Δεν χωράει αμφιβολία πως τα διάφορα γεωλογικά-παλαιοντολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα, αποτυπώνουν το παρελθόν μας, το πώς ξεκίνησε κι εξελίχθηκε ο άνθρωπος, ο πολιτισμός του, και πριν από αυτόν, η ίδια η φύση.
Ένα κομμάτι της προϊστορικής φύσης αναδείχθηκε πριν από λίγες μέρες στη Νέα Πέραμο Καβάλας, καθώς ανακαλύφθηκαν δύο απολιθώματα προϊστορικού βοδιού από τον Γεράσιμο Ζουμπλιό. Ειδικότερα, ήρθαν στο “φως” στην παραλία της περιοχής μεταξύ κοχυλιών ένας γομφίος κι ένα τμήμα οστού προϊστορικού βοδιού.
Τα δύο απολιθώματα δόθηκαν στο Μουσείο Γεωλογίας-Παλαιοντολογίας-Παλαιοανθρωπολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου κι έγινε η ανάλυσή τους από το εξειδικευμένο προσωπικό. Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η έκθεση των δειγμάτων με αντίστοιχο πληροφοριακό υλικό στα ελληνικά και στα αγγλικά με την εποπτεία του Μουσείου στη Νέα Πέραμο Καβάλας, σε χώρους της Κοινότητας, όπως το παλιό Δημαρχείο Ελευθερών ή το Παλιό Τελωνείο/Γραφείο Πληροφοριών.
Το ThessToday.gr επικοινώνησε με τη διευθύντρια του Μουσείου, Ευαγγελία Τσουκαλά, η οποία μίλησε για τα σημαντικά ευρήματα: “Τα συγκεκριμένα απολιθώματα έχουν κυλιστεί στην άκρη ενός ρέματος στην παραλία της Νέας Περάμου, επομένως μεταφέρθηκαν από μακριά καθώς παρουσιάζουν και μια αποστρογγύλωση. Οπότε, δεν είναι στον τόπο που βρέθηκαν κι ανασκάφηκαν in situ, άρα θα πρέπει να βρούμε την ευρύτερη περιοχή που ζούσαν και θάφτηκαν τα ζώα αυτά. Τα ευρήματα είναι σε πολύ καλή κατάσταση απολίθωσης κι η μορφολογία τους δείχνει ότι πρόκειται για ένα πρωτόγονο βόδι του είδους Bos primigenius. Είναι πολύ σημαντικό γιατί είναι ένα εξαφανισμένο ζώο, το οποίο ζούσε σε διαφορετικές συνθήκες”, σημείωσε χαρακτηριστικά.
Το πρωτόγονο βόδι
Το πρωτόγονο βόδι είναι ένα μεγάλο τυπικό μηρυκαστικό ζώο ασιατικής προέλευσης και δεν απαντάται αρτίγονο, αν και το τελευταίο θηλυκό εξαφανίστηκε μόλις το 1627, στην Πολωνία. Έζησε κατά το Πλειστόκαινο – Ολόκαινο στην Ευρώπη. Το είδος εξαφανίστηκε ως συνέπεια του κυνηγιού και εξαιτίας της απώλειας του φυσικού του περιβάλλοντος, αφού έβοσκαν μεγαλύτερα κοπάδια εξημερωμένων βοοειδών. Η αναπαράστασή του είναι γνωστή από τα σκελετικά του κατάλοιπα, τις απεικονίσεις του σε σπήλαια της τελευταίας παγετώδους περιόδου (Lascaux Γαλλίας, Altamira Ισπανίας), τις περιγραφές του 16ου αι. και τα κλασικά κείμενα των Τάκιτου, Ιουλίου Καίσαρα και Πλινίου. Οι απεικονίσεις του είναι συχνές στους αρχαίους πολιτισμούς Ασσυρίων, Αιγυπτίων και Ελλήνων.
Στο πρωτόγονο βόδι υπήρχε έντονος φυλετικός διμορφισμός. Το ύψος του αρσενικού στον ώμο κυμαινόταν από 1,5 – 2 μ. και είχε χοντρότερα και μακρύτερα κέρατα από τα θηλυκά, τα οποία ήταν πιο μικρόσωμα, με σκελετικά στοιχεία, κυρίως μεταπόδια, μικρότερα και πιο λεπτά από τα αρσενικά.
Όσον αφορά στο περιβάλλον στο οποίο ζούσε, κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνου μεγάλα τμήματα της Ευρώπης ήταν καλυμμένα από δάση τα οποία άρχισαν να εξαφανίζονται σταδιακά στους ιστορικούς χρόνους (στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη του 18ου αιώνα). Τα άγρια βόδια τρέφονταν με γρασίδι και φυτά, το χειμώνα με βελανίδια και κλαδιά από θάμνους και δέντρα. Ζούσαν σε ανοικτό περιβάλλον, στέπα, αλλά περιορίστηκαν σε έλη και ελώδη δάση όπου δεν υπήρχε ανταγωνισμός από το βίσωνα, το άγριο άλογο κ.α. αλλά και λιγότερη πίεση από το κυνήγι. Τα άγρια βόδια ζούσαν σε πιο υγρά ανοικτά δάση σε ήπιο θερμό ή δροσερό κλίμα, ενώ ο ευρωπαϊκός βίσωνας σε πιο ξηρά μέρη.
Στην Ελλάδα, το πρωτόγονο βόδι εντοπίζεται στις παλαιοντολογικές θέσεις δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ετών: στο Σπήλαιο του Αγίου Γεωργίου Κιλκίς (Άνω Πλειστόκαινο, Σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής (Μέσο Πλειστόκαινο), κοιλάδα Πηνειού (Θεσσαλία) και Αλιάκμονα (Μακεδονία), Μεγαλόπολη (Πελοπόννησος), Σπήλαιο Λουτρών Αλμωπίας και Κατάφυτο Δράμας και σε αρχαιολογικές θέσεις της Παλαιολιθικής και νεότερης εποχής: Αργολίδα –Φράγχθι, Αττική – Σπηλιά του Κίτσου, Θεσσαλία – Άργισσα, Ήπειρο – Ασπροχάλικο, Καπνόφυτο Δράμας. Στην περιοχή της Καβάλας, στη Νέα Πέραμο εντοπίζεται για πρώτη φορά.
Να σημειωθεί πως στην περιοχή της Καβάλας τα ευρήματα προϊστορικών θηλαστικών της Νέας Περάμου ακολουθούν αυτά που εντοπίστηκαν παλαιότερα στον Ξεριά (κοντά στη Χρυσούπολη) και ανήκουν στον αρχαϊκό ελέφαντα, στον μεγαλόκερο και σε απολιθωμένη χελώνα ηλικίας περίπου 200.000 ετών. Τα απολιθώματα δίνουν στοιχεία για το παρελθόν και τη γνώση της Φυσικής Ιστορίας μιας περιοχής σε βάθος χιλιάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων ετών όταν επικρατούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την επιβίωση των ζώων αυτών.
Ν. Παπαδόπουλος
Πηγή: ThessToday
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου