Amfipoli News: Ο Ατρεύς ήταν οτρηρός ή ότρηρος; Μεταθέτοντας τον τόνο, αλλάζεις την έννοια…

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Ο Ατρεύς ήταν οτρηρός ή ότρηρος; Μεταθέτοντας τον τόνο, αλλάζεις την έννοια…

 


Του Γιώργου Λεκάκη

 Το ρήμα οτρύνω (παθητ. παροτρύνομαι υπό τίνος) σημαίνει παρακινώ (σε έργο που απαιτεί τόλμη), παρορμώ, παρακελεύομαι, ενθαρρύνω εξερεθίζω, εξωθώ, εγείρω τινά εκ του ύπνου, εξυπνώ / ξυπνώ, παροξύνω, προθυμοποιούμαι, σπεύδω.

Επί ζώων: κεντώ, κεντρίζω, παρορμώ, εξερεθίζω.

Επί πραγμάτων: επιταχύνω, επισπεύδω, κλπ.


Η λέξις ετυμολογείται από το ορύω / όρω, ορύνω «πλεονασμώ του τ». Ή από το ρήμα τρέω / τρω (= φοβούμαι, δειλιάζω) > τρεερός, τρηρός (= δειλός) > τρήρων, τρευς. Με το στερητικόν α > ατρηρός (= ο μη δειλός, ο δραστικός και ερρωμένος την γνώμη > Ατρεύς) > οτρηρός.[1]

Από το οτρύνω προκύπτει το επίθετον οτρηρός (ά, όν) = ταχύς, γοργός / γρήγορος, ευκίνητος, εύστροφος, δραστήριος, σπουδαίος[2], πρόθυμος, απασχολημένος, έτοιμος, επιδέξιος, δραστήριος, παρέχων υπηρεσία, οξύς, αιχμηρός, κοπτικός[3], ο «αφ’ εαυτού παροτρυνόμενος πάντα ποιείν»[4].

Αλλά «απλώς» μεταθέτοντας τον τόνο, ο ότρηρος είναι ο «ενεργών δι’ ετέρων»![5]

Το επίθετον ὀτρηρός απαντάται για πρώτη φορά στον Όμηρο και 159 φορές στην ελληνική γραμματεία.[6]

ὀτρηρῶς, ὀτραλέως = ταχέως / ταχύτατα, εσπευσμένως, ετοίμως, προθύμως, γρήγορα.[7]

ότρυνσις, οτρυντύς (η, ίων.) = παρότρυνσις, παρακέλευσις, παρακίνησις, προτροπή, ενθάρρυνσις.

οτρυντήρ (ο) = κήρυξ, κελευστής, σαλπικτήρ.[8]

Ίσως ο Τρωαδίτης Οτρυντεύς, ο οποίος από μία Νύμφη απέκτησε τον Ιφιτίωνα, τον οποίο εσκότωσε ο Αχιλλεύς, να ήταν πολύ γρήγορος στα πόδια ή στην σκέψη…[9]

Ήδη από την αρχαιότητα, είχε χαθεί το πρώτο γράμμα (το «ο») της λέξεως:

τρηρόν = ελαφρόν, άρα το ταχύ.[10]

Αλλά το ρήμα οτρύνω δεν χάθηκε από την σύγχρονη λαλιά των Ελλήνων! Το χρησιμοποιούν ακόμη όταν λένε:

παρότρυνση = θηγάνη (παρότρυνση προς αιματοχυσία), ορμητήριο (μέσον για παρόρμη), παρακλητικός (ο καταλληλότερος για παρότρυνση), κ.ά.

παροτρύνω = παρακινώ, αντιπαρακαλέω, διεγείρω, ενίημι, επιθωύσσω (= παροτρύνω φωνάζοντας), επινεύω, επισείω, επισπάω, επιφλέγω, θήγω, κελεύω, παραγγέλλω, παραμυθέομαι, παρορμώ, προάγω, προσάγω, σπέρχω[11], σπεύδω, κλπ.

παροτρυνόμενος = κεντρηνεκής > παροτρυνθείς = παρακελευστός, κλπ.

εποτρύνω[12] = παρακινώ, παρορμώ, κλπ.

- συμπαροτρύνω = συμπαρασύρω, συμπαραινέω, συμπαρακελεύομαι, συνεξορμάω, κλπ.

- Τέλος, αποτρύνω / εξοτρύνω[13] = εξεγείρω. Η σύνθετη ελληνική λέξις εξ + οτρύνω εγέννησε παρόμοιες λέξεις και στις άλλες γλώσσες-παιδιά της ελληνικής: εξοτρύνω > Εxhorterexhortarexhortor exhortationexhortacίόnexorteexorior esortareesortazioneκλπ.

ΠΗΓΗ: TLG corpus. Λεξ. Σταματάκου. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.12.2019.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Βλ. Φίλων.

[2] Σπουδή = ταχύτης, βιασύνη.

[3] Βλ. OppH. 2.529.

[4] Βλ. Ωρ.

[5] Βλ. Φίλων.

[6] Βλ. Il. 1.321, cfOd.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); Α 321, Ζ 381: α 109, δ 23 = 217, δ 38, Il.6.381, Ar.Av.915, Matro Conv.92. Adv. κλπ.

[7] Βλ. Ομ. Οδ. δ 735.

[8] σαλπιγκτήρ – βλ. Ησύχ.

[9] Βλ. Ομ. Ιλ. Υ 381-384, Ευστ. Σχόλ. Ιλ. τόμ. 4 σελ. 421.

[10] Βλ. Ησύχ.

[11] Σπέρχω = επισπεύδω, επιταχύνω, τρέχω γρήγορα > σπέρμα, Σπερχειός ποταμός, κλπ.

[12] Εποτρύνω > εποτρύνουσα = δειγείρουσα.

[13] «εξοτρυνέτω τας κύνας». Το επίσιστον ήταν ένα όργανο που με τον συριγμό του επότρυνε τα σκυλιά.

arxeion-politismou.gr

Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου