Amfipoli News: Ευρήματα τουλάχιστον 130.000 χρόνων στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου!

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

Ευρήματα τουλάχιστον 130.000 χρόνων στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου!

 


Της Αναστασίας Τζιγκουνάκηδιευθύντριας Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου 

Εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα στις νότιες ακτές του Ρεθύμνου, έφερε στο φως λίθινα εργαλεία, όπως αχελαίους χειροπελέκεις και κοπείς, της Κατώτερης και Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου στις περιοχές Πρέβελης, Σχοινάρια, Τίμιος Σταυρός και Κοτσυφού. Τα εργαλεία αυτά, κατασκευασμένα από τοπικό χαλαζία, με τα πρωιμότερα να χρονολογούνται τουλάχιστον στα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα, αποτελούν ισχυρή ένδειξη για το πρώτο διά θαλάσσης πέρασμα των ανθρωπίδων, του είδους του Homo erectus ή Homo heidelbergensis, στις νότιες ακτές της Κρήτης από τον ελλαδικό ηπειρωτικό κορμό ή τις βόρειες ακτές της Αφρικής.


Την ανθρώπινη παρουσία στις νότιες ακτές του Ρεθύμνου κατά τη Μεσολιθική περίοδο επιβεβαιώνει η εύρεση λίθινων εργαλείων, όπως ξέστρων, κοπέων, λεπίδων και μικρολιθικών εργαλείων, κατασκευασμένων από τοπικό χαλαζία και κερατόλιθους. Τα ευρήματα αυτά εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια επιφανειακής έρευνας στις περιοχές Δαμνόνι, Αμμούδι, Σχοινάρια, Τίμιος Σταυρός, Πρέβελης και Άγιος Παύλος, καθώς και από την ανασκαφή σπηλαίου στο Δαμνόνι, κατά την οποία ανακαλύφθηκαν και λίγα εργαλεία από οψιανό μηλιακής προέλευσης, γεγονός που παρέχει σημαντική πληροφόρηση για την επικοινωνία και το εμπορικό δίκτυο κατά την περίοδο αυτή.

Νεολιθική Περίοδος (περ. 7000 – 3200 π.Χ.)

Κατά την περίοδο αυτή παρατηρείται εντατική χρήση των σπηλαίων, ενώ κατοίκηση διαπιστώνεται στις πλαγιές υψωμάτων και στους υψηλούς ορεινούς όγκους. Ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας εντοπίστηκαν στο σπήλαιο του Γερανίου, όπου επιβεβαιώθηκε σποραδική κατοίκηση ήδη από το 6000 π.Χ. και περιστασιακή εποχική χρήση του έως και το 3800 π.Χ., εποχή στην οποία χρονολογούνται και ίχνη εγκατάστασης στον λόφο της Φορτέτζας στο Ρέθυμνο.

Στο τέλος της περιόδου χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι κατοίκησης και καταφυγίου το Ιδαίον Άντρον στον Ψηλορείτη, και τα σπήλαια Μελιδονίου και Ελλενών, μαρτυρείται κατοίκηση στην ακρόπολη της Αξού, ενώ ίχνη καταγράφονται στον Βρύσινα και την Κουρούπα.

Την ανθρώπινη παρουσία κατά τη Νεολιθική περίοδο μαρτυρούν και λίθινα εργαλεία, κυρίως πελέκεις, που έχουν βρεθεί στην Ονυθέ, τη Βιράν Επισκοπή, τις Σίσες, το Άνω Μέρος και τον Άγιο Ιωάννη, ενώ στη μετάβαση από τη Νεολιθική στην Προανακτορική περίοδο χρονολογούνται οικισμός νότια των Σελλίων, οικιστική εγκατάσταση στις Μέλαμπες και συνεχίζεται η χρήση του σπηλαίου στις Ελλένες.

Εποχή του Χαλκού - Προανακτορική Περίοδος (περ. 3200 – 1900 π.Χ.)

Στην αυγή του μινωικού πολιτισμού, κατά την Προανακτορική περίοδο, στην περιοχή του Ρεθύμνου διαπιστώνεται συνέχιση της κατοίκησης σε παλαιότερες θέσεις αλλά και ίδρυση νέων οικισμών.

Γύρω στα 2600 π.Χ. χρονολογείται η πρωιμότερη φάση του σημαντικού οικισμού στο Χαμαλεύρι, με διάρκεια ζωής σε όλους τους Μινωικούς χρόνους, και με την κατοίκηση να επιβεβαιώνεται τόσο στα παράλια, στον Σταυρωμένο, όσο και στα χαμηλά και εύφορα υψώματα της Κακαβέλας και των Τσικουριανών. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η υπαίθρια εργαστηριακή εγκατάσταση παραγωγής αρωματικών ελαίων που αποκαλύφθηκε στο ύψωμα των Τσικουριανών και χρονολογείται περίπου στα 2100-2000 π.Χ. Οι εστίες και οι πυρές, οι λάκκοι απορριμμάτων, τα λίθινα εργαλεία και τα πήλινα αγγεία ειδικής χρήσης, με ίχνη καύσης, λόγω της εκτεταμένης επαφής με τη φωτιά, υποδηλώνουν εγκατάσταση οργανωμένης βιοτεχνίας. Εργαστηριακές αναλύσεις στα τοιχώματα των αγγείων απέδωσαν ελαιόλαδο, ιριδέλαιο, μέλι και ρητίνη, που υποδεικνύουν παραγωγή αρωματικών ελαίων. Τα μικύλλα – μικρογραφικά – κύπελλα χρησιμοποιούνταν πιθανά ως μονάδες μέτρησης, ενώ οι πολλές λεπίδες οψιανού μπορούν να συνδεθούν με τον τεμαχισμό αρωματικών υλών, όπως των ριζωμάτων της ίριδας. Η βιοτεχνική μονάδα στο Χαμαλεύρι καταδεικνύει την ύπαρξη, ήδη από το 2000 π.Χ., ανεπτυγμένης αρωματοποιίας στην Κρήτη.


Διάσπαρτες θέσεις κατοίκησης εντοπίζονται επίσης σ΄ όλη την έκταση της περιοχής του Ρεθύμνου. Στις Ελλένες, στη θέση Κορυφή του Κουκογιάννη, παλιότερη ανασκαφική έρευνα του Σπ. Μαρινάτου είχε αποκαλύψει οικιστικό σύνολο του 2800-2600 π.Χ. Λίγο νεώτεροι με χρονολόγηση περίπου στα 2600-2300 π.Χ. είναι οι οικισμοί στη θέση Κουπιά στη Βιράν Επισκοπή και η οικιστική εγκατάσταση στο Καβούσι. Ανθρώπινη παρουσία ανιχνεύεται επίσης στο λόφο των Γριβίλων και την Ελεύθερνα, ενώ προς το τέλος της περιόδου χρονολογείται η παράκτια θέση της Παναγίας του Χάρακα. Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας ανιχνεύονται στην κορυφή Κορακιάς των Ατσιπάδων ήδη από τα 2300-1900 π.Χ. και στο Βρύσινα αντίστοιχα από τα 2100-1900 π.Χ. Παράλληλα επιβεβαιωμένη είναι η σποραδική κατοίκηση των σπηλαίων Μελιδονίου και Ζωνιανών.

Παλαιοανακτορική Περίοδος (περ. 1900 – 1700 π.Χ.)

Κατά την περίοδο αυτή, εποχή ανέγερσης των πρώτων μινωικών ανακτόρων, στην περιοχή του Ρεθύμνου ιδρύθηκαν πολλές νέες οικιστικές εγκαταστάσεις και συνεχίστηκε η ζωή σε παλαιότερους οικισμούς με επέκταση των ορίων τους.

Στο Μοναστηράκι, η συστηματική ανασκαφή, υπό τη διεύθυνση της επίτιμης Διευθύντριας του ΥΠΠΟΑ Α. Κάντα, έχει αποκαλύψει μεγάλο οικιστικό συγκρότημα με ανακτορικό χαρακτήρα, ενώ στο χώρο είχε προηγηθεί ανασκαφή από Γερμανούς αρχαιολόγους κατά την Κατοχή. Το ανακτορικό κέντρο ιδρύθηκε σε θέση με πλεονεκτικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά, όπως η εύφορη γη, η εγγύτητα σε πηγές νερού και ο έλεγχος οδών επικοινωνίας, στην αρχή της Παλαιοανακτορικής περιόδου και καταστράφηκε από σεισμό και επακόλουθη πυρκαϊά, περίπου το 1700 π.Χ. Στο κέντρο του χώρου δεσπόζει ο φυσικός βράχος του Χάρακα, στον οποίο διαπιστώθηκαν στοιχεία λατρευτικής χρήσης. Τα κτίσματα αναπτύσσονται γύρω από κεντρικό, ανοιχτό χώρο και έχουν ποικίλες χρήσεις.

Έχουν αποκαλυφθεί αίθουσες μεγαλιθικής κατασκευής με ανακτορικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, όπως λίθινες βάσεις κιόνων, εκτεταμένοι αποθηκευτικοί χώροι για τη συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής και χώροι εργαστηριακής χρήσης. Πολυάριθμα αγγεία, αποθηκευτικά, καθημερινής χρήσης και διακοσμημένα, του λεγόμενου καμαραϊκού ρυθμού, μικρογραφικά αγγεία, σκεύη ειδικών χρήσεων καθώς και λατρευτικά αντικείμενα ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή. Σημαντικό εύρημα είναι το πήλινο ομοίωμα κτηρίου που αποδίδει διώροφο κτίσμα από το οποίο διατηρείται σχεδόν πλήρως ο όροφος με επίπεδη οροφή και γείσο, ανοίγματα, θύρες και παράθυρα. Η οροφή του μεγαλύτερου σε έκταση ισογείου αποτελούσε τον εξώστη του ορόφου, όπως διακρίνεται από τις πλαϊνές όψεις, η μια από τις οποίες κοσμείται με κέρατα καθοσίωσης που χαρακτηρίζουν το χώρο ως ιερό. Ενδιαφέρουσα είναι η διαμόρφωση με κίονα ή ιστό στο πλάι της κεντρικής εισόδου. Στο χώρο αποκαλύφθηκαν δύο τουλάχιστον αρχεία σφραγισμάτων, τμημάτων, δηλαδή, πηλού που έφεραν αποτυπώματα σφραγίδων στην όψη τους και τα οποία αρχικά ασφάλιζαν χείλη πίθων και άλλων αγγείων, πόμολα κιβωτίων και θυρών, σακιά κ.ά. Στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση των συναλλαγών, αρχειοθετούνταν στο πλαίσιο ελέγχου των καταγραφών και της διακίνησης των προϊόντων. Τα σφραγίσματα αυτά καταδεικνύουν τον ανακτορικό χαρακτήρα της εγκατάστασης και τη σχέση της με τη Φαιστό, όπου έχει εντοπιστεί αντίστοιχο, μεγάλο αρχείο.


Η συστηματική ανασκαφή της Ελληνο-Ιταλικής επιστημονικής ομάδας υπό τη διεύθυνση των Γ. Τζεδάκι και L. Godart στο Αποδούλου, αποκάλυψε παλαιοανακτορικό οικισμό, στον οποίο είχε προηγηθεί έρευνα από τον καθηγητή Σπ. Μαρινάτο και κατά την Κατοχή από Γερμανούς αρχαιολόγους. Ο οικισμός, που εμφανίζει σαφή στοιχεία πολεοδομικής οργάνωσης, βρίσκεται σε φυσικό πέρασμα της κοιλάδας του Αμαρίου στη διαδρομή μεταξύ Μοναστηρακίου και Φαιστού.

Στο βόρεια τμήμα της περιοχής του Ρεθύμνου στοιχεία για συνέχεια της κατοίκησης έδωσε το οικιστικό κέντρο του Χαμαλευρίου, με σαφή επέκταση των ορίων του, ενώ στο Καβούσι και στο Κρυονέρι εντοπίστηκαν νέες οικιστικές εγκαταστάσεις. Παράλληλα στην περίοδο αυτή ανάγονται και οι πρώτες ενδείξεις για κατοίκηση στη Ζώμινθο, η οποία εξελίχτηκε σε σημαντικό κέντρο κατά την Νεοανακτορική περίοδο.

Κατά μήκος της βόρειας ακτής, σε φυσικούς κολπίσκους, εμφανίζονται οι οικισμοί στην Παναγία του Χάρακα, την Κατεβατή, το Καλό Χωράφι και τους Πέρα Γαλήνους. Οι παράκτιες αυτές εγκαταστάσεις, πιθανά σχετίζονται με τα μεταλλοφόρα εδάφη της περιοχής.

Μοναδικό φαινόμενο του μινωικού πολιτισμού είναι η λατρεία σε κορυφές βουνών και υψωμάτων, τα λεγόμενα Ιερά Κορυφής, που εμφανίζονται κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο. Στο Ρέθυμνο Ιερά Κορυφής έχουν εντοπιστεί στις Ατσιπάδες, το Σπήλι, τη Μαύρου Κορυφή και τον Βρύσινα. Ειδικά το τελευταίο είναι το σημαντικότερο σε έκταση και σημασία, όπως αποδεικνύεται από την παλιότερη ανασκαφική έρευνα του καθηγητή Κ. Δαβάρα και την συστηματική ανασκαφή της Εφορείας Αρχαιοτήτων και του Πανεπιστημίου Κρήτης υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Ι. Τζαχίλη και της Ε. Παπαδοπούλου.

Νεοανακτορική Περίοδος (περ. 1700 – 1450 π.Χ.)

Κατά την περίοδο αυτή που ο Μινωικός πολιτισμός έφτασε στην ακμή του, συνεχίστηκε η κατοίκηση σε παλαιότερες θέσεις και ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί στην περιοχή του Ρεθύμνου.

Στη αρχή της μεταβατικής περιόδου προς τη Νεοανακτορική εξακολούθησαν να κατοικούνται στον γεωγραφικό άξονα της βόρειας ακτής, η παράκτια εγκατάσταση της Κατεβατής και του Καλού Χωραφιού καθώς και η εγκατάσταση στους Πέρα Γαλήνους που άκμασε στην πρώτη φάση της περιόδου. Στο Καλό Χωράφι Μυλοποτάμου ανασκάπτεται από το 2014, υπό την διεύθυνση της Α. Τζιγκουνάκη, διευθύντριας αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΑ, μεγάλη παράκτια εγκατάσταση, στην οποία αποκαλύφθηκαν μεταξύ άλλων, κύπελλο με σύμβολο Γραμμικής Α γραφής, ενεπίγραφο υφαντικό βάρος με σύμβολο Κυπρομινωικής γραφής που πιστοποιεί άμεση η έμεση εμπορική σχέση με την Κύπρο, σφραγίδα και ενσφράγιστα αγγεία. Στους Πέρα Γαλήνους η συστηματική ανασκαφική έρευνα υπό τη διεύθυνση των Ε. Μπάνου, διευθύντριας αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΑ και Ε. Τσιβιλίκα, έφερε στο φως εντυπωσιακά κτίσματα, σωζόμενα σε μεγάλο ύψος, με επιμελημένη τοιχοποιία, μνημειακές κλίμακες, πλακόστρωτα δάπεδα, βάσεις κιόνων, καθώς και “δεξαμενή καθαρμών”, χώρο λατρευτικής χρήσης. Λίθινα αγγεία, όπως τράπεζες προσφορών, κάδοι, λύχνοι, βαθμιδωτές βάσεις και κύπελλα που όμοιά τους απαντώνται στις μινωικές επαύλεις και τα ανάκτορα πιστοποιούν τις διασυνδέσεις ή την εξάρτηση της πλούσιας αυτής εγκατάστασης από τα ισχυρά κέντρα του νησιού.

Οικιστικά κατάλοιπα εντοπίστηκαν στο Σπήλι, τα Σακτούρια και κοντά στο Μυξόρρουμα. Στην Αλφά ανασκάφηκε χώρος απόρριψης κεραμεικής, ενώ ενδείξεις κατοίκησης προέρχονται από τα Σκουλούφια και τη Βιράν Επισκοπή. Στο Αποδούλου κατά την περίοδο αυτή εντοπίστηκε εγκατάσταση με στοιχεία λατρευτικού χαρακτήρα, όπως κύπελλο, θραύσμα από λίθινο κάλλυμα αγγείου και τράπεζα προσφορών με επιγραφές της Γραμμικής Α γραφής (η τράπεζα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου).

Εξαιρετικά σημαντικό είναι το ανακτορικό κέντρο στη Ζώμινθο Ανωγείων, μοναδικό για τη γεωγραφική του θέση καθώς βρίσκεται σε υψόμετρο 1200 μ., στον άξονα που συνδέει το ανάκτορο της Κνωσού με το ιερό σπήλαιο του Ιδαίου Άντρου στον Ψηλορείτη. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Γ. Σακελλαράκη και της επίτιμης Διευθύντριας Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΑ Ε. Σαπουνά-Σακελλαράκη, έφερε στο φως εντυπωσιακά διατηρημένους πολυώροφους χώρους με τεράστιες αίθουσες, κλίμακες, διαδρόμους και εργαστήρια κεραμεικής και κατεργασίας ορείας κρυστάλλου. Πολλοί από τους χώρους ήταν διακοσμημένοι με χρωματιστά κονιάματα. Στα πολυάριθμα ευρήματα περιλαμβάνονται πήλινα αγγεία, σκεύη με λατρευτική χρήση όπως ρυτά με φυτική διακόσμηση καλαμοειδών, ρυτό σε μορφή χοίρου, σφραγιδόλιθοι και κοσμήματα, χρυσά ελάσματα, χάλκινα χρηστικά και τελετουργικά αντικείμενα, εξαιρετικής τέχνης. 

Με το οικιστικό κέντρο του Χαμαλευρίου συνδέεται θαλαμωτός τάφος του 1450 π.Χ. που ανασκάφηκε στο Σταυρωμένο, από τον οποίο προέρχονται ηθμοπυξίδα και πύραυνο με χύτρα, αγγεία σχετιζόμενα με την παραγωγή αρωματικών ουσιών. Παράλληλα, την περίοδο αυτή, συνεχίστηκε και κορυφώθηκε η λειτουργία του ιερού κορυφής του Βρύσινα, η εμβέλεια και η σημασία του οποίου υποδηλώνεται από τον πλούτο των αναθημάτων.

Τελική Ανακτορική Περίοδος (περ. 1450 – 1380/70 π.Χ.) - Μετανακτορική Περίοδος (περ. 1380/70 – 1050 π.Χ.) - Υπομινωική Περίοδος (περ. 1050 – 970 π.Χ.)

Οι τελευταίες περίοδοι του Μινωικού πολιτισμού χαρακτηρίζονται από την πληθώρα των αρχαιολογικών θέσεων. Στην περιοχή του Ρεθύμνου οι μαρτυρίες προέρχονται κυρίως από ταφικά σύνολα.

Η συστηματική ανασκαφή υπό τη διεύθυνση του Γ. Τζεδάκι, επίτιμου Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΑ, στους Αρμένους έχει αποκαλύψει το μεγαλύτερο έως σήμερα μινωικό νεκροταφείο της Κρήτης. Η κύρια χρήση του νεκροταφείου τοποθετείται στην Τελική Ανακτορική/Μετανακτορική περίοδο, περίπου στα 1450-1200 π.Χ. Έχουν αποκαλυφθεί 231 θαλαμωτοί τάφοι με δρόμο ή κλίμακες, λαξευμένοι στο φυσικό βράχο, οργανωμένοι χωροταξικά σε συστάδες.

Δύο από αυτούς, οι τάφοι αρ. 24 και αρ. 159 είναι οι πιο εντυπωσιακοί, τόσο λόγω του μεγέθους τους όσο και για την ύπαρξη πεσσού στον θάλαμο, κεντρικού και πλευρικού αντίστοιχα. Για τη σήμανση ορισμένων τουλάχιστον τάφων είχαν χρησιμοποιηθεί ακατέργαστες πέτρες και πλακοειδείς στήλες. Οι περισσότεροι τάφοι ήταν οικογενειακοί, με διαδοχικές χρήσεις, και μεταξύ αυτών βρέθηκαν τάφοι πολεμιστών. Οι νεκροί αποτίθεντο είτε πάνω στο δάπεδο είτε σε λάρνακες, πλούσια διακοσμημένες. Η θεματογραφία των λαρνάκων αντανακλά θρησκευτικές αντιλήψεις, καθώς είναι πολύ συχνή η παρουσία ιερών συμβόλων, όπως διπλοί πελέκεις και κέρατα καθοσιώσεως. Από το νεκροταφείο προέρχεται πολύ μεγάλος αριθμός αγγείων, ενώ αξιόλογη είναι η σειρά των χάλκινων εργαλείων και όπλων και εντυπωσιακή η ποικιλία των κοσμημάτων και των σφραγιδολίθων. Σημαντικά ευρήματα αποτελούν το κράνος από χαυλιόδοντες χοίρου, ο ψευδόστομος αμφορέας με επιγραφή της Γραμμικής Β που αποδίδει το όνομα wi-na-jo (Όμοιος αμφορέας από την Κνωσό εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) και καλάθι με το κάλυμμά του, σωζόμενα τμηματικά.


Τμήμα νεκροταφείου έχει αποκαλυφθεί επίσης στον Μαρουλά. Με τον οικισμό του Χαμαλευρίου σχετίζονται τάφοι που ήρθαν στο φως στην ευρύτερη περιοχή του, ενώ άλλοι στην Πηγή, τη Μέση και το Άδελε αντιστοιχούν σε μικρές οικιστικές μονάδες, δορυφορικές του ίδιου οικισμού. Θαλαμωτός τάφος στο Παγκαλοχώρι απέδωσε εξαιρετικά ευρήματα, ενώ τάφοι του ίδιου τύπου ανασκάφηκαν στα Αγγελιανά, το Χουμέρι, τους Αποστόλους και σε πολλές άλλες θέσεις της περιφέρειας Ρεθύμνου. Η εύρεση θαλαμωτών τάφων και στα όρια της πόλης του Ρεθύμνου υποδηλώνει κατοίκηση της περιοχής. Θολωτοί τάφοι, σε συστάδες ή μεμονωμένοι, έχουν ανασκαφεί στην ευρύτερη περιοχή του Αποδούλου.

Εντυπωσιακός είναι ο μεγάλος θολωτός τάφος που βρέθηκε στην περιοχή των Μαργαριτών. Η συνέχιση της κατοίκησης επιβεβαιώνεται στο Χαμαλεύρι και το Μυξόρρουμα, ενώ οικιστικά κατάλοιπα εντοπίστηκαν στην περιοχή των Αγγελιανών. Την περίοδο αυτή λειτούργησαν ως λατρευτικά κέντρα το Ιδαίον Άντρον και το σπήλαιο του Μελιδονίου, ενώ λατρευτική χρήση επιβεβαιώνεται και στα σπήλαια του Λατζιμά. Ειδώλια του τύπου της “θεάς με υψωμένα χέρια” προέρχονται από τα Σακτούρια και το Παγκαλοχώρι, ενώ τμήματα αντίστοιχων ειδωλίων και ρυτό σε μορφή χοίρου αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφή κτηρίου στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου.

Κατά τον 12ο αιώνα π.Χ., εποχή πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών στην Ανατολική Μεσόγειο, καταγράφεται ανθρώπινη παρουσία σε οχυρές και δυσπρόσιτες θέσεις, όπως η κορυφή Σίδερος στο Μπαλί, οι Ατσιπάδες και η Ορνέ. Παράλληλα, νέοι οικισμοί ιδρύθηκαν στο Θρόνος, στο Βένι και στην Αγία Ειρήνη, ενδείξεις κατοίκησης προέρχονται από την Αξό και την Ελεύθερνα, ενώ συνεχίστηκε η κατοίκηση στο Χαμαλεύρι.

Την Μετανακτορική περίοδο διαπιστώνεται η έντονη λατρευτική χρήση του σπηλαίου του Αγίου Αντωνίου στην Πατσό, η οποία κορυφώθηκε στις μεταγενέστερες περιόδους. Στο 1200 π.Χ. περίπου χρονολογούνται, θαλαμωτός τάφος στη Μέση και τάφοι στις Βολεώνες. Στη μετάβαση από την Εποχή του Χαλκού σε εκείνη του Σιδήρου ανάγεται η χρήση του νεκροταφείου στις Ατσιπάδες.

Εποχή του Σιδήρου – Ιστορικοί Χρόνοι - ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - Πρωτογεωμετρική περίοδος: 970-810 π.Χ. - Γεωμετρική περίοδος: 810-710 π.Χ.

Η Πρωτογεωμετρική και Γεωμετρική περίοδοι χαρακτηρίζονται από τη γενίκευση της χρήσης του σιδήρου, η οποία συνέβαλε τεχνολογικά στην ανάπτυξη. Η έλευση ελληνικών φύλων και η ανάμειξή τους με τον γηγενή πληθυσμό δημιούργησε νέα πολιτισμικά δεδομένα, όπως υποδηλώνεται από τοπωνύμια, ονόματα θεών και μηνών, τα ονόματα των φυλών, καθώς και από τη γενίκευση της πρακτικής της καύσης των νεκρών.

Το έθιμο της καύσης των νεκρών έχει ανιχνευτεί στο νεκροταφείο της Παντάνασσας το οποίο χρονολογείται στη μετάβαση από την Υπομινωική προς την Πρωτογεωμετρική περίοδο. Ιδιαίτερος είναι ο θολωτός τάφος ο οποίος περιείχε δύο ταφές καύσεων πολεμιστών. Τα υπολείμματα της μίας καύσης είχαν εναποτεθεί σε εντυπωσιακό χάλκινο αμφοροειδή κρατήρα. Το τεφροδόχο αγγείο της δεύτερης καύσης, ένας αμφορέας, είχε τοποθετηθεί μέσα σε μικρό πίθο. Οι ταφές ήταν κτερισμένες με αγγεία, μικρά σιδερένια όπλα και κοσμήματα Στην είσοδο του τάφου βρέθηκαν τα κατάλοιπα πυράς προσφορών, από την οποία προέρχονται δύο λυγισμένες αιχμές δοράτων. Ο χάλκινος κρατήρας, διακοσμημένος στον λαιμό με έκτυπες σπονδικές πρόχους, όπως και η λήκυθος με την εγχάρακτη διακόσμηση, υποδηλώνουν σχέσεις με την Κύπρο. Η χρήση του κρατήρα ως τεφροδόχου αγγείου και τα “θανατωμένα”, δηλαδή λυγισμένα, όπλα της πυράς προσφορών, παραπέμπουν σε ταφικές πρακτικές, όπως περιγράφονται στα Ομηρικά Έπη.

Στην Πρωτογεωμετρική περίοδο άρχισε επίσης η χρήση της εκτεταμένης νεκρόπολης στην Ορθή Πέτρα της Ελεύθερνας, τη συστηματική ανασκαφή της οποίας διευθύνει ο καθηγητής Ν. Χρ. Σταμπολίδης. Η νεκρόπολη εξακολούθησε να χρησιμοποιείται αδιάκοπα έως και τους Αρχαϊκούς χρόνους. Τα ευρήματα των νεκροταφείων, και ειδικά αυτά του νεκροταφείου της Ορθής Πέτρας, υποδεικνύουν ανώτερο βιοτικό επίπεδο και πυκνές σχέσεις με την Εγγύς Ανατολή και την Κύπρο, στις οποίες οφείλεται η πολυμορφία στην τέχνη και οι επιρροές στη θρησκεία και την οικονομία. Μεγάλο μέρος των ευρημάτων ης νεκρόπολης της Ορθής Πέτρας εκτίθεται σε ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες του Μουσείο Αρχαιολογικού Χώρου Ελεύθερνας.

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν συχνά τη συνέχιση επιλογής οχυρών θέσεων ως τόπων κατοίκησης, όπως ο οικισμός που ήρθε στο φως στην κορυφή του λόφου Κεφάλα της Συβρίτου από τη συστηματική Ελληνο-ιταλική ανασκαφή, υπό τη διεύθυνση των L. Roccheti και Ν. Προκοπίου και πιο πρόσφατα των A.L. D’ Agata και Ν. Καραμαλίκη. Οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές αποτυπώθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πόλεων, με την ανέγερση ναών εντός του συνεκτικού τους ιστού, και τη δημιουργία νέων νεκροταφείων. Σημαντικοί οικισμοί της περιόδου ήταν η Ελεύθερνα, η Αξός και η Σύβριτος, ενώ σχετικές ενδείξεις παρέχει και η Λάππα.

Το σημαντικότερο λατρευτικό κέντρο της περιόδου εντοπίζεται στο Ιδαίον Άντρον, το οποίο αποκτά πανελλήνιο χαρακτήρα, όπως δείχνουν τα πολυάριθμα αναθήματα που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Ιερό της περιόδου αποκαλύφθηκε στη θέση Νησί της Ελεύθερνας κατά τη συστηματική ανασκαφή υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Θ. Καλπαξή. Ενδείξεις που σχετίζονται με τη λατρεία, εντοπίστηκαν επίσης στο σπήλαιο Μελιδονίου και στα Μικρά Ανώγεια.

ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - Πρώιμη Αρχαϊκή ή Ανατολίζουσα ή Δαιδαλική περίοδος: 710 – 600 π. Χ. - Αρχαϊκή περίοδος: 600 – 500/480 π.Χ.

Η Πρώιμη Αρχαϊκή ήταν περίοδος μεγάλης ακμής για την Κρήτη, κατά την οποία διαπιστώνονται εντατικές σχέσεις με την Εγγύς Ανατολή και επιδράσεις. Στα προερχόμενα από την Ανατολή διακοσμητικά μοτίβα και θέματα, όπως οι γρύπες και άλλα φανταστικά όντα που χρησιμοποιήθηκαν συχνά στην τέχνη, οφείλεται η ονομασία της ως Ανατολίζουσας. Την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν, επίσης, τα πρώτα περίοπτα έργα γλυπτικής, από τα οποία χαρακτηρίζεται ως Δαιδαλική, απηχώντας την παράδοση του μυθικού τεχνίτη της Κρήτης Δαίδαλου. Η πώρινη θεά από την Ονυθέ είναι χαρακτηριστικό δείγμα της τάσης αυτής. Ενδεικτικοί για την ποιότητα της κεραμεικής τέχνης είναι οι πίθοι με ανάγλυφη διακόσμηση μυθικών σκηνών και φανταστικών όντων, ενώ μεγάλη ακμή γνώρισε και η μεταλλοτεχνία, με εξαίρετα δείγματα από το ιερό του Ιδαίου Άντρου, την Αξό και την Ελεύθερνα. Έργα Κρητών καλλιτεχνών έχουν βρεθεί στα μεγάλα πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας και των Δελφών.

Η Κρήτη στους χρόνους αυτούς είχε μικρή συμμετοχή στο πανελλήνιο φαινόμενο του αποικισμού, χωρίς ωστόσο να απέχει ολοκληρωτικά, αφού Κρήτες σχετίζονταν με την ίδρυση της Κυρήνης στη βόρεια Αφρική και της Γέλας στη Σικελία.

Στους Αρχαϊκούς χρόνους παγιώθηκαν οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί και κωδικοποιήθηκε η νομοθεσία. Η Κρήτη δεν πρωτοπορούσε πλέον στις εξελίξεις στην τέχνη, αντίθετα διαφαίνεται μια τάση εσωστρέφειας που έγινε πιο έντονη τους επόμενους αιώνες.

Πολιτικό κύτταρο της περιόδου ήταν η πόλη – κράτος, με την εξουσία να ασκείται από την τάξη των πολιτών – οπλιτών. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας της οργάνωσης του κράτους και της εκπαίδευσης των πολιτών αντικατοπτρίζεται στη συνήθεια της ανάθεσης όπλων στα ιερά. Την περίοδο αυτή, ισχυρές πόλεις ήταν η Αξός, η Ελεύθερνα και η πόλη στην Ονυθέ η οποία αποκαλύφθηκε κατά τη συστηματική ανασκαφική έρευνα του καθηγητή Ν. Πλάτωνα, η οποία έφερε στο φως εκτεταμένα κτίσματα της περιόδου. Ενδείξεις για τη συνέχιση της λατρείας ανιχνεύονται στο Ιδαίον Άντρον, στο σπήλαιο Μελιδονίου και στα Μικρά Ανώγεια.

Κλασική Περίοδος (500/480 – 323 π.Χ.)

Την αρχή της Κλασικής περιόδου σηματοδότησε η εισβολή των Περσών, γεγονός με καταλυτικές συνέπειες για ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, καθώς οδήγησε στη διαμόρφωση των δύο κέντρων του, της Αθήνας και της Σπάρτης. Η Κρήτη, ωστόσο, δεν συμμετείχε στους πολέμους κατά των Περσών και διατηρώντας τις αρχαϊκές της παραδόσεις διαφοροποιήθηκε από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.

Η παλαιότερη αντίληψη ότι η Κρήτη κατά την περίοδο αυτή παρήκμασε, δεν φαίνεται να ευσταθεί, σύμφωνα με τα νέα αρχαιολογικά δεδομένα. Κυρίως από τις εισαγωγές κεραμεικής ανιχνεύονται σχέσεις με την Αττική και την ηπειρωτική Ελλάδα.

Οι σημαντικότερες πόλεις κατά τους Κλασικούς χρόνους στην περιοχή του Ρεθύμνου ήταν η Ελεύθερνα, η Αξός, η Σύβριτος, η Λάππα, και εκείνες στην Ονυθέ και στο Σφακάκι/Σταυρωμένο.

Το υπαίθριο ιερό στα Μικρά Ανώγεια που ανήκε στην επικράτεια της Ρίθυμνας συνεχίζει τη λειτουργία του, όπως αποδεικνύεται από τα πήλινα αναθήματα.

Ελληνιστική Περίοδος (323 – 67 π.Χ.)

Η Ελληνιστική περίοδος αρχίζει συμβατικά με τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Την περίοδο αυτή, η Ανατολική Μεσόγειος και μεγάλο τμήμα της Ανατολής ενοποιήθηκαν πολιτισμικά, με κοινή γλώσσα την ελληνική. Παρά τις συνεχείς πολεμικές συρράξεις της περιόδου, ο ευρύς αυτός χώρος γνώρισε πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη και άνθιση τεχνών και επιστημών.

Η Κρήτη, με την καίρια θέση της στο σταυροδρόμι των εμπορικών δρόμων, βρέθηκε στο κέντρο του ελληνιστικού κόσμου, διατηρώντας τον συντηρητικό θεσμό της πόλης – κράτους. Το νησί, στο οποίο οι διαμάχες και οι ολοένα μετασχηματιζόμενες συμμαχίες των πόλεων ήταν συχνές, εμπλεκόταν έμμεσα στις εξελίξεις συμμετέχοντας στις συμμαχίες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επανδρώνοντας τους αντιμαχόμενους στρατούς με μισθοφόρους. Η μισθοφορία και η πειρατεία που συνδέονταν με το δουλεμπόριο αποτέλεσαν σημαντικές πηγές πλουτισμού πόλεων και πολιτών, παράλληλα με το εμπόριο και την καλλιέργεια της γης. Κατά την περίοδο αυτή δημιουργήθηκε η χαλαρή ομοσπονδία πόλεων, γνωστή από τις πηγές ως Κοινό των Κρηταιέων.

Στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου, οι πόλεις Ελεύθερνα, Αξός, Λάππα, Σύβριτος και εκείνη στην Ονυθέ διατήρησαν τη δύναμή τους, όπως αποδεικνύουν οι επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες. Η συστηματική έρευνα στη θέση Νησί στην Ελεύθερνα, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Θ. Καλπαξή, έφερε στο φως εκτεταμένες οικίες και εργαστηριακούς χώρους της περιόδου. Παράλληλα, διαπιστώνεται ακμή των παράλιων οικισμών, όπως της Ρίθυμνας, στην επικράτεια της οποίας ανήκε και ο οικισμός της Αγίας Ειρήνης, του Πανόρμου – η αρχαία Πάναρμος; – και του οικισμού στο Σφακάκι/Σταυρωμένο – η αρχαία Αλλαρία ή Άγριον;, ως αποτέλεσμα του προσανατολισμού στο εμπόριο και τη ναυτιλία.

Ρωμαϊκή Περίοδος (67 π.Χ. – 4ος αιώνας μ.Χ.)

Ήδη από τους Ύστερους Ελληνιστικούς χρόνους η Ρώμη εμπλεκόταν στις συνεχείς διαμάχες των κρητικών πόλεων υπό μορφή διαιτησίας. Η στάση των Κρητών στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ρωμαίων στην Ανατολική Μεσόγειο, και η συμμετοχή τους σε πειρατικές επιδρομές προκάλεσαν την επέμβαση της Ρώμης, που απέστειλε το 69 π.Χ. τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο, ο οποίος ολοκλήρωσε την κατάκτηση του νησιού το 67 π.Χ. Η Κρήτη ενσωματώθηκε στο Ρωμαϊκό κράτος ως ενιαία επαρχία με την Κυρηναϊκή της Βορείου Αφρικής, υπό κοινό διοικητή, με έδρα τη Γόρτυνα. Διατηρήθηκε η διοικητική οργάνωση καθεμιάς πόλης ξεχωριστά ενώ το Κοινό αναδιοργανώθηκε και μετονομάσθηκε σε Κοινό των Κρητών, έχοντας πλέον ως κύριο ρόλο την πολιτική εκπροσώπηση της επαρχίας και τη λατρεία του αυτοκράτορα.

Στην πρώτη ρωμαϊκή περίοδο χρονολογούνται τα εκτεταμένα νεκροταφεία που έχουν ανασκαφεί στο παράκτιο τμήμα του Σταυρωμένου και του Σφακακίου και αποκαλύπτουν όψεις της καθημερινής ζωής, της διακίνησης υλικών αγαθών αλλά και των πνευματικών ανησυχιών και των δοξασιών. Τα νεκροταφεία αντιστοιχούν στην αρχαία πόλη που εκτεινόταν στην περιοχή, η οποία γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Οι νεκροί ενταφιάζονταν στολισμένοι με τα κοσμήματά τους, συνήθως με νόμισμα στο στόμα ως “χαρώνειο οβολό” και σε λίγες περιπτώσεις με χρυσό επιστόμιο. Τα επιστόμια ήταν λεπτά επιμήκη φύλλα χρυσού, σε κάποια εκ των οποίων είχε χαραχτεί επιγραφή με αναφορά στους άρχοντες του Κάτω Κόσμου, Πλούτωνα και Περσεφόνη. Τα κείμενα αυτά σχετίζονταν με μία τελετουργία ή μυστηριακή λατρεία που έδινε έμφαση στη μεταθανάτια ζωή και έχουν συνδεθεί με τα λεγόμενα Ορφικά/Βακχικά Μυστήρια, αποτελώντας απτή απόδειξη της διαχρονικής αγωνίας του ανθρώπου για το επέκεινα.

Στην Ελεύθερνα η συστηματική ανασκαφή υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Π. Θέμελη, αποκάλυψε σημαντικό τμήμα της ρωμαϊκής φάσης της πόλης με εντυπωσιακά κτήρια. Ευρήματα από ανασκαφές σε πληθώρα άλλων θέσεων σε όλη την περιοχή του Ρεθύμνου, όπως η Λάππα, η οποία απολάμβανε καθεστώς ελεύθερης πόλης, η Ρίθυμνα, η Σύβριτος, το Πάνορμο και ο οικισμός στο Σφακάκι/Σταυρωμένο επιβεβαιώνουν ότι η Κρήτη, ως τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ακολούθησε τις κοινωνικές, οικονομικές και διοικητικές εξελίξεις του ρωμαϊκού κόσμου. Οι κάτοικοι απολάμβαναν τις συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας που επικράτησαν στον χώρο της Μεσογείου και οδήγησαν στην ανάπτυξη των οικιστικών κέντρων. Στοιχεία για αναβίωση της λατρείας παρέχουν ευρήματα από τα σπήλαια του Ιδαίου Άντρου και του Μελιδονίου.

Η καίρια γεωγραφική θέση της Κρήτης και η σημασία των λιμανιών των νοτίων ακτών στους ναυτικούς δρόμους από την Ανατολή προς τη Ρώμη αποτυπώνεται εύγλωττα στα ενάλια ευρήματα από την περιοχή της Αγίας Γαλήνης. Το αποκαλούμενο “ναυάγιο” της Αγ. Γαλήνης αποτελείται από χάλκινα κυρίως αντικείμενα που ανασύρθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές από τον κόλπο της Μεσαράς. Χρονολογείται με βάση τη μαρτυρία νομισματικού θησαυρού στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Η ποικιλία των αντικειμένων, όπως αγαλμάτια, σκεύη, βάσεις, στοιχεία φωτισμού, εργαλεία, στοιχεία ιπποσκευής, εξαρτήματα αμαξών, θραύσματα από αγάλματα, πολλά ελάσματα, καθώς και δύο τάλαντα καθαρού χαλκού, αλλά και το φάσμα χρονολόγησής τους από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως και τον 3ο αιώνα μ.Χ. οδηγούν στην υπόθεση ότι το πλοίο μετέφερε υλικό που προοριζόταν για επαναχύτευση

Πρώτη Βυζαντινή Περίοδος και Περίοδος Αραβικής κατάκτησης (4ος αι. μ.Χ. – 961 μ.Χ.)

Το 395 μ.Χ., όταν διαιρέθηκε η αυτοκρατορία σε ανατολικό και δυτικό κράτος, η Κρήτη περιήλθε διοικητικά και στρατιωτικά στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης, με πρωτεύουσα τη Γόρτυνα. Οι μετακινήσεις των λαών στη βόρεια Βαλκανική, τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. και οι επιδρομές των Σλάβων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα μ.Χ. δεν επηρέασαν την ειρηνική ζωή που διήγε η Κρήτη ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο. Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. οργανώθηκαν οι πρώτες επισκοπές. Στην περιοχή του Ρεθύμνου ιδρύθηκαν οι επισκοπές Λάππης, Οαξού, Συβρίτου και Ελευθέρνης και ανεγέρθηκε σημαντικός αριθμός χριστιανικών ναών. Η συστηματική ανασκαφή του καθηγητή Π. Θέμελη στην Ελεύθερνα και ανασκαφές στη Λάππα, το Χρωμοναστήρι, την Ονυθέ, το Μελιδόνι, τους Αβδανίτες, το Πάνορμο, την Αξό, τη Σύβριτο, το Βυζάρι και την Αγία Γαλήνη, αποκάλυψαν βασιλικές της Πρώτης Βυζαντινής περιόδου.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής, που κυριάρχησε κατά την Πρώτη Βυζαντινή περίοδο, προήλθε από τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Επρόκειτο για ορθογώνια οικοδομήματα με αψίδα στην ανατολική πλευρά, που χωρίζονταν εσωτερικά σε κλίτη με κίονες ή πεσσούς και καλύπτονταν με ξύλινη στέγη ή θόλους. Ο χώρος του ιερού διαχωριζόταν από τον υπόλοιπο ναό με μια χαμηλή κατασκευή, το φράγμα πρεσβυτερίου, που έφερε ανάγλυφο διάκοσμο. Τη διακόσμηση συμπλήρωναν εντυπωσιακά ψηφιδωτά δάπεδα και μαρμαροθετήματα.

Από το β΄ μισό του 7ου αιώνα μ.Χ. οι Άραβες επιχειρούσαν ναυτικές επιδρομές στην Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που κλόνισε τις ισορροπίες στην περιοχή. Αρκετοί παραθαλάσσιοι οικισμοί, που ζούσαν κυρίως από το εμπόριο, παρήκμασαν οικονομικά και ήδη από τα τέλη του 7ου έως και τον 8ο αιώνα μ.Χ. ορισμένοι από αυτούς εγκαταλείφθηκαν. Παράλληλα παρατηρείται το φαινόμενο της συρρίκνωσης των πόλεων και της οχύρωσης σημαντικών θέσεων στα παράλια και την ενδοχώρα. Τα ευρήματα από τη συστηματική ανασκαφή, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Χριστίνας Τσιγωνάκη, στη θέση Πυργί της Ελεύθερνας, καθώς και τα οικιστικά κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν στο Πάνορμο, την Αξό και την Αγία Γαλήνη φωτίζουν τη συνέχιση της κατοίκησης κατά τον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ.

Το 826/828 μ.Χ. οι Άραβες της Ισπανίας κυρίευσαν την Κρήτη. Η περίοδος της Αραβοκρατίας παραμένει αρκετά ασαφής καθώς δεν έχει εξακριβωθεί σε ποιό βαθμό η αραβική κυριαρχία επεκτάθηκε σε όλο το νησί ή περιορίστηκε σε συγκεκριμένες θέσεις όπως ο Χάνδακας (σημερινό Ηράκλειο), που αποτέλεσε την πρωτεύουσα των Αράβων και το βασικό ορμητήριό τους. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια από την περιοχή του Ρεθύμνου περιορίζονται σε χάλκινα νομίσματα της περιόδου και τον Θησαυρό των Μεσονησίων, με εντυπωσιακά χρυσά κοσμήματα και βυζαντινά νομίσματα, τα οποία εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.

Δεύτερη Βυζαντινή Περίοδος (961 μ.Χ.- 1204/1211 μ.Χ.)

Το 961 μ.Χ., μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, ο στρατηγός και μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς ανακατέλαβε την Κρήτη από τους Άραβες και το νησί εντάχθηκε και πάλι στην Βυζαντινή επικράτεια.

Στην Κρήτη εφαρμόστηκε ένα εκτεταμένο οχυρωματικό πρόγραμμα. Στη Δεύτερη Βυζαντινή περίοδο χρονολογούνται τα φρούρια της Άνω Συβρίτου, στην περιοχή του Καλογέρου, και στο Μονοπάρι, ενώ οχυρωμένη ήταν πιθανότατα και η πόλη του Ρεθύμνου.

Στο πλαίσιο της θρησκευτικής αναδιοργάνωσης ιδρύθηκε η αρχιεπισκοπή Κρήτης, η οποία έδρευε στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, και οι επιμέρους επισκοπές. Η θέση τους άλλαξε σε σχέση με την Πρώτη Βυζαντινή περίοδο, καθώς μεταφέρθηκαν σε ασφαλέστερα σημεία της ενδοχώρας. Στο Ρέθυμνο μαρτυρούνται από τις πηγές οι επισκοπές Α(γ)ρίου, Μυλοποτάμου και Καλαμώνος. Σημαντικές προσωπικότητες του μοναχισμού ανέλαβαν δράση, αμέσως μετά την ανακατάληψη του νησιού, για την αναζωπύρωση του θρησκευτικού αισθήματος των Κρητών.

Στις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., ο μοναχός Ιωάννης ο Ξένος περιόδευσε στη Δυτική κυρίως Κρήτη, κηρύσσοντας και ιδρύοντας μοναστικές κοινότητες, με σημαντικότερη τη Μονή της Παναγίας Αντιφωνήτριας στα Μυριοκέφαλα. Το κείμενο της διαθήκης του δίνει σημαντικές πληροφορίες για την επίσκεψη του Ξένου στην Κωνσταντινούπολη, τα αυτοκρατορικά προνόμια που εξασφάλισε για τα ιδρύματά του και τη μεταφορά στην Κρήτη εικόνων και άλλων εκκλησιαστικών κειμηλίων.

Στη Δεύτερη Βυζαντινή περίοδο εισήχθη στην Κρήτη ο αρχιτεκτονικός τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τρουλαίου ναού. Πρόκειται για σύνθετα οικοδομήματα με ισχυρό συμβολικό περιεχόμενο, καθώς στην κάτοψή τους τέσσερις καμάρες σχηματίζουν σταυρό, ενώ στο κέντρο τους υψώνεται ο τρούλος, που συμβολίζει τον ουράνιο θόλο. Ιδιαίτερη πλαστικότητα και διακοσμητική διάθεση διακρίνει τις εξωτερικές όψεις, στοιχεία που φανερώνουν επίδραση της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης. Το εσωτερικό των κτηρίων καλύπτεται από τοιχογραφίες, ενώ το τέμπλο που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό είναι ψηλό, συχνά από μάρμαρο και φέρει ανάγλυφο διάκοσμο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του τύπου αυτού στο Ρέθυμνο είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου στον ομώνυμο οικισμό, ο ναός του Αγίου Γεωργίου στον Καλαμά και ο ναός της Παναγίας στη Λαμπινή. Παράλληλα επιβιώνει ο τύπος της βασιλικής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ναό της Αγίας Ειρήνης στη Βιράν Επισκοπή.

Στους πρώιμους ενετικούς χάρτες σημειώνονται πολυάριθμοι οικισμοί, των οποίων η ύπαρξη ανάγεται στη Δεύτερη Βυζαντινή περίοδο, ωστόσο τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι λιγοστά. Η συστηματική ανασκαφή του «βυζαντινού σπιτιού» στη θέση Αγία Άννα Ελεύθερνας, από τον καθηγητή Θ. Καλπαξή έδωσε σημαντικά στοιχεία για την κατοίκηση κατά την περίοδο αυτή, ενώ ένδειξη για την κατοίκηση αποτελεί και η ύπαρξη των ναών της περιόδου στην Αργυρούπολη (αρχαία Λάππα), τον Άγιο Δημήτριο, το Χρωμοναστήρι, τη Βιράν Επισκοπή, τον Καλαμά, την Κυριάννα, το Μέρωνα, το Φρατί και τη Λαμπινή.

Από τις γραπτές πηγές προκύπτει ότι στο τέλος της περιόδου στην Κρήτη είχε διαμορφωθεί μια ισχυρή τάξη γαιοκτημόνων, κάποιοι από τους οποίους, όπως οι Καλλέργηδες, οι Χορτάτζηδες και οι Βαρούχες, κατείχαν μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή του Ρεθύμνου. Οι ισχυρές αυτές οικογένειες, οι οποίες είχαν βυζαντινή καταγωγή, πιθανότατα αποτέλεσαν τον ιστορικό πυρήνα της παράδοσης για τα «δώδεκα αρχοντόπουλα», που στη συνέχεια ηγήθηκαν του αγώνα εναντίον των Ενετών.

Ενετοκρατία (1204/1211 μ.Χ – 1646/1669 μ.Χ.)

Το 1204 μ.Χ., μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και τον διαμελισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κρήτη περιήλθε στα χέρια του Βονιφάτιου του Μομφερράτου, αρχηγού της Σταυροφορίας, που την πούλησε στους Ενετούς.

Οι Ενετοί εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη το 1211 μ.Χ. και παρέμειναν έως και το 1669 μ.Χ. όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς. Εξαιτίας της νευραλγικής της θέσης, στο σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων, η Κρήτη αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες αποικίες της Βενετίας. Οι πρώτοι αιώνες της κατάκτησης χαρακτηρίζονται από τις συνεχείς εξεγέρσεις των ντόπιων.

Σημαντικότερη για το Ρέθυμνο ήταν η μεγάλη εξέγερση του Αλέξιου Καλλέργη, που έληξε το 1299 μ.Χ. με την περίφημη Συνθήκη, σύμφωνα με την οποία ο Καλλέργης εξασφάλισε τα φέουδά του και κατοχύρωσε σημαντικά προνόμια. Τομές για την περιοχή του Ρεθύμνου αποτελούν επίσης η εγκατάσταση των πρώτων Ενετών αποίκων το 1222 μ.Χ. και η επίσημη αναγνώριση του διοικητικού διαμερίσματος του Ρεθύμνου με τον διορισμό του πρώτου Ρέκτορα (διοικητή), το 1307 μ.Χ. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήραν οι Ενετοί ήταν η κατάργηση της ορθόδοξης ιεραρχίας και η τοποθέτηση Λατίνων επισκόπων στη θέση των ορθόδοξων.

Παράλληλα εγκαταστάθηκαν σταδιακά στο νησί τα καθολικά τάγματα των Δομινικανών, των Φραγκισκανών και των Αυγουστινιανών μοναχών. Στα μέσα περίπου του 14ου αιώνα μ.Χ., εμφανίζεται σε έγγραφα της περιόδου και για το Ρέθυμνο ο όρος πόλη (civitas Rethimi), που χρησιμοποιείτο πλέον για τις πρωτεύουσες των τεσσάρων διαμερισμάτων του νησιού (Χάνδακας, Χανιά, Ρέθυμνο, Σητεία). Από την περίοδο αυτή και στο εξής, το Ρέθυμνο αποτέλεσε οικονομικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή του γεωγραφικού του διαμερίσματος, το οποίο ταυτίζεται με τα όρια της σημερινής Περιφερειακής Ενότητας.

Η πόλη του Ρεθύμνου αναπτύχθηκε σταδιακά και τειχίστηκε, στα μέσα του 16ου αιώνα, με οχυρωματικό περίβολο. Μετά τη συστηματική καταστροφή της από τον οθωμανικό στόλο το 1571 μ.Χ. και τις καταστροφικές πλημμύρες του 1590 μ.Χ. ξανακτίστηκε σύμφωνα με τα σύγχρονα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, αποκτώντας έναν υστεροαναγεννησιακό χαρακτήρα. Την ίδια περίοδο κατασκευάστηκε και το Φρούριο Φορτέτζα, σύμφωνα με το προμαχωνικό σύστημα, για την ενίσχυση της άμυνας της πόλης. Πλήθος σημαντικών δημόσιων κτισμάτων, όπως η Loggia και η κρήνη Rimondi, καθώς και ιδιωτικών κτηρίων με εντυπωσιακά θυρώματα που διασώζονται ως τις μέρες μας, μαρτυρούν την ακμή της κατά την περίοδο αυτή.

Η πλειονότητα των σημερινών οικισμών του Ρεθύμνου υπήρχε ήδη κατά την Ενετική περίοδο. Οικισμοί όπως ο Μαρουλάς, το Χρωμοναστήρι, o Πίκρης, η Αμνάτος, το Μούνδρος, η Πόλις (αρχαία Λάππα, σήμερα Αργυρούπολη), η Μεγάλη Επισκοπή, ο Άγιος Κωνσταντίνος, τα Ρούστικα και η Επισκοπή Μυλοποτάμου, διασώζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τον οικιστικό πυρήνα τους, που ανήκει σε αυτή την περίοδο. Δείγματα ακμής αποτελούν οι ναοί ή τα μεμονωμένα αρχοντικά που διασώζονται έως τις ημέρες μας, σε οικισμούς όπως οι Μαργαρίτες, τα Σκουλούφια, ο Πρίνος, ο Ορθές, η Κυριάννα, ο Καλαμάς, το Καστρί, ο Μέρωνας, οι Ελλένες, το Βυζάρι, ο Φουρφουράς, η Πατσός και ο Κισσός.

Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη κυριαρχεί ο απλούστερος αρχιτεκτονικός τύπος του μονόχωρου καμαροσκέπαστου ναού. Οι ναοί αυτοί ήταν επιχρισμένοι εξωτερικά, ενώ η κόσμησή τους περιοριζόταν στα περίτεχνα ανάγλυφα πλαίσια των θυρωμάτων, με σαφείς επιρροές από τη γοτθική τέχνη, καθώς και στον τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Ενδεικτικό παράδειγμα του τύπου αποτελούν οι μικρών διαστάσεων ναοί της Παναγίας στον Θρόνο Αμαρίου, του Αγίου Γεωργίου στον Αρτό, του Αγίου Ιωάννη στον Κισσό και της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου. Την ίδια περίοδο χρησιμοποιήθηκε και ο τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, σε ναούς που λόγω του εντυπωσιακού τους μεγέθους μπορούν να ερμηνευθούν ως έδρες επισκοπών, στην περιοχή του Ρεθύμνου ναοί αυτού του τύπου είναι της Παναγίας στην Πατσό και του Άγιου Ιωάννη Επισκοπής Μυλοποτάμου.

Σε πλήθος μονόχωρων καμαροσκέπαστων ναών, διάσπαρτων στη ύπαιθρο, διατηρείται ο εκτεταμένος τοιχογραφικός διάκοσμος, στον οποίο διακρίνονται από τις πιο λαϊκότροπές τάσεις μέχρι υψηλής ποιότητας ζωγραφική, που ακολούθησε τα καλλιτεχνικά ρεύματα της περιόδου όπως διαμορφώθηκαν στα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής. Παράλληλα στην περιοχή του Ρεθύμνου φαίνεται ότι δραστηριοποιούνταν τοπικά εργαστήρια γλυπτικής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τμήμα σαρκοφάγου από αρκοσόλιο, μέλους της οικογένειας Zangarol(o), που προέρχεται από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής στον Πρίνο Ρεθύμνου, που ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλο και χρονολογείται στα 1550/55 και 1570 μ.Χ. Τα αρκοσόλια αποτελούν μια ιδιαίτερη μορφή ταφικών μνημείων, υπέργεια, επιτοίχια, συχνά με μορφή εσοχής στο πάχος του τοίχου, και αποτελούνται από δυο τμήματα: τη σαρκοφάγο στο κατώτερο τμήμα και ένα υπερκείμενο τόξο που την καλύπτει. Στην Κρήτη σώζεται ένας μεγάλος αριθμός, κυρίως στους ναούς της υπαίθρου. Συχνά φέρουν γλυπτή διακόσμηση, με φυτικά και γεωμετρικά κυρίως μοτίβα και σπανιότερα με εικονιστικές παραστάσεις, καθώς και το οικόσημο του νεκρού.

Την περίοδο της ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη παρατηρήθηκε μια ιδιαίτερη άνθηση στις τέχνες και τη λογοτεχνία. Η τέχνη της εικόνας, που από το 15ο αιώνα μ.Χ. και μετά φαίνεται να αντικατέστησε τις τοιχογραφίες, γνώρισε ξεχωριστή ανάπτυξη στο νησί. Σημαντικοί ζωγράφοι εικόνων όπως η οικογένεια των Λαμπάρδων και ο Εμμανουήλ Τζάνες κατάγονταν από το Ρέθυμνο. Η πνευματική άνθηση της εποχής σηματοδοτήθηκε με την ίδρυση στο Ρέθυμνο της Aκαδημίας των Vivi, στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα μ.Χ., αλλά και την παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων του πνεύματος όπως ο επιφανής λόγιος Φραγκίσκος Barozzi, ο συγγραφέας Γεώργιος Χορτάτζης ή ο εκδότης και ένας από τους σημαντικότερους φιλολόγους της Αναγέννησης Μάρκος Μουσούρος (1470-1517), ο οποίος δίδαξε ελληνική φιλολογία στα πανεπιστήμια της Πάντοβας και της Βενετίας και ως τόπος καταγωγής του αναφέρεται είτε το Ρέθυμνο είτε η Candia (Ηράκλειo/Κρήτη).

Η "μη ασφαλής" επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού υπ. Πολιτισμού, ΔΕΝ αναφέρει τίποτε για το Μουσείο Ρεθύμνου και όλα αυτά τα ευρήματά του...!!!

Η Προσωρινή Έκθεση

Η Προσωρινή Έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου φιλοξενεί, εκθέτει και προβάλει χαρακτηριστικές αρχαιότητες, διαχρονικά, προερχόμενες από θέσεις της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερα ενδιαφέρον αρχαιολογικό τοπίο της.

Οι ανασκαφές, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έως σήμερα, αποκαλύπτουν την εξέλιξη μέσα από την προϊστορία, την πρωτοϊστορία και την ιστορία του Ρεθύμνου. Μέρος της ιστορίας του τόπου οι ίδιες οι ανασκαφές, διαπλάθουν γενεές αρχαιολόγων από διάφορα μέρη του κόσμου, που υιοθετούν το Ρέθυμνο και γίνεται δεύτερη τους πατρίδα, πατρίδα της καρδιάς τους.

Συστηματικές ανασκαφές Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών και Ιδρυμάτων, αλλοδαπών και ημεδαπών Πανεπιστημίων, συστηματικές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που έχουν διεξαχθεί ή διεξάγονται, στους Αρμένους, στο ιερό κορυφής του Βρύσινα και την Ελεύθερνα του Δήμου Ρεθύμνου, στο Μοναστηράκι, το Αποδούλου και τη Σύβριτο του Δήμου Αμαρίου, στη Ζώμινθο και το Ιδαίο Άντρο του Δήμου Ανωγείων, στους Πέρα Γαλήνους και το Καλό Χωράφι του Δήμου Μυλοποτάμου, στο ιερό κορυφής των Ατσιπάδων και την Ορνέ του Δήμου Αγίου Βασιλείου, καθώς και επιφανειακές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή της Ζωμίνθου και του Ιδαίου Άντρου του Δήμου Ανωγείων και στον Πλακιά και την κοιλάδα Αγίου Βασιλείου, εμπλουτίζουν ουσιαστικά τη γνώση μας για τη ζωή στην περιοχή, από την παλαιολιθική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο, σε ένα χρονικό άξονα δηλαδή κατοίκησης και δημιουργίας χιλιετηρίδων.

Παράλληλα το σωστικό έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων στο Ρέθυμνο, στο πλαίσιο της οικιστικής ανάπτυξης και των αναπτυξιακών έργων, φέρει συνεχώς στο φως σημαντικά αρχαιολογικά σύνολα. Στο χάρτη της ιστορίας προστίθενται οι αρχαιολογικοί χώροι στη Φορτέτζα, την Αγία Ειρήνη, την Αργυρούπολη, το Χαμαλεύρι και Σταυρωμένο, το Παγκαλοχώρι και τη Μαγνησία, το Σφακάκι, την Αξό, το Πάνορμο, το Μπαλί, το Κρυονέρι, το Πέραμα και την Αλφά, την Αγία Φωτεινή και το Βένι.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου σε μια διαδρομή από την ενετική Λότζια, με τη φροντίδα του καθ. Ν. Πλάτωνα, στο πενταγωνικό οχυρό της Φορτέτζας με τη φροντίδα του επίτιμου Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων Γ. Τζεδάκι, και τώρα προσωρινά στο καθολικό του ενετικού ναού Αγίου Φραγκίσκου, πάντα σε κομβική θέση στο συνεκτικό ιστό της πόλης, εντάσσεται στην καθημερινή ζωή κατοίκων και επισκεπτών, σε διαδραστική σχέση με την εκπαιδευτική κοινότητα, και δικτύωση με την τοπική κοινωνία που ενδυναμώνεται από τη λειτουργία του Συλλόγου Φίλων Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου.

Η Προσωρινή Έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου συνεπικουρείται από το Μουσείο Αρχαιολογικού Χώρου Ελεύθερνας, την Έκθεση κειμηλίων της Μονής Αρκαδίου και το Κέντρο Αρχαιολογικής Πληροφόρησης “Γιάννη Σακελλαράκη και Έφης Σαπουνά Σακελλαράκη”, δημιουργώντας ένα δυναμικό εκθεσιακό δίκτυο που θα προσφέρει γνώση και θα δώσει ώθηση στην επισκεψιμότητα και την ευαισθητοποίηση.

Η Έκθεση ωστόσο στον Άγιο Φραγκίσκο είναι Προσωρινή, παρουσιάζοντας ένα μικρό δείγμα της εξέλιξης στο χώρο και το χρόνο. Τελικός μας στόχος είναι η δημιουργία του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου που θα προβάλει τον μεγάλο και σημαντικό αρχαιολογικό πλούτο της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου, που θα συνδέσει στην πραγματική τους διάσταση το παρελθόν με το μέλλον του τόπου.

ΠΗΓΗΑΡΧ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ, Ναός Αγίου Φραγκίσκου (*), οδός Αγίου Φραγκίσκου 4, Τ.Κ. 74131, Ρέθυμνο Τηλέφωνο: +30 28310 27506, email: efareth@culture.grΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.7.2021.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΧΩΣ...

(*) Ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου

Ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου αποτελούσε το καθολικό της ομώνυμης μονής του τάγματος των Φραγκισκανών μοναχών. Η ίδρυση της ανάγεται, πιθανόν, στις αρχές του 16ου αιώνα μ.Χ. H μονή παρά τον μικρό αριθμό των μοναχών της φαίνεται ότι είχε ιδιαίτερη αίγλη, αφού ο ναός αποτελούσε έδρα της θρησκευτικής αδελφότητας της Παναγίας των Καρμελιτών και χώρο ταφής ευγενών αξιωματούχων και πλουσίων, όπως προκύπτει από τα νοταριακά έγγραφα. Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς, ο ναός ενσωματώθηκε, από τον Γαζή Χουσείν Πασά, το 1654 μ.Χ., στο συγκρότημα του ομώνυμου τεμένους (σήμερα τζαμί Νεραντζέ) και μετατράπηκε σε imaret (πτωχοκομείο). Από την μονή διασώζεται το καθολικό και κάποια προκτίσματα, στα νότιά του. Ο ναός ανήκει στον τύπο της μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής, με εγκάρσιο κλίτος και ορθογώνιο πρεσβυτέριο που το πλαισιώνουν δύο ορθογώνια παρεκκλήσια. Το κυρίως κλίτος του είναι αποκομμένο από τον υπόλοιπο ναό, με τοίχο που κατασκευάστηκε την Οθωμανική περίοδο, το εγκάρσιο κλίτος είναι σήμερα ασκεπές, ενώ το πρεσβυτέριο και το τμήμα του νότιου παρεκκλησίου έχουν άλλες χρήσεις. Το μεγαλοπρεπές θύρωμά του, που φέρει τα μοναδικά στο Ρέθυμνο σύνθετου ρυθμού κιονόκρανα, αποτελεί μία από τις επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο ναό τον ύστερο 16ο – πρώιμο 17ο αιώνα μ.Χ. και του προσέδωσαν τον αναγεννησιακό χαρακτήρα του. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το νότιο παρεκκλήσι που στεγάζεται με τρούλο και στηρίζεται σε τέσσερα ζεύγη τόξων που πατούν σε πεσσούς και κίονες, όλα κατασκευασμένα από γκρίζο μάρμαρο της Istria, υλικό που σπάνια χρησιμοποιήθηκε στην Κρήτη την Ενετική περίοδο. Η ανασκαφική έρευνα στο δυτικό κλίτος αποκάλυψε μεγάλο αριθμό πρόχειρων λακκοειδών τάφων που συνδέονται με την πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1646 μ.Χ. Στο εγκάρσιο κλίτος και το βόρειο παρεκκλήσι ήλθαν στο φως επιμελημένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι, ενώ στο νότιο παρεκκλήσι αποκαλύφθηκε ένας και μοναδικός τάφος, στο κέντρο του, γεγονός που δεικνύει ότι επρόκειτο για τον τάφο επιφανούς μέλους της πόλης.

arxeion-politismou.gr
Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου