Σμύρνη,
Αύγουστος 1922.
Τέτοιες μέρες.
«Εγώ, μπρε παιδιά, ίσαμε το καλοκαίρ’ του ’22 θάρρευα πως ούλα πάαιναν καλά» αποκρίθηκε ο μπαρμπα-Μανώλης. «Έτσι δεν μας έλεγαν; Τον ύπνο μ’ τον έχασα απ’ του Αυγούστου τις 13 κι ύστερις, όντας αρχίνησαν να έρχουνται αλαφιασμένοι οι πρόσφυγοι απ’ τα χωριά. Αυτοί με ξύπνησαν. Τους έβλεπα με τους μπόγους και τα παιδιά στην αγκαλιά, να γιομίζουνε τσ’ εκκλησιές, τα σκολειά κι ούλα τα μεϊντάνια, ίσαμε κάτ’ στη θάλασσα, και τους καίγονταν η καρδιά μ’. Ήρθανε να σωθούνε! Μεγάλη πολιτεία, σκέφτηκαν, η Σμύρνη, ομπρός στα μάτια των συμμάχων δεν κοτάει ο Κεμάλ να σφάξει. Εικοσιένα καράβια. Εγγλέζοι, Φράγκοι, Αμερικάνοι… Σ’ έδιναν σιγουριά. Α μπρε, κούνια που μας κούναγε!»
«Και κατόπι;» ρώτηξα με λαχτάρα το μπαρμπα-Μανώλη.
«Στο κατόπι, έφταξαν, κυνηγημένοι, και οι πρώτοι στρατιώτες μας. Αδύνατοι, μαύροι, σκελετοί, με ρούχα παρτάλια, φορτώνουνταν στα βαπόρια κι έφευγαν. Τότες μας έπιασε μαύρη απελπισιά. Εμάς ποιός θα μας φύλαγε από τους Τούρκους; Απ’ του Αυγούστου τις 23, ο κόσμος περίσσεψε. Τις τρεις τελευταίες μέρες, μαζώχτηκαν απάν’ από εκατό χιλιάδες ξεσπιτωμένοι, χώρια οι Σμυρνιοί. Ούλοι γύρευαν τρόπο, να διαβούνε αντίκρυ, στα νησιά. Έλα όμως, που τα βαπόρια, δεν έπαιρναν κόσμο! Άιντε, τα ξένα, ξένα ήτανε, δε μας πόναγαν. Αμ τα ελληνικά; Καμπόσα, που ήτανε δεμένα στο λιμάνι, σήκωσαν άγκυρα και πήγανε στ’ανοιχτά. Ο κόσμος τούς παρακάλαγε. Αυτοί τίποτα. Ώσπου, βγήκε στη στεριά ένας καπετάνιος και το ’σκασε το παραμύθι. «Η Ελλάδα, λέει, με νόμο του καλοκαιριού, απαγορεύει να παίρνουμε πρόσφυγοι. Αλλιώς, μας φυλακώνει και μας κατασχέει το βαπόρι». Στο τέλος, ο καπετάν Νικόλας, καλή του ώρα, φόρτωσε ώσαμε πεντακόσια γυναικόπαιδα. “Θα με κάψει ο Θεγιός, άμα τους αφήκω ούλους αυτούς στο μαχαίρι του Τούρκου”, είπε φεύγοντας. Τυχεροί φάνηκαν όσοι κίνησαν, με ντόπια καϊκια, τις πρώτες μέρες, προτού έρτει ο στρατός του Κεμάλ. Να, σαν τον Μιχάλ’ από δω” συμπλήρωσε ο μπαρμπα- Μανώλης.
«Βάζω με το νου μ’ τι έγινε, σαν μπήκανε οι Τούρκοι!» είπε με έναν τρόμο στα μάτια, ο Σαράντης.
«Οι τελευταίοι στρατιώτες μας έφυγαν την Παρασκευή, 26 Αυγούστου» είπε ο Ασημάκης. «Το Σάββατο 27, γύρω στις 11 το πρωί, μπήκανε στη Σμύρνη οι τσέτες του Κιορ Πεχλιβάν. Το απόγεμα, ήρθε και ο Νουρεντίν πασάς. Αυτό το σκυλί το μαύρο, που παράδωκε στους λυσσασμένους τον Χρυσόστομο, αυτόν τον άγιο άνθρωπο…»
Ο Ασημάκης σταυροκοπήθηκε. Μαζί του κι οι άλλοι. Έδειχναν σέβαση τρανή στο Δεσπότη τους. Ήξευρε πως θ’ αποθάνει, μα δεν κοίταξε να φύγει, να γλιτώσει. Έκατσε εκεί και μαρτύρησε σαν το Χριστό! Αυτός ήτανε Δεσπότης!
«Σαν νύχτωσε» συνέχισε ο Ασημάκης, «πολλοί Τούρκοι βγήκανε στο μεϊντάνι κι αρχίνησαν να αρπάζουνε, να δέρνουνε και να σκοτώνουνε, μα βρέθηκαν και καμπόσοι δικοί τους γνωστικοί, που τους συγκράτησαν. Την άλλην ημέρα, Κυριακή 28, μπήκε στη Σμύρνη ο τούρκικος στρατός. Πρώτο ήρθε το ιππικό και τράβηξε ίσια για τους στρατώνες, που ήτανε στο κονάκι. Στο δρόμο, ένας πέταξε καταπάνω τους μια χεροβομβίδα. Είπανε πως ήτανε Αρμένης. Έτσι βόλευε. Ευτυχώς, δεν έσκασε, μονάχα τσουγκράνισε* κομματάκι τον Τούρκο λοχαγό στο μάγουλο. Έπεσαν, τότε, καμπόσες τουφεκιές, καταπάνω στον κόσμο, και ξαπλώθηκαν καμιά δεκαριά κορμιά καταγής. Ύστερ’ από λίγο, στο κονάκι κατέβηκε η σημαία μας κι ανέβηκε η τούρκικη. Αυτό ήτανε… Το όνειρο έσβησε… Ο κόσμος χάθηκε από τα σοκάκια. Όλοι κρύφτηκαν στα σπίτια τους. Σφάλισαν και μαντάλωσαν τις πόρτες. Το βράδυ, αρχίνησε το μεγάλο κακό. Όξω, γύριζαν μονάχα Τούρκοι στρατιώτες και σκότωναν όποιον αντάμωναν. Τουφέκια ακούγονταν σ’ολάκερη την πόλη. Το πρωί, τα σοκάκια ήτανε γιομάτα με κορμιά εδικών μας. Άλλοι σκοτωμένοι κι άλλοι σφαγμένοι. Εκείνην την ημέρα, από φόβο, πολλοί βαστήξαμε τ’ αργαστήρια μας σφαλιχτά. Ο Νουρεντίν βγάζει, τότες, διαταή, να ανοίξουμε και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Καμπόσοι ευκολόπιστοι, σαν κι εμένα, ανοίξαμε. Μεγάλο λάθος. Πήγαμε μοναχοί μας στο στόμα του λύκου. Έμπαιναν μέσα, άρπαζαν, σκότωναν κι έφευγαν. Κατέβασα, γλήγορα γλήγορα, τα κεπέγκια, και με τρόπο, πλάτη πλάτη, γλίστρησα ίσαμε το σπίτι. Το βράδυ, περίζωσαν τον αρμένικο μαχαλά κι έπιασαν όλα τα περάσματα. Δεν άφηναν σε κανέναν ούτε να μπει ούτε να βγεί. Και μέσα έσφαζαν τους Αρμένους σαν τα αρνιά της Πασχαλιάς. Τις γυναίκες τις γλένταγαν καταποδιαστά κι ύστερις τις σκότωναν.
»Τα πρώτα βράδια, ούλη τη νύχτα, ακούγονταν τροχούλια από αραμπάδες, στα καλντερίμια. Άλλοι με κλεμμένα κι άλλοι με σφαγμένους και σκοτωμένους, που τους πάγαιναν στο ντερέ, όξω απ’την πόλη. Σαν άρπαξαν ό,τι μπόρεσαν, την Τετράδη, στις 31, έβαλαν φωτιά στον αρμένικο μαχαλά. Η φωτιά φούντωσε σε πολλές μεριές μαζί. Όποιος Αρμένος κρύφτηκε, κάηκε ζωντανός. Και όποιος βγήκε όξω, έπεσε από τούρκικο μαχαίρι. Απ’ την κρυψώνα μας, έβλεπα στρατιώτες με τενεκέδες να περεχύνουνε με πετρέλαιο τις οξώπορτες και να ανάφτουνε φωτιά. Ο αγέρας ήτανε νοτιά, κι η φωτιά πλαλούσε γλήγορα κατά το μαχαλά μας. Ένα μαύρο ντουμάνι σκέπασε ούλο το ντουνιά. Ο τούρκικος κι ο οβραίικος μαχαλάς απόμειναν απείραχτοι. Ο κόσμος βγήκε στα σοκάκια και δεν ήξευρε καταπού να φυλαχτεί. Απάνω πυρκαγιά και κάτω θάλασσα! Και στη μέση, χιλιάδες ανθρώπ’ με χαμένα λοϊκά, με τα μάτια φλοϊσμένα απ’ τον τρόμο, να τσαλαπατάει ο ένας τον άλλονα. Οι φλόγες, θεόρατες, ανέβαιναν ίσαμε τον ουρανό, και τα αποκαΐδια τα έφερνε ο αγέρας απάνω μας. Πολλές κοπέλες έπεσαν στη θάλασσα! Κάλλιο αποθαμένες, παρά ντροπιασμένες. Γυναικόπαιδα κάηκαν ζωντανά μες στις εκκλησιές. Σωτηρία από πουθενά. Και να σκεφτείς πως ούλα αυτά τα έβλεπαν οι σύμμαχοι. Γίνηκαν ομπρός στα μάτια τους, και δεν έκαμαν τίποτα! Σαν δε ντρέπονται, οι ξετσίπωτοι! Απ’ το Θεγιό να το έβρουνε!»
Γεώργιος Εμμ. Μάνος
Απόσπασμα.
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
cognoscoteam.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου