Ο Μίκης Θεοδωράκης με την Ντόρα Γιαννακοπούλου, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Μελίνα Μερκούρη στο Ρark για το έργο «Όμορφη πόλη» (1962)
Ένα σύντομο χρονικό της γνωριμίας μου με τον γίγαντα συνθέτη
από το 1994.Τον συνάντησα άνοιξη του 1994 στην Πειραιώς στο Γκάζι. Εγώ ήµουν 20 χρόνων και εκείνος στα 69. Βγήκε από την κούρσα του και τα διερχόµενα οχήµατα, φορτηγά και αυτοκίνητα, άρχισαν να κορνάρουν. Ενα «Γεια σου, ρε µεγάλε» ακουγόταν από παντού. Ισαµε τότε δεν είχα δει ποτέ στη ζωή µου πιο λαοφιλή άνθρωπο. Ηταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο ψηλός, ο γίγαντας, που τα τραγούδια του µε τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη ακούγονταν καθηµερινά στο πατρικό µου στο Κερατσίνι.
Βρισκόµασταν εκεί γιατί θα έπαιζε για πρώτη και τελευταία φορά ο ίδιος σε ένα βιντεοκλίπ τραγουδιού του. Μόλις είχε βγει ο δίσκος «40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά» και ο δάσκαλός µας στη σχολή κινηµατογράφου της Χατζίκου, ο Ανδρέας Ταρνανάς που θα σκηνοθετούσε το κλιπ, µας είχε βάλει σαν άσκηση –ας πούµε– τη συγγραφή ενός µικρού σεναρίου για τη δουλειά. Ετυχε να επιλεγεί η δική µου ιδέα, µε τον Μίκη αυτοπροσώπως να υποδύεται τον ζωγράφο Γεώργιο Ιακωβίδη την ώρα –υποτίθεται– που ζωγραφίζει τον ιστορικής σηµασίας πίνακά του «Παιδική συναυλία» του 1900. Την ιδέα φυσικά εξέλιξε ο έµπειρος Ταρνανάς, φωνάξαµε και την Κατερίνα Παρασκευοπούλου να συµπρωταγωνιστήσει µε τον Μίκη. Η Κατερίνα ήταν ένα πανέµορφο κορίτσι, συµµαθήτριά µου από το λύκειο, µε την οποία ενθουσιάστηκε ο µεγάλος και όλα πήγαν καλά. Κι ενώ στα γυρίσµατα δεν είχαµε ανταλλάξει κουβέντα κι εγώ τον παρακολουθούσα µε δέος, φεύγοντας µου έτεινε το χέρι του για χειραψία. «Τυχερέ, σου έδωσε το χέρι ο Μίκης» µου έλεγαν µετά σκηνοθέτης και συνεργείο, αλλά εγώ σκεφτόµουν τη χαρά που θα έκαναν οι γονείς µου όταν θα γύριζα στο σπίτι και θα τους τα έλεγα.
Τα χρόνια πέρασαν και το 2001 είχα ξεκινήσει ήδη να εργάζοµαι ως µουσικογράφος στο περιοδικό «Ηχος» του Καββαθά. Μου ανατίθεται η πρώτη µου συνέντευξη µαζί του. ∆εν έγινε τετ α τετ. Ερωτήσεις µου ζήτησε, στις οποίες απάντησε µε µια ζωντάνια που κατέρριπτε τη µεταξύ µας απόσταση. Θυµάµαι ότι είχε σχεδόν νευριάσει µε τις ερωτήσεις µου για την πολυαναµενόµενη συνεργασία του µε τον τραγουδιστή Αντώνη Ρέµο. Αυτό δηλαδή είχε βγει από τις απαντήσεις του.
Περνάνε κι άλλο τα χρόνια. Την 29η Ιουλίου –δεν θυµάµαι ποιου έτους– η συνάδελφος Λιάνα Μαλανδρενιώτη από την «Εποχή» µε ειδοποιεί να πάµε παρέα στα γενέθλια του Μίκη στο Βραχάτι. Θυµάµαι εκείνο το αίθριο στην αυλή του εξοχικού του µε πολλά στολισµένα τραπέζια και τον ίδιο ανάµεσα στον Γιώργο Νταλάρα, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Βασίλη Λέκκα, τη Γλυκερία και άλλους συνεργάτες του. Μαζί µας είχε καθίσει ο κριτικός κινηµατογράφου Νίνος Φένεκ Μικελίδης, µε τον οποίο πιάσαµε την κουβέντα για τον Θεοδωράκη ως κινηµατογραφικό συνθέτη. Κι όταν ήρθε κι εκείνος στο τραπέζι µας και του ευχηθήκαµε, πρόθυµα µοιράστηκε µνήµες µαζί µας από το ταξίδι του στο ελληνικό και το διεθνές σινεµά. Ενας εξαιρετικά προσηνής και γλυκός άνθρωπος, αν µη τι άλλο.
Φτάνει η στιγµή που έχω πια ενταχθεί στη συντακτική οµάδα του περιοδικού «∆ίφωνο». Θέλουµε εξώφυλλο τον Μίκη µαζί µε τον Νιόνιο και σ’ εµένα ανατίθενται οι συνεντεύξεις τους. Για την ακρίβεια, τις ερωτήσεις θέτουν οι αναγνώστες κι εγώ µετά αναλαµβάνω να δω και τους δύο ξεχωριστά και να συντονίσω τις απαντήσεις τους στο κασετοφωνάκι µου. Η φωτογράφηση θα γινόταν στο σπίτι του Μίκη στου Φιλοπάππου. Εκεί είµαστε ο Κουµπιός, η Λιάνα Μαλανδρενιώτη, ο Σαββόπουλος και ο Θεοδωράκης. Είναι η περίοδος που µόλις έχει βγει το CD µε τη Βίκυ Λέανδρος σε τραγούδια του Μίκη και ο αείµνηστος Γιώργος Παπαδάκης το έχει καταθάψει στην «Ελευθεροτυπία». Φέρνω εγώ εκεί την κουβέντα στο περιθώριο της φωτογράφησης. Ο Μίκης γυρνάει και λέει του Νιόνιου: «Εχει πει εσένα τραγούδια σου η Λέανδρος, ∆ιονύση;» και του απαντάει ο πάντα πνευµατώδης Σαββόπουλος: «Οχι, και δεν πετάω και τη σκούφια µου, Μίκη µου».
Το 2007 είχα την ευκαιρία να σκηνοθετήσω τον Μίκη σε µια σειρά για την αγορά του DVD µε την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα. Τη δηµοσιογραφική επιµέλεια και έρευνα είχε ο Κώστας Μπαλαχούτης. Εκείνο το γύρισµα είχε κρατήσει πολλές ώρες, µε τον Μίκη να αναπολεί ιστορίες από τη διαδροµή του στη µουσική. Ο Μίκης ήταν πολύ ενθουσιασµένος καθώς µόλις είχε κυκλοφορήσει το CD µε τη Γλυκερία στα τραγούδια του. Μας έβαλε κι ακούσαµε µε τη φωνή της τις «Απονες εξουσίες» που είχε πρωτοπεί ο Καζαντζίδης µια φορά κι έναν καιρό.
Το 2017 ο Τσαγκαρουσιάνος µε έστειλε στον Μίκη για µια µεγάλη συνέντευξη που τη «ζαχαρώναµε» για µια τετραετία τουλάχιστον. Ο Μίκης, βλέπεις, είχε µεγαλώσει, είχε περάσει τα 90 και δεν ήταν τόσο εύκολο πια να τον προσεγγίσεις. Θυµάµαι τα λόγια του Στάθη όταν κλείστηκε επιτέλους η συνέντευξη: «Ξέρεις τι καλός άνθρωπος είναι;». «Ξέρω, Στάθη» του απάντησα, «τον γνωρίζω προσωπικά από τα 20 µου». Μία ώρα είχα στη διάθεσή µου, που τελικά έγινε τρίωρο. Ο Μίκης απολάµβανε την κουβέντα µας όσο δεν θα το φανταζόµουν. Εβγαλε και µου έδωσε ένα από τα πούρα του Φιντέλ Κάστρο, που πλέον δεν τα κάπνιζε αλλά τα µασούσε. «∆ηλαδή εγώ τώρα έχω πούρο του Κάστρο;» τον είχα ρωτήσει και γελούσε σαν µικρό παιδί. Ενα περίεργο πράγµα: είχα απέναντί µου τον µεγαλύτερο εν ζωή Ελληνα καλλιτέχνη και δεν διανοούµουν να του µιλήσω στον πληθυντικό. Για µένα ήταν ο Μίκης, όχι ο κύριος Θεοδωράκης, ένας φίλος µου, ένα οικείο άτοµο, ένας συγγενής µου, ένα ιδιαίτερα αγαπητό µου πρόσωπο. Σε µια φάση µου λέει: «Αν είσαι φίλος, θέλω να ξανάρθεις και να µου φέρεις ένα CD του Τζίµι Χέντριξ». Και την ώρα που έφευγα και τον άφηνα στο κάθισµά του µου κάνει µε παράπονο: «Φεύγεις; Κι εγώ θα µείνω µόνος µου τώρα». Εκανα µεταβολή, τον πλησίασα, τον κοίταξα στα µάτια κι αν δεν είχα απέναντί µου έναν άνθρωπο 92 χρόνων, σίγουρα θα τον αγκάλιαζα και θα τον φιλούσα σαν να ήταν ο πατέρας µου που είχα χάσει δυο χρόνια πριν.
Έκτοτε είχα την ευκαιρία να ξαναµπώ µερικές φορές στο σπίτι του Μίκη. Πότε οι δυο µας και πότε παρουσία άλλων, της Μαργαρίτας, του Θέµη Ροδαµίτη, του συχωρεµένου Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και της Παυλίνας Βουλγαράκη.
Γνωρίζαµε ότι ο Μίκης ήταν βαριά άρρωστος τις τελευταίες δύο εβδοµάδες και πως ο χρόνος µετρούσε αντίστροφα. Ελπίζαµε αν όχι να αναρρώσει πλήρως, τουλάχιστον να πεθάνει δίχως πόνο σωµατικό και µε σώας τας φρένας του. Νοµίζω πως συνέβησαν και τα δύο. Θα πρέπει να νιώθουµε τυχεροί και ευλογηµένοι όσοι τον ζήσαµε από κοντά, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο. Το ίδιο θα πρέπει να νιώθει και ο ελληνικός λαός που υπήρξε σύγχρονος αυτού του µέγιστου καλλιτέχνη. Η Αρλέτα µου είχε πει κάποτε το εξής παροιµιώδες: «Ο Χατζιδάκις είναι η µητέρα µας και ο Θεοδωράκης είναι ο πατέρας µας». Εγώ πάλι προτιµώ να κρατήσω τη φράση ενός άγνωστου φίλου, όπως τη διατύπωσε στα social media: «Ο Χατζιδάκις ήταν η Ελλάδα και ο Θεοδωράκης ήταν ο Ελληνας». Αντίο, Μίκη Θεοδωράκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου