Ο Λοιμός των Αθηνών ή «σύνδρομο του Θουκυδίδη» ήταν μια καταστροφική επιδημία η οποία εκδηλώθηκε στην πόλη-κράτος των Αθηνών στην αρχαία Ελλάδα, κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 430 π.Χ., και ενώ η πόλη πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες. Θεωρείται πως η επιδημία πρωτοεμφανίστηκε στο κύριο λιμένα της Αθήνας, τον Πειραιά, που αποτελούσε την κύρια είσοδο προμηθειών της πόλης.
Ο λοιμός εμφανίστηκε και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, επέστρεψε δύο φορές, το 429 π.Χ. και τον χειμώνα του 427/426 π.Χ., και η καταστροφή που προκάλεσε στον πληθυσμό της Αθήνας ήταν ένα σημαντικό πρώτο πλήγμα για την πόλη ως προς την εξέλιξη του πολέμου.
Προκάλεσε το θάνατο ενός μεγάλου ποσοστού των κατοίκων της πόλης, ανάμεσα στους οποίους και του ίδιου του Περικλή μαζί με τα μέλη της οικογενείας του, ενώ οι λεπτομερείς μαρτυρίες του Θουκυδίδη είναι ανεκτίμητες για την μελέτη του γεγονότος, καθώς ο ίδιος ήταν αυτόπτης μάρτυρας και είχε μολυνθεί, αλλά κατόρθωσε να επιζήσει. Επίσης, ο Ιπποκράτης ήταν ένας από τους γιατρούς που βρίσκονταν στην πόλη και η συνεισφορά του στην αντιμετώπιση του λοιμού ήταν σημαντική.
Η Σπάρτη και οι σύμμαχοί της, με την εξαίρεση της Κορίνθου, είχαν την στρατιωτική τους ισχύ κυρίως στην ξηρά και μπορούσαν να συγκεντρώσουν μεγάλους στρατούς οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι. Υπό την αρχηγία του Περικλή, οι Αθηναίοι υποχώρησαν εντός των τειχών της πόλης και βασίστηκαν στην υπεροπλία του Αθηναϊκού στόλου ώστε να λαμβάνουν τις προμήθειες τους.
Οι συμμαχίες του Πελοποννησιακού πολέμου κατά το 431 π.Χ.
Η στρατηγική αυτή είχε ως παράπλευρη επίπτωση την συγκέντρωση μεγάλου πλήθους κατοίκων της υπαίθρου εντός της πόλης, η οποία προκάλεσε έλλειψη τροφής και άλλων προμηθειών. Οι συνθήκες αυτές έδωσαν πρόσφορο έδαφος στις διάφορες αρρώστιες καθώς και στον λοιμό ώστε να εξαπλωθούν ταχύτατα και ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων να μολυνθεί και να πεθάνει, μαζί με τον ίδιο τον Περικλή, καθώς και τη γυναίκα του και τα παιδιά τους Πάραλο και Ξάνθιππο.
Ο Θουκυδίδης που ήταν παρών στα γεγονότα, περιγράφει την επιδημία στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου και αναφέρει πως η ασθένεια προέρχονταν από την Αιθιοπία, και πέρασε μέσω της Αιγύπτου και Λιβύης στον ελληνικό κόσμο. Η νόσος ήταν τόσο τρομερή, ώστε κανείς δεν θυμόταν κάτι παρόμοιο κατά το παρελθόν, και οι ιατροί είχαν όχι μόνο ένα πολύ δύσκολο έργο μια και δε γνώριζαν πως να την αντιμετωπίσουν, αλλά συνήθως ήταν και αυτοί που πέθαιναν πρώτοι μια και βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τους ασθενείς.
Εκτιμάται πως ο λοιμός σκότωσε από το 1/4 έως τo 1/3 του πληθυσμού της πόλης ο οποίος ανερχόταν σε 300.000,με τις στρατιωτικές απώλειες να ανέρχονται σε 300 ιππείς και 1.400 οπλίτες. Η θέα του πλήθους των νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν ώστε να αποφύγουν την επιδημία. Πέρα από τον ίδιο τον Περικλή, ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας, των στρατιωτικών δυνάμεων στόλου και ξηράς πέθανε επίσης, και η εξουσία στην πόλη αναλήφθηκε από διάφορους αντικαταστάτες τους οποίους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η Αθήνα δεν μπόρεσε να επανακάμψει στο επίπεδο της ισχύος που διέθετε πριν, παρά μόνο κατά το 415 π.Χ. όταν και ανέλαβε στην καταστροφική για αυτήν Σικελική Εκστρατεία.
Συμπτώματα του λοιμού
Οι περιγραφές του Θουκυδίδη αναφέρουν πως οι άνθρωποι που ήταν ήδη ασθενείς από κάποια άλλη ασθένεια, κατέληγαν να αποκτήσουν και την ασθένεια του λοιμού, ενώ όσοι ήταν υγιείς, εμφάνιζαν αιφνίδια πονοκέφαλο και ισχυρό πυρετό, μαζί με ερεθίσματα στο σώμα και ερεθισμό των ματιών με μια αίσθηση τσουξίματος. Το εσωτερικό του στόματος, ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν αιματώδη και η εκπνοή αφύσικη και δυσώδης.
Μετά από τα παραπάνω αρχικά φαινόμενα, ακολουθούσαν φτερνίσματα και βραχνάδα στη φωνή, και κατόπιν η αρρώστια κατέβαινε από το κεφάλι προς το στήθος προκαλώντας ισχυρό βήχα. Φτάνοντας στο στομάχι, προκαλούσε ναυτία και εμετό χολής, ενώ τα άτομα που είχαν τάση για εμετό αλλά δεν έκαναν είχαν ισχυρούς σπασμούς, όπου σε κάποιους έπαυε μετά από λίγο και σε άλλους εξακολουθούσε για πολλή ώρα.
Η θερμοκρασία του σώματος φαινόταν να έπεφτε, χωρίς το χρώμα του να γίνεται ωχρό αλλά κοκκινωπό, και εμφανίζονταν εξανθήματα και φουσκάλες. Οι ίδιοι οι ασθενείς όμως ένιωθαν να θερμαίνονται τόσο πολύ, όπου δεν μπορούσαν να φορέσουν ούτε καν ελαφριά ενδύματα ή σεντόνια, ανακουφίζονταν όμως ιδιαίτερα όταν έπεφτε κρύο νερό επάνω στο σώμα τους. Οι περισσότεροι πέθαιναν την εβδόμη ή ενάτη ημέρα από την εκδήλωση της ασθένειας, με αυτούς που κατάφερναν να επιζήσουν παραπάνω να εμφανίζουν ισχυρό στομαχόπονο και διάρροια, τόσο που πολλοί πέθαιναν από την εξάντληση.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως αν κανείς ήθελε να διαφύγει τον θάνατο, έκοβε το μέρος του σώματος όπου υπήρχε εμφανής ένδειξη των συμπτωμάτων, όπως άκρα των χεριών και ποδιών, και μερικοί έβγαζαν ακόμη και τα μάτια τους. Άλλοι πάλι, αμέσως μετά την θεραπεία τους, πάθαιναν γενική αμνησία και δεν αναγνώριζαν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους οικείους τους.
Όσο για τους σκύλους και τα πτωματωφάγα όρνεα, απέφευγαν να πλησιάσουν τα ανθρώπινα πτώματα που παρέμεναν άταφα αλλά όσα από αυτά τελικώς τα έτρωγαν, ψοφούσαν.
Μια άλλη περιγραφή από τον αρχαίο κόσμο είναι αυτή του Ρωμαίου φιλοσόφου Λουκρήτιου τον 1ο αιώνα π.Χ., ο οποίος στο έργο του Περί της φύσεως των πραγμάτων περιγράφοντας τα συμπτώματα του λοιμού ανέφερε πως εμφανίζονταν αίμα ή μαύρες υγρές κενώσεις από τις σωματικές κοιλότητες. Ο Λουκρήτιος είχε μελετήσει το έργο του ιατρού Άκρωνα (δεν σώζεται) ο οποίος πέθανε το 430 π.Χ. ενώ βρίσκονταν στην Αθήνα για να καταπολεμήσει την επιδημία.
Κοινωνικές επιπτώσεις
Οι μαρτυρίες σχετικά με τον λοιμό περιγράφουν ιδιαίτερα δραματικές επιπτώσεις που προκάλεσε η επιδημία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει λεπτομερώς την πλήρη εξαφάνιση της κοινωνικής συνοχής και ηθικής κατά τη διάρκεια του λοιμού.
Παρανομία
Αναφέρεται πως οι κάτοικοι σταμάτησαν να ακολουθούν τους νόμους ή ακόμα και να φοβούνται τις επιπτώσεις τους, μια και ένιωθαν πως ζούσαν ήδη υπό συνθήκες θανατικής ποινής. Παρομοίως, πολλοί άνθρωποι άρχισαν να ξοδεύουν τις περιουσίες τους αλόγιστα χωρίς φειδώ, μια και θεωρούσαν πως δεν πρόκειται να ζήσουν για πολύ ακόμα ώστε να χρειάζεται να αποταμιεύσουν ή να επενδύσουν για το μέλλον, ενώ αντίθετα κάποιοι από τους φτωχούς έγιναν ξαφνικά πλούσιοι κληρονομώντας τις περιουσίες των συγγενών τους. Αναφέρεται επίσης πως πολλοί άρχισαν να συμπεριφέρονται ανέντιμα μια και θεώρησαν πως δεν είχαν πλέον κίνητρο να απολαμβάνουν τη φήμη και τα προνόμια του ενάρετου πολίτη αφού ο θάνατος ήταν πλέον κοντά.
Θρησκευτική αβεβαιότητα
Οι συνθήκες αυτές, επέφεραν αμφιβολίες και αβεβαιότητα ως προς τη θρησκεία, μια και οι άνθρωποι ένιωθαν εγκαταλελειμμένοι από τις θεότητες και δεν έβλεπαν κάποιο πρακτικό όφελος ως προς την τέλεση λατρείας τους. Εντός των ναών επικρατούσαν εξαιρετικά άσχημες συνθήκες, μια και πολλοί πρόσφυγες από την ύπαιθρο είχαν αναγκαστεί να βρουν καταφύγιο εκεί, και σύντομα οι ναοί μετατράπηκαν σε κτίσματα γεμάτα με αρρώστους και νεκρούς.
Επίσης θεωρήθηκε από τους Αθηναίους πως ο λοιμός ήταν σημάδι πως οι θεοί ήταν με το μέρος της Σπάρτης. Ένας χρησμός ανέφερε πως ο ίδιος ο Απόλλωνας, ο θεός της αρρώστιας και της ίασης, θα πολεμούσε μαζί με τους Σπαρτιάτες, ενώ ένας προγενέστερος χρησμός προειδοποίησε πως με τον ερχομό του πολέμου με τους Δωριείς (Σπαρτιάτες) θα ερχόταν και ο θάνατος. Ο Θουκυδίδης στο έργο του απέρριψε ως δεισιδαιμονίες τους χρησμούς αυτούς και επικεντρώθηκε στις θεωρίες του Ιπποκράτη για την κατανόηση της επιδημίας.
Επιμέλεια των αρρώστων και νεκρών
Ένας άλλος λόγος της γενικευμένης έλλειψης κοινωνικής συνοχής ήταν η πολύ μεγάλη μεταδοτικότητα της αρρώστιας, μια και αυτοί που φρόντιζαν τους ασθενείς ήταν και οι πιο ευάλωτοι απέναντι στο λοιμό. Έτσι πολλοί άνθρωποι πέθαναν απολύτως μόνοι τους καθώς κανένας δεν τολμούσε να διακινδυνεύσει φροντίζοντάς τους. Οι νεκροί σχημάτισαν σωρούς από πτώματα επί πτωμάτων, πολλά αφέθηκαν να αποσυντεθούν, θάφτηκαν σε μαζικούς τάφους, καθώς και αποτεφρώθηκαν, με τις πυρές να καίνε ακατάπαυστα με τα νέα πτώματα που προστίθονταν συνεχώς. Άλλοι είχαν προετοιμάσει ιδιωτικές νεκρικές πυρές, έτσι ώστε να είναι έτοιμες για τους συγγενείς και φίλους τους.
Στην περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου του Κεραμεικού, έχουν ανακαλυφθεί ένας ομαδικός τάφος και σχεδόν 1000 ατομικοί τάφοι οι οποίοι χρονολογούνται ανάμεσα στο 430 και 426 π.Χ. Ο ομαδικός τάφος ανασκάφτηκε την περίοδο 1994-95 και συνόρευε με ένα χαμηλό τοίχωμα το οποίο φαίνεται πως διαχώριζε το νεκροταφείο από ένα γειτονικό βάλτο. Μέσα στον τάφο υπολογίζεται πως βρίσκονταν 240 άτομα, ανάμεσα στα οποία τουλάχιστον 10 παιδιά. Οι σκελετοί ήταν ατάκτως τοποθετημένοι χωρίς στρώμα χώματος ανάμεσά τους, και θεωρείται πως τοποθετήθηκαν εκεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και σε συνθήκες βιασύνης.
Όσοι είχαν την τύχη να επιζήσουν, ανέπτυξαν ανοσία στον λοιμό και έτσι έγιναν οι πρώτοι που άρχισαν να φροντίζουν αποτελεσματικά όσους είχαν προσβληθεί από την ασθένεια και ζούσαν ακόμα.
Ταυτοποίηση της νόσου
Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ιστορικοί προσπάθησαν να ανακαλύψουν τα αίτια πίσω από το λοιμό των Αθηνών. Ιστορικά, ο λοιμός συχνά θεωρείται πως ήταν ένα ξέσπασμα βουβωνικής πανώλης σε μια από τις πολλές μορφές της, αλλά διάφορες επανεκτιμήσεις των κριτηρίων σχετικά με τα επιδημιολογικά συμπτώματα, έκαναν τους ειδικούς να θεωρήσουν πιθανές και άλλες αρρώστιες όπως, τύφο, ανεμοβλογιά, ιλαρά, και σύνδρομο τοξικού σοκ.
Κάποιοι άλλοι πρότειναν πως ενδέχεται να πρόκειται για την ασθένεια του άνθρακα, η οποία εμφανίστηκε με την συγκέντρωση χιλιάδων προσφύγων εντός των τοιχών καθώς και με τον συνωστισμό των παραγωγικών ζώων. Κατά τα τέλη του 20ού αιώνα υπήρξαν εκτιμήσεις πως μπορεί να πρόκειται για τον Αιμορραγικό Πυρετό Έμπολα, μιας και τα συμπτώματα έχουν πολλές ομοιότητες με τα αντίστοιχα στην Αφρικανική ήπειρο, όπου εκδηλώθηκαν οι ασθένειες αυτές και ταυτοποιήθηκαν, ενώ ο Θουκυδίδης είχε αναφέρει την Αιθιοπία ως τόπο προέλευσης του ιού.
Τύφος
Τον Ιανουάριο του 1999, το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ αφιέρωσε το 5ο ετήσιο ιατρικό συνέδριο του στον λοιμό των Αθηνών, και συμπέρανε πως επρόκειτο για τύφο, αναφέροντας πως στοιχεία όπως θνησιμότητα του 20 τοις εκατό των μολυσμένων, θάνατος μετά από μια εβδομάδα, και επιπλοκές όπως γάγγραινα στα άκρα των δαχτύλων, συμβαδίζουν με τα συμπτώματα που εμφανίστηκαν στον λοιμό.
Η παραπάνω άποψη στηρίζεται επίσης και στην έρευνα του Άρνολντ Ουάικομπ Γκομ (Arnold Wycombe Gomme), ενός σημαντικού ερευνητή του Θουκυδίδη στις αρχές και μέσα του 20ου αιώνα, ο οποίος επίσης θεωρούσε τον τύφο ως την αιτία της επιδημίας που έπληξε την Αθήνα.
Τυφοειδής πυρετός
Μια άλλη ανάλυση DNA του πολφού των δοντιών που έγινε το 2005 από Έλληνες επιστήμονες, συμπέρανε πως οι ακολουθίες του DNA ήταν παρόμοιες αυτές του οργανισμού που προκαλεί τυφοειδή πυρετό, με τα συμπτώματα να μοιάζουν με αυτά που περιγράφει ο Θουκυδίδης.
Ωστόσο τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας αμφισβητήθηκαν από άλλους ερευνητές, οι οποίοι υποστήριξαν πως υπάρχουν σημαντικά μεθοδολογικά σφάλματα ως προς την ανάλυση DNA που έγινε στα δόντια. Οι επιστήμονες της αρχικής έρευνας απάντησαν πως η κριτική ήταν βασισμένη σε ασαφή κριτήρια, και πως η ίδια η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τη στήριξη της κριτικής είχε κατά το παρελθόν εμφανιστεί να παράγει αντίθετα συμπεράσματα.
Αιμορραγικός πυρετός Έμπολα
Η αφήγηση του Θουκυδίδη αναφέρεται με έμφαση στον αυξημένο κίνδυνο της μετάδοσης του ιού σε αυτούς που νοσήλευαν τους ασθενείς, κάτι το οποίο είναι χαρακτηριστικό περισσότερο του Αιμορραγικού πυρετού Έμπολα και λοιπών ιογενών αιμορραγικών πυρετών, και λιγότερο του τύφου ή του τυφοειδούς πυρετού. Επίσης θεωρείται παράξενο το πως οι σπαρτιατικές δυνάμεις απέφυγαν να μολυνθούν από την επιδημία ενώ βρισκόταν σε σχετικά κοντινή απόσταση από την κύρια εστία της επιδημίας. Κάποιοι ερευνητές μετέφρασαν την φράση του Θουκυδίδη λύγξ τε τοῖς πλείοσιν ἐνέπεσε κενή ως την περιγραφή παρουσίας λόξυγκα (ερμηνεύεται και ως εμετός ή ρέψιμο) η οποία είναι κοινό χαρακτηριστικό στην ασθένεια του Έμπολα.
Η θεραπεία του λοιμού
Μια θεωρία που υποστηρίζεται από αρχαίους συγγραφείς, ήταν ότι ο λοιμός προκλήθηκε από τον μολυσμένο αέρα. Ο Πλούταρχος τον 1ο αιώνα μ.Χ, 500 χρόνια αργότερα ισχυρίστηκε ότι ένας γιατρός ονόματι Άκρων θεράπευσε ορισμένα θύματα στην Αθήνα, με το άναμμα φωτιάς και τον καθαρισμό του μολυσμένου αέρα. Ο Θουκυδίδης ωστόσο ο οποίος γενικά διακατέχονταν από πνεύμα αμφισβήτησης, δεν αναφέρει τέτοιο περιστατικό, γράφοντας ότι οι γιατροί δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν την πανούκλα και «η θνησιμότητα μεταξύ τους ήταν μεγαλύτερη διότι ήσαν περισσότερο εκτεθειμένοι στην επιδημία» (Θουκυδίδης 2.47).
Στo βιβλίο "Γνωριμία με την Αρχαία Ελλάδα" που έγραψε ο Κώστας Παπαδημητρίου αναφέρεται επίσης η φωτιά ως μέθοδος θεραπείας από τον Ιπποκράτη γεγονός που τον καθιέρωσε "Πατέρα της Ιατρικής".
Βιβλιογραφία:
Αναστασία Α. Κάλου, Χαράλαμπος Ν. Χάιτας, Μύρτις - Πρόσωπο με πρόσωπο με το παρελθόν - Μεταίχμιο, 2010, 40 σελ., ISBN 978-960-455-856-8
Dixon B. "Ebola in Greece?" British Medical Journal (1996), 313–430.
McNeill, William H.: Plagues and People, Anchor Books, Νέα Υόρκη 1976. ISBN 0-385-12122-9.
Pomeroy, Sarah B.: Spartan Women, Oxford University Press, Οξφόρδη 2002. ISBN 0-19-513067-7.
Zinsser, Hans.: Rats, Lice and History: A Chronicle of Pestilence and Plagues. Βοστώνη 1935.Black Dog & Leventhal Publishers, Νέα Υόρκη 1996. ISBN 1-884822-47-9.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου