Amfipoli News: Πορτραίτα Φαγιούμ

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Πορτραίτα Φαγιούμ



Με τον όρο πορτραίτα Φαγιούμ εννοείται το σώμα των προσωπογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο έως τον 3ο μ. Χ. αιώνα από συνεχιστές της ύστερης ελληνιστικής παράδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής και διασώθηκαν ως τη σημερινή εποχή. Τα πορτραίτα ανακάλυψε και ανέφερε πρώτος ο ιταλός περιηγητής Pietro Della Valle  το 1615. Αυτά τα νεκρικά πορτραίτα, προορισμένα για ταφική χρήση, πήραν το όνομά τους από την όαση Φαγιούμ, στην οποία ανακαλύφθηκαν αρχικά.…βλέμματα που μας κοιτούν κατάματα απευθείας από την αρχαιότητα. 

Στην εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ" (07/06/1998), γράφει:

Χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της αρχαίας ζωγραφικής, τα πορτρέτα του Φαγιούμ ήρθαν στο φως στα τέλη του περασμένου αιώνα προβληματίζοντας έναν μικρό κύκλο μελετητών και συλλεκτών που έσκυψαν επάνω τους με ενδιαφέρον, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να εξηγήσουν τι κρυβόταν πίσω από τα περίεργα πρόσωπα με τα σφιχτά σφραγισμένα χείλη και τα φλογερά μάτια. Τα πορτρέτα, που αποδίδουν με ρεαλιστικό τρόπο άλλοτε γυναίκες, άλλοτε άνδρες και άλλοτε παιδιά, κράτησαν το μυστικό τους και, κατά κάποιον τρόπο, τις αποστάσεις τους από το ευρύτερο κοινό. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα εκατό χρόνια για να γίνουν γνωστά στον κόσμο, χωρίς ωστόσο, ακόμη και τώρα, να έχουν κατακτήσει την πλήρη κατανόηση. Σε αυτό ίσως κάποιο ρόλο πρέπει να έπαιξε το ότι πρόκειται για νεκρικά πορτρέτα, το ότι δηλαδή από την αρχή προορισμός τους ήταν η μελλοντική ζωή: έγιναν για να συνοδεύσουν τον νεκρό στον άγνωστο άλλον κόσμο. Αν τώρα σε αυτό προστεθεί το ότι πρόκειται για ένα επίσης άγνωστο είδος ζωγραφικής που προβλημάτισε ακόμη και τους ειδήμονες ως προς το πού να το εντάξουν, καταλαβαίνουμε γιατί οι νεκρικές προσωπογραφίες του Φαγιούμ είναι ακόμη τυλιγμένες με έναν πέπλο μυστηρίου. Επί έναν αιώνα τα μεγάλα μουσεία ήταν αναποφάσιστα αν έπρεπε να τις εντάξουν στις αιγυπτιακές, στις κοπτικές ή στις ελληνορωμαϊκές συλλογές τους και το μόνο που έκαναν ήταν να τις παρουσιάζουν ως είδος αξιοπερίεργο, πάντα στο περιθώριο πότε της μιας και πότε της άλλης από αυτές τις συλλογές.
Τα περισσότερα από τα πορτρέτα αυτά προέρχονται από την περιοχή του Φαγιούμ, ένα νομό της αρχαίας Αιγύπτου που κάλυπτε μια μεγάλη και εύφορη κοιλάδα κάπου 60 χιλιόμετρα νοτίως του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου. Από τους αρχαίους χρόνους η περιοχή του Φαγιούμ ονομαζόταν «ο κήπος της Αιγύπτου» για την οργιαστική βλάστησή της. Ηταν μια πλούσια κοιλάδα που φάνταζε σαν όαση στη σιωπή της απέραντης ερήμου. Στο κέντρο της κοιλάδας που θυμίζει μια φυσική λεκάνη βρισκόταν η λίμνη Μοίριδα, που έμοιαζε με θάλασσα όταν τα καλοκαίρια ξεχείλιζε ο Νείλος και τα νερά του πλημμύριζαν την περιοχή. Όταν τα νερά αποσύρονταν, οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα υψηλότερα σημεία της κοιλάδας καλλιεργούσαν την εύφορη γη. Οι πόλεις ήταν κτισμένες στις παρυφές των λόφων που ζώνουν το Φαγιούμ και εκεί κοντά οι άνθρωποι συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους. Πολύ παλιά, στον 19ο αιώνα π.Χ., ο Φαραώ Αμενεμχάτ Γ' έκτισε την πυραμίδα του στη Χαουάρα του Φαγιούμ και άνοιξε κανάλια προσπαθώντας να ελέγξει τη ροή των νερών για να προστατεύσει την κοιλάδα από τις πλημμύρες. Φαίνεται όμως ότι οι προσπάθειές του δεν πέτυχαν και το μέρος ξεχάστηκε.

Η ονομασία της πόλης προέρχεται από το αιγυπτιακό pA y-m, που σημαίνει λίμνη ή θάλασσα. Στα αραβικά الفيوم, Fayum, Al Fayyum.

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διεξήχθησαν από αγγλικές και γαλλικές αποστολές στις αρχές του 19ου αιώνα έφεραν στην επιφάνεια περισσότερες προσωπογραφίες, χωρίς ωστόσο να κεντριστεί το ενδιαφέρον των ειδημόνων της τέχνης. Το 1887, κάτοικοι της περιοχής κοντά στο ελ-Ρουμπαγιάτ ανακάλυψαν και ανάσκαψαν μουμιοποιημένα σώματα με προσωπογραφίες στη θέση της κεφαλής. Τα συγκεκριμένα έργα αγόρασε ο Θίοντορ Γκραφ (1840–1903), αυστριακός επιχειρηματίας και τα παρουσίασε σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και τη Νέα Υόρκη.


Ένα μεγάλο μέρος του συνολικού corpus, ωστόσο, ήλθε στην επιφάνεια χάρις στον άγγλο αρχαιολόγο Sir William Flinders Petrie, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1900 αναζητώντας την είσοδο της πυραμίδας Χαουάρα στην όαση Φαγιούμ της Αιγύπτου, εντόπισε την ελληνορωμαϊκή νεκρόπολη της Αρσινόης, γνωστή από τον Ηρόδοτο ως Κροκοδείλων πόλις, κέντρο λατρείας του θεού Σομπέκ.

Οι Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετέφεραν τα Ελληνικά ταφικά έθιμα στην Αίγυπτο τον 4ο π.χ. αιώνα. Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον στρατηλάτη Αλέξανδρο, η περιοχή του Φαγιούμ παραχωρήθηκε σε Μακεδόνες και άλλους Έλληνες βετεράνους, σαν ανταμοιβή για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.

Οι νέοι κληρονομικοί ιδιοκτήτες της Αιγυπτιακής γης ονομαζόταν κληρούχοι. Οι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι μετανάστες στο Φαγιούμ, αλλά και Εβραίοι, Σύριοι, Λίβυοι που συχνά παντρευόταν μεταξύ τους, ή με τους γηγενείς Αιγυπτίους και διαμόρφωναν σταδιακά μια κοσμοπολίτικη κοινωνία με έντονο το στοιχείο του συγκρητισμού στις παραδόσεις και τη θρησκεία της.

Αρχικά οι Έλληνες και άλλοι ξένοι που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο έμειναν σταθερά προσκολλημένοι στις δικές τους πεποιθήσεις και θεότητες, ωστόσο οι Αιγυπτιακές θρησκευτικές παραδόσεις που οι ρίζες τους χάνονταν στα βάθη των αιώνων, δεν ήταν εύκολο να σβήσουν ή να αγνοηθούν.

Σύμφωνα με την Αιγυπτιακή θρησκευτική παράδοση, κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση μπορούσε να γίνει δεκτός στο βασίλειο των θεών, αν όταν πέθαινε τον ταρίχευαν σωστά, περνούσε τις σχετικές δοκιμασίες και συνοδευόταν από το σωστό τελετουργικό.
Την ημέρα της κηδείας, αλλά και στην επέτειο του θανάτου ενός προσφιλούς προσώπου, η οικογένεια οργάνωνε νεκρόδειπνα για την ψυχή του νεκρού.
Στα χρόνια του Τιβέριου (44-37μ.χ) άρχισαν να τοποθετούνται πάνω στις μούμιες ζωγραφισμένες προσωπογραφίες των νεκρών και όχι οι τρισδιάστατες νεκρικές μάσκες με τα χαρακτηριστικά των νεκρών ζωγραφισμένα στην ανάγλυφη επιφάνειά τους.
  
 
Με βάση τις απόψεις των Αιγυπτίων για τη λατρεία των νεκρών, οι προσωπογραφίες του Φαγιούμ θα πρέπει οπωσδήποτε να θεωρούνταν αντικείμενα λατρείας, αφού οι μούμιες τις οποίες κοσμούσαν αποτελούσαν το αθάνατο υποκατάστατο του νεκρού.
Κι ενώ η μούμια και γενικότερα η αντίληψη ότι η διατήρηση της φυσικής μορφής του νεκρού είναι απαραίτητη για τη μετά θάνατον ζωή – αδιαμφισβήτητα τελετουργικό της Αιγυπτιακής θρησκείας – τα πορτραίτα ανήκουν στην νατουραλιστική παράδοση της Ελληνικής ζωγραφικής που εισήγαγαν οι Μακεδόνες έποικοι στην Αίγυπτο τον 4ο  π.Χ. αιώνα.
 

Προσωπογραφία νέας από το Φαγιούμ με τη χαρακτηριστική στάση που θα διατηρήσουν οι γυναικείες μορφές στη βυζαντινή τέχνη. (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη)

Άριστα διατηρημένα εξαιτίας του ξηρού κλίματος της αιγυπτιακής ερήμου, τα πορτραίτα Φαγιούμ είναι ζωγραφισμένα είτε με την εγκαυστική τεχνική ή με την τεχνική της τέμπερας. Οι τεχνικές αυτές προέρχονται από την αρχαιοελληνική ζωγραφική παράδοση, που συνεχίστηκε στις πρωτοχριστιανικές εγκαυστικές εικόνες της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.
  
Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, οι Άγιοι Θεόδωρος ο Στρατηλάτης και Γεώργιος και άγγελοι, (β΄ μισό 6ου αι. Μονή Αικατερίνης Σινά. Παλαιοχριστιανική περίοδος)

Η εγκαυστική τεχνική χαρακτηρίζεται από το λιωμένο κερί που με τη βοήθεια του «καυτηρίου», του πινέλου ή του «κέστρου» απλωνόταν πάνω στο ξύλο ή το πανί που έπρεπε να ζωγραφιστεί. Το κερί απλωνόταν ομοιόμορφα στη ζωγραφική επιφάνεια και πάνω του ο καλλιτέχνης εκτελούσε την παράσταση που επιθυμούσε. Στο έργο σε αρκετές περιπτώσεις και ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του νεκρού χρησιμοποιούνταν φύλλα χρυσού, με τα οποία αποδίδονταν διακοσμητικοί στέφανοι και κοσμήματα.

        
Μετά την ταρίχευση ο νεκρός επιστρέφει στους οικείους του. Αυτοί κατασκευάζουν από ξύλο ένα κούφιο ομοίωμα ανθρώπου, όπου τοποθετούν το σώμα, το κλείνουν και το διατηρούν στο ειδικό δωμάτιο, το οίκημα του θανάτου.

"Η ξερή άμμος της Αιγύπτου στην περιοχή του Φαγιούμ διαφύλαξε 750 νεκρικά πορτραίτα των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων. Αυτά τα πορτραίτα ανδρών και γυναικών της Ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου, στερεωμένα στις ταριχευμένες μούμιες, αποτελούν μοναδική μαρτυρία των αρχαίων ζωγραφικών τεχνικών, καθώς κάθε άλλο τεκμήριο ζωγραφικής, πέραν των τοιχογραφιών της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης, έχει ουσιαστικά χαθεί. Πρόκειται για ζωγραφική επί ξύλου με εκπληκτικά στιλιστικά γνωρίσματα που τα καθιστούν προγόνους των εικόνων καθώς και τα πρώτα δείγματα νατουραλιστικών απεικονίσεων που θα εμφανισθούν ξανά, πολλές φορές, στην ιστορία. Το αρχαιολογικό μυστήριο όμως παραμένει: Ελληνικά πορτραίτα αιγυπτίων νεκρών στολισμένων με Ρωμαϊκά κοσμήματα....η Ευρωπαία, είναι ένα από τα ομορφότερα..."...

Περιοδικό αρχαιολογία 2010.

Πού ανήκουν, όμως, τα πορτρέτα του Φαγιούμ; Είναι αιγυπτιακά, ελληνικά ή ρωμαϊκά; Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα ήταν ενσωματωμένα σε αιγυπτιακές μούμιες, και παρά τα ρωμαϊκά τους χτενίσματα, ρούχα και κοσμήματα, τα ωραιότερα πορτρέτα που σώζονται είναι σαφώς ελληνικής τεχνοτροπίας, με τις υφολογικές τους ρίζες να βρίσκονται στη λεγόμενη Αλεξανδρινή σχολή. Οι ζωγράφοι της Αλεξάνδρειας, σημαντικότερης πόλης του Ελληνιστικού κόσμου, διατηρούσαν ζωντανή τη μεγάλη παράδοση της Ελληνικής τέχνης, με το χαρακτηριστικό της πάθος για τη ρεαλιστική απεικόνιση. Την περίοδο της Ρωμαϊκής κατάκτησης, η τέχνη της Αιγύπτου, όπως και η επίσημη γλώσσα, παρέμεινε ελληνική. Ο Γιάννης Τσαρούχης,  έλεγε ότι, το να θεωρούμε τα πορτρέτα του Φαγιούμ ρωμαϊκή τέχνη είναι εξίσου παράλογο με το να ισχυριστεί κανείς ότι οι πίνακες που ζωγράφισε ο ίδιος στα χρόνια της Κατοχής ήταν γερμανική σχολή.

Το 1998 στο Μουσείο Μπενάκη εγκαινιάστηκε μια καταπληκτική έκθεση «Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στις απαρχές της τέχνης των βυζαντινών εικόνων» η οποία παρουσιάστηκε και στον Άγιο Μάρκο, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η έκθεση οργανώθηκε από τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη και περιελάμβανε νεκρικά πορτρέτα από το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο Petrie του Λονδίνου, το Μουσείο Μπενάκη και από ιδιωτικές συλλογές, ενώ συμπληρώθηκε και από μερικές σπάνιες εικόνες από το Σινά, που τώρα βρίσκονται στο Μουσείο του Κιέβου, καθώς επίσης και από σχετικές εικόνες του Μουσείου Μπενάκη. Ψηφιδωτά, υφάσματα και επιγραφές συμπλήρωναν την παρουσίαση, ενώ σε μιαν άλλη αίθουσα του Μουσείου μια έκθεση με έργα σύγχρονων ζωγράφων έδινε με εξαιρετικό τρόπο άλλες προεκτάσεις στο θέμα. Εννοώ  την έκθεση «Τα πορτρέτα του Φαγιούμ και η γενιά του '30 στην αναζήτηση της ελληνικότητας», όπου μια ενδιαφέρουσα επιλογή έργων ελλήνων καλλιτεχνών (των Δ. Πικιώνη, Φ. Κόντογλου, Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα, Ν. Νικολάου, Ν. Εγγονόπουλου, Γ. Τσαρούχη, Γ. Μαυροΐδη, Γ. Παππά και Γ. Μόραλη) επιχειρούσε να δείξει την αναζήτηση μιας σύνδεσης των πορτρέτων του Φαγιούμ με το απώτερο παρελθόν και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια.


Με αφορμή την έκθεση των πορτραίτων του Φαγιούμ κυκλοφόρησε από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη του Δήμου Ηρακλείου το βιβλίο της Ευφροσύνης Δοξιάδη «Από τα Πορτραίτα του Φαγιούμ στις Απαρχές της Τέχνης των Βυζαντινών Εικόνων» συνδυάζοντας την αισθητική με την επιστημονική προσέγγιση.
 Ένα αντίγραφο φαγιούμ, που έχω σπίτι μου και αγαπώ ιδιαίτερα, είναι αυτό, έργο της ζωγράφου Δ.Ψ.

"..Στα Φαγιούμ το βλέμμα είναι σώμα. Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε (δεν θα γινόταν) να κρατάει την εικόνα σε τούτη την άκρη του γκρεμού, σε εκείνο το σημείο που πια ο γκρεμός έχει αρχίσει. Αλλιώς: οι Φαγιούμ πέθαναν κι όμως βλέπουν. Δεν θα ξαναπώ εγώ, γιατί; Γιατί πριν από τον θάνατό μας σταθήκαμε ο ένας με τον άλλον απέναντι. Γιατί πια κοιταχτήκαμε..."

Θανάσης Τριαρίδης

Το στερνό βλέμμα   

 
" ...τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας
για να κλαίνε
φυσάει. .."
Τάσος Λειβαδίτης
tosympantistexnis.blogspot.com


Διαβάστε επίσης:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου