Αν και η εισαγωγή του Φοίνικα γενικώς απέτυχε, ο Καποδίστριας επιχείρησε να εγκαινιάσει νέο φορολογικό σύστημα, καθορίζοντας την καταβολή του φόρου σε χρήμα (από 10 έως 25%), ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα των προϊόντων. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Έλληνες χωρικοί αντιτάχθηκαν στο συνετό και χρήσιμο αυτό μέτρο, καθώς ήταν αδύνατο να βρουν μετρητά χωρίς να καταφύγουν σε τοκογλύφους. Το νέο σύστημα χρεοκόπησε οικτρά, με άμεσο αποτέλεσμα την επάνοδο στο παλιό.
Ο φέρελπις κυβερνήτης, θέλοντας να αυξήσει τους κρατικούς πόρους καθιέρωσε τους έμμεσους φόρους και ανέβασε τα τελωνειακά τέλη σε 6% στις εξαγωγές και 10% στις εισαγωγές. Το γεγονός δυσαρέστησε τους Άγγλους βιομήχανους, που είχαν κακοσυνηθίσει στο μόλις 3% των Τούρκων. Παρά ταύτα, οι τελωνειακές εισπράξεις μαζί με τον φόρο του άλατος απέδωσαν 1.200.000 φοίνικες και ο Καποδίστριας κατέφυγε στο μέτρο της αυξήσεως του δασμού των εκ του εξωτερικού εμπορευμάτων. Το καλοκαίρι του 1831 το εξαγωγικό τέλος έφτασε τα 8% και το εισαγωγικό 12%. [14]
Όπως αναφέραμε ήδη, ο βασικότερος και επαχθέστερος φόρος της δεκάτης δεν καταργήθηκε, ούτε προσελήφθησαν κρατικοί ή δημοτικοί υπάλληλοι για την είσπραξή του. Διατηρήθηκε και εδώ το Οθωμανικό σύστημα της επινοικίασης ή πώλησης του δικαιώματος για την είσπραξη κρατικών εσόδων σε ιδιώτες τρίτους – συνήθως παλαιούς προκρίτους και κλεφταρματολούς. Οι φοροεισπράκτορες αυτοί προπλήρωναν ορισμένα ποσά και στη συνέχεια τα εισέπρατταν πολλαπλάσια και συχνά αυθαίρετα από το φτωχό αγροτικό πληθυσμό. Ακόμη και στην προστατευόμενη Αίγινα, αμπέλια έμεναν ατρύγητα και σοδειές καταστρέφονταν μόνο και μόνο διότι ο καλλιεργητής αμέλησε ή αδυνατούσε να δώσει το απαιτούμενο ανατολίτικο φιλοδώρημα ή μπαχτσίσι. Ο κυβερνήτης προτίμησε να καταστήσει τους ασύδοτους καπεταναίους προσωπικούς οπαδούς του, παρά να συγκροτήσει αξιόπιστο φοροεισπρακτικό μηχανισμό που να δίνει λόγο στο Νόμο. Όταν ακτήμονες Έλληνες μετανάστες από την Ακαρνανία θέλησαν να περάσουν τα σύνορα της Ελλάδος, τους ζητήθηκε για τα πράγματά τους στα σύνορα εισαγωγικός φόρος 12%, πράγμα που τους ανάγκασε να ξαναγυρίσουν στις τουρκοκρατούμενες εστίες τους. [14]
Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα
Ας έρθουμε τώρα στην απόπειρα του Ιωάννη Καποδίστρια να ιδρύσει την πρώτη εθνική ελληνική τράπεζα, απαραίτητη οπωσδήποτε, προκειμένου να κινηθούν κεφάλαια στην αγορά. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους διαβάζουμε:
«Το γενναιότερο όμως μέτρο, που εξασφάλισε κατά κύριο λόγο τα μέσα για τη ζωή της χώρας τότε και γι’ αυτό ανήκει στη δημοσιονομική πολιτική του Καποδίστρια, ήταν η ίδρυση στις 2 Φεβρουαρίου 1828 της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης. Με την Τράπεζα επιδιώχθηκε η άμεση κινητοποίηση των λίγων έστω κεφαλαίων του εσωτερικού, ένα είδος έκτακτης πολεμικής εισφοράς εκείνων πού μπορούσαν να εισφέρουν, με τη μορφή όμως επικερδούς τοποθετήσεως χρημάτων, με τόκο 8%, ένα εσωτερικό δάνειο ουσιαστικά, χωρίς όμως τη μορφή δανείου για λόγους και καλύτερης επιτυχίας και πολιτικής σκοπιμότητας. Με την Τράπεζα εξ άλλου επιδιώχθηκε και η προσέλευση κεφαλαίων από το εξωτερικό, Ελλήνων και ξένων, με τη μορφή καταθέσεων. [9]
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η επιτυχία της υπήρξε περιορισμένη. Ως τα μέσα Μαρτίου 1828 η Τράπεζα είχε δανείσει στο δημόσιο ταμείο 40.000 δίστηλα, δηλαδή το δημοσιονομικά μάλλον ασήμαντο ποσό των 200.000 φράγκων:
«Η επιτυχία της Τραπέζης υπήρξε περιορισμένη. Παρά τις αρχικές προβλέψεις και τις υποσχέσεις, δεν κατέθεσαν ό,τι αναμενόταν οι κυριώτεροι τότε κεφαλαιούχοι της χώρας, οδηγούμενοι και από πνεύμα αντιπολιτεύσεως. Και με την περιορισμένη όμως επιτυχία, ο σκοπός που επιδιωκόταν πραγματοποιήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Η πρώτη ανασυγκρότηση του στρατού και οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις, η κίνηση του στόλου και η καταστολή της πειρατείας, η πρώτη οργάνωση της Διοικήσεως και η συντήρηση πλήθους «ανέστιων» οικογενειών και τα πρώτα γεωπονικά και λοιπά έργα ανοικοδομήσεως χρηματοδοτήθηκαν κυρίως από την Τράπεζα. Ως τα μέσα Μαρτίου 1828 η Τράπεζα είχε δανείσει στο δημόσιο ταμείο 40.000 δίστηλα, δηλαδή 200.000 Φράγκα, και ως τις 14 Απριλίου 1828 δίστηλα 80.000.»
Η αμηχανία των συντακτών νομίζουμε είναι προφανής, καθώς γράφουν ότι η επιτυχία ήταν μεν περιορισμένη, αλλά ο σκοπός επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό: «Και με την περιορισμένη όμως επιτυχία, ο σκοπός που επιδιωκόταν πραγματοποιήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό.»…
Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα – όπως ήταν η επίσημη ονομασία της – ήταν λοιπόν η πρώτη «τράπεζα» που δημιουργήθηκε στο νεοσύστατο κράτος. Στην πραγματικότητα λειτούργησε ως δανειστικός οργανισμός για λογαριασμό του Δημοσίου και το βασικό έργο της ήταν να συγκεντρώσει δανειακά κεφάλαια και να εκδώσει έντοκες ομολογίες με επιτόκιο 8%. Μέχρι το Μάιο του 1829, συγκέντρωσε και δάνεισε στο δημόσιο ταμείο 153.644 ισπανικά τάλληρα ή 2.034.660 γρόσια. Για την κάλυψη των κυβερνητικών οικονομικών υποχρεώσεων, το ίδρυμα προχώρησε το 1831 στην έκδοση χαρτονομίσματος 3 εκατ. φοινίκων, η κυκλοφορία του οποίου έγινε αναγκαστική στις αρχές του 1832. [18]
Ο αυτόπτης και ιστορικός Γεώργιος Φίνλεϋ είναι πιο κατατοπιστικός και ενδεχομένως πιο αυστηρός. Γράφει ότι ο τίτλος της τράπεζας σκοπόν είχε ν’ απατήση την Δυτικήν Ευρώπην, όχι να διευκολύνη τραπεζιτικάς επιχειρήσεις εν Ελλάδι και ηκατάχρησις του ονόματος εγέννησε δυσπιστίαν στον εμπορικό κόσμο της χώρας:
«Εθνική Τράπεζα επίσης ιδρύθη κατ’ όνομα, αλλ’ ο τίτλος σκοπόν είχε ν’ απατήση την Δυτικήν Ευρώπην, όχι να διευκολύνη τραπεζιτικάς επιχειρήσεις εν Ελλάδι. Η ούτω κληθείσα Εθνική Τράπεζα ήτο μόνον εν δάνειον, ανοιχθέν κατ’ αρχάς δι’ εκουσίων εισφορών. Η κατάχρησις του ονόματος εγέννησε δυσπιστίαν παρ’ εμπορική κοινωνία, οποία η της Ελλάδος· και ο Πρόεδρος, βλέπων ότι δεν ήρκει η πειθώ του να έλκυση πολλούς πλουσίους Έλληνας προς απόθεσιν χρημάτων εις την Εθνικήν Τράπεζαν, μετήλθε την πολιτικήν δύναμίν του όπως τους βιάση να προκαταβάλωσιν.»
Υπολογίζεται ότι το συνολικό ποσό όλων των νομισμάτων που κυκλοφορούσαν ή βρίσκονταν αποθησαυρισμένα στην απελευθερωμένη χώρα δεν ξεπερνούσε τα 130 εκατ. δρχ. Ο Σκώτος ιστορικός – υπηρέτησε ως εθελοντής ναύτης στο πλοίο του Άστιγξ – παραθέτει και την προσωπική του μαρτυρία: «Η κυβέρνησις έλαβε κατοχήν όλων των ληφθέντων ποσών και πριν παρέλθωσι δύο μήνες, αυτός ο Καποδίστριας αφελώς ωμολόγησε προς τον πλοίαρχον Άστιγξ ότι προς το παρόν η Εθνική Τράπεζα ήτο μόνον αναγκαστικόν δάνειον».
Προσωπικό παράδειγμα
Ξέρουμε ότι ο ίδιος ο Καποδίστριας έδωσε πρώτος το προσωπικό παράδειγμα και υποθήκευσε τα κτήματά του στην Κέρκυρα για να εγγυηθεί τις καταθέσεις των κεφαλαιούχων. Οι Υδραίοι Κουντουριώτες, η ισχυρότερη ίσως οικογένεια στην Ελλάδα, κράτησαν από την αρχή επιφυλακτική στάση απέναντι στον κυβερνήτη. Δεν είχαν υποστηρίξει την εκλογή του, ενώ ο αντιπρόσωπος (παραστάτης) της Ύδρας Δημήτριος Κριεζής ήταν ο μόνος που αντιτάχθηκε στη διάλυση της Βουλής και την εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος. Παρ’ όλα αυτά, ο Γ. Κουντουριώτης, με προτροπή του αδελφού του Λάζαρου, δέχθηκε να ονομασθεί πρόβουλος της Οικονομίας στο Πανελλήνιο. [14] Γρήγορα φάνηκε ότι ο Κυβερνήτης δεν είχε εξασφαλίσει σημαντική οικονομική ενίσχυση για την Χρηματιστική Τράπεζα και οι Κουντουριώτες έγιναν πιο επιφυλακτικοί. Οι σχέσεις τους με τον Ιω. Καποδίστρια επιδεινώθηκαν, όταν ο τελευταίος δεν θεώρησε ικανοποιητικό το ποσό των 3.000 ταλλήρων ως συνεισφορά της οικογένειάς τους στην Εθνική Τράπεζα και δεν πίστεψε στις δικαιολογίες για οικονομικές δυσχέρειες. Ζήτησε να καταβάλουν τουλάχιστον 10.000 τάλληρα, αλλά ο Λάζαρος Κουντουριώτης («οργισμένος») αύξησε μόλις κατά 2.000 μόνο τάλληρα το ποσό, παρά τις αντίθετες απόψεις του ταλαντευόμενου αδελφού του. Η οικογένεια δεν υποχώρησε ακόμα και όταν ο Κυβερνήτηςαπείλησε ανοιχτά με τη χρήση βίας.
Έχει ειπωθεί ότι η πρώτη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών επί Καποδίστρια συνέβη χάρη στο φιλότιμο και τον πατριωτισμό των ακτημόνων αγροτών, οι οποίοι καλλιέργησαν τα χωράφια τους κόντρα όχι μόνο στους αδίστακτους και τουρκομαθημένους φοροεισπράκτορες της δεκάτης αλλά και στην ίδια τη φύση. Τα μέτρα που πήρε ο κυβερνήτης, όπως θα δείξουμε και στη συνέχεια, ήταν αποσπασματικά και άστοχα – παρά τις αγαθές προθέσεις του – και μαρτυρούν ελλιπέστατη γνώση βασικών οικονομικών και απειρία περί των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων της χώρας. Ατυχώς, ο αποδεδειγμένα ικανότατος διπλωμάτης της τσαρικής αυλής δεν ήταν ούτε επαρκής πολιτικός ηγέτης, ούτε είχε οικονομικό σχέδιο σαφές και μελετημένο, όπως γράφεται πολλές φορές.
Οικογενειοκρατία
Ο Καποδίστριας ήταν λιτοδίαιτος, εργατικός και ουδέποτε δέχθηκε προσωπικό μισθό για τις υπηρεσίες του· η έμφυτος καχυποψία του όμως προς όλους σχεδόν τους συνεργάτες του τον οδηγούσε να αναλαμβάνει τα πάντα μόνος του. Εξαίρεση σε αυτή του τη στάση αποτέλεσε και η θλιβερή περίπτωση των αδερφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου, οι οποίοι βρέθηκαν σε σημαντικές και καίριες θέσεις, αν και κυριολεκτικά δεν είχαν ιδέα για το έργο που αναλάμβαναν. Κατά κοινή σχεδόν ομολογία ήταν ευήθεις – δηλαδή βλάκες -, αλαζόνες, και είχαν σε όλη τη διάρκεια της καταστροφικής θητείας τους την αμέριστη συμπαράσταση του Κυβερνήτη από τους Κορφούς, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες εναντίον τους. [7] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΑυγουστίνοςΚαποδίστριας, αν και δεν είχε υπηρετήσει ποτέ ούτε ως απλός στρατιώτης, χρίστηκε στρατηγός, ενώ ο αντιπαθέστατος και δεσποτικός Βιάρος κατείχε σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και συγκρότησε την πρώτη και λαομίσητη μυστική αστυνομία της Ελλάδας. Γράφει ο στρατηγός Μακρυγιάννης:
«Τώρα, ήταν λύκοι, εφκειασες κι’ αρκούδια. Όλα τα εϊχαμεν, σπιγούνους δεν εϊχαμεν· τώρα εγειναν οι περισσότεροι Έλληνες. Και δεν έγιναν μόνοι τους, τους κάνεις ή Έξοχότη σου, ό Βιάρος, ό Άγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργειές πλερωμές ανθρώπων όπου δέν έχουν δικαιώματα. Τών αγωνιστών πολλών τους λέτε· «Σύρτε διακονέψετε». Τότε ολοι θα γένουν σπιγούνοι. Κι’ αύτο το σκολεΐον θα φάγη τήν λευτερία μας·»
Οι μέτοχοι και οι πληρεξούσιοι της Εθνικής Τράπεζας
Εκτός των άλλων δυσχερειών που συνεπάγονται ανάλογα εγχειρήματα, ο καποδιστριακός φοίνιξ ήταν ήδη ανυπόληπτος και η Χρηματιστική Τράπεζα έχοντας μείνει δίχως κεφάλαια διαλύθηκε και τυπικά από την Αντιβασιλεία το 1834. Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ETE) ιδρύθηκε το 1841 στη θέση της από τον Γεώργιο Σταύρου, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος διευθυντής της.
Στη Βικιπαίδεια διαβάζουμε: «Από τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841, ήταν το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές, ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β‘ της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, ο Ιούλιος Έσσλιν, κ.ά.»
Αναλυτικότερα, οι αρχικοί μέτοχοι της Εθνικής και οι πληρεξούσιοι τους ήταν οι εξής:
I) Α. Πεξάλης αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης με 1.000 μετοχές, και 5 δικές του (ψήφοι
II) 2) Φάβερ αντιπρόσωπος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου με 200 μετοχές (ψήφοι 8). 3), Γ. Σταύροςαντιπρόσωπος του Ελβετού τραπεζίτη Ευνάρδου με 100 μετοχές, του Ρότσχιλδ με 50 μετοχές και 10 δικές του (ψήφοι 10), 4) Εμ. Μεστενές πληρεξούσιος των Αφών Τζιιτζίνια με 50 μετοχές, των Αφών Τοσίτσα με 50 μετοχές, του Κούρτη με 10 μετοχές και 10 δικές του (ψήφοι 10). 5) Θ. Ράλλης με 100 δικές του μετοχές και αντιπρόσωπος 23 μικρομετόχων κατόχων συνολικά 226 μετοχών (ψήφοι 15), 6) Σ. Σπηλιωτάκης πληρεξούσιος των Αφών Ζωσιμάδων με 250 μετοχές (ψήφοι 9), 7) Κ. Βράνης με 150 δικές τους μετοχές (ψήφοι 7). 8) Α. Ρούξιουαντιπρόσωπος του Λαγράνε με 30 μετοχές, του Σαβατιέρ με 5 μετοχές και 10 δικές του (ψήφοι 5). 9) Λ. Κυργούσιος αντιπρόσωπος του Τοσίτσα με 80 μετοχές και 10 δικές του (ψήφοι 6). 10) Γ. Αντωνόπουλος με 45 δικές του και του αδελφού του μετοχές και με 18 μετοχές άλλων (ψήφοι 7). Υπήρχαν ακόμα 34 μέτοχοι ή πληρεξούσιοι άλλων μετόχων οι οποίοι κατείχαν συνολικά 233 μετοχές (ψήφοι 38). Από αυτά τα ιδρυτικά μέλη μετόχους τα περισσότερα ήταν πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού. Ο Γεώργιος Σταύρου λ.χ. ήταν παλιός πάροικος της Βιέννης, η οικογένεια Σίνα πάροικοι της Αυστρίας, ο Γ. Αντωνόπουλος, πάροικος της Τεργέστης, ο Νικ. Ζωσιμάς πάροικος της Ρωσίας, ο Τοσίτσας πάροικος της Αλεξάνδρειας, ο Τζιτζίνιας πάροικος της Αιγύπτου και επίτιμος πρόξενος της Γαλλίας εκεί, ο I. Αθανασιάδης πάροικος της Αιγύπτου. [20]
Η Τράπεζα της Ελλάδος
Η μετέπειτα γνωστή ως Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε το 1927 επί πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και οι λειτουργίες της άρχισαν τον Μάιο του 1928. Βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ, συμμετέχει στο σύστημα κεντρικών τραπεζών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από το 1928 έως την εισαγωγή του ευρώ το 2002, η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν υπεύθυνη για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής της χώρας.
Η έλλειψη κεφαλαίων και ο χαμηλός βαθμός εκχρηματισμού υπήρξαν διαχρονικά ένα από τα σημαντικότερα αναπτυξιακά προβλήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του νέου κράτους, μέχρι και σήμερα. Το πώς αντιμετωπίστηκαν κάθε φορά επηρέαζε αποφασιστικά και την έκβαση των προσπαθειών στους τομείς της γεωργίας, της μεταποίησης και του εμπορίου. Η συνομάδωση που είναι γνωστή ως αστική τάξη στην Ελλάδα ουδέποτε κατόρθωσε να φέρει σε πέρας κανέναν σχεδόν από τους ελάχιστους στόχους που έθεσαν και πέτυχαν οι ομόλογες τάξεις σε άλλες δυτικές χώρες: να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις και να προχωρήσει σε αστικό εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών. Το πελατειακό σύστημα επισκίασε τα πάντα, για λόγους που είναι δύσκολο να αναλύσουμε περισσότερο εδώ.
Δύο αιώνες μετά τον Καποδίστρια – σε συνθήκες σχετικής ηρεμίας και μετά από ειρηνική περίοδο 40 και πλέον ετών – το «κυβερνητικό» πολιτικό προσωπικό που ανέδειξε η μεταπολίτευση έδεσε τη χώρα με πρωτοφανή οικονομικά και πολιτικά δεσμά και κατέστησε εξαιρετικά αμφίβολη όχι μόνο την παραγωγική της ανασυγκρότηση αλλά και την ίδια της την ύπαρξη ως στοιχειωδώς ανεξάρτητου έθνους κράτους. Η συζήτηση για την δημιουργία δημόσιου τραπεζικού πυλώνα ο οποίος θα αποτελούσε ενδεχομένως χρήσιμο εργαλείο για την ανάπτυξη παραμένει ανοιχτή. Η κατάσταση πλέον διαμορφώνεται όπως σχεδόν προφητικά την περιέγραψε ο σπουδαίος Εμμανουήλ Ροίδης (1836 – 1904) στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Ασμοδαίος:
«Το δε όντως λυπηρον είναι ότι καθυποτασσόμενοι εις πασαν ταπείνωσιν και κακουχίαν, στέργοντες να μένωμεν άοπλοι και εις πασαν ύβριν εκτιθέμενοι, πάλιν δεν κατορθούμεν να πληρώνωμεν ολοσχερώς τα κατ’ ετος έξογκούμενα ημών λύτρα, αναγκαζόμενοι να δανειζώμεθα ακαταπαύστως, και ϊσως μετ’ ού πολύ να παραστήσωμεν το πρωτοφανές έν τή ιστορία θέαμα έθνους χρεωκοπουντος άνευ παρασκευών, άνευ πολέμου, άνευ έπαναστάσεως η άλλης τινος εκ τών μέχρι τουδε γνωστών προφάσεων χρεωκοπίας.
Η χρηματιστική κυβεία της εποχής (δηλαδή ο κοινώς αποκαλούμενος τζόγος) δεν ελήφθη σοβαρά υπόψιν από τον κυβερνήτη και ο φοίνικας απαξιώθηκε γρήγορα μαζί με την τράπεζα των πρώτων χρόνων. Στις μέρες μας, κι ενώ η διεθνής κυβεία παίζει με ολόκληρα κράτη και λαούς, η συγκρότηση σοβαρού νεοελληνικού κράτους παραμένει ιστορικό ζητούμενο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία, σημειώσεις και παραπομπές
Για το πρώτο και δεύτερο μέρος
[1] 1. Όσον αφορά τη φύση των επιφανειών, στο Μωριά υπήρχαν πολλά αρόσιμα εδάφη, που κάλυπταν το 53,4% της περιοχής. Οι άγονες ορεινές και βραχώδεις εκτάσεις κατείχαν το 23,4%, τα δάση το 14,0%, οι λίμνες και τα ποτάμια το 7,0%, οι αμπελώνες το 12%· Συγκριτικά, τα αρόσιμα εδάφη στη Ρούμελη ήταν λιγώτερα, 41,9% του γεωγραφικού διαμερίσματος, περισσότερα ήταν τα Βουνά 25,6%, τα δάση 20,5%, οι λίμνες και τα ποτάμια 10,3%. Στο ίδιο ποσοστό ήταν οι αμπελώνες 1,0%. Τα εδάφη των νησιών αποτελούνταν κύρια από Βουνά και βράχια 883%. Αρόσιμα εδάφη υπήρχαν ελάχιστα 4,5%, υπήρχαν όμως αρκετά αμπέλια 4,8% και περιβόλια 1,7%. Βλ. Fr. Strong, «Greece as a Kingdown, or a statistical description of that country from the arrival of king Otto in 1833 down to the present time>. LONGMAN, London 1842, σελ. 2.
[2] Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος – η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα, ΘΕΜΕΛΙΟ, 1981, σελ. 45-47.
[3] Βλ. Πράτσικα, σελ. 5-6, Τιρς, τομ. Β’, σελ. 88- Μάουρερ, σελ. 348- Strong, σελ. 102-103. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[4] Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εξόδων κάλυπταν οι στρατιωτικές δαπάνες (μέγιστο 70,3% το 1834 – ελάχιστο 4 1,1% το 1839). Ένα εκατ. δρχ. ήταν η ανακτορική επιχορήγηση. Βλ. Ραπτάρχη, σελ. 248, 272
[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 12, Εκδοτική Αθηνών
[6] Προσεγγίσσεις και σημειώσεις σχετικά με την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο 1830-1840, Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7. Στο ίδιο και οι ακριβείς παραπομπές. Βλ. Ζωγράφου, τομ. Α’, σελ 307 -311.
[7] (Τρικούπης, 1862, τ. Δ’, ασ. 276 – 277).
[8] Ιερό μυθικό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο είχε το μέγεθος του αετού και πούπουλα χρυσοκόκκινα (βιβλ. 2,73). Κάθε 500 χρόνια – κατά τον ίδιο – ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, μεταφέροντας τον νεκρό πατέρα του, τον οποίο τύλιγε σε σχήμα αβγού μέσα σε σμύρνα και τον έθαβε στο ιερό του Ήλιου. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ένας μόνο φοίνικας υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Όταν γεράσει, κατασκευάζει φωλιά με κλαδιά αρωματικών φυτών, τη γεμίζει με αρώματα και πεθαίνει καιγόμενος μέσα σ’ αυτή. Από τη στάχτη του γεννιέται ένα σκουλήκι, που μεταμορφώνεται σε φοίνικα και μεταφέρει τα λείψανα της προηγούμενης υπάρξεώς του μαζί και της φωλιάς του στην πόλη του Ήλιου για ταφή. Ο χριστιανισμός χρησιμοποίησε το φοίνικα ως σύμβολο της αθανασίας της ψυχής, η Φιλική Εταιρεία ως σύμβολο του Ελληνικού κράτους που ξαναγεννιέται από τη στάχτη του, ο Αχ. Υψηλάντης στη σημαία του Ιερού Λόχου.
[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 12, Εκδοτική Αθηνών
[10] Γεωργίου Φίνλεϋ: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
[11] Βλ. Strong. 132 133. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[12] I. Α. Σούτσου, «Πραγματεία περί παραγωγής και διανομής του πλούτου», Αθήναι 1868. σελ. 263-264• Δημ. Α. Ζωγράφου, «Ιστορία της ιδρύσεως της Εθνικής Τραπέζης 1833-1842», τομ. Β’, Αθήναι 1927, σελ. 278-281.
[13] Γιάννης Κ. Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Αθήνα 1824, σελ. 117 και εξής.
[14] Κάρλ Μέντελσον Μπαρτόλντι, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. Ελευθεροτυπία. Πρωτοεκδόθηκε στα 1870.
[15] Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων δόθηκε στην Ελλάδα με την εγγύηση των κυβερνήσεων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Από τα δύο πρώτα τμήματα του δανείου, συνόλου 44.672 χιλ. δρχ.. μετά την κράτηση των εξόδων της έκδοσης και υπηρεσιών της πρώτης διετίας και αφού πληρώθηκαν οι προκαταβολές για τη μεσιτεία και τους τόκους εξοφλήθηκα τα παλαιά χρέη του Καποδίστρια, απέμειναν 32.445 χιλ. δρχ. Από το ποσό αυτό 12.531 χιλ. δρχ. πήρε η Οθωμανική Πύλη για την παραχώρηση της Αιτωλοακαρνανίας και της Φθιώτιδας. Το τρίτο μέρος του δανείου παραχωρήθηκε δύσκολα, λόγω των αντιδράσεων της Ρωσίας, και αφιερώθηκε σχεδόν όλο για την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων. Βλ. Ανδρεάδου, σελ 332-338, Ραπτάρχη, σελ 250-265. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[16] Βλ. Πράτσικα, σελ. 6-8· Μάουρερ, Ο ελληνικός λαός, σελ. 589-590· Palamas, σελ. 15-16· Strong, σελ. 103 105. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[17] Βικιπαίδεια – Φοίνιξ (νόμισμα)
[15] Ανάμεσα στις πρώτες εκδόσεις του ήταν το Ελληνικό Βασίλειο και το Ελληνικό έθνος (The Hellenic Kingdom and the Greek Nation) το 1836 και το Δοκίμιο στις τραπεζικές αρχές, εφαρμοστέες υπό του Ελληνικού κράτους (Essai sur les principes de banque appliques a l’etat actuel de la Grece) το ίδιο έτος.
Η πρώτη σειρά δοκιμίων στο μεγάλο ιστορικό έργο του ήλθε στο προσκήνιο το 1844 με το Η Ελλάδα υπό τους Ρωμαίους (Greece under the Romans). Τα ταξίδια του στην Ανατολή απέφεραν τη δημοσίευση ενός τόμου του On the Site of the Holy Sepulchre με σχέδιο της Ιερουσαλήμ το 1847. Το 1854 συμπλήρωσε το Ιστορία των Βυζαντινών και Ελληνικών Αυτοκρατοριών από το 716-1453 (The History of the Byzantine and Greek Empires from 716-1453) το οποίο γρήγορα συμπληρώθηκε από το Ιστορία της Ελλάδος υπό την Οθωμανική και Βενετική κυριαρχία (History of Greece under the Ottoman and Venetian Domination) το 1856 και από το Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης the (History of the Greek Revolution) το 1861( πρώτος μεταφραστής στα Ελληνικά ο Αλέξανρος Παπαδιαμάντης). Ο οξυδερκής Σκώτος – θαυμαστής του μεγάλου Θουκυδίδη – θα γράψει για την Ιστορία του:
«Κρίνατέ την αυστηρώς. Δεν είναι άξια αβρότητος, διότι είναι ψυχρά και τραχεία καθώς το έργον απογοητευμένου ανθρώπου… Απελπισθείς ότι θα εξυπηρέτουν κατ’ άλλον τρόπον τον Ελληνικόν λαόν, έγινα ο ιστορικός του»
[16] Βλ. Πράτσικα, σελ. 6-8· Μάουρερ, σελ. 589-590· Palamas, σελ. 15-16· Λμπού, σελ. 91 92 Strong, σελ. 103 105. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[17] Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως / Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ, μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, Αθήνα 1916.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου