Amfipoli News: Antoni Gaudi. Η ζωή και το έργο του

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Antoni Gaudi. Η ζωή και το έργο του

 


Ο Αντόνι Γκαουντί γεννήθηκε στην Καταλονία (η ακριβής τοποθεσία παραμένει άγνωστη), στις μεσογειακές ακτές της Ισπανίας, στις 25 Ιουνίου 1852 και ήταν το νεότερο από τα 5 παιδιά της οικογένειάς του. Ο πατέρας του εργαζόταν ως βιομηχανικός χαλκουργός.Συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους Καταλανούς  αρχιτέκτονες του καταλανικού μοντερνισμού.

Ο καταλανικός μοντερνισμός υπήρξε κοινωνικο-πολιτισμικό κίνημα της Καταλονίας μεταξύ των τελών του 19ου αιώνα και της δεκαετίας του 1920. Οδήγησε στον εκσυγχρονισμό της Καταλονίας και στην πολιτισμική ένταξή της στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ισπανία όπου ως κίνημα δεν είχε αντίκρυσμα. Εκφράστηκε σε όλες τις τέχνες αλλά έδωσε τους σημαντικότερους καρπούς του στην αρχιτεκτονική με τα έργα των Αντόνι Γκαουντί, του Λιουίς Ντομένεκ Μουντανέ και του Ζοζέπ Πουτς Καδαφάλκ που άλλαξαν άρδην το αστικό τοπίο των καταλανικών πόλεων.

Θεωρείται συμβολικά πως ο καταλανικός μοντερνισμός ξεκίνησε το 1888 με τη Διεθνή Έκθεση Βαρκελώνης αν και ορισμένοι εντοπίζουν μοντερνιστικά στοιχεία ήδη στην Επαρχιακή Σχολή Αρχιτεκτονικής που ιδρύθηκε το 1871 στην πόλη. Η κατεδάφιση των τειχών της και η νέα διάθεση ανανέωσης και επέκτασης του πολεοδομικού ιστού της πρωτεύουσας μα και των υπόλοιπων καταλανικών πόλεων από την παντοδύναμη καταλανική αστική τάξη με την οικοδόμηση της Bαρκελωνικής Eπέκτασης (Eixample) αποτέλεσαν το σκηνικό που επέτρεψε την εφαρμογή των νέων τάσεων στην αρχιτεκτονική και τις διακοσμητικές τέχνες. Αυτές οι νέες τάσεις παρουσιάστηκαν ταυτόχρονα σε πόλεις που βρίσκονταν στην περιφέρεια των κύριων καλλιτεχνικών εκφάνσεων της Ευρώπης όπως η Βιέννη, η Γλασκώβη και οι Βρυξέλλες.
Η Βαρκελώνη των τελών του 19ου αιώνα μεταμορφώθηκε σε μία εκ των σημαντικότερων μητροπόλεων της νότιας Ευρώπης γνωρίζοντας πρωτοφανή άνθηση σε πολιτισμικό επίπεδο. Η Καταλανική Αναγέννηση και η ίδρυση πολλών βιβλιοπωλείων, εκδοτικών οίκων, έντυπων και πολιτικών και πολιτισμικών θεσμών και οργανώσεων έφεραν ένα κλίμα διανοητικού αναβρασμού από το οποίο προέκυψε η αμφισβήτηση των παραδοσιακών ιδεών περί πολιτικής και τέχνης. Σύμφωνα με τον θεωρητικό και αρχιτέκτονα Λιουίς Ντομένεκ Μουντανέ, το ζήτημα ήταν η ανάδειξη μιας νέας σύγχρονης εθνικής αρχιτεκτονικής με ξεκάθαρο εκλεκτιστικό προσανατολισμό αλλά και που θα εμπνέεται από την ιστορική καταλανική αρχιτεκτονική όπως τον καταλανικό γοτθικό ρυθμό. Τέτοια δείγματα είναι τα πρώτα κτίρια του αρχιτέκτονα όπως η σημερινή έδρα του Ιδρύματος Τάπιες και η Αψίδα του Θριάμβου του Ζοζέπ Μπιλασέκα.

Ο Γκαουντί είχε δείξει από μικρός το ταλέντο του στο σχέδιο. Στο σχολείο ήταν άριστος στη Γεωμετρία, τη Μουσική και τα Αρχαία Ελληνικά. Όσο ήταν νέος υπέφερε από ρευματισμούς κάτι που τον έκανε απόμακρο, εσωστρεφή και επιφυλακτικό ως άνθρωπο. Ήταν χορτοφάγος, θρησκευόμενος και πολύ συχνά έκανε εξαντλητικές νηστείες.
Το 1868 βρέθηκε στη Βαρκελώνη, όπου πήγε για να σπουδάσει διδακτική. Με τη Βαρκελώνη να είναι η πιο μοντέρνα πόλη της Ισπανίας εκείνη την περίοδο, ο Γκαουντί ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική. Από το 1875 έως το 1878 υπηρέτησε τη θητεία του στον στρατό, η κακή κατάσταση της υγείας του ωστόσο δεν του επέτρεψε να συμμετέχει στα πολεμικά γεγονότα της Ισπανίας. Οι πολυάριθμες άδειες που έπαιρνε μάλιστα του επέτρεψαν να συνεχίσει τις σπουδές του σχεδόν απρόσκοπτα, με τον ίδιο να έχει ήδη εγγραφεί στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτονικής της Βαρκελώνης.
Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, έφτιαχνε μακέτες και προσχέδια για εγνωσμένης αξίας αρχιτέκτονες της πόλης, ερχόμενος έτσι σε επαφή με τον μοντερνισμό που άρχιζε σιγά-σιγά να ξεπροβάλει. Το 1878 ολοκλήρωσε τις σπουδές του, παρακολουθώντας ταυτόχρονα μαθήματα οικονομικών, φιλοσοφίας, ιστορίας και αισθητικής, με τους βαθμούς του ωστόσο να κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα. Ο διευθυντής της σχολής του σχολίασε μάλιστα: «Δίνουμε τον ακαδημαϊκό αυτό τίτλο ή σε έναν ανόητο ή σε μια διάνοια. Ο χρόνος θα δείξει»…

Τα πρώτα του έργα ήταν δύο φανάρια για τον φωτισμό δρόμων της πόλης, που του ανέθεσε το δημοτικό συμβούλιο της Βαρκελώνης. Αργότερα δημιούργησε και το πρώτο του σημαντικό έργο, την περίφημη Casa Vicens που τον έκανε ευρέως γνωστό.
Το 1878 έλαβε μέρος στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και ένα έργο του εντυπωσίασε έναν πάτρονα της Τέχνης, τον καταλανό βιομήχανο Eusebi Güell, ο οποίος ανέθεσε στον νεαρό αρχιτέκτονα τη δουλειά στην Έπαυλη Güell και το Παλάτι Güell, ανάμεσα σε άλλα έργα, όπως το περίφημο Πάρκο Güell!

Το 1885 ο Γκαουντί εγκατέλειψε τη Βαρκελώνη για να γλιτώσει από την επιδημία χολέρας που έπληξε την πόλη και εγκαταστάθηκε στο σπίτι φίλου του στην καταλανική ύπαιθρο. Η Διεθνής Έκθεση του 1888 τον έφερε ωστόσο πίσω για να εκθέσει εκεί, με συνέπεια η φήμη του να εξαπλωθεί σε όλη την Ισπανία. Έλαβε πολυάριθμες παραγγελίες, τις περισσότερες ωστόσο τις άφησε ημιτελείς.
Από το 1902 και μετά, ο αρχιτεκτονικός του σχεδιασμός άρχιζε να αψηφά τη συμβατική υφολογική κατάταξη, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να δημιουργεί μια νέα αρχιτεκτονική δομή που μπορούσε να σταθεί όρθια χωρίς εσωτερική ή εξωτερική αντιστήριξη!

Το 1906 εγκαταστάθηκε τελικά σε σπίτι μέσα στο Πάρκο Güell, το οποίο σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο Γκαουντί. Εκεί έζησε με τον πατέρα του και την ανιψιά του -η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει- μέχρι το 1925, λίγους μήνες δηλαδή πριν από τον θάνατό του, όταν και μετακόμισε πλέον στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Família.

Το 1910 οργανώθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεσή του στο Grand Palais του Παρισιού, με τη Γαλλία να γοητεύεται από την αισθητική του προσέγγιση. Η έκθεση μεταφέρθηκε την επόμενη χρονιά στη Μαδρίτη, επεκτείνοντας κι άλλο τη φήμη του.
Από το 1915 μέχρι και τον θάνατό του, ο ιδιόρρυθμος αρχιτέκτονας αφιερώθηκε αποκλειστικά στην ανέγερση του ναού La Sagrada Familia, με τις πολυάριθμες παραγγελίες που λάμβανε να εκτελούνται πλέον από τη δημιουργική του ομάδα (κάτω βέβαια από την άμεση επίβλεψή του), τα μέλη της οποίας θα γίνονταν κατόπιν γνωστοί αρχιτέκτονες.
Η δεκαετία ωστόσο που ξεκινούσε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τον ίδιο, καθώς τότε σημειώθηκαν οι θάνατοι της ανιψιάς του, του βασικού βοηθού του, αλλά και του μαικήνα Eusebi Güell.

Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση του 1915 παρέλυσε τις εργασίες ανέγερσης της Sagrada Familia. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών, ο ανέκαθεν ευσεβής και σκληροπυρηνικός καθολικός Γκαουντί αφιέρωσε πλέον τη ζωή του (1915) στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού της Βαρκελώνης, εγκαταλείποντας ταυτοχρόνως κάθε άλλη παραγγελία.
Ο «ναός των φτωχών», όπως τον ήθελε η λαϊκή παράδοση, είχε αρχίσει να χτίζεται ήδη από το 1883. Ο Γκαουντί βρήκε στο εσωτερικό του τη γαλήνη που αναζητούσε. Διέμενε πλέον στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Familia, το οποίο αρνούταν να εγκαταλείψει πεισματωδώς.

Ο μόνος λόγος για να βγει από την εκκλησία ήταν η καθημερινή θρησκευτική του ρουτίνα: απολάμβανε έναν περίπατο μέχρι τη γειτονική εκκλησία, όπου προσευχόταν κάθε πρωί. Το πρωινό της 7ης Ιουνίου του 1926, καθώς περπατούσε προς την εκκλησία, χτυπήθηκε από διερχόμενο τραμ, τραυματίστηκε σοβαρά και έπεσε λιπόθυμος. Τα άσχημα ρούχα που φορούσε και το γεγονός ότι δεν είχε πάνω του ταυτότητα ή κάποιο άλλο έγγραφο με το όνομά του έκανε τους περαστικούς να θεωρήσουν ότι ήταν ζητιάνος. Ένας αστυνομικός τον μετέφερε με ταξί στο νοσοκομείο όπου έλαβε τη στοιχειώδη περίθαλψη. Την επομένη, όταν τον αναγνώρισε ένας ιερέας, είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος. Η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί και οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο για να τον σώσουν. Ο Γκαουντί πέθανε στις 10 Ιουνίου σε ηλικία 74 ετών.
Ο ενταφιασμός του έλαβε χώρα δύο μέρες αργότερα, με ένα μεγάλο πλήθος να συγκεντρώνεται για να αποχαιρετίσει μια για πάντα τον άνθρωπο που αναμόρφωσε αισθητικά τη Βαρκελώνη. Το έργο της ζωής του ωστόσο, η Sagrada Familia, παραμένει ημιτελές. Το μοναδικό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2026, για να συμπέσει με τα 100 χρόνια από τον θάνατό του…

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Ο σχεδιασμός του Γκαουντί είναι εντελώς πρωτότυπος, φέροντας επιρροές, μεταξύ άλλων, από την ισλαμική και τη γοτθική αρχιτεκτονική. Στο έργο του κατάφερε έναν εντυπωσιακό συγκερασμό της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής, καθώς και ιδιαίτερα τολμηρές στατικές επιλύσεις. Πίσω από τις μορφές της αρχιτεκτονικής του, σταθερή πηγή έμπνευσης παραμένει η φύση: καμπυλωτές επιφάνειες να σπινθηρίζουν «ζωντανές» από τα πολύχρωμα κεραμικά τους, περιγράμματα να «ανεμίζουν» θελκτικά, σχεδόν «λιωμένα», σαν μορφές από θαλάσσια όντα, και με τα παράθυρά τους σαν οπές μιας κυψέλης. Σε αυτό το ρευστά γοτθικό στυλ της εξωτικά πλούσιας διακόσμησης όλα προσδίδουν μια ιδιαίτερα έντονη σχεδιαστική ευφορία.

Μέγαρο Γκουέλ


Η έπαυλη βρίσκεται σε ένα μικρό οικόπεδο σε κάποιο στενό δρομάκι και ο Γκαουντί, για να δώσει αίσθηση ευρυχωρίας, την ανέπτυξε σε οκτώ επίπεδα και χρησιμοποίησε σκαλιστά χωρίσματα, κόγχες και γαλαρίες. Στην κεντρική αίθουσα μουσικής πραγματοποιούνταν κονσέρτα και δεξιώσεις, στις οποίες παρευρισκόταν η οικονομική και κοινωνική ελίτ της πόλης. Πάνω από την τετράγωνη κεντρική αίθουσα που συμβολίζει τη γη υψώνεται ο τρούλος-ουρανός του κτιρίου. Επάνω του ξεχωρίζουν η σφαίρα του κόσμου, ο ηλιακός δίσκος και ο χριστιανικός σταυρός. Η σπειροειδής ράμπα για τις άμαξες προδίδει την αγάπη του αρχιτέκτονα για τις καμπύλες, αγάπη που εκφράστηκε στην απόλυτη μορφή της με την κυματοειδή πρόσοψη της Κάζα Μιλά.

Πάρκο Γκουέλ


Το Πάρκο Γκουέλ, που ανακηρύχθηκε το 1984 Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO, είναι η πιο πολύχρωμη δημιουργία του Αντόνι Γκαουντί και ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά συμπλέγματα της Ευρώπης. Πρόκειται για παραγγελία του Εουσέμπι Γκουέλ και προβλεπόταν να περιλαμβάνει δημόσια κτίρια και εξήντα κατοικίες προς πώληση, όμως σχεδόν τίποτε από όλα αυτά δεν υλοποιήθηκε. Το Πάρκο Γκουέλ ολοκληρώθηκε γύρω στο 1914 και η είσοδος με τα δύο περίπτερα και τη μεγάλη σκάλα με την πολύχρωμη σαλαμάνδρα, που έγινε το σύμβολό του, άνοιξε για τους κατοίκους της πόλης το 1922. Το «Δωμάτιο με τις εκατό κολόνες», μια κλειστή αγορά διακοσμημένη με γυαλί και τα χαρακτηριστικά κεραμικά μωσαϊκά του αρχιτέκτονα, εντυπωσιάζει τους επισκέπτες, καθώς και η Γκραν Πλάσα Σιρκουλάρ, ένας ανοιχτός χώρος με πολύχρωμα μωσαϊκά, εντυπωσιακή θέα στην πόλη και το μακρύτερο ίσως παγκάκι στον κόσμο, μήκους 152 μέτρων, που σχεδίασε ο Ζουζέπ Ζουζόλ. Μέσα στο πάρκο υπάρχει και λειτουργεί ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε ο Γκαουντί με τον πατέρα και την ανιψιά του από το 1906 έως το 1926, έργο του Φρανσέσκ Μπερένγκουερ.

Κάζα Μπατλό


Η Κάζα Μπατλό χτίστηκε το 1877 και ήταν ένα κτίριο που ακολουθούσε τις αρχές του εκλεκτικισμού του 19ου αιώνα. Το 1900 αγοράστηκε από τον βιομήχανο Josep Batlló, ο οποίος το επέλεξε λόγω της θέσης του με σκοπό να το γκρεμίσει και να φτιάξει ένα εντυπωσιακό σπίτι που θα ξεχώριζε ανάμεσα στις επαύλεις της λεωφόρου Passeig de Gràcia. Το 1904 προσλαμβάνει τον Αντόνι Γκαουντί, ζητώντας του να δημιουργήσει κάτι μοναδικό, χωρίς να του θέσει κανέναν περιορισμό. Ο αρχιτέκτονας τον πείθει ότι είναι σε θέση να ανακατασκευάσει το υπάρχον οίκημα με τις τεχνικές του μοντερνισμού και της αρ νουβό και το 1906 του παραδίδει ένα άκρως εκκεντρικό κτίριο που, λόγω της εμφάνισής του, που θυμίζει κόκαλα, είναι γνωστό και ως «Σπίτι των Οστών». Το ισόγειο του κτιρίου έχει ακανόνιστα, οβάλ παράθυρα και ο πέτρινος τοίχος του μοιάζει ρευστός, ενώ η πρόσοψη είναι διακοσμημένη με πολύχρωμα μωσαϊκά από σπασμένα κεραμικά πλακίδια. Πόλος έλξης για τους επισκέπτες είναι η στέγη, που μοιάζει με πλάτη δράκου ή δεινοσαύρου – κάποιοι θεωρούν πως παραπέμπει στον δράκο που σκότωσε ο Άγιος Γεώργιος, ο προστάτης της Καταλονίας, καθώς δίπλα του βρίσκεται ένας πυργίσκος που καταλήγει σε σταυρό.

Σαγράδα Φαμίλια


Templo Expiatorio de la Sagrada Familia (Εξαγνιστικός Ναός της Ιερής Οικογένειας) είναι το πλήρες όνομα της πιο ιδιόμορφης εκκλησίας της Ευρώπης που υπήρξε magnum opus του Αντόνι Γκαουντί, ενώ σήμερα είναι το έμβλημα της Βαρκελώνης και Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Το έργο ανατέθηκε στον Γκαουντί το 1883, έναν χρόνο μετά την έναρξή του, και εκείνος άλλαξε κυριολεκτικά τα πάντα στα σχέδια, αντλώντας έμπνευση κυρίως από τη φύση. Ο βαθιά θρησκευόμενος αρχιτέκτονας φρόντισε το κεντρικό κωδωνοστάσιο του Ιησού Χριστού, το ψηλότερο στον κόσμο με ύψος 170 μέτρα, να είναι ένα μέτρο χαμηλότερο από τον κοντινό λόφο Montjuïc από σεβασμό, καθώς πίστευε ότι «αν η Φύση είναι το έργο του Θεού και οι αρχιτεκτονικές μορφές πηγάζουν από τη Φύση, τότε το έργο του Θεού συνεχίζεται διαμέσου των αρχιτεκτόνων». Για 16 χρόνια ο Γκαουντί έζησε μέσα στον υπό ανέγερση ναό σαν ερημίτης και ενταφιάστηκε στην κρύπτη του καθεδρικού. Ο ναός τότε είχε ολοκληρωθεί κατά το 20% περίπου, ενώ μόνο ένας πύργος από την πρόσοψη της Γέννησης, τη μία από τις τρεις προσόψεις της Σαγράδα Φαμίλια, είχε υψωθεί. Το έργο συνεχίστηκε μέχρι τον ισπανικό εμφύλιο, κατά τη διάρκεια του οποίου καταστράφηκε το εργαστήριο του Γκαουντί, μαζί με τα σχέδια του καθεδρικού. Η κατασκευή του ναού, που συνεχίζεται από το τέλος του εμφυλίου μέχρι σήμερα. Η ανοικοδόμηση βασίζεται σε εκδοχές των χαμένων σχεδίων, αλλά και σε σχέδια άλλων αρχιτεκτόνων, που πολλές φορές προκαλούν διαμάχες ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αν η κατασκευή του ναού συνεχιζόταν με τις τεχνικές που χρησιμοποιούνταν όταν ξεκίνησε η ανέγερσή του, θα χρειάζονταν τουλάχιστον εκατό χρόνια ακόμα για την ολοκλήρωσή του. Ο Αντόνι Γκαουντί δεν φαίνεται να ανησυχούσε γι’ αυτό, όπως μαρτυρά η φράση που του αποδίδεται: «Ο πελάτης μου δεν βιάζεται».

ΠΗΓΕΣ: mixanitouxronou.gr, lifo.gr, iefimerida.gr, el.wikipedia,

newsbeast.gr, oneman.gr

Εικόνα Α: https://www.deviantart.com/doop/art/Antoni-Gaudi-202111522

lecturesbureau.gr

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου