Ο Προτεσταντισμός και η γένεση της επιστήμης, του Peter Harisson – Μετάφραση: Αλέξιος Κακουλίδης & Γεώργιος Γρηγοράκης
Από την προηγούμενη εβδομάδα κυκλοφορεί ο συλλογικός τόμος των Σωτήρη Μητραλέξη, Paul Tyson & Peter Harrison (επιμέλεια), Πέρα από την Επιστήμη και τη Θρησκεία: νέες φιλοσοφικές και ιστορικές προσεγγίσεις (Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ροπή). Το βιβλίο συγκεντρώνει συνεισφορές από τους ιστορικούς της επιστήμης, φιλοσόφους της θρησκείας και θεολόγους: Peter Harrison, Bernard Lightman, D. C. Schindler, Michael Hanby, Paul Tyson, John Milbank, David Bentley Hart, Σωτήρη Μητραλέξη και Αθανάσιο Σ. Φωκά.
Υπάρχει μια πεισματικά επίμονη εκδοχή της ιστορίας της επιστήμης, ιδιαιτέρως αγαπημένη από έναν σημαντικό αριθμό δημοφιλών συγγραφέων, που τοποθετεί την αρχική ανάδυση της επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα, με τη διολίσθησή της σε μια θανάσιμη στασιμότητα κατά το χριστιανικό Μεσαίωνα και την εκρηκτική επανεμφάνισή της κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα με επιστημονικούς ήρωες όπως ο Γαλιλαίος και ο Ισαάκ Νεύτων. Σε αυτήν την καρικατουρίστικη εκδοχή της ιστορίας, η μακρά διακοπή της επιστήμης και του ορθού λόγου κατά τον Μεσαίωνα αποδίδεται εν πολλοίς στην επιρροή της θρησκείας. Έκτοτε, η επιστημονική επανάσταση του δέκατου έβδομου αιώνα και η θριαμβευτική προέλαση των επιστημών πιστεύεται πως αποτελούν συνέπεια του γεγονότος ότι η επιστήμη κατάφερε να αποδεσμευτεί από τα δίχτυα ενός αποχαυνωτικού θρησκευτικού καθεστώτος αυστηρής λογοκρισίας.
Ποιο πρόβλημα υπάρχει με αυτήν την εικόνα; Για αρχή, οι απαρχές του ό,τι ομοιάζει σε επιστημονική δραστηριότητα εντοπίζονται σε διάφορους πολιτισμούς, όχι μόνο στην αρχαία Ελλάδα. Όσο για τον Μεσαίωνα, οι ιστορικοί της επιστήμης έχουν εδώ και πολύ καιρό γνώση των αξιοσημείωτων επιστημονικών επιτευγμάτων χριστιανών και μουσουλμάνων μεσαιωνικών στοχαστών και του καταλυτικού ρόλου που έπαιξαν τα μεσαιωνικά πανεπιστήμια τα οποία, από τον δωδέκατο αιώνα, προήγαγαν την επιστημονική σκέψη και τον διάλογο. Εν τούτοις, υπάρχει ένα σημαντικό ψήγμα αλήθειας στη δημοφιλή αφήγηση περί τριών περιόδων, διότι υπήρξε αληθινά κάτι το εντελώς ξεχωριστό και επαναστατικό στις νέες επιστήμες του δέκατου έβδομου αιώνα: νέες πειραματικές μέθοδοι, νέοι συνδυασμοί μαθηματικών και φυσικής, η ιδέα της επιστήμης ως συλλογικού εγχειρήματος, μια αναθεωρημένη κατανόηση της φύσης και του νοήματός της και, κατά κρίσιμο τρόπο, η ευθυγράμμιση της επιστήμης με ένα σύνολο αξιών που θα την υποστήριζαν, εξακοντίζοντάς την εν τέλει ακριβώς στο επίκεντρο του δυτικού πολιτισμού. Όμως, αυτή η επανάσταση δεν επετεύχθη μέσα από έναν ριζικό διαχωρισμό της επιστήμης από τη θρησκεία: αντιθέτως, σε πολυάριθμα επίπεδα, οι επιτυχίες των νέων επιστημών ήταν ζωτικά εξαρτημένες από θρησκευτικές θεωρήσεις και κατ’ εξοχήν από τις συνθήκες που γέννησε η προτεσταντική Μεταρρύθμιση κατά τον δέκατο έκτο αιώνα.
Κατά τον ισχυρισμό πως ο προτεσταντισμός είχε ισχυρή επίδραση στην ανάδυση της νεωτερικής επιστήμης είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους αυτό συνέβη. Πρώτον, ιδιαζόντως προτεσταντικά δόγματα ή πρακτικές πιθανόν να σχετίζονταν με το περιεχόμενο ή τον τρόπο διεξαγωγής της μελέτης της φύσης. Εκτός της ενίσχυσης των επιστημονικών ευρημάτων ή μεθόδων, ο προτεσταντισμός παρείχε επιπροσθέτως κάποιες από τις προϋποθέσεις της επιστήμης. Παρομοίως, κάποιες εκδοχές του προτεσταντισμού γαλούχησαν χαρακτηριστικούς τύπους ή στάσεις —μια προτεσταντική ηθική αν προτιμάτε— που συνέβαλλαν στην επιστημονική δραστηριότητα. Πιο έμμεσα, η Μεταρρύθμιση ενθάρρυνε την αμφισβήτηση των παραδοσιακών αυθεντιών με έναν τρόπο που έφερε στο φως δυνατότητες για νέες μορφές γνώσης, διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες, ή νέους θεσμούς και ιδρύματα για την αναζήτηση της γνώσης. Προφανώς, κάποιες από αυτές τις πιθανές επιρροές αφορούν διαφορετικά πεδία, από το θεολογικό ως το κοινωνιολογικό. Ένα πράγμα για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι το εξής: δεδομένης της σημασίας της θρησκείας για την πρώιμη νεωτερική ευρωπαϊκή διανοητική ζωή, θα ήταν αξιοσημείωτο εάν οι ταραχές και οι αναστατώσεις του δέκατου έκτου αιώνα και το επακόλουθο σχίσμα μεταξύ καθολικών και προτεσταντών δεν άφηνε ένα ανεξίτηλο ίχνος στην αναδυόμενη νεωτερική επιστήμη. Το πραγματικό ερώτημα είναι το πώς.
Η σύνδεση μεταξύ θρησκευτικής μεταρρύθμισης και μεταρρύθμισης της επιστημονικής γνώσης υπήρχε ήδη από τον δέκατο έβδομο αιώνα. Ο Νικόλαος Κοπέρνικος και ο Παράκελσος είχαν αποκληθεί «ο Λούθηρος και ο Καλβίνος» της φυσικής φιλοσοφίας (ο όρος «φυσική φιλοσοφία» αντιστοιχούσε σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «επιστήμη»). Ο Johannes Kepler επίσης ήταν γνωστός ως «ο Λούθηρος της αστρονομίας». Ευρύτερα, ο Άγγλος φιλόσοφος Francis Bacon υποστήριζε πως η μεταρρύθμιση της εκκλησίας παρείχε το μοντέλο και την έμπνευση για μια γενικότερη ανακαίνιση της γνώσης. Πολλοί άλλοι στοχαστές του δέκατου έβδομου αιώνα εξέφρασαν παρόμοιες αντιλήψεις. Έτσι στράφηκαν προς την προτεσταντική Μεταρρύθμιση προκειμένου να παράσχουν κοινωνική νομιμοποίηση για τους νέους επιστημονικούς θεσμούς προώθησης νέων μεθόδων και ιδεών.
Ο Λούθηρος και άλλοι θρησκευτικοί μεταρρυθμιστές παρουσίασαν τα «νέα» δόγματα και πρακτικές τους όχι ως νεωτερισμούς, αλλά ως επιστροφή σε μια πρωταρχική αμόλυντη θρησκευτική πρακτική. Τα ανθρωπιστικά και μεταρρυθμιστικά συνθήματα ad fontes (πίσω στις πηγές) και sola scriptura (μόνο η Γραφή) εκφράζουν αυτή τη σημαντική ιδέα. Παρομοίως, κατά τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα υποστηριζόταν συχνά πως οι νέες επιστημονικές θεωρίες ήταν στην πραγματικότητα αναβίωση αρχαίων διδασκαλιών. Ο Κοπέρνικος, στην αφιέρωση του κλασσικού έργου του De revolutionibus (1543) παρέπεμψε στον Κικέρωνα και τον Πλούταρχο για να καταδείξει την αρχαιότητα του ηλιοκεντρικού του συστήματος. (Παρεμπιπτόντως, το έργο ήταν αφιερωμένο στον Πάπα Παύλο τον Γ΄, ο οποίος είχε παράσχει ενθάρρυνση στον συγγραφέα). Ο Kepler αποκαλούσε τον Πυθαγόρα «τον προπάτορα όλων των Κοπερνίκειων», ενώ ο Γαλιλαίος αναφέρονταν στην κίνηση της γης ως μια «πυθαγόρεια αντίληψη». Νέες ατομικές (corpuscular) θεωρίες της ύλης υποστηρίζονταν, όχι εντελώς ανεύλογα, ως διδασκόμενες στην αρχαιότητα από τον Δημόκριτο και τους Επικούρειους. Ο Νεύτων προσπάθησε να δείξει πως η φυσική φιλοσοφία του ήταν σύμφωνη με τους αρχαίους Έλληνες και τους Αιγύπτιους σοφούς. Υποστηρικτές παρουσίαζαν την κοπερνίκεια θεωρία, τον ατομισμό και άλλες προόδους ως σύμφωνες με τις αντιλήψεις των συγγραφέων της Παλαιάς Διαθήκης.
Συνδεόμενο με την προσπάθεια να ανακτηθεί μια παρθένα επιστημονική και θρησκευτική σοφία από το παρελθόν υπήρξε και το καθήκον να επανεκχριστιανιστούν παραδόσεις που θεωρούνταν ως μολυσμένες από τον παγανισμό. Ο Λούθηρος ανακήρυξε τον Αριστοτέλη ως τον βασικό υπαίτιο, κατηγορώντας τον πως μόλυνε τόσο τη χριστιανική θεολογία όσο και τη φυσική φιλοσοφία. Οδυρόταν πως τόσο η εκκλησία όσο και το πανεπιστήμιο έγιναν μέρη «όπου κυριαρχεί μονάχα ο τυφλός, παγανιστής διδάσκαλος, ο Αριστοτέλης». Ο Lambert Daneau, συγγραφέας του έργου Physica christiana ή Χριστιανική Φυσική (1756) και ένας από τους πιο επιδραστικούς καλβινιστές στοχαστές του καιρού του, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις Γραφές για να «αναμορφώσει τα έργα των φιλοσόφων». Ο οπαδός του Παράκελσου μαθηματικός και κοσμολόγος Robert Fludd επέμενε πως «το αντικείμενο της αληθινής φιλοσοφίας δεν θα βρεθεί στα έργα του Αριστοτέλη, αλλά στο Βιβλίο της αλήθειας και της Σοφίας». Αυτή η ισχυρή παράδοση της «ευσεβούς φυσικής φιλοσοφίας», της «Μωσαϊκής φιλοσοφίας» ή απλώς «χριστιανικής φιλοσοφίας» αντιπροσωπεύει μια σημαντική φάση για την ανάδυση της νεωτερικής επιστήμης. Διότι αν και οι φυσικοί φιλόσοφοι εν τέλει θα κατέληγαν να δώσουν προτεραιότητα στην εμπειρία και το πείραμα έναντι των γραπτών πηγών, το φαινόμενο της «χριστιανικής φιλοσοφίας» διαμόρφωσε την αναζήτηση για νέες, μη Αριστοτελικές πηγές για τη μελέτη της φύσης. Επί της ουσίας, οι θρησκευτικοί και επιστημονικοί μεταρρυθμιστές βοήθησαν στην απελευθέρωση των επιστημών από τις στενώσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας.
Άλλο ένα πρόβλημα που είχε γίνει αντιληπτό σχετικά με την αριστοτελική επιστήμη ήταν το ότι βασιζόταν σε μια εμπιστοσύνη στις ακηδεμόνευτες δυνάμεις της ανθρώπινης λογικής και των αισθήσεων. Ο Αριστοτέλης υιοθέτησε την αισιόδοξη άποψη ότι οι γνωσιακές και αισθητηριακές μας δυνάμεις είναι ευθυγραμμισμένες με τη φύση και θα μας παρείχαν χωρίς προβλήματα μια σχετικά ακριβή εικόνα του κόσμου και των λειτουργιών του. Επομένως η αριστοτελική επιστήμη βασίζονταν σε παρατηρήσεις κοινής λογικής σχετικά με τη φύση, διενεργούμενες χωρίς πειραματικά όργανα ή επιστημονικά πειράματα. Αυτή η προσέγγιση έδωσε πνοή σε ορισμένες οικείες, μα λανθασμένες, αριστοτελικές θεωρίες: ότι ένα βαρύ αντικείμενο (μια πέτρα) θα πέφτει πάντα πιο γρήγορα από ένα ελαφρύ (ένα φτερό), ότι τα γήινα σώματα κινούνται ευθύγραμμα και εν τέλει φτάνουν σε στάση, ενώ τα ουράνια σώματα κινούνται αιωνίως και κυκλικά.
Για τους προτεστάντες επικριτές του, η ανθρώπινη Πτώση από την τελειότητα —κατά κρίσιμη λεπτομέρεια, μια Πτώση που έβλαψε τόσο την ηθική ικανότητα του ανθρώπου όσο και τις αισθητηριακές και γνωσιακές του ικανότητες—πλήγωσε θανάσιμα τον αριστοτελικό σχολαστικισμό. Οι χριστιανοί στοχαστές του Μεσαίωνα λάμβαναν υπόψη τους την Πτώση, αλλά ο Λούθηρος και ο Καλβίνος ισχυρίζονταν πως είχαν αποτύχει να διαγνώσουν τις πλήρεις συνέπειές της για τις επιστήμες.[1] Ο Λούθηρος δήλωνε πως «είναι αδύνατον να κατανοηθεί η φύση με την ανθρώπινη λογική μετά την Πτώση του Αδάμ». Ακολούθως εξέφραζε τον σκεπτικισμό του σχετικά με τις επιστημονικές θεωρίες του «παγανιστή διδασκάλου» Αριστοτέλη, ο οποίος «δίδασκε κι ακόμη διδάσκει … πως μια πέτρα είναι βαριά, ένα φτερό ελαφρύ, το νερό είναι υγρό και η φωτιά ξηρή». Οι σχολαστικοί φιλόσοφοι και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, σύμφωνα με τον Λούθηρο, είχαν αποδεχθεί τη λανθασμένη αριστοτελική προκείμενη πως «το φυσικό φως ή η διάνοια και η παγανιστική φιλοσοφία είναι επίσης ασφαλή μέσα ανακάλυψης της αλήθειας». Ο Καλβίνος, επίσης, ισχυριζόταν πως ως συνέπεια της Πτώσης «ολόκληρη η ψυχή έχει φθαρεί», με τη βλάβη να επηρεάζει τη λογική, τα συναισθήματα και τις αισθήσεις. Για τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, ο Αριστοτέλης και οι σχολαστικοί φιλόσοφοι είχαν υποτιμήσει τον αντίκτυπο του προπατορικού αμαρτήματος στην ανθρώπινη ικανότητα να προσκομισθεί αξιόπιστη γνώση.
Μια συνέπεια της πιο «σκληρής» εκδοχής του προπατορικού αμαρτήματος, που διατηρούσαν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος, ήταν πως ο Αδάμ, μέσα στην αθωότητά του, θα κατείχε μια εξόχως τελειότερη γνώση της φύσης απ’ ό,τι οι πεπτωκότες απόγονοί του. Συνέπεια αυτού του ισχυρισμού σχετικά με την εγκυκλοπαιδική γνώση του Αδάμ ήταν πως οι βιβλικοί πατριάρχες γνώριζαν τις παραδόσεις αυτής της αδαμιαίας επιστήμης και πως εκείνες οι παραδόσεις ακολούθως εισχώρησαν σε αρχαίες γραπτές πηγές, ιουδαϊκές, βαβυλωνιακές, αιγυπτιακές και ελληνικές. Και πάλι, αυτό βοηθάει στην κατανόηση της έμφασης να ευθυγραμμιστούν οι «νέες» επιστημονικές θεωρίες με την από καιρό χαμένη γνώση.
Η αντιπαραβολή της κατάστασης του Αδάμ πριν και μετά την Πτώση βοήθησε στο να κινητοποιηθεί η επιστημονική έρευνα και στο να παράσχει θρησκευτική νομιμότητα στις νέες επιστημονικές προσπάθειες. Το έργο Novum Organum του Francis Bacon (1621), ένα μανιφέστο τεράστιας επίδρασης προς μια νέα, μη αριστοτελική επιστήμη, διακηρύττει πως μετά την Πτώση οι άνθρωποι έχασαν την ικανότητα να πράττουν το καλό και να είναι κυρίαρχοι της φύσης. Ευτυχώς όμως, αυτές οι απώλειες «μπορούν ακόμη και σε αυτήν την ζωή να θεραπευθούν εν μέρει: η πρώτη μέσα από τη θρησκεία και την πίστη, η δεύτερη μέσα από τις τέχνες και τις επιστήμες». Έτσι, για τον Bacon και άλλους προτεστάντες διανοούμενους, η αφήγηση της Πτώσης όριζε για τους ανθρώπους ένα διπλό καθήκον: να επανορθώσουν το τρωθέν ηθικό ανάστημά τους μέσα από τη θρησκεία, και να επανακτήσουν την κυριαρχία τους πάνω στην πλάση μέσα από τις επιστήμες. Πρώιμοι υποστηρικτές της Βασιλικής Εταιρείας (Royal Society), που είχε ιδρυθεί το 1660, συχνά μιλούσαν με θεολογικούς όρους για το πώς η νέα επιστήμη ανακτά μια χαμένη, προπτωτική ανθρώπινη κυριαρχία πάνω στη φύση.
Η νέα λογική του πειράματος και της συστηματικής παρατήρησης είχε επίσης ως θεμέλιο την ιδέα πως η αξιόπιστη γνώση της φύσης θα ήταν δύσκολο να κατορθωθεί, και λόγω και των τρωθεισών ανθρωπίνων δυνατοτήτων αλλά και επειδή η φύση καθ’ αυτήν δεν ήταν πλέον προσβάσιμη με τον τρόπο που ήταν κάποτε. Επαναλαμβανόμενα σύνολα παρατηρήσεων, διεξαγόμενα κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, θα εξέταζαν εξονυχιστικά μια δύστροπη και απείθαρχη φύση και θα βοηθούσαν να ισοσταθμιστεί η ανθρώπινη σφαλερότητα και οι γνωσιακοί περιορισμοί. Ταυτόχρονα, οι πεπτωκυΐες ανθρώπινες αισθήσεις είχαν ανάγκη από τεχνητή ενίσχυση — κυρίως από το τηλεσκόπιο και το μικροσκόπιο. Αυτά τα όργανα συνιστούσαν παραδοχή των ανθρώπινων φυσικών ορίων και περιορισμών για την κατανόηση του φυσικού κόσμου.
Το τελευταίο κομμάτι του αριστοτελικού παραδείγματος που εξέπεσε ήταν το ιδεώδες πως η επιστημονική γνώση θα ήταν επιτεύξιμη από μερικούς εξέχοντες και ιδιαίτερους ανθρώπους. Τώρα, αντιθέτως, η συστηματική μελέτη της φύσης μπορούσε μόνον συλλογικά και συνεργατικά να λάβει χώρα. Στο εξής η επιστήμη θα απαιτούσε τις συνδυασμένες προσπάθειες πολλών διανοιών, επισυσσωρευμένων σε σειρά γενεών. Αυτά τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής έρευνας έγιναν συνολικά γνωστά ως «πειραματική φυσική φιλοσοφία»,[2] μια ριζικά νέα προσέγγιση στη γνώση που αντιπαραβαλλόταν με τις ανεπαρκώς κριτικές και ερευνητικές μεθόδους του Αριστ
Το πέρασμα από μια φυσική φιλοσοφία που ενδιαφερόταν για την κυριαρχία επί του εαυτού σε μια άλλη που στόχευε στην κυριαρχία επί του κόσμου σχετιζόταν με προτεσταντικές ιδέες σχετικά με τη σημασία της vita activa και με μια νέα κατανόηση της επαγγελματικής κλίσης. Η διάκριση μεταξύ δραστήριου και θεωρητικού βίου, μεταξύ vita activa και vita contemplativa, είχε μακροχρόνια παράδοση στον Δυτικό πολιτισμό. Κατά τον Μεσαίωνα, οι χριστιανοί στοχαστές συνέπλευσαν με την κοινή συναίνεση των κλασσικών η οποία εξύψωνε τον θεωρητικό βίο πέρα και πάνω από τον δραστήριο. Η φιλοσοφική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της φυσικής φιλοσοφίας (προγόνου της νεωτερικής επιστήμης), είχε εν πολλοίς αποδεσμευθεί από πρακτικές, χρηστικές μέριμνες. Οι συζητήσεις της Αναγέννησης επανέφεραν το ερώτημα για τη σχέση μεταξύ της θεωρητικής έρευνας και των επίγειων υποθέσεων, με έναν σημαντικό αριθμό πολιτικών φιλοσόφων να υποστηρίζουν την προτεραιότητα του δραστήριου βίου.
Για διαφορετικούς λόγους, οι προτεστάντες Μεταρρυθμιστές αμφισβήτησαν κι εκείνοι την ανωτερότητα του θεωρητικού βίου, την οποία συσχέτισαν με μια κατ’ αυτούς μη υγιή ασκητική και μοναστική απόσυρση από τον κόσμο. Ο Λούθηρος ισχυριζόταν πως οι αληθινοί χριστιανοί έπρεπε να αποφεύγουν να μιμούνται τους μοναχούς και τους ασκητές, που κατά την άποψή του κρύβονταν και αποσύρονταν. Ενθάρρυνε τους χριστιανούς να «χρησιμοποιούν» τον κόσμο: «να χτίζουν, να αγοράζουν, να επικοινωνούν και να έχουν δοσοληψίες με τους συνανθρώπους τους, να συμμετέχουν κι εκείνοι σε όλα τα γεγονότα». Ομοίως, ο Καλβίνος υποστήριζε πως στον παρόντα κόσμο οι χριστιανοί πρέπει να αφοσιωθούν στη «χρησιμότητα», το «κέρδος» και το «όφελος». Κατά αυτόν τον τρόπο θα συνεισέφεραν κι αυτοί στην ανάπτυξη του κοινού μας πλούτου και ευημερίας. Αυτές οι προτεραιότητες ενισχύονταν με αναφορές στους μόχθους του Αδάμ στον Κήπο της Εδέμ.
Οι διδασκαλίες του Καλβίνου για την εγγενή αξία της εργασίας ενέπνευσαν τη σύλληψη του Max Weber περί μιας προτεσταντικής ηθικής που συνδεόταν με την άνοδο του νεωτερικού καπιταλισμού. Όποια κι αν είναι τα πλεονεκτήματα της ανάγνωσης του Weber, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς πώς αυτές οι ιδέες της ευρύτερης Μεταρρύθμισης έπαιξαν ρόλο σε μια νέα σύλληψη της επιστήμης που εστίαζε στη χρησιμότητα και στην ενεργή συμπλοκή με τον φυσικό κόσμο. Κατά παράδοση η φυσική φιλοσοφία εστίαζε στην κατανόηση αντί της πρακτικής χρησιμότητας. Ο Bacon και οι άλλοι επιστημονικοί μεταρρυθμιστές χλεύασαν αυτήν την έλλειψη επίγειων σκοπών και υποστήριξαν πως η μελέτη της φύσης έπρεπε να απομακρυνθεί από την θεωρητική ενατένιση και την προσωπική διαπαιδαγώγηση και να στραφεί προς το πρακτικό έργο της αποκατάστασης της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης. Η γνώση, υποστήριζε ο Bacon, πρέπει να αναζητηθεί «όχι χάριν της σιωπηλής ανάλυσης, αλλά για την επαναφορά και την επανεγκαθίδρυση (κατά μεγάλο μέρος) της ανθρώπινης κυριαρχίας και δύναμης … τις οποίες εκείνος κατείχε κατά το πρώτο στάδιο της δημιουργίας». Το βακωνικό πρόγραμμα για τη μελέτη της φύσης στόχευε σε μια κυριαρχία επί του φυσικού κόσμου που θα απέφερε πρακτικά οφέλη. Η άνοδος της νεωτερικής επιστήμης εξαρτάτο, κατά τρόπο κρίσιμο, όχι μόνον από τις νέες ανακαλύψεις και τις πειραματικές μεθόδους, αλλά ταυτόχρονα και από αυτές τις νέες αξίες.
Αυτή η εξύψωση του δραστήριου βίου προχώρησε χέρι-χέρι με λουθηρανικές και καλβινιστικές αντιλήψεις περί της ιερότητας των επίγειων (επαγγελματικών) κλίσεων. Κατά αυτήν την άποψη, η ιερωσύνη δεν ήταν περισσότερο θρησκευτική κλίση από οποιαδήποτε άλλη. «Όλοι οι χριστιανοί», ισχυριζόταν ο Λούθηρος, «είναι φύσει πνευματικοί· δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους, παρά μόνον στον τρόπο της υπηρεσίας τους». Ο Καλβίνος υποστήριζε σθεναρά αυτήν την εκδοχή γενικής ιερωσύνης, αυτήν την «ιερωσύνη όλων των πιστών» (και δια του εκάστοτε επαγγέλματός τους). Αυτή η γενική αρχή σήμαινε πως για πρώτη φορά η αφηρημένη μελέτη της φύσης μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος ιερατικής δραστηριότητας. Το ιδεώδες του επιστήμονα-ως-ιερέα θα γινόταν ακολούθως τυπικό μοτίβο μεταξύ των προτεσταντών φυσικών φιλοσόφων του δέκατου έβδομου αιώνα. Για παράδειγμα, ο Kepler είχε αρχικά σπουδάσει θεολογία στην Τυβίγγη με σκοπό να γίνει λουθηρανός ιερέας: «Επιθυμούσα να γίνω θεολόγος. Για πολύ καιρό βρισκόμουν σε σύγχυση, τώρα όμως βλέπω πως ο Θεός δοξάζεται και μέσα από το έργο μου στην αστρονομία».
Ο Robert Boyle, ένας από τους θεμελιωτές της νεώτερης χημείας και πρωτοπόρος των πειραματικών μεθόδων, αναφερόταν με παρόμοιους όρους στον ιερατικό ρόλο των εκπροσώπων της επιστημονικής αναζήτησης. Η μελέτη της φύσης, ισχυρίζονταν, «είναι η πρώτη δραστηριότητα της θρησκείας, το ίδιο υποχρεωτική σε όλες τις θρησκείες». Ο Boyle συνέλαβε τέλεια το προτεσταντικό πνεύμα της νέας επιστήμης: «το να αποκαλύπτεις στους άλλους την τελειότητα του Θεού που παρουσιάζουν τα δημιουργήματά του είναι μια πιο προσήκουσα θρησκευτική πράξη από την παράδοση θυσιών και θυμιαμάτων στους βωμούς του». Ο Kepler, ο Boyle και οι άλλοι είδαν το επιστημονικό έργο τους ως μέρος ενός θρησκευτικού καθήκοντος να αποκαλύψουν την θεϊκή τάξη του φυσικού κόσμου. Και πάλι, επομένως, αξίες προερχόμενες από προτεσταντικές ιδέες περί επαγγελματικής κλίσης κινητοποίησαν τουλάχιστον μερικούς από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες της περιόδου και προσέφεραν μια θρησκευτική αιτιολόγηση σε εκείνον που θα επεδίωκε τη μελέτη της φύσης.
Οι νέες προτεσταντικές κατευθύνσεις στις επιστήμες αναζήτησαν θεολογική θεμελίωση και νομιμοποίηση σε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις της Βίβλου. Κυρίως χρησιμοποίησαν τη Βίβλο για να υποστηρίξουν ένα νέο πειραματικό πλαίσιο για τις επιστήμες, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου πρακτικού προσανατολισμού και μιας νέας εργαλειοθήκης κριτικών μεθόδων. Όπως έχουμε ήδη εξετάσει, οι μεταρρυθμιστές έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη βιβλική μορφή του Αδάμ, δίνοντας ξεχωριστή έμφαση στη διαφορά μεταξύ της προπτωτικής και της πεπτωκυΐας κατάστασής του. Πίσω από αυτές τις επικλήσεις στη βιβλική αυθεντία βρίσκεται η θεμελιώδης προτεσταντική αρχή sola scriptura (μόνη η Γραφή). Αυτή η αρχή υπαγόρευε την εξύψωση της αυθεντίας της Γραφής σε μια εξέχουσα θέση και την ανάγνωσή της με τρόπο κυριολεκτικό.
Σε αντίθεση με τις δημοφιλείς παρερμηνείες, οι πεπαιδευμένοι άνθρωποι του παρελθόντος δεν υπήρξαν σκλάβοι του βιβλικού κυριολεκτισμού. Οι πατερικοί και μεσαιωνικοί σχολιαστές της Βίβλου συχνά ερμήνευαν τη Γραφή αλληγορικά. Η λογική της αλληγορίας είναι απλή, αν και συχνά παρερμηνευόμενη: σε μια κυριολεκτική ανάγνωση της Γραφής, μια λέξη αναφέρεται σε ένα πράγμα· σε μια αλληγορική, τα πράγματα αναφέρονται σε άλλα πράγματα. Επομένως, η αλληγορική ανάγνωση ήταν εξαρτημένη από την παραδοχή ότι τα αντικείμενα του φυσικού κόσμου συνιστούν φορείς νοήματος. Όταν η Γραφή αναφέρεται σε αυτά τα αντικείμενα, οι αναγνώστες καλούνται να αναστοχαστούν τη βαθύτερη θεολογική τους σημασία. Επομένως η αλληγορία δεν αφορά μόνο γραπτά έργα, αλλά έχει συνέπειες ως προς την κατανόησή μας των φυσικών πραγμάτων.
Ο Θωμάς Ακινάτης το έθεσε με απλότητα κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα: «Ο συγγραφέας της Γραφής είναι ο Θεός, ο οποίος έχει τη δύναμη να σημαίνει τα νοήματά του όχι μόνο με λέξεις […] αλλά και με τα πράγματα καθ’ εαυτά». Η ιδέα ότι η φύση θα μπορούσε να «διαβαστεί» με αυτόν τον τρόπο θεμελίωσε τον μεσαιωνικό κοινό τόπο περί της φύσης ως «βιβλίου» που οφείλει να μελετηθεί παράλληλα με το άλλο βιβλίο, αυτό της Γραφής. Η αλληγορία, λοιπόν, ήταν μια πρακτική που συζεύγνυε τη μελέτη του βιβλίου της φύσης με τη μελέτη του βιβλίου της Γραφής. Ως εκ τούτου, μια αλλαγή στο status της αλληγορικής ερμηνείας θα είχε απαραιτήτως συνέπειες στο πώς νοηματοδοτείται η φύση.
Οι προτεστάντες μεταρρυθμιστές εκστράτευσαν εναντίον των υπερβολών της αλληγορικής ερμηνείας. Ο Λούθηρος υποστήριζε ότι η κυριολεκτική ανάγνωση κατέληγε στην «υψηλότερη, καλύτερη και ισχυρότερη κατανόηση». Η αλληγορία ήταν για τα «αδύναμα μυαλά». Ο Καλβίνος επίσης εφιστούσε την προσοχή ενάντια στην άκριτη αλληγορία, επιμένοντας ότι «το αληθινό νόημα της Γραφής είναι το φυσικό και το απλό». Αυτή η εναντίωση στην αλληγορία, ωστόσο, είχε εκ των πραγμάτων συνέπειες ως προς την κατανόηση της φύσης. Σήμαινε ότι η θεολογική σημασία των φυσικών πραγμάτων δε μπορούσε πια να βρίσκεται στις συμβολικές τους σημασίες. Μαζί με την εικονοκλαστική έκρηξη, την καταδίκη της «ειδωλολατρίας», τη μείωση του αριθμού των μυστηρίων και τη στροφή της λατρείας από τις εικόνες και τις ακολουθίες στις λέξεις, όλο αυτό επρόκειτο για μια συνολική προτεσταντική επίθεση στη συμβολική κοσμοαντίληψη του Μεσαίωνα, αυτό που ο C. S. Lewis περιέγραψε σαν «ένα ενιαίο, περίπλοκο και αρμονικό νοητικό μοντέλο του σύμπαντος» στο The Discarded Image (1964).
Ένα σύμπαν εκκενωμένο από συμβολικά θεολογικά νοήματα δημιούργησε χώρο για εναλλακτικούς τρόπους τακτοποίησης και ιεράρχησης του φυσικού κόσμου. Καθώς έπαψε πλέον να είναι ένα «βιβλίο» γεμάτο από συμβολικά αντικείμενα που φέρουν κρυμμένα θεολογικά νοήματα τα οποία θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν μέσω του στοχασμού, της ενατένισης και της αλληγορικής ερμηνείας, το σύμπαν έγινε απεναντίας μια πηγή πρώτης ύλης προς εκμετάλλευση και ποδηγέτηση προς όφελος του ανθρώπου. Η πειραματική επιστήμη παρείχε τα μέσα για να επιτευχθεί αυτό. Ως προς την πολλαπλότητα των πλούσιων θεολογικών σημασιών, αυτές συνεστάλησαν σε διακριτές συστάδες από «επιχειρήματα» για τη σοφία και τη δύναμη του Θεού, τώρα αποδεδειγμένων μέσω των σχεδίων και της μηχανικότητας των φυσικών πραγμάτων. Ο φραγκισκανός Bonaventura μπορούσε να ισχυριστεί κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα ότι «η δημιουργία του κόσμου είναι σαν ένα βιβλίο στο οποίο αντανακλάται, εκπροσωπείται και εγγράφεται η δημιουργική Τριάδα». Τον δέκατο έβδομο αιώνα, ο Francis Bacon αντέτεινε επιμένοντας ότι τα έργα του Θεού «δείχνουν την παντοδυναμία και τη σοφία του Δημιουργού, αλλά όχι την εικόνα του».
Επομένως, ενώ αυτές οι νέες αναγνώσεις της φύσης αντιπροσωπεύουν μια ξεκάθαρη ρήξη με τις μεσαιωνικές στοχαστικές, ενατενιστικές και αλληγορικές προσεγγίσεις, δεν ήταν λιγότερο χρωματισμένες από θρησκευτικές σημασίες. Μια ισχυρή νέα συμμαχία μεταξύ της θεολογίας και της επιστήμης αντικατέστησε την αλληγορία. Η θεολογία της μπορεί να ιδωθεί στη νέα μεταφορά περί «βιβλίου της φύσης». Οι νέες επιστήμες προσέφεραν τώρα νέους τρόπους θεολογικής ανάγνωσης του κόσμου. Ο Kepler και ο Γαλιλαίος επέμειναν ότι τα μαθηματικά παρέχουν το κλειδί για την κατανόηση του βιβλίου της φύσης· για τον Boyle, η φυσιολογία προσέφερε τον τρόπο για την ανάγνωση των πλασμάτων.
Στην πραγματικότητα, η κυριολεκτική προσέγγιση των Γραφών από τους προτεστάντες μεταρρυθμιστές έφερε δύο βασικές αλλαγές στο πώς δημιουργείται μια νέα επιστήμη. Πρώτον, επιτάχυνε την κατάρρευση του συμβολικού σύμπαντος των μεσαιωνικών χρόνων. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε εναλλακτικούς τρόπους ανάγνωσης και τακτοποίησης του φυσικού κόσμου. Η πειραματική φυσική φιλοσοφία συμμάχησε με τη φυσική θεολογία και οριοθέτησε μια νέα προσέγγιση για την εξερεύνηση του κόσμου. Δεύτερον, η κατά κυριολεξία κατανόηση της Γραφής, και ιδίως της Πτώσης, από τους προτεστάντες κατέληξε στην κινητοποίηση της επιστημονικής δραστηριότητας που θα μπορούσε πλέον να ιδωθεί ως μια εξιλεωτική διαδικασία για την αποκατάσταση της φύσης και την επέκταση της ανθρώπινης κυριαρχίας πάνω σε αυτήν.
Τέλος, είναι άξιοι αναφοράς μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους οι φυσικές επιστήμες έφτασαν να απολαμβάνουν αυξανόμενη δημόσια σημασία και γνωσιακή ηγεμονία στα μεθεόρτια της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι, την εποχή της ανάδυσής της, δεν υπήρχε τίποτα προφανές ως προς τις αρετές και τη χρησιμότητα της νέας πειραματικής επιστήμης. Αντιθέτως, πολλοί την προσέγγισαν αρχικά με αξιοσημείωτη καχυποψία και υποβλήθηκε σε εξοντωτική κριτική — ακόμα και σε σάτιρα. Οι ίδιοι οι υπέρμαχοι της πειραματικής επιστήμης χρειάστηκε να αφιερώσουν σημαντικότατο μόχθο για να πείσουν για τη χρησιμότητα της νέας τους προσπάθειας, καθώς και για να την εναρμονίσουν με προϋπάρχουσες αξίες.[3] Σε αυτές τις προσπάθειες, ο συνδυασμός της φυσικής φιλοσοφίας και της φυσικής θεολογίας απεδείχθη ζωτικής σημασίας. Έδωσε στη νέα επιστήμη θρησκευτικά διαπιστευτήρια και μια απολύτως απαραίτητη γι’ αυτήν κοινωνική νομιμοποίηση. Το κύρος της φυσικής θεολογίας βοήθησε στο να γίνει η φυσική επιστήμη μια ευρύτατης διάδοσης δραστηριότητα στη νεωτερική Δύση. Επίσης, αυτή η συμμαχία βοηθάει στο να εξηγηθεί το πώς η πρώιμη νεωτερική Ευρώπη κατάφερε να βγει από τον κύκλο δημιουργίας και καταστροφής που χαρακτήριζε τις επιστημονικές κουλτούρες άλλων περιοχών και ιστορικών περιόδων.
Η θρησκεία επίσης επωφελήθηκε από αυτή τη συμμαχία, τουλάχιστον στην αρχή. Η προτεσταντική Μεταρρύθμιση απελευθέρωσε με ανησυχητικούς και δυνητικά χαοτικούς όρους το πρόβλημα του θρησκευτικού πλουραλισμού. Οι υπέρμαχοι της εκάστοτε θρησκείας (καθολικισμός, προτεσταντισμός) επέμεναν ότι μόνο μια θρησκεία —η δική τους— είναι αληθινή. Αυτή η διχόνοια βοήθησε στο να αναδυθεί το φάσμα της αθεΐας: και αν, τελικά, οι ανταγωνιστικές μεταξύ τους θρησκείες αλληλοακυρώνονταν; Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η συμμαχία μεταξύ φυσικής θεολογίας και φυσικής φιλοσοφίας προσέδωσε προστασία ενάντια στην ασέβεια και στην απιστία, καθώς και υποστήριξη στην αλήθεια της θρησκείας εν γένει. Ακόμα περισσότερο, η νέα συμμαχία μεταξύ φυσικής θεολογίας και φυσικής φιλοσοφίας παρήγαγε ικανές αποδείξεις περί της σοφίας και της δύναμης του Θεού, μια στήριξη δηλαδή ισχυρότερη, όπως τότε υποστηριζόταν, από τα φιλοσοφικά, στοχαστικά και υποθετικά επιχειρήματα της Μεσαιωνικής εποχής, τα οποία δεν είχαν τις εμπειρικές αποδείξεις ως το δυνατό τους σημείο.
Μερικοί ευσεβείς φυσικοί φιλόσοφοι υποστήριξαν ακόμη και ότι η προσπάθειά τους θα μπορούσε να εδραιώσει την αλήθεια του χριστιανισμού, ίσως και συγκεκριμένων χριστιανικών ομολογιών. Ο Boyle το έθεσε ξεκάθαρα, γράφοντας πως «η νέα φιλοσοφία μπορεί να μας εξοπλίσει με νέα όπλα για την άμυνα του αρχαιοτάτου μας δόγματος». Ισχυρίστηκε επίσης ότι η πειραματική επιστήμη εξοπλίζει κάποιον πολύ καλύτερα ώστε να ανακαλύψει «ισχυρά επιχειρήματα για τη φυσική, ή την αποκεκαλυμμένη, θρησκεία […] όσο μακρινές κι αν είναι αυτές οι αλήθειες από αγοραίες αντιλήψεις». Ο Joseph Glanvill, ένας Αγγλικανός κληρικός και Εταίρος της Royal Society, συμφώνησε ότι η νέα φιλοσοφία βοήθησε στο να καθιερωθεί «η αλάνθαστη αλήθεια της Ιστορίας της Γραφής, την οποία τυλίγει με ένα κορδόνι τόσο γερό όσο τίποτα στη γεωμετρία και τη φύση».
Τέτοια επιχειρήματα συχνά βασίζονταν στην πεποίθηση ότι η φυσική φιλοσοφία επιβεβαίωνε την ανάκυψη ορισμένων γεγονότων που αναφέρονται στις Γραφές (όπως ο κατακλυσμός του Νώε). Ακόμα πιο συγκεκριμένα, μερικοί φυσικοί φιλόσοφοι φαντάστηκαν ότι η προσπάθειά τους θα καθιστούσε εφικτή μια πιο ευφυή και διακριτική επιλογή μεταξύ ανταγωνιστικών χριστιανικών ομολογιών. Οι φυσικοί φιλόσοφοι, άλλωστε, διέπρεψαν[4] στην αξιολόγηση των σχετικών μαρτυριών και αποδείξεων που παρείχαν εξωτερική υποστήριξη σε συγκεκριμένες πεποιθήσεις. Έτσι, ο Boyle ισχυρίσθηκε πως οι πειραματικοί φυσικοί φιλόσοφοι «θα εξετάσουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα και τεχνογνωσία από ό,τι μπορούν οι απλοί άνθρωποι αναφορές για θαύματα, προφητείες, ή άλλες αποδείξεις ύπαρξης του μεταφυσικού, οι οποίες φέρονται ως αποδεικτικές μιας αποκεκαλυμμένης θρησκείας».
Η ομολογιακή διαμάχη μετά τη Μεταρρύθμιση, λοιπόν, προσέφερε ένα νέο περιβάλλον και ένα νέο καθήκον για τη φυσική φιλοσοφία. Επρόκειτο να αξιολογήσει το ευρύ πεδίο των θρησκευτικών ενδεχομένων, από τα άκρα του αθεϊσμού μέχρι τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό των πιο φανατικών προτεσταντικών σεκτών. Κάπου στο μέσον αυτής της γκάμας ενδεχομένων βρίσκεται ο δεισιδαίμων και εύπιστος καθολικισμός, καθώς και ένας πιο νηφάλιος, αλλά εξίσου ελαττωματικός, ντεϊσμός. Υποστηρικτές της φυσικής φιλοσοφίας υποστήριξαν ότι η προσπάθειά τους προσέφερε έναν τρόπο ανάλυσης αυτού του φάσματος ενδεχομένων με προοπτική να βρεθεί το σωστό σημείο. Υποστηρίζοντας έναν ειρηνιστικό Αγγλικανισμό, ο Glanvill υποστήριξε ότι «η οικειότητα με τη φύση βοηθά τη θρησκεία στη μάχη της έναντι των μεγαλύτερων εχθρών της, δηλαδή του αθεϊσμού, του φαρισαϊσμού, της δεισιδαιμονίας, του ενθουσιασμού και της χαιρεκακίας των αμφισβητήσεων».
Η νέα φυσική φιλοσοφία προσέφερε την αρμόζουσα εξειδίκευση για να εξαχθούν τα σχετικά συμπεράσματα. Οι ασκούντες αυτήν ήταν ακόμα και απαθείς: «είναι καταλληλότερος για να επαινέσει τη θεότητα (divinity)» , έγραψε ο Boyle, «εκείνος που δεν επαγγέλλεται τη θεολογία (divinity)». Στην εποχή των «αποδείξεων» —που με τη σειρά της ήταν κι εκείνη η ίδια αποτέλεσμα του θρησκευτικού πλουραλισμού που ακολούθησε την προτεσταντική Μεταρρύθμιση— οι φυσικές επιστήμες προσέφεραν έτσι έναν «ουδέτερο» γνωσιακό χώρο από τον οποίο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των αντιμαχόμενων «θρησκειών» θα μπορούσαν να αξιολογηθούν. Αυτή η παραχώρηση αυθεντίας στις φυσικές επιστήμες θα είχε μνημειώδεις συνέπειες. Θα βοηθούσε στην εξασφάλιση της γνωσιακής εξουσίας των φυσικών επιστημών και στην καθιέρωση των προϋποθέσεων για την συνεπαγόμενη ανάληψη του κοινωνικού status που προηγουμένως απολάμβανε η θρησκεία από εκείνες.
Η τριλογία φανταστικής λογοτεχνίας του Philip Pullman’s His Dark Materials («Η Τριλογία του Κόσμου», 1995-2000) είναι χτισμένη πάνω στη σύλληψη ενός κόσμου που είναι παράλληλος με το δικό μας με πολλούς τρόπους. Αλλά με μια ζωτική διαφορά: η προτεσταντική Μεταρρύθμιση δεν έλαβε ποτέ χώρα. Τα βιβλία του Pullman παρέχουν μια εξέχουσα υπενθύμιση πως τίποτα δεν ήταν αναπόφευκτο ως προς την ανάδυση, νοηματοδότηση και αξιολόγηση της επιστήμης στη Δύση. Η επιστήμη δεν ξεδιπλώνεται μέσα στην ιστορία σύμφωνα με κάποια ανυποχώρητη εσωτερική λογική, γιατί πρώτα απ’ όλα οι ίδιες οι συνιστώσες της επιστήμης δεν είναι κάποιου είδους ιστορικές σταθερές. Η δυτική επιστήμη θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει διαφορετική πορεία, με πολυάριθμους τρόπους. Ακόμα κι αν το περιεχόμενό της ήταν το ίδιο, η θέση της στην κοινωνία και οι αξίες που τη συνοδεύουν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Η επιστήμη στο νεωτερικό κόσμο όπως τον γνωρίζουμε οφείλει πολλά σε αστάθμητους, ενδεχομενικούς και τυχαίους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και η προτεσταντική Μεταρρύθμιση με τα απρόβλεπτα μεθεόρτιά της. Η δική μου ξεκάθαρη πρόταση έγκειται στο ότι οι μέθοδοι της νεωτερικής επιστήμης, το θεωρητικό της περιεχόμενο και η κοινωνική της σημασία οφείλουν πολλά στον προτεσταντισμό.
Ο φανταστικός κόσμος του Pullman μας προσφέρει επίσης μια ευκαιρία να σκεφτούμε τι θα γινόταν αν δεν είχε λάβει χώρα στην αυγή της δυτικής νεωτερικότητας η περίπλοκη συμμαχία της νέας επιστήμης με νέες θρησκευτικές αξίες — καμμιά δηλαδή ανάδυση της ιδέας ότι ο φυσικός κόσμος είναι εκεί για να δαμαστεί, να ποδηγετηθεί και να καταστεί αντικείμενο εκμετάλλευσης αντί για να εξετασθεί απλώς φιλοσοφικά και ενατενιστικά· καμμιά θαυμαστή τεχνολογία, ιατρικές πρόοδοι και υλικές απολαύσεις από αυτές που γέννησε μια εργαλειακή, χρησιμοθηρική επιστήμη. Και, μέσα σ’ όλα, ενδεχομένως καμμιά επερχόμενη οικολογική καταστροφή που να απειλεί όλα αυτά τα προφανή οφέλη και ακόμα περισσότερα πέρα από αυτά.
Προς το παρόν, όμως, αξίζει να επιστρέψουμε στους προτεστάντες δρώντες που πρώτοι έστρεψαν την προσοχή στη σύνδεση μεταξύ της μεταρρύθμισης της θρησκείας και της μεταρρύθμισης των επιστημών, ώστε να εκπέμψουμε ένα τελευταίο σήμα κινδύνου και να αναλογιστούμε την ειρωνεία της ιστορίας. Σχεδόν από την αρχή, οι προτεστάντες προσπάθησαν να συσχετίσουν μια συγκεκριμένη εκδοχή της ιστορίας με τον προτεσταντισμό, τον ορθολογισμό και την πρόοδο. Αντίστοιχα, επέμειναν ότι ο καθολικισμός ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τη δεισιδαιμονία, τις λογοκριτικές πρακτικές και τον επιστημονικό οπισθοδρομισμό. Αυτή η προτεσταντική ιστορική συνείδηση δώρισε τον εαυτό της σε ένα Διαφωτιστικό αφήγημα προοδευτισμού που προώθησε μια παρόμοια άποψη για την ιστορία. Είναι αυτή η αμφιλεγόμενη και εριστική ιστοριογραφία, βαθύτατα εμποτισμένη με κατάλοιπα αντι-καθολικού μένους, που σχηματοποιεί την υπεραπλουστευτική εικόνα της ιστορίας της επιστήμης με την οποία ξεκινά αυτό το κείμενο.
Μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, αυτή η αντι-καθολική προπαγάνδα διευρύνθηκε σε μια γενική ιστορική κριτική για τις σχέσεις χριστιανισμού και επιστήμης. Τότε είναι που αναδύθηκε και ο πλέον οικείος «μύθος της σύγκρουσης» που δεν προχωρά σε διάκριση μεταξύ θρησκευτικών μορφών και απλώς ισχυρίζεται ότι η δυτική ιστορία χαρακτηρίζεται από μια συνεχιζόμενη μάχη μεταξύ επιστήμης και «θρησκείας». Είναι πραγματικά ειρωνικό το ότι αυτός ο «μύθος της σύγκρουσης» χρωστάει πάρα πολλά στον τρόπο με τον οποίο οι προτεστάντες απολογητές κατασκεύασαν πρώτοι την ίδια τους την ιστορία. Με ένα τρόπο, η εχθρότητα απέναντι στη θρησκεία που επιδεικνύεται από μερικούς σύγχρονους υποστηρικτές του επιστημονικού διαφωτισμού είναι απλώς μια ακραία εκδοχή αυτής της «προτεσταντικής» θέσης.
Είναι επίσης ειρωνικό το ότι η αρχική πρώιμη νεωτερική συμμαχία που σφυρηλατήθηκε μεταξύ επιστήμης και προτεσταντικής θρησκείας κατέληξε τελικά να διαβρώσει τη θρησκευτική αυθεντία, το κύρος της θρησκείας. Ήταν ευσεβείς υποστηρικτές της νέας φυσικής φιλοσοφίας, όπως ο Robert Boyle, που εν μέσω φαινομενικά δυσεπίλυτων θεολογικών διαφορών εκχώρησαν κύρος και αυθεντία σε έναν υποτιθέμενα ουδέτερο τρίτο παράγοντα — τη φυσική φιλοσοφία. Με τον καιρό, ο χριστιανισμός έφτασε να λογίζεται εν μέρει σαν μια σειρά από προτάσεις εν ανάγκη επιστημονικής υποστήριξης. Η επιστήμη έτσι έφτασε να έχει το πάνω χέρι έναντι της θρησκείας. Και, προς το παρόν, δε δείχνει ιδιαίτερα σημάδια επιθυμίας παραίτησης από αυτό το προνόμιο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Για μια εκτενέστερη πραγμάτευση, βλ. Peter Harrison, The Fall of Man and the Foundations of Science (Cambridge: Cambridge University Press, 2007). Μεταφρασμένο στα ελληνικά: Peter Harrison, Η πτώση και η ανάδυση της επιστήμης, μετάφραση Κωνσταντίνος Τάκης (Θεσσαλονίκη: Ροπή, 2016).
[2] Peter Harrison, ‘Experimental Religion and Experimental Science in Early Modern England’, Intellectual History Review 21:4 (2011), 413-433, DOI: 10.1080/17496977.2011.623882.
[3] Βλ. Peter Harrison, ‘Religion, the Royal Society, and the Rise of Science’, πρώτη διάλεξη στην έδρα Andreas Idreos Professor of Science and Religion του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, 14 Μαΐου 2007, δημοσιευμένη στο Theology and Science, 6:3 (2008), 255-271, https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/14746700802206925.
[4] Peter Harrison, ‘Newtonian Science, Miracles, and the Laws of Nature’, Journal of the History of Ideas 56:4 (1995): 531-53. https://warwick.ac.uk/fac/arts/english/events/warvan-copy/prog/harrison_peter_m.pdf
antifono.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου