Του Γιώργου Κοντογιώργη
Εις μνήμη Μίκη Θεοδωράκη.
Το 1973 ο Μίκης Θεοδωράκης, το ιερό τέρας για όλους εμάς την εποχή εκείνη, πραγματοποίησε μία συναυλία στο αμφιθέατρο της διεθνούς πανεπιστημιούπολης του Παρισιού. Δίπλα μου ακριβώς καθόταν ένας ιεραπόστολος της καθολικής εκκλησίας και όταν μας άκουσε να μιλάμε ελληνικά μου λέει: ”Εάν είχαμε εμείς τον Θεοδωράκη θα είχαμε κατακτήσει την Αφρική μαζί του!”.
Είναι συγκλονιστικό να το ακούει κανείς από έναν άνθρωπο που τοποθετείται στην άλλη όχθη, όταν μάλιστα γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η αντιμετώπιση όσων εξέχουν από την ελλαδική άρχουσα τάξη. Στην περίπτωση του Μίκη εφαρμόσθηκε συχνά το αρχαίο ρητό των τυράννων «το τους υπερέχοντας στάχεις κολλούειν».
Τον Μίκη Θεοδωράκη τον γνώρισα πραγματικά το 1992 όταν είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι ένα βιβλίο μου «Ελληνική Ιστορία - Histoire de la Grèce», το οποίο διαπραγματευόταν την ελληνική εξέλιξη στις σταθερές της και στη συνέχειά της από τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους μέχρι τότε (μέχρι το 1992)
Με το που βρεθήκαμε κάποια στιγμή στον δρόμο μου είπε με περισσή ικανοποίηση ότι το είχε διαβάσει. Με κάλεσε να ανέβω στο σπίτι του (μέναμε πολύ κοντά στην ίδια γειτονιά) και είχαμε έναν μακρύ διάλογο για το επιχείρημα του βιβλίου. Από τότε αρχίσαμε έναν διάλογο για τα μεγάλα ζητήματα του ελληνισμού και της ανθρωπότητας, τον οποίο λυπάμαι απολογιστικά που δεν είχα την πρόνοια να κρατήσω σε μαγνητόφωνο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, εκτός από την αφηγηματική του ικανότητα η οποία εντυπωσιάζει, ήταν και βαθιά στοχαστικός ως φιλόσοφος. Γι′ αυτό και η τέχνη του θεωρώ ότι είναι φιλοσοφούσα τέχνη· δεν απευθύνεται απλώς στο απολαυστικό μέρος της ζωής.
Συνεχίσαμε με αραιότερο ρυθμό και στην Ελλάδα να βρισκόμαστε και να μιλάμε, ώσπου το 1995 ο Έρικ Χομπσμπάουμ (ένας Άγγλος ιστορικός) έδωσε συνέντευξη με αφορμή το Σκοπιανό που είχε ως τίτλο «Μύθος η ελληνική συνέχεια 3000 χρόνων». Έλεγε διάφορες ανοησίες που κυριολεκτικά δεν στέκουν στη λογική της επιστήμης, όπως για παράδειγμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί Έλληνας ένας Θηβαίος αγρότης ο οποίος δεν γνωρίζει Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Ως εάν ο Άγγλος χωρικός στην χώρα του δεν μπορεί να δηλώσει Άγγλος επειδή δεν γνωρίζει Σαίξπηρ.
Εν πάση περιπτώσει, είχα προβεί στην αντίκρουση του επιχειρήματος αυτού, η οποία συγκέντρωσε τότε την ομοβροντία μιας χυδαίας επίθεσης από σύσσωμη τη λεγόμενη «Αριστερή διανόηση» –και όταν λέω χυδαία, εννοώ κυριολεκτικά χυδαία και στον τρόπο, στις εκφράσεις. Εθίγη ο μύθος, ο μέντορας των αρχών της επιστήμης και της Ιστορίας στον οποίο έθυε η διανόηση της Αριστεράς.
Σημειώνω ότι ο Νίκος Πουλαντζάς σε ένα ανέκδοτο έργο του που εξέδωσα αργότερα (Νίκος Πουλαντζάς, Κράτος, κοινωνικές τάξεις, καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός, με εκτενή Προλεγόμενα δικά μου, Εκδόσεις Παπαζήση, 2019) γράφει για την εν λόγω Αριστερά ότι έχει τεράστιο πρόβλημα με το έθνος διότι έχει τεράστιο πρόβλημα με τον εαυτό της. Ότι είναι καθεστωτική.
Μόλις πληροφορήθηκε ο Μίκης τα συμβάντα με κάλεσε στο σπίτι του και είχαμε μία πολύ εκτενή συζήτηση. Στο τέλος μου είπε ότι πάντα ήθελε να κάνει μια παρέμβαση με βάση το επιχείρημα της δικής μου ανάλυσης για το ζήτημα του έθνους και της ελληνικής συνέχειας. Μου πρότεινε να την πραγματοποιήσουμε από κοινού.
Συνέβη τότε να είναι έτοιμο να κυκλοφορήσει το βιβλίο που άνοιξε το ζήτημα του έθνους στη μεταπολίτευση και περιείχε την αντίκρουση του Χομπσμπάουμ καθώς και άλλα συναφή θέματα, επιπλέον και τις ανοίκειες επιθέσεις που δέχθηκα. Έφερε τον τίτλο «Έθνος και Εκσυγχρονιστική Νεοτερικότητα»(Εναλλακτικές Εκδόσεις).
Του πρότεινα λοιπόν να λάβουμε αυτό ως αφετηρία. Στον χώρο του Ιανού έγινε η παρουσίαση του ανωτέρω βιβλίου, στο πλαίσιο της οποίας αναπτύχθηκε ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων διάλογος.
Το κείμενο της παρουσίασης του βιβλίου από τον Μίκη, ένα πρόσθετο κείμενό του και δύο δικά μου κείμενα για την ελληνική διανόηση στο Παρίσι στα δύο επάλληλα κύματα του εμφυλίου και της δικτατορίας αποτέλεσαν το σώμα του κοινού μας βιβλίου που φέρει τον τίτλο «Ελληνικότητα και Διανόηση»(Εκδόσεις Ιανός, 2007).
Στην πραγματικότητα με την παρέμβασή του αυτή ο Μίκης θέλησε να δώσει το στίγμα της συνηγορίας του σε έναν διάλογο που, με αφετηρία τις πραγματικότητες του ελληνισμού, αναδείκνυε το έθνος σε φαινόμενο συστατικό της ελευθερίας, δηλαδή στο βάθος σε ανάχωμα κατά του αποκαλούμενου «ιμπεριαλισμού» ή, ορθότερα, της «διεθνούς των αγορών». Τον ενόχλησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι η λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά ανελάμβανε εργολαβικά να στρατευθεί εναντίον της προόδου και να υπηρετήσει ως θεραπαινίδα ένα κατεξοχήν ιμπεριαλιστικό δόγμα.
Αυτό που εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον Μίκη, και μάλιστα συνέλαβε με πάρα πολύ παραστατικό τρόπο στο μάθημα της ελληνικής Ιστορίας ήταν η επισήμανσή μου ότι ο ελληνισμός με τις λεγόμενες «κοινότητες» στην Τουρκοκρατία συγκροτούσε μια αδιάπτωτη συνέχεια από την απώτατη αρχαιότητα.
Οι κοινότητες αποτελούσαν την ομοθετική συνέχεια των πόλεων κρατών με το ίδιο πολιτειακό σύστημα, ως επί το πλείστον με τη μέση δημοκρατία στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο και με τις ίδιες αρχές, όπως εναρμονίσθηκαν σταδιακά την περίοδο της οικουμένης. Αυτές οι θεμέλιες κοινωνίες των Ελλήνων ήσαν η αιτιακή βάση του ελληνικού ταυτοτικού ιδιώματος και πολιτισμού.
Κατάλαβε δηλαδή ότι ουσιαστικά η συγκρότηση του νεοελληνικού απολυταρχικού/δεσποτικού κράτους μετέβαλε τον ελληνισμό που έως τότε σταδιοδρομούσε ως έθνος με όρους κοσμοσυστήματος σε προσάρτημα της δεσποτικής Δύσης και, το χειρότερο, τον επανέφερε εξ επόψεως εξέλιξης στους προ-σολώνειους χρόνους.
Ο Μίκης αντελήφθη μέσα από την ανάγνωση της «Ελληνικής Ιστορίας»/ Histoire de la Grèce ότι η εξαναγκαστική προσομοίωση της ελληνικής κοινωνίας με το φεουδαλικό ιδιώνυμο της Δύσης είναι το πρόβλημα για τη νεοελληνική πραγματικότητα του κράτους έθνους και, βεβαίως, το κεντρικό πρόβλημα με το οποίο δεν μπορεί να συμβιβαστεί η Αριστερά.
Έχει σημασία να αναφέρω ένα μικρό απόσπασμα αυτής της συνάντησης του Μίκη με τον εαυτό του και τη φιλοσοφία που έχει για τον ελληνικό κόσμο όπως την παρουσίασε στις σελίδες του κοινού μας βιβλίου και είναι ένα ψυχογράφημα του ιδίου:
«…Στα 1954 βρέθηκα στο Παρίσι για να σπουδάσω σε βάθος τη μοναδική κατάκτηση των Ευρωπαίων στον τομέα της τέχνης, τη συμφωνική μουσική. Για έναν Έλληνα όπως εγώ, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη πρόκληση και δοκιμασία.
Γιατί κινδύνευα να πνιγώ είτε να αφομοιωθώ, όπως οι περισσότεροι νέοι συνθέτες που προέρχονταν από χώρες της περιφέρειας, μέσα στη μεγάλη θάλασσα της ευρωπαϊκής μουσικής τέχνης.
Γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να μεγαλώσει μέσα μου και να ατσαλωθεί η πίστη μου στην ελληνικότητα, γνωρίζοντας ότι μονάχα έτσι θα κατόρθωνα να διατηρήσω την ιδιαιτερότητά μου ως Έλληνας με το διαχρονικό βάρος και σημασία αυτής της έννοιας προκειμένου να προβάλλω ακόμα και μέσα από τα τόσο ισχυρά ευρωπαϊκά ηχητικά υλικά την ουσία της ελληνικότητας».
Κι αφού εξηγεί πως γέμιζε τους πνεύμονές του και οικοδομούσε τις αντιστάσεις του απέναντι σε θεωρίες που υιοθετούσε κυρίως η Αριστερά των Φαλμεράγιερ, Χομπσμπάουμ και Ζαχαριάδη, καταλήγει:
«… Τότε, σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, διάβασα το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη, το Ελληνική Ιστορία - Histoire de la Grèce στα γαλλικά, και στη συνέχεια γνώρισα τον ίδιο προσωπικά στο Παρίσι. Και ομολογώ ότι έκτοτε το ταξίδι μου έγινε ευκολότερο καθώς ο ήλιος της βεβαιότητας έσβηνε σιγά-σιγά τις μαυρίλες που μας σκέπαζαν και που δυστυχώς μας απειλούν ακόμα με τον σκοταδισμό τους και σήμερα».
Αναφέρει και αναλύει ακριβώς αυτήν την ταύτισή του όχι με τον Κοντογιώργη, αλλά με ένα επιχείρημα το οποίο είναι απολύτως οφθαλμοφανές γιατί βασίζεται στις πηγές και έχει να κάνει με την καθαρότητα της έννοιας ελληνικότητα.
Αυτή η αντίστιξη της ελληνικότητας και της ελλαδικής κρατικής ιδεολογίας οδήγησε τα βήματά του σε μία εντυπωσιακή, αν θέλετε, προσέγγιση του ελληνικού προβλήματος. Στον πυρήνα του σημερινού ελληνικού προβλήματος.
Στο κλίμα αυτό, ο Μίκης συνειδητοποίησε ότι η άρνηση της ελληνικής συνέχειας έχει να κάνει με την άρνηση της προόδου. Διότι άλλο είναι η δυτική δεσποτική/φεουδαλική πραγματικότητα και άλλο η ελληνική ανθρωποκεντρική οικουμένη, η οποία, μόνο αυτή, διδάσκει τη διαχρονική εξέλιξη της ανθρώπινης κατάστασης εν ελευθερία, δηλαδή με πρόσημο την πρόοδο εν δημοκρατία.
Το ερώτημα που θέτει ο Μίκης είναι ακριβώς αυτό: τι είναι εκείνο που κάνει την Αριστερά να αρνείται τον εαυτό της, να αρνείται την ταυτότητά της, να αρνείται την ίδια την ιστορική της μήτρα, να βλέπει τον εαυτό της μέσα από τους αντικατοπτρισμούς του άλλου;
Το συμπέρασμά του είναι ότι έχει βαθιά αντιδραστικά αντανακλαστικά, τα οποία ανάγονται στις ιδεολογικές δουλείες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ακριβώς αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα του ελληνισμού σήμερα, το οποίο διέκρινε ότι ήταν διάχυτο σε όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα με προέχουσα τη διανόηση.
Εν πάση περιπτώσει, θέλω να επανέλθω εν κατακλείδι σε μία επισήμανση που διατύπωσα στην αρχή του λόγου μου, την οποία θεωρώ κρίσιμη για την κατανόηση του Μίκη.
Η τέχνη του είναι, όπως και η σκέψη του, φιλοσοφούσα. Ο Μίκης, όταν οι άλλοι παρακολουθούσαν τις αποφάσεις του με αφετηρία τις κομματικές τους οριοθετήσεις, εκινείτο με μέτρο το βάθος των πραγμάτων, με πρόσημο το εθνικό και μέτρο την πρόοδο.
Ο Μίκης έφερε τους μεγάλους της ποίησης και το Βυζάντιο στη ζωή μας!Έβγαλε κυριολεκτικά την ποίηση από το μαυσωλείο και το Βυζάντιο από την εκκλησία και τα κατέθεσε ως κοινό κτήμα πάνω στο οποίο όφειλε να οικοδομηθεί το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα στον διάλογό του με τη Δύση και τον κόσμο.
Τούτο όμως δεν είναι εφικτό χωρίς να αντλήσει κανείς από τη μεγάλη δεξαμενή της ελληνικής κοσμοσυστημικής παγκοσμιότητας. Το να μηρυκάζει κανείς αμάσητες τις ιδεολογικές παλινωδίες της Δύσης, το να υιοθετεί τις περί Βυζαντίου απόψεις της δυτικής ταξινομίας, τις οποίες η Δύση οικοδόμησε για να αρνηθεί την ελληνική συνέχεια και να παρεμβληθεί η ίδια ως γέφυρα της αρχαιότητας με τη νεοτερικότητα, σημαίνει ότι αρνείται ουσιαστικά την έννοια και της Αριστεράς, αλλά κυρίως την έννοια της προόδου.
Ο Μίκης είχε πεισθεί ότι ο Έλληνας όφειλε να τα βρει με τον εαυτό του και μάλιστα ότι η πρόοδος της ανθρωπότητας σήμερα συμβαδίζει με τη σημειολογία της εξέλιξης που διδάσκει ο ελληνικός κόσμος από την αρχαιότητα έως και την Τουρκοκρατία.
Γνώριζε καλά ότι ο ελληνικός πολιτισμός στο σύνολό του διατηρεί ατόφια την επικαιρότητά του και εμπνέει την εποχή μας υπό το πρίσμα του μέλλοντος της προόδου. Αν το έργο του κατέκτησε τον πλανήτη και συγκέντρωσε τον σεβασμό όλων οφείλεται ακριβώς στο ότι εγγράφεται ως ομοθετική προέκταση της ανθρωποκεντρικής οικουμενικότητας του ελληνικού παραδείγματος.
Λέγεται συχνά ότι ο Μίκης υπήρξε αντιφατικός στην πολιτική του πράξη. Θα έλεγα ότι η αντιφατικότητά του οφείλει να αναζητηθεί στους άλλους, στις διαφορετικές αφετηρίες που υπαγόρευαν τις αποφάσεις του.
Οι κριτές του διέκριναν σ’αυτόν την αποστασία από την κομματική τους ορθοταξία ή ιδιοτέλεια, τη στιγμή που ο Μίκης διέκρινε στις επιλογές του το συμφέρον της κοινωνίας και του έθνους. Είναι οι ίδιοι αυτοί που τώρα που έφυγε σπεύδουν να τον περιβάλλουν με πλήθος εγκωμίων για να επενδύσουν στην φήμη του, ενώ λίγο πριν δεν δίσταζαν να τον περιλούσουν με δακρυγόνα και να καταστείλουν τις ιδέες του.
Εν ολίγοις ο Μίκης υπήρξε συγχρόνως ένας συνεπής και ασυμβίβαστος αγωνιστής, ένας στοχαστής του βάθους των πραγμάτων και ένας απαράμιλλος δημιουργός. Ο στοχασμός του οδηγούσε την πράξη του και τα δύο μαζί το δρόμο της δημιουργίας. Κοινός παρονομαστής της ενότητάς τους η ελληνικότητα ως πρόταση ζωής και ως πολιτισμός, ο λαός ως χρέος δικαιοσύνης και ελευθερίας, η ανθρωπότητα ως πρόοδος.
Κατά τούτο, η μοναδικότητα του Μίκη έγκειται στο ότι μια μεγάλη μουσική δημιουργία εφάμιλλη αν όχι ανώτερη των μεγάλων του κόσμου έγινε κτήμα του λαού και των αγώνων του. Οι μεγάλοι μουσικοί δημιουργοί που γνωρίζουμε ήσαν συνήθως τρόφιμοι της αυλικής δεσποτείας.
***
Ο Γιώργος Κοντογιώργης είναι ομ.καθηγητής και πρώην πρύτανης
του Παντείου Πανεπιστημίου.
huffingtonpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου