Μια πλούσια πανίδα, η οποία περιελάμβανε θηλαστικά που δεν υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα αλλά έζησαν πριν από 6-8 εκατομμύρια χρόνια στην περιοχή της Σάμου, έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην περιοχή των Μυτιληνιών.
Το Σαμοθήριο, μια καμηλοπάρδαλη που το ύψος των πίσω άκρων της έφτανε τα τρία μέτρα και το μήκος της πλησίαζε τα πέντε είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά παλαιοντολογικής σημασίας ευρήματα, που έχουν εντοπιστεί από ομάδα παλαιοντολόγων του ΑΠΘ.
Η ίδια ομάδα, υπό τον καθηγητή Παλαιοντολογίας και Στρωματογραφίας κ. Γ. Κουφό, εντόπισε επίσης απολιθωμένα οστά μαστόδοντων, (προβοσκιδωτά ζώα που είναι πρόγονοι των ελεφάντων), κρανία ρινόκερων, το κρανίο και την κάτω γνάθο ενός ζώου που λέγεται ορυκτερόπους (νωδό ζώο -τα δόντια του δεν έχουν σμάλτο), απόγονος του οποίου ζει σήμερα στην Αφρική και τρέφεται με έντομα και μυρμήγκια. Ύαινες, μαχαιρόδοντες, διάφορες αντιλόπες και γαζέλες που αντιπροσωπεύουν μέχρι στιγμής τουλάχιστον πέντε διαφορετικά είδη, όλα χαρακτηριστικά ζώα του περιβάλλοντος σαβάνας,αγριόχοιροι, πολλά ιππάρια (μικρά άλογα με τρία δάχτυλα) συνθέτουν ένα μακρύ κατάλογο δεκάδων ειδών η μελέτη των οποίων προσφέρει πολύτιμο υλικό στη Γεωλογία, την Παλαιογεωγραφία και στο παλαιοπεριβάλλον της περιοχής.
Το σύνολο των απολιθωμάτων που έχουν εντοπιστεί εκτίθεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Αιγαίου (δημιουργία του Ιδρύματος Κων/νου και Μαρίας Ζημάλη) από το οποίο έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια πάνω από 150.000 επισκέπτες.
Όμως, ίσως ελάχιστοι γνωρίζουν ότι τα παλαιοντολογικά εκθέματα, μεταξύ των οποίων και το «Σαμοθήριο», είναι μόνο ένα μέρος των μοναδικών απολιθωμάτων που ανακαλύφθηκαν στη σαμιώτικη γη.
Περίπου 30.000 απολιθώματα φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό -από τον περασμένο αιώνα οι Ελγιν της Παλαιοντολογίας έχουν ήδη λεηλατήσει το νησί που θεωρείται παλαιοντολογικός παράδεισος.
Έτσι, απολιθωμένα οστά θηλαστικών και σαρκοβόρων που έχουν εκλείψει από τη γη κοσμούν σήμερα τα σπουδαιότερα μουσεία Φυσικής Ιστορίας του κόσμου.
Οι αμιγώς ελληνικές συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1993, αλλά εκτός από τα νέα ευρήματα που έφεραν στο φως, αποκάλυψαν και κατέγραψαν τη «μεγάλη αρπαγή» των πιο σημαντικών από τα είδη της παλαιοπανίδας της. Σύμφωνα με τον κ. Κουφό, τα απολιθώματα των θηλαστικών της Σάμου ήταν γνωστά από τα μέσα του 19ου αιώνα όταν μια ομάδα Ιταλών περιηγητών, που βρέθηκε στο νησί συγκέντρωσε ορισμένα απολιθώματα και τα μετέφερε στη χώρα της (Πάδοβα).
Το 1886, ο Ελβετός βοτανολόγος Forsyth Major φθάνει στη Σάμο για να μελετήσει τη χλωρίδα της αλλά πληροφορείται την ύπαρξη των απολιθωμάτων και τρία χρόνια αργότερα (1889) οργανώνει αποστολή κατά την οποία συλλέγει πλήθος ευρημάτων που τα μεταφέρει στην Ελβετία. H συλλογή του περιλαμβάνει περισσότερα από 2.000 δείγματα, που βρίσκονται σήμερα στα μουσεία της Λωζάννης, της Γενεύης και της Βέρνης.
Μέσα στην επόμενη τριακονταετία (1890-1920), στο νησί φθάνουν προς άγραν απολιθωμάτων πολλοί Γερμανοί και Αυστριακοί συλλέκτες. O voBorne που δρα για λογαριασμό του παλαιοπώλη από τη Βόννη Sturtz, μεταφέρει στο εξωτερικό 800 περίπου δείγματα. Τα περισσότερα πουλιούνται στο μουσείο της Στουτγάρδης ενώ μικρότερες συλλογές στα μουσεία της Φρανκφούρτης, της Βιέννης και του Λονδίνου. Αργότερα, οι Stutzel και Hentschel συλλέγουν απολιθώματα που καταλήγουν στο μουσείο του Μονάχου. Τη μεγαλύτερη συλλογή απολιθωμάτων όμως δημιουργεί στις αρχές του 20ού αι., ο Γερμανός πρόξενος στη Σάμο Acker. Ολα τα απολιθώματα που συγκεντρώνει διοχετεύονται στο εξωτερικό και πουλιούνται σε διάφορα ευρωπαϊκά μουσεία ενώ ο συμπατριώτης του Werner, την ίδια εποχή, τροφοδοτεί με τις δικές του συλλογές το μουσείο Munster. Το ίδιο κάνουν μια σειρά ακόμη Γερμανών, ο Weinberger για το μουσείο της Βιέννης, ο Κοrmos για το μουσείο της Βουδαπέστης και ο Fraas για το μουσείο του Μονάχου.
Την τελευταία μεγάλη ξένη ανασκαφή στη Σάμο διενεργεί ο Brown, από το 1921-1924, για το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης. Σ’ ένα άρθρο του, μάλιστα, με τίτλο «Samos -Romantic island of the Aegean», ο Βrown παρουσιάζει στοιχεία και φωτογραφίες από την ανασκαφή την οποία πραγματοποίησε με πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής με μόνο αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ. Φεύγοντας από τη Σάμο πήρε μαζί του 56 μεγάλα ξύλινα κιβώτια με απολιθώματα.
Οι ξένοι «ανασκαφείς» φυγάδευσαν έναν μεγάλο παλαιοντολογικό πλούτο. Πέραν αυτού, προξένησαν και μεγάλες καταστροφές σε ό,τι δεν φυγάδευσαν. Οπως διαπίστωσε η ομάδα του ΑΠΘ, στην προσπάθειά τους να πάρουν τα κρανία (που ήταν τα «κομμάτια» με τη μεγαλύτερη τιμή) κατέστρεφαν όλα τα υπόλοιπα απολιθώματα. Το καλοκαίρι του 1996, μάλιστα, η ομάδα του ΑΠΘ βρήκε τα υπολείμματα μιας τέτοιας ανασκαφής στον Αδριανό και μέσα στα μπάζα εντόπισε πολλά κομμάτια μεγάλων οστών. «Αυτό έχει αποτέλεσμα η χρονολόγηση των αποθέσεων στο Ανώτερο Μειόκαινο», ανέφερε ο κ. Κουφός, «να είναι υπό συζήτηση και να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά το χρόνο δημιουργίας τους, αφού δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τη συγκεκριμένη θέση όπου βρέθηκαν. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, τα απολιθωμένα ζώα της Σάμου έζησαν πριν από 6-8 εκατομμύρια χρόνια».
Το ερώτημα πώς δημιουργήθηκαν και πώς βρέθηκαν τα απολιθώματα αυτά στη Σάμο, προσπάθησαν να απαντήσουν οι Ελληνες επιστήμονες.
Την εποχή που ζούσαν τα ζώα αυτά το Αιγαίο Πέλαγος δεν υπήρχε. Στη θέση του ήταν μια στεριά που ένωνε την Ελλάδα και τα Βαλκάνια με τη M. Ασία και τη Μέση Ανατολή. H Σάμος αποτελούσε τμήμα αυτής της μεγάλης χέρσου, που ήταν μια εκτεταμένη σαβάνα όπου ζούσαν πολλά ζώα, αντίστοιχα εκείνων που ζουν σήμερα στις σαβάνες της Αφρικής. Τα ζώα από την Ασία μετανάστευαν συνεχώς προς τα δυτικά και έφθαναν στην Ευρώπη, περνώντας από αυτές τις περιοχές. H περίοδος των βροχών που ακολούθησε με τις έντονες πλημμύρες παρέσυρε τα υπολείμματα των ζώων στα πιο ήρεμα σημεία των ποταμών ή στις εκβολές τους, αλλά και σε εποχιακές λίμνες όπου κατέληγαν ποτάμια και χείμαρροι. Σε τέτοιες θέσεις της Σάμου βρέθηκαν τα απολιθώματα. Παρόμοια ευρήματα με αυτά της Σάμου έχουν εντοπιστεί περιφερειακά σε όλη τη Μεσόγειο, όπου το κλίμα ήταν 7-8 βαθμούς θερμότερο.
Οι απολιθωμένες πανίδες της Σάμου αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε αντίστοιχες πανίδες της Ασίας και της Ευρώπης. Παρόμοια απολιθώματα βρέθηκαν στη M. Ασία, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, στο Πικέρμι της Αττικής, τον Αλμυροπόταμο της Εύβοιας, στην Πελοπόννησο, στη λεκάνη του Αξιού στη Μακεδονία, στη Χαλκιδική, στη Θεσσαλία και αποδεικνύουν, κατά τους επιστήμονες, ακριβώς τη σύνδεση της Σάμου με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Θανάσης Τσίγγανας
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Φωτογραφία : Το Σαμοθήριο
Το όνομά του οφείλεται στο νησί της Σάμου, διότι τα απολιθωμένα οστά του ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, που όμως λανθασμένα τα ερμήνευαν ως οστά τεράτων.
ΠΗΓΗ: Archaeology
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου