Σε ηλικία τεσσάρων ετών έγραψε το πρώτο τραγούδι του και στα έξι έπαιξε ενώπιον 2.000 θεατών, στην πατρίδα του, τον Βόλο. Ο μικρός «Βάγγος» γρήγορα έγινε «Vangelis» και η μουσική του ταξίδεψε παντού. Ακόμη και στο Διάστημα. Αυτή είναι η ιστορία του...
«Ανάμεσα στις ευχάριστες εκπλήξεις που με περίμεναν στον Βόλο, είταν και ένα παιδάκι έξι ή εξήμισυ χρονώ, που ανακάλυψα προικισμένο με το θείο δώρο του ταλέντου. Ο μικρός αυτός με τις ποδίτσες της πρώτης δημοτικού και με τα γκρίζα γελαστά ματάκια του, είναι από τώρα ένας αυτοδίδαχτος μικροσκοπικός συνθέτης», έγραφε σε ένα ταξιδιωτικό του αφήγημα, στην έκδοση «Απ’ την Ελλάδα» ο πεζογράφος Στράτης Μυριβήλης.
Πίσω, στο 1950, λοιπόν, με το μικρό Βάγγο. «Μου έπαιξε στο πιάνο δυο συνθέσεις του που με κατέπληξαν. Τη μια την έλεγε “Οι καμπάνες” και την άλλη “Ο χορός”.
»Πρέπει να δει κανείς τα μικροσκοπικά δαχτυλάκια του να αγωνίζονται να πιάσουν τις θαυμάσιες συγχορδίες που κανείς δεν του δίδαξε, πρέπει ν’ ακούσει τους χρωματισμούς και τα χαριτωμένα ευρήματά του, για να καταλάβει το νόημα του Ευαγγελιστού που είπε: “Πνεύμα ο Θεός και όπου θέλει πνει”. Για να δούμε, τι επιφυλάσσει η μοίρα σε τούτο το Βολιωτάκι».
Ο μικρός Βάγγος του Στράτη Μυριβήλη δεν ήταν άλλος από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Το «παιδί-θαύμα» του Βόλου, που στα τέσσερά του άρχισε να παίζει πιάνο και να συνθέτει. Και στα έξι (κοντά στη συνάντηση με τον Μυριβήλη) έδωσε την πρώτη συναυλία με έργα του, ενώπιον 2.000 ακροατών!
Εντυπωσιακό, δε, ήταν ότι δεν διάβαζε ούτε έγραφε νότες, κάτι που δεν άλλαξε ως το τέλος. Πίστευε, άλλωστε, στην αυθόρμητη μουσική δημιουργία, που «ακούει» τη μουσική του Σύμπαντος.
O Βαγγέλης Παπαθανασίου, τη δεκαετία του 1970 (Michael Ochs Archives/Getty Images)
«Οταν άρχισα να συνθέτω ήμουν σχεδόν τεσσάρων ετών», θυμόταν ο ίδιος σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του, το 1992, στο τεχνικό έντυπο «Keyboard».
«Η μουσική ήταν κάτι ενστικτώδες για μένα από πολύ μικρή ηλικία. Στα τέσσερα δεν είχα καμία μνήμη μουσικής, ήταν πολύ νωρίς. Και όμως, καθόμουν στο πιάνο και χρησιμοποιούσα ό,τι μπορούσα να βρω γύρω μου, στο σπίτι, που να μπορεί να λειτουργήσει ως κρουστό. Περνούσα ώρες ολόκληρες παράγοντας ήχους ή παίζοντας στο πιάνο ό,τι μου περνούσε από το νου. Δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να μη συνθέτει».
Από τότε που βγήκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες «Οι δρόμοι της φωτιάς» του Χιου Χάντσον, δεν πρέπει να υπάρχει μέλος του λεγόμενου «πολιτισμένου» κόσμου που να μην έχει ακούσει το μουσικό θέμα της ταινίας. Σύμβολο πλέον του στοχασμού επί της ευγενούς άμιλλας (σώματος και πνεύματος) και παγκόσμιο μουσικό σήμα του Ολυμπιακού Πνεύματος.
Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαίο ότι ανέλαβε το 1997 την οργάνωση της καθηλωτικής τελετής έναρξης του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Στίβου, στην Αθήνα, που κέρδισε διεθνή εύσημα και αναγνώριση για την Ελλάδα.
Παρουσιάζοντας τη «Μυθωδία» του κάτω από τον Ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, το 2001 (REUTERS)
Παρά το γεγονός ότι τηρούσε δημοσίως σιωπή και απείχε συνειδητά, πεισματικά σχεδόν, από τα φώτα της δημοσιότητας, τα τελευταία στρέφονταν (αναγκαστικά) στα ίδια τα προϊόντα της δημιουργίας του. Αυθόρμητης, ενστικτώδους, εγγενούς, καθοριστικής.
Διότι, κατά τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, ή Vangelis, όπως ήταν γνωστός διεθνώς, «η μουσική μας καθορίζει πάντα». Δεν την καθορίζουμε εμείς.
Δεν θυμόταν τον εαυτό του χωρίς μουσική. «Η επαφή μου με τον έξω κόσμο ήταν πάντοτε μέσω των μουσικών ήχων. Δεν ένιωσα ποτέ τη μουσική ως επάγγελμα, ή ως συνυφασμένη με κάτι δηλαδή που είχε σχέση με τη δόξα», μου έλεγε.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, από τον μικρό ταλαντούχο Βάγγο του Βόλου ως τον διεθνή Vangelis, υπήρξε πολυγραφότατος.
Είδε τη μουσική του για τους «Δρόμους της φωτιάς» να κυκλοφορεί σε περίπου εκατό χώρες του κόσμου, να μένει ενενήντα επτά εβδομάδες στα τσαρτ της Βρετανίας, αλλά και τη μουσική για το «1492, Χριστόφορος Κολόμβος» (1992) του Ρίντλεϊ Σκοτ να αναδεικνύεται ως το πρώτο σε πωλήσεις σινγκλ στη Γερμανία και σε δεκαεπτά άλλες χώρες.
Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και την Εμανουέλ Σενιέ στην πρεμιέρα του Φιλμ «1492» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Το εμβληματικό σάουντρακ έφερε την υπογραφή «Vangelis» | Bertrand Rindoff Petroff/Getty Images
Ανάλογη τύχη είχαν και οι μουσικές του για τον «Αγνοούμενο» του Κώστα Γαβρά, την «Ανταρσία του Μπάουντι» (1984) το «Κάποιος να με προσέχει» (1987) και, βεβαίως, για το θρυλικό «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ (1991), που έχει αναδειχθεί ως η πλέον «προφητική» ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Εχει στο ενεργητικό του πάνω από εξήντα άλμπουμ και διπλάσια σινγκλ, που κυκλοφόρησαν σε διαφορετικές εκδόσεις σε δεκάδες χώρες του κόσμου, ένα Oσκαρ μουσικής για τους «Δρόμους της φωτιάς», δεκάδες σάουντρακ και συναυλίες (όπως το Project Eureka στο Ρότερνταμ, μπροστά σε διακόσιους χιλιάδες θεατές), μουσική για θεατρικά έργα (όπως για την «Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, το 1983, στην Επίδαυρο, ή για την ισπανική «Μήδεια», με την Ειρήνη Παπά) και για μπαλέτα (όπως το «Φράνκενσταϊν – Ο σύγχρονος Προμηθέας» στο Κόβεντ Γκάρντεν, το 1985).
Απήχηση διεθνή είχε με το έργο «Φόρος τιμής στον Γκρέκο», που έγραψε το 1995, όταν του ζητήθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας να «ντύσει» μουσικά το περίφημο έργο του ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «Aγιος Πέτρος».
Η μορφή του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου ήταν πηγή έμπνευσής του και στη διεθνή κινηματογραφική συμπαραγωγή «Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή (ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είχε γράψει και τη μουσική για τον «Καβάφη» του, το 1996. Μουσική που θεωρήθηκε ως περιζήτητη «λιχουδιά» στο Διαδίκτυο για τους φαν του).
Ο «ύμνος» του για την Opera Sauvage που «έντυσε» μουσικά τη θαυμαστή ταινία «Επικίνδυνα χρόνια» του Πίτερ Γουίρ, είχε ανεβεί στο Τop 20 των Ηνωμένων Πολιτειών, έξι χρόνια μετά την ηχογράφησή του.
Το ίδιο συνέβη και με μουσικές του που χρησιμοποίησε ο Ζαν-Ζακ Κουστό στα θρυλικά ντοκιμαντέρ του, αλλά και ο διάσημος αστρονόμος Καρλ Σέιγκαν (υπεύθυνος για το σενάριο και της ταινίας «Επαφή») στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά του «Cosmos».
Οι Aphrodite’s Child τραγουδήθηκαν από τους φοιτητές του Μάη του ’68 σε όλο τον κόσμο…
Μουσικές του χρησιμοποιήθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο σε μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες, που επανέφεραν δυναμικά στο προσκήνιο και τους δίσκους του συνθέτη (χαρακτηριστικό παράδειγμα η διαφημιστική καμπάνια μάρκας αυτοκινήτων, που σκηνοθέτησε ο Ρίντλεϊ Σκοτ).
Με το βλέμμα και τον νου στραμμένα προς το Σύμπαν, που είναι το ίδιο η μουσική, όπως έλεγε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, είδε στα χρόνια που πέρασαν αστρονόμους του Smithsonian Institute να δίνουν το όνομά του σε ένα αστέρι.
Ενώ η NASA έστειλε μουσική του Vangelis, στα «σήματά» της προς το Διάστημα, ως δείγμα του μουσικού πολιτισμού της Γης!
Ο πολυμήχανος συνθέτης και οργανίστας του συγκροτήματος Forminx είχε το νεανικό όνειρο, με ένα παλλαϊκής αποδοχής γιάνκα να κραυγάσει «Τζερόνιμοοοο» πάνω από τις στέγες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Το 1968 άφησε την Αθήνα για να φύγει σιδηροδρομικώς για το Παρίσι, μαζί με τον Ντέμη Ρούσσο και τον Λουκά Σιδερά. Εκεί γεύτηκε την κοινωνική έκρηξη του Μάη του ’68, γνωρίζοντας και την πρώτη του μεγάλη διεθνή επιτυχία με το συγκρότημα Aphrodite’s Child με το σινγκλ «Rain and tears», που έκαναν σύνθημα οι ξεσηκωμένοι φοιτητές του Μάη. Από το Παρίσι έως το πανεπιστήμιο Κολάμπια στη Νέα Υόρκη.
Το 1970 το «Παιδί της Αφροδίτης» διαλύθηκε, αφού πρώτα χάρισε ένα δίσκο-σταθμό, το «666» για την «Αποκάλυψη του Ιωάννου», που έγραφαν μήνες πολλούς στο Λονδίνο.
Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έμεινε στο Παρίσι ως το 1974, αλλά στο Λονδίνο έκανε ως το 1987 πραγματικότητα και το «ηχογραφικό» του όνειρο, στα περίφημα Nemo Studios. Τα ίδια εκείνα χρόνια ήρθε και το Όσκαρ μουσικής για τους «Δρόμους της φωτιάς» (Οσκαρ που τελικά δεν πήγε να παραλάβει στην τελετή απονομής) και οι προτάσεις για μουσικές στον κινηματογράφο άρχισαν να έρχονται ασταμάτητα. Εμενε, πάντα, επιλεκτικός.
Λειτουργώντας ως «δίαυλος μέσω του οποίου η μουσική αναδύεται από το χάος των ήχων», δήλωνε ότι δεν μπορεί να εξηγεί το έργο του. Αυτός υπήρξε και ένας από τους λόγους που τον οδήγησαν τα τελευταία (πολλά) χρόνια σε σιωπή απέναντι στα μίντια. Ο δεύτερος ήταν ότι πολλές φορές διαστρεβλώθηκαν λόγια του ή «κόπηκαν» από τις συνεντεύξεις του.
Με τον Σαλβαντόρ Νταλί και την η Αμάντα Λιρ , το 1971 (Vangelis/Facebook)
Τα τελευταία χρόνια συνέχιζε να γράφει κατά καιρούς, πάντα με τα μάτια στραμμένα προς τα άστρα. Και στον Aνθρωπο. Παράδειγμα, η «Μυθωδία» του, που ζωντανά ερμηνεύτηκε στην Αθήνα.
Παράδειγμα και η παράσταση «The thread», σε μουσική του και χορογραφία του Ράσελ Μάλιφαντ, που ξεκίνησε από το Saddler’s Wells του Λονδίνου, έφτασε και στην Επίδαυρο και εκδόθηκε το 2020.
Ζούσε με τη μουσική…
Ο Βαγγέλης (ή Ευάγγελος Οδυσσέας) Παπαθανασίου ζούσε με τη μουσική. Χαμένος μέσα σε αυτήν, ακόμη κι όταν ακούγεται από κάπου μακριά, από ένα μικρό μεγάφωνο. Είτε στο σπίτι του στο Παρίσι, είτε σε εκείνο στην Αθήνα, στην οδό Μελεάγρου (γείτονας της διάσημης μέτζο σοπράνο Αγνής Μπάλτσα), είτε στο σκάφος του, αραγμένο στη Βουλιαγμένη είτε με την υπέροχη θέα από μια βίλα, όπου έμενε για κάποια χρόνια, ψηλά στη Βουλιαγμένη.
Εκεί που πρώτη φορά έστησε ένα πρωτοποριακό και μοναδικό, ειδικά κατασκευασμένο για κείνον από την Yamaha, «πολυόργανο» (που έπιανε μισό… δωμάτιο!) που μπορούσε να μετατρέπει σε τελικό, μουσικό, αποτέλεσμα, με ορχήστρες και χορωδίες, «μεταποιώντας» σε ήχους κάθε άγγιγμα των πλήκτρων και κάθε μουσική σκέψη του.
Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου σε στιγμή δημιουργίας, ανάμεσα στα keyboards που μετέτρεπαν τη φαντασία του σε ήχους
Χανόταν και στις σκέψεις του και στις συζητήσεις, αφήνοντας όμως πάντα… σκοπιά ένα ευγενικό χαμόγελο που δεν εγκατέλειπε τα γκριζοπράσινα μάτια του.
Κάπου… ενάμισης χρόνος συζητήσεων προηγούνταν κάθε κουβέντας μας, που στόχευε σε δημοσίευση. Μία συνέντευξη δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ» με αφορμή την περίφημη και αγαπημένη «Μυθωδία» του, που παρουσίασε μπροστά στο ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, την ώρα που η NASA δρομολογούσε την αποστολή της στον πλανήτη Aρη, το 2001 (είχε να δώσει συνέντευξη από το 1993!). Και μία περί μουσικής και έμπνευσης για το «Δίφωνο».
Ανταμοιβή μου στο διάστημα της αναμονής; Καταρχάς, οι φιλικές κουβέντες, παρέα κάποτε και με φίλους. Κυρίως, όμως, μια αμοιβαία συμπάθεια, η ανατριχίλα για τη μουσική, μια αίσθηση φιλίας κι ανθρωπιάς και άπειρα σταγονίδια γοητείας.
Προσωπικά, δεν θα ξεχάσω κάποια γενέθλιά μου, που μού έκανε έκπληξη, για να μού φέρει δώρο μια ειδικής έκδοσης βελούδινη κασετίνα με τη μουσική του για τον «Καβάφη» του Γιάννη Σμαραγδή, αλλά και την εξαιρετική απαγγελία της «Ιθάκης» του Κ. Π. Καβάφη, λουσμένη στη μουσική του, από τον αξέχαστο Σον Κόνερι. Κατά τα πρότυπα των εξαιρετικών «Ωδών» του με τη μεγάλη Ειρήνη Παπά…
Εδώ, πλέον, δεν έχω παρά να κρατήσω τα ίδια του τα λόγια από εκείνες τις γοητευτικές συζητήσεις μας. Και να τα απανθίσω, εις ανάμνησιν:
«Η μουσική είναι η άυλος υλοποίηση του θείου. Είναι το ίδιο το θείον».
«Ποτέ δεν καθορίζουμε εμείς τη μουσική. Πάντα η μουσική μας καθορίζει».
«Εκ πρώτης, φαίνεται πως η ακοή παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στη μουσική. Εν τούτοις, επειδή όλα τα αντικείμενα εμπεριέχουν τη δική τους μουσική, η μουσική γίνεται αντιληπτή από όλο το υπόλοιπο σώμα, δηλαδή μέσω της όρασης και της αφής, αλλά και μέσω της όσφρησης και της γεύσης. Με λίγα λόγια, η μουσική γίνεται αντιληπτή μέσω όλων των αισθήσεων».
«Η μουσική, ως παντοδύναμον μέσον, μπορεί να προσφέρει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα. Εξαρτάται από τον άνθρωπο για ποιο λόγο θα τη χρησιμοποιήσει. Η ευθύνη είναι καθαρά δική μας».
«Τίποτε δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε η μουσική. Και όλα μας ανήκουν για μια στιγμή».
«Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι χρειάζεται ειδική μουσική παιδεία για να αισθανθούμε τη μουσική. Χρειάζεται όμως μια γενική παιδεία, ικανή να μας ανοίξει τα κέντρα της πρόσληψης, ώστε να δεχόμαστε την αντικειμενική μορφή του κόσμου. Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε ένστικτο και εκπαίδευση, θα διάλεγα το ένστικτο».
Ο Φελίνι είχε πει πως πρέπει «να κάνουμε λίγη περισσότερη σιωπή, για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ξανά κάτι», τού λέω. Νιώθει να καταλαβαίνει όλη αυτή τη μουσική, όλους αυτούς τους ήχους που μας περικυκλώνουν; «Δυστυχώς ή ευτυχώς, ναι», ήταν η λακωνική απάντησή του. Βέβαια, θα προτιμούσα πού και πού μία παύση για περισσότερη σκέψη και αναθεώρηση.
«Η λέξη “επιτυχία” είναι μια υποκειμενική υπόθεση. Δεν σημαίνει για όλους το ίδιο. Καλύτερα να μην μπαίνει κάποιος σε αυτή τη συζήτηση».
«Η εποχή των μύθων δεν περνά ποτέ».
Σε νεαρή ηλικία στο στούντιό του
«Τα κρουστά, για τους Δυτικούς, δεν τυγχάνουν της ίδιας σπουδαιότητας όπως τα υπόλοιπα παραδοσιακά μουσικά όργανα. Χρησιμοποιούνταν, ως επί το πλείστον, ως συνοδεία, ή για να τονίσουν τον ρυθμό. Πιστεύω ακράδαντα ότι τα κρουστά είναι όργανα υψίστης σημασίας, με ακριβέστατη μουσική έκφραση και, όταν χρησιμοποιούνται σωστά, μπορούν να υπάρξουν χωρίς καμία υποστήριξη άλλων μη κρουστών οργάνων».
«Η μουσική με διέπει, όπως διέπει τα πάντα. Η μουσική είναι ο μορφοποιός παράγων και η μορφή συγχρόνως. Oλα τα άλλα έπονται».
«Εάν δεν επικοινωνήσει ο άνθρωπος με το Σύμπαν, με τι θα επικοινωνήσει;».
«Με τον στίχο του Σεφέρη “όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει”, συμφωνώ, κυρίως όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα».
«Γεννήθηκα με κίνητρα και έτσι δεν χρειάζομαι καμία παραγγελία για να δημιουργήσω».
(Vangelis/Facebook)
«Η υποχρέωση να είσαι επιτυχημένος είναι αντιδημιουργική. Η δημιουργία θα έπρεπε να είναι ελεύθερη από υποχρεώσεις».
«Αν προσπαθήσεις να κάνεις ένα “χιτ”, δεν θα τα καταφέρεις ποτέ. Αν προσπαθήσεις να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και να δημιουργήσεις κάτι που πραγματικά απολαμβάνεις, τότε μπορεί να κάνεις “χιτ”».
«Δημιουργούμε νέες γενιές καταραμένων, που τους απομακρύνουμε όλο και πιο πολύ από τα πράγματι μοναδικά εφόδια που έχουμε ως ανθρώπινα όντα: τα μέσα της έκφρασης και την ελευθερία που μας κάνει αυτόνομα άτομα. Είναι πολύ επικίνδυνο να απειλείται αυτή η ατομικότητα».
«Ξέρω πως είναι ωραίο να είσαι γνωστός. Κολακεύει το εγώ σου. Oμως το κοινωνικό κόστος είναι τρομακτικό».
«Ποτέ δεν με φόβισαν τα ηλεκτρονικά μηχανήματα, γιατί πιστεύω ότι ο ίδιος ο άνθρωπος είναι το καλύτερο ηλεκτρονικό μηχάνημα που υπάρχει».
«Η μουσική δεν είναι η πιο ευγενής έκφραση του ήχου του Σύμπαντος. Η μουσική είναι το ίδιο το Σύμπαν».
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου