και πάλι στους όρχεις. Παρόλο τους πόνους που είχα, του είπα έλα έξω μόνοι μας να δούμε ποιος είναι άντρας. Μόλις το είπα άρχισα να με κλωτσούν όλοι μαζί.
Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Με τραβούσαν απ’ τα μαλλιά και με γύριζαν γύρω – γύρω ώστε να μπορούν να με κλωτσούν όλοι. Με έβαζαν πάλι να κρατώ την καρέκλα ενώ αυτοί έκαμναν διάλειμμα. Μόλις μου έπεφτε πάλι ξεκινούσαν να με χτυπούν. Πέρασε και εκείνη η μέρα και ήρθε η επόμενη. Ευχαριστούσα Τον Θεό που με βοήθα να αντέχω.
Πάλι άρχισαν να με χτυπούν. Πονούσα αφάνταστα γιατί όλο μου το κορμί ήταν χτυπημένο, διαλυμένο. Μου έβαζαν το πιστόλι στο κρόταφο και με απειλούσαν να με σκοτώσουν. Παρακαλούσα να το κάνουν, να ησυχάσω. Με πήραν και πάλι πίσω στο κελί, στο νούμερο 2 αυτήν την φορά.
Το κεφάλι μου ήταν τεράστιο. Είχε φουσκώσει παντού. Έτρεχε ένα κίτρινο υγρό απ’ τα αυτιά μου. Ένας Θεός ήξερε τι ήταν. Έτρεμα ολόκληρος. Δεν μπορούσαν να κινηθώ. Μετά από 15 μέρες φριχτών βασανιστηρίων με άφησαν ελεύθερο. Δεν τους είπα τίποτα. Έμεινα πιστός στην πατρίδα μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάω στην εκκλησία να προσκυνήσω, τίποτα άλλο”.
Σωτήρης Αλεξάνδρου (1932-2008)
perithorio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου