Η επικράτειά της αρχαίας Άντισσας οριζόταν δυτικά από την περιοχή πάνω από το Σίγρι και νοτιοανατολικά εκτεινόταν ως τα Παράκοιλα. Η πόλη ήταν εγκατεστημένη σε μια χερσόνησο [σ.σ.: σαν τηγάνι] της βόρειας παραλίας της επικράτειάς της, 16 χλμ. ΝΔ της Μήθυμνας.
Πρώτος ο Γερμανός αρχαιολόγος Robert Koldeway το 1890, ταύτισε την αρχαία Άντισσα με το Οβριόκαστρο και χαρτογράφησε την περιοχή.
Ο χώρος που κατείχε η πόλη, αποτελείται από την έκταση που κατέλαβε το μεσαιωνικό κάστρο στο άκρο της χερσονήσου, και από έναν λόφο, που χαρακτηρίζεται ως ακρόπολη.Το λιμάνι της βρισκόταν έξω από την πόλη. Σχηματίσθηκε με έναν κυματοθραύστη σε σχήμα Γ, που κτίσθηκε στην μεγάλη και ανοικτή κόλπωση της παραλίας, ανατολικά από τον λόφο.
Στην αρχαϊκή εποχή η Άντισσα προβάλλεται σε πανελλήνιο επίπεδο, κυρίως χάρις στην προσωπικότητα του ποιητή [σ.σ.: και μουσικού] Τερπάνδρου - που έζησε στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. Στον Τέρπανδρο οφείλεται, πιθανότατα, η δημιουργία του μύθου ότι το κεφάλι του Ορφέα απέληξε στην Άντισσα και φυλασσόταν στο ιερόν του Διονύσου, ενώ η λύρα του φυλασσόταν στον ναό του Απόλλωνος στην Μυτιλήνη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το σπήλαιο "Σπήλιος" ή "Μαγαράς(*)" στην ύπαιθρο χώρα της Άντισσας, ταυτίσθηκε από μελετητές με μαντείο του Ορφέως.
Η άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σε μεγάλη έκταση της Άντισσας με την Μήθυμνα, έκανε την Άντισσα να είναι ο κύριος εχθρός της, μετά την Μυτιλήνη.
Στην αρχή του πελοποννησιακού πολέμου, το 428 π.Χ., η Μυτιλήνη επιτέθηκε εναντίον της Μήθυμνας και κατόπιν εναντίον της Άντισσας, της Πύρρας και της Ερεσού, προκειμένου οι Μυτιληναίοι ολιγαρχικοί να εξουδετερώσουν την υπολογίσιμη δημοκρατική μερίδα, που υπήρχε στις πόλεις αυτές. Όταν οι Αθηναίοι το 427 π.Χ. κατέλαβαν την Μυτιλήνη και μοίρασαν την γη της σε Αθηναίους κληρούχους, εγκατάσταση κληρούχων έγινε και στην Άντισσα, την οποία ο στρατηγός Πάχης φρόντισε να καταλάβει πρώτη. Στο τέλος του πελοποννησιακού πολέμου, ο Λύσανδρος, μετά την τελική ήττα των Αθηναίων, κατέλαβε το φθινόπωρο του 405 π.Χ., μαζί με τις άλλες πόλεις του νησιού και την Άντισσα. Από τον σπαρτιατικό ζυγό ελευθερώθηκε το 389 π.Χ., με τις επιχειρήσεις του Θρασύβουλου στο νησί. Στην Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία η Άντισσα εντάχθηκε το 375 π.Χ.
Στην τελευταία μνεία των λεσβιακών πόλεων της κλασσικής περιόδου από τον Ψεύδο-Σκύλακα, γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. αναφέρεται η Άντισσα και το λιμάνι της. Η Άντισσα πήρε μέρος στην ανανέωση του Κοινού των λεσβιακών πόλεων, τον 2ο αι. π.Χ. μαζί με την Μυτιλήνη, την Μήθυμνα και την Ερεσό, αφού η Πύρρα και η Αρίσβη είχαν πάψει να υφίστανται ως πόλεις-κράτη. Οι Ρωμαίοι καταστρέφουν την Άντισσα το 167 π.Χ. και η γη της προσαρτάται από την Μήθυμνα. Η ενέργεια αυτή των Ρωμαίων είχε τιμωριτικό χαρακτήρα, γιατί στον Μακεδονικό πόλεμο οι Αντισσαίοι είχαν δεχτεί στο λιμάνι τους τον Αντήνορα, ναύαρχο του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ. ως ατείχιστος οικισμός που φαίνεται να έμεινε στην θέση του ως τον Μεσαίωνα. Εκεί εγκαταστάθηκε πιθανότατα ένα από τα κύρια οχυρά του νησιού στην Βυζαντινή Εποχή, το Κάστρο των Αγίων Θεοδώρων.
Το οχυρό, που λείψανά του σώζονται ως σήμερα, χτίστηκε στην Βυζαντινή εποχή και ανακατασκευάστηκε στα χρόνια των Γενοβέζων είναι γνωστό με το όνομα Οβριόκαστρο. Το κάστρο αναφέρεται από τον Φλωρεντιανό καλόγερο Chr. Buondelmonti (γύρω στα 1410 με 1420 μ.X.). Στα 1485 το οχυρό αναφέρεται από τον Βενετό Bart. Zamberti, σαν ένα από τα πιο σημαντικά οχυρά του νησιού. Την ίδια σημασία στο οχυρό προσδίδει ο αρχιεπίσκοπος των Λατίνων της Μυτιλήνης Leonardo Giustiniani, στα 1462. Στον χάρτη του Piri-Reis διακρίνεται νησίδιο στην θέση του Oβριόκαστρου. Ο περιηγητής Thomaso Porcachi ονομάζει το κάστρο S. Theodoro και το τοποθετεί στην δυτική πλευρά του νησιού.
Οι Άγιοι Θεόδωροι ήταν το τρίτο σε δύναμη οχυρό πάνω στο νησί, μετά τα κάστρα της Μυτιλήνης και του Μολύβου. Από τα ερείπια φαίνεται πως οι τοίχοι ήταν πανύψηλα, σε ορισμένα σημεία ξεπερνούν τα 18 μ. Τα επιθαλάσσια μέρη του πλαισιώνονταν από τετράγωνους πύργους. Στο έγκλειστο χώρο του κάστρου διακρίνονται ίχνη κτισμάτων, γεγονός που αποδεικνύει πως οι Άγιοι Θεόδωροι ήταν περιτείχιση κώμη.
Σε άγνωστη εποχή οι κάτοικοι του οικισμού μετακινήθηκαν στο εσωτερικό της περιοχής. Το όνομα της αρχαίας πόλεως δόθηκε στο χωριό Τελώνια, που βρίσκεται νοτιοδυτικά από την θέση της.
Στα 1931 και 1932 η Αγγλίδα αρχαιολόγος Winifred Lamb πραγματοποίησε στην περιοχή της αρχαίας Άντισσας δοκιμαστικές τομές. Τα συμπεράσματα που συνοψίζονται από την ανασκαφή αυτή είναι ότι θέση κατοικήθηκε από την ύστερη εποχή του Χαλκού, από τους τελευταίους αιώνες της 2ης χιλιετίας π.Χ. Από τότε η κατοίκηση συνεχίστηκε αδιάλειπτη.
Μεταξύ των λειψάνων αποκαλύφθηκε κτήριο σε δύο οικοδομικές φάσεις, που η κάθε μια χωρίζεται σε άλλες δυο.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΛΕΣΒΟΥ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.8.2023.
(*) Μέγαρον (το), (ο) μέγαρος (< μέγας) = στα αρχαία ελληνικά ελέγετο κάθε μέγα σπηλαιώδες χάσμα της γης. Τέτοια μεγασπήλαια γίνονταν υπόσκαφες κατοικίες. Γι' αυτό και έμεινε να λέγεται κάθε μέγα, μεγάλο δωμάτιο - η κύρια αίθουσα του ανακτόρου, στην οποία δειπνούσαν οι άνδρες στην ομηρική εποχή («μέγαρόν τε πλεῖον δαιτυμόνων», Ομ. Οδ.), μεγάλη αίθουσα οικίας, όπου έμενε η οικοδέσποινα με τις υπηρέτριές της (γυναικωνίτης), υπνοδωμάτιο, κοιτώνας, κλπ.
Στον πληθ. τα μέγαρα (ιδίως στον Όμηρο) μεγάλη και πολυτελής οικία, ανάκτορο («ἐνὶ μεγάροισιν ἄκουσα εὐχομένης», Ομ. Ιλ.), μνήμα, τάφος, μνημείο, ιερός θάλαμος ναού των Δελφών, όπου λαμβάνονταν οι χρησμοί, άδυτον, ιερόν, χαρακτηρισμός ορισμένων ιδιότυπων ναών (όπως του ναού της Δήμητρος στο Ταίναρο και στα Μέγαρα ή του ναού των Κουρητών στην Μεσσήνη > νεοελλ. (το) μάγαρον, (η) μαγάρα, (ο) μαγαράς, κλπ. Τα δε Μέγαρα Αττικής με ιδιαίτερο Μέγαρο-Σπήλαιο Δήμητρος, έλαβαν εξ αυτών το όνομά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου