Στα ερείπια της πόλης, που βρίσκεται κάτω από το σύγχρονο οικισμό του Καλλιθήρου[1] (Σέκλιζα[2] η παλιά ονομασία) και στον ασβεστολιθικό λόφο του Αγ. Αθανασίου στα νότια τοποθετείται - με επιφύλαξη - ο μη ταυτισμένος ακόμη επιγραφικά αρχαίος οικισμός, στον οποίο αποδόθηκε το όνομα της αρχαίας πόλης Καλλίθηρας. Η θέση απέχει από την Καρδίτσα περί τα 9 χλμ. νότια. Ανήκε στην τετράδα Θεσσαλιώτιδα και ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π. X., δίπλα στον Καράμπαλη ποταμό, επάνω στην πορεία ενός αρχαίου δρόμου που οδηγούσε από τα νότια προς την Ήπειρο και την Δυτική Μακεδονία.
Στις αρχές του 19ου αι, ο Άγγλος περιηγητής W. Leake παρατήρησε στην περιοχή ίχνη αρχαίας οχύρωσης. Αργότερα, ο Kiepert την ταύτισε με την αρχαία πόλη Kαλλίθηρα, γεγονός που αποδέχτηκε ο Stahlin, βασιζόμενος σε χωρίο του Τίτου Λιβίου. Η σύγχρονη ανασκαφική δραστηριότητα που ξεκίνησε το 1979, αποκάλυψε μεν τμήματα της αρχαίας πόλης, έθεσε όμως ερωτηματικά σχετικά την ταύτισή της με την αρχαία Καλλίθηρα.
Οι πιο παλιές μαρτυρίες ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου Καλλίθηρου προέρχονται από δύο σωστικές ανασκαφικές έρευνες στις θέσεις «Ραγάζι» και «Βρύση», όπου βρέθηκαν πρόχειρες αρχιτεκτονικές κατασκευές και κεραμικά αντικείμενα, που μπορούν να χρονολογηθούν στη μέση Εποχή Χαλκού.Στο λόφο του Αγίου Αθανασίου βρισκόταν η ακρόπολη[3] των ελληνιστικών χρόνων, ενώ η πόλη αναπτυσσόταν στο πεδινό τμήμα προς τα Β, ΒΔ. Την πόλη περιέβαλε οχυρωματικός περίβολος, ο οποίος έχει εντοπιστεί σε αρκετά σημεία σε οικόπεδα ιδιωτών. Το αρχαίο τείχος έχει εν μέρει αποκαλυφθεί. Οι παρειές του τείχους, εσωτερική και εξωτερική, είναι κτισμένες με μεγάλους γωνιόλιθους από ασβεστόλιθο σε ύψος περίπου 1,20 μ., σε δύο ή τρεις σειρές, ενώ η ανωδομή του πιθανόν συνέχιζε με πλιθιά. Το πλάτος του κυμαίνεται από 1,90 - 2,70 μ.. Το εσωτερικό του τείχους συμπληρωνόταν με χώμα, κομμάτια ακατέργαστων λίθων και κροκάλες. Τμήματα των πύργων του τείχους έχουν εντοπιστεί στο ΒΑ και ΒΔ τομέα της αρχαίας πόλης.
Στο εσωτερικό της αρχαίας πόλης, παράλληλα προς το τείχος, αποκαλύφθηκαν τμήματα δύο αρχαίων δρόμων που ακολουθούν την πορεία του. Το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης φαίνεται πως βασιζόταν στην δημιουργία οικοδομικών τετραγώνων με τη χάραξη τεμνόμενων δρόμων. Σώθηκαν λείψανα οικιών των οποίων οι τοίχοι ήταν λιθόκτιστοι, η ανωδομή από ωμά πλιθιά, τα δάπεδα από πατημένο χώμα ή βότσαλο και η στέγη με μεγάλες κεραμίδες.
Αξιοσημείωτο εύρημα αποτελεί η αποκάλυψη μιας αυλής οικίας, που έχει στοά από ξύλινους κίονες και ένας πήλινος κιονίσκος με συμφυές ιωνικό κιονόκρανο, ενός δωματίου με πολλά πιθάρια, καθώς και οικοδομικών λειψάνων δημόσιου κτηρίου, ίσως λουτρού, με δύο δώματα και υπόστυλο χώρο.
Εκτός από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, από τα οποία ορισμένα είναι και σήμερα ορατά και επισκέψιμα, όπως τμήμα του τείχους, αρχαίος αναλημματικός τοίχος και δύο από τους δρόμους του αρχαίου οικισμού, έχουν βρεθεί και πολλά κινητά αντικείμενα, όπως πήλινος κιονίσκος περιρραντηρίου, πήλινο αποτύπωμα κεφαλής νέου, χρυσό μετάλλιο με κεφάλι Γοργούς, λυχνάρια, νομίσματα (όπως του Αντιγόνου Γονατά, βασιλιά της Μακεδονίας και του Κοινού των Θεσσαλών), κ.ά. Επίσης, στο Καλλίθηρο βρέθηκε από ιδιώτες και παραδόθηκε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων της Λάρισας ένα εξαίρετο κτέρισμα τάφου, ένας χάλκινος αμφορέας με καπάκι.
Από την εξέταση των ανασκαφικών στοιχείων φαίνεται πως η πόλη καταστράφηκε από φωτιά, πιθανότατα ως αποτέλεσμα εχθρικής επιδρομής, περί το 230 - 220 π. Χ. Η αρχαία πόλη στο Καλλίθηρο συνέχισε να κατοικείται μέχρι και τον 1ο αι. π. X.
Τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης αναπτύχθηκαν έξω από τα τείχη, προς τα ανατολικά και νότια του οικισμού. Από τις ανασκαφικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι οι τάφοι ήταν απλοί λάκκοι, κεραμοσκεπείς, κιβωτιόσχημοι ή λίθινες και πήλινες σαρκοφάγοι. Οι ταφές κάλυπταν χρονικά όλη τη διάρκεια ύπαρξης του οικισμού.
Στα κτερίσματα των τάφων συγκαταλέγονται αγγεία, κοσμήματα, αντικείμενα με λατρευτικό χαρακτήρα, όπλα, νομίσματα του 4ου - 1ου αι π.Χ. και διάφορα άλλα ευρήματα.
Στην κτηματική περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Ραχούλας (Ζογλόπι), 5 χλμ. νότια του αρχαίου οικισμού στο Καλλίθηρο, υπάρχει ένας τύμβος που υψώνεται 7,50 μ. περίπου από το έδαφος και πιθανότατα σχετίζεται με τον αρχαίο οικισμό. Η ανασκαφή του που βρίσκεται σε εξέλιξη, αποκαλύπτει την ύπαρξη θολωτού τάφου, η θόλος του οποίου έχει καταρρεύσει. Στη γύρω περιοχή και στη θέση «Παλιοκκλήσια» έχουν αποκαλυφθεί αρκετοί κιβωτιόσχημοι και κεραμοσκεπείς τάφοι των κλασσικών χρόνων (μέσα 4ου αι. π. Χ.).
Νοτιοανατολικά του Καλλίθηρου, στη θέση «Ξινόβρυση», σε απόσταση 2 χλμ. εντοπίστηκε ένας ρωμαϊκός τάφος του 3ου αι. μ. Χ. Είναι κτιστός, καμαροσκέπαστος, έχει τετράγωνη κάτοψη και φαίνεται πως δεν χρησιμοποιήθηκε. Από τα αρχαιολογικά στοιχεία προκύπτει ότι η οροφή του έπεσε πριν από την χρήση του.
Γύρω από τον τάφο έχει δημιουργηθεί άλσος δώδεκα στρεμμάτων, δίνοντας τη δυνατότητα ενός ανοικτού αρχαιολογικού χώρου.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.12.2021.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Γ. Λεκάκη:
[1] Στην θέση Ξηροπόταμος (1 χλμ. νότια του χωριού) υπήρχε πέτρινο δίτοξο τοξωτό γεφύρι, σε παραπόταμο του Καλέντζη. Με καμάρες διαφορετικού μεγέθους. Το δεξί τόξο έχει άνοιγμα 8 μ. Το συνολικό μήκος καταστρώματος της γέφυρας είναι 38,5 μ. Κατασκευάσθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Έχει χαρακτηρισθεί «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/2869/2128/28.11.95). Αλλά κατεστράφη τον Σεπτέμβριο του 2020 από το πέρασμα της κακοκαιρίας «Ιανός».
[2] Περίφημη η Μάχη Σέκλιζας (9-11.2.1878) κατά την Θεσσαλική επανάσταση. Τα ελληνικά τμήματα επιχείρησαν να καταλάβουν τον λόφο του Άη Θανάση, όπου είχαν οχυρωθεί 150-200 καλά εξοπλισμένοι Αλβανοί. Οι επαναστάτες Έλληνες απέκρουσαν μια τουρκική ίλη ιππικού η οποία κατέφτασε για να ενισχύσει τους Αλβανούς. Αλλά απέτυχε. Άλλες τουρκικές ενισχύσεις, αποτελούμενες από 1.000 πεζούς και 150 ιππείς ετράπησαν σε φυγή. Οι Αλβανοί τελικώς εγκατέλειψαν τον λόφο νύχτωρ. Την 11η Φεβρουαρίου έφθασε επί πλέον ισχυρή δύναμη Τούρκων από 2.500 πεζούς, πολλούς ιππείς και δύο τηλεβόλα. Μετά από σκληρές μάχες, και αυτοί αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν με 250 νεκρούς! – βλ. «Η μάχη της Σέκλιζας (9-11 Φεβρουαρίου 1878)», www.karditsa.org.
[3] Με τα αρχαία δομικά υλικά της εκτίσθη βυζαντινό κάστρο, τον 6ο αιώνα μ.Χ. Με χρήση έως τον 10ο αιώνα. Με περίμετρο 437 μ., πλάτος 1,90 μ. και εμβαδόν 11,1 στρ. Με πύργους στις τέσσερις γωνίες, καθώς και ενδιάμεσο πύργο στην βόρεια, ανατολική και δυτική πλευρά. Και αγωγούς ομβρίων υδάτων.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης "Σύγχρονης Ελλάδος περιήγησις".
arxeion-politismou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου