Επιτύμβια στήλη από τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα αποκαλύπτει μια ιστορία μυστικισμού κι έναν οργιαστικό χορό, μπροστά από τους τάφους, που ξόρκιζε τον φόβο του θανάτου
Μια επιτύμβια στήλη που βρέθηκε το 1970 στην οδό Μοναστηρίου, στη δυτική νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης και φυλάσσεται στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου φέρνει στο φως τη λατρεία ενός άγνωστου στους περισσότερους θεού της πόλης.
Ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ., Εμμανουήλ Βουτυράς παρουσίασε τον Κάβειρο και τη λατρεία του κατά τους Αυτοκρατορικούς Χρόνους στη Θεσσαλονίκη, έναν θεό που είχε εξέχουσα θέση για τους Εθνικούς, τους Έλληνες δηλαδή που λάτρευαν τους ολύμπιους θεούς και διώχτηκαν κατά τους πρώτους αιώνες μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Ποιος ήταν ο Κάβειρος; Γιατί θεωρούνταν πολιούχος της Θεσσαλονίκης; Πώς μαρτύρησε και γιατί η λατρεία του συνδέεται με έναν οργιαστικό χορό; Σε αυτά τα ερωτήματα απάντησε ο κ. Βουτυράς, στην εισήγηση που παρουσίασε με θέμα «Ο χορός στον τάφο», το βράδυ της περασμένης Πέμπτης στη διάρκεια του Επιστημονικού Συμποσίου «Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης - 60 Χρόνια».
Η προτροπή της Κλευπάτρας στον άγνωστο περαστικό
Τα επιτύμβια μνημεία της αρχαιότητας, που συχνά είχαν ανεγερθεί δίπλα σε δρόμους, φέρουν επιγραφές, με παραινέσεις προς τους περαστικούς να τα κοιτάξουν από κοντά, ώστε να μάθουν ποιος, ποια ή ποιοι ήταν θαμμένοι εκεί και ενδεχομένως τι ήταν όταν ζούσαν και πώς είχαν πεθάνει.
Κάποιες φορές όμως οι επιτύμβιες επιγραφές έχουν ιδιόμορφες ή απρόσμενες για τα σημερινά δεδομένα παραινέσεις. Μια τέτοια περίπτωση είναι η επιγραφή ενός σχεδόν τετράγωνου επιτύμβιου ανάγλυφου, χαραγμένη κάτω από την προτομή μιας γυναίκας με το όνομα Κλευπάτρα (Κλεοπάτρα). Το επιτύμβιο ανάγλυφο βρέθηκε το 1970 στη δυτική νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης (οδός Μοναστηρίου 131) και χρονολογείται λίγο μετά τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.
Ἐπίγονος Κλευπάτρᾳ τῇ γλυκυτάτῃ
καὶ Παραμόνα τὸ τέκνον τῇ μητρὶ μνείας χάριν.
ἐγώ, Κλευπάτρα, ἐξορκίζω σε
τὸν Κάβειρον ἀναγνοὺς ὄρχησε
Η επιγραφή αρχίζει με τη συνηθισμένη πληροφορία ότι το μνημείο το έστησαν ο σύζυγος και η κόρη της νεκρής. Απρόσμενη και ασυνήθιστη είναι, αντίθετα, η δεύτερη φράση, με την οποία η ίδια η Κλευπάτρα απευθύνει προς ένα τρίτο πρόσωπο (προφανώς τον περαστικό που διαβάζει την επιγραφή) την έντονη προτροπή να χορέψει τον χορό του Κάβειρου.
Η λατρεία του Κάβειρου στη Θεσσαλονίκη και η δολοφονία του
Όπως είπε ο κ. Βουτυράς, «ο Κάβειρος ήταν στα αυτοκρατορικά χρόνια (και ενδεχομένως ήδη από παλιότερα ) ένας από τους σημαντικότερους θεούς της Θεσσαλονίκης. Σε αντίθεση με τους Κάβειρους άλλων περιοχών, που ήταν συνήθως δύο, ο Κάβειρος της Θεσσαλονίκης ήταν ένας μόνο, όπως εκείνος της Θήβας και ενδεχομένως της Λήμνου».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, μέχρι τώρα δεν έχει εντοπιστεί στη Θεσσαλονίκη ναός ή άλλος χώρος λατρείας του, αν υπήρχε πάντως θα βρισκόταν πιθανότατα στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου.
Η παρουσία του ωστόσο εντοπίζεται σε νομίσματα της πόλης από την εποχή των Φλαβίων ως τον όψιμο 3ο αιώνα μ.Χ. καθώς και σε ένα από τα μαρμάρινα επίκρανα που βρέθηκαν μέσα στο οκτάγωνο του ανακτόρου του Γαλερίου.
Στα νομίσματα εκείνα της κοπής Καρακάλλα -ένας από τους πιο κτηνώδεις και αιμοσταγείς τυράννους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας- ο Κάβειρος εικονίζεται στο χέρι μιας Νίκης, ενώ σε εκείνα της κοπής του Γορδιανού Γ΄-που σε ηλικία 13 χρόνων έγινε ο νεότερος Ρωμαίος αυτοκράτορας σε όλη τη διάρκεια ύπαρξης της Αυτοκρατορίας- εμφανίζεται σε ναΐσκο.
Το γεγονός της εικονογράφησής του τόσο σε νομίσματα όσο και στο ανάκτορο του Γαλερίου «τεκμηριώνει την εξέχουσα θέση του ανάμεσα στους θεούς της πόλης», ανέφερε ο κ. Βουτυράς, προσθέτοντας ότι εικονογραφικά ο Κάβειρος της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται ως νέος, αγένειος άνδρας, ενώ έχει ένα πρόσθετο στοιχείο που τον συνδέει με τον Κάβειρο (αν ήταν ένας) της Λήμνου, ο οποίος θεωρούνταν γιος ή εγγονός του Ήφαιστου: το σφυρί του σιδηρουργού .
Η λατρεία του Κάβειρου στη Θεσσαλονίκη είχε, μυστηριακό περιεχόμενο και ο θάνατός του ήταν μαρτυρικός, όπως παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, θεολόγος του τέλους του 2ου μ.Χ. αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, στον Προτρεπτικό: οι Κορύβαντες, όπως τους αποκαλεί (διευκρινίζοντας στη συνέχεια ότι ονομάζονται και Κάβειροι) ήταν τρεις αδελφοί από τους οποίους οι δύο σκότωσαν τον τρίτο, του έκοψαν το κεφάλι, το τύλιξαν σε κόκκινο ύφασμα και το μετέφεραν στεφανωμένο επάνω σε χάλκινη ασπίδα στους πρόποδες του Ολύμπου, όπου το έθαψαν. Τα μυστήρια του Κάβειρου είχαν λοιπόν ως θέμα, σύμφωνα με τον Κλήμη, τον φόνο και την ταφή του.
«Το γεγονός ότι ο σκοτωμένος αδελφός ταυτίζεται με τον Κάβειρο "στον οποίο κάποτε οι Θεσσαλονικείς, ματωμένος όπως ήταν, προσεύχονταν με ματωμένα χέρια" το επιβεβαιώνει ο Σικελιανός θεολόγος του 4ου μ.Χ. αιώνα, Φίρμικος Ματέρνος, που και αυτός αποκαλεί αρχικά τους τρεις αδελφούς Κορύβαντες. Στην ίδια λατρεία αναφέρεται αναμφίβολα και ο 39ος ορφικός ύμνος, στον οποίο ο θεός ονομάζεται Κορύβας. Από τις παραπάνω μαρτυρίες μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο θεός ήταν ευρύτερα γνωστός ως Κορύβας. Στη Θεσσαλονίκη όμως, που φαίνεται ότι ήταν το επίκεντρο της λατρείας του στην αυτοκρατορική περίοδο, τον αποκαλούσαν Κάβειρο. Από τον ορφικό ύμνο φαίνεται ότι η αδελφοκτονία του Κορύβαντος-Κάβειρου αποτελούσε το βασικό στοιχείο μιας εξαγνιστικής τελετής σκοπός της οποίας ήταν να απαλλάξει τους συμμετέχοντες από τον φόβο του θανάτου και των νεκρών που επέστρεφαν ως φαντάσματα. Είναι επομένως θεμιτή η υπόθεση ότι ο "χορός του Καβείρου" που η Κλευπάτρα ζητεί επιτακτικά από τον περαστικό να χορέψει μπροστά στον τάφο της ήταν πράξη εξαγνισμού και ψυχικής ανακούφισης», τόνισε ο κ. Βουτυράς.
Πώς θα μπορούσε όμως να ήταν αυτός ο χορός; Τι ακριβώς κινήσεις έκανε ο περαστικός;
Οι χοροί με τα ονόματα θεών ήταν στην πραγματικότητα μιμητικοί, με την έννοια πως όσοι τους χόρευαν παρίσταναν με τις κινήσεις τους συγκεκριμένους θεούς ή θεές. Πιθανόν μάλιστα, οι χοροί των αυτοκρατορικών χρόνων να είχαν ως πρότυπο τους παντόμιμους της εποχής, οι οποίοι χόρευαν μόνοι τους στη σκηνή, μιμούμενοι θεότητες και πρόσωπα του μύθου, αφηγούμενοι με τις κινήσεις τους μυθολογικές διηγήσεις, κάποτε τόσο πειστικά που οι θεατές τους ταύτιζαν με τους ήρωες.
Οι μαρτυρίες για τον χορό στον τάφο
Μια παρόμοια επιγραφή βρήκε και μελέτησε ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., Παντελής Νίγδελης. Η χαμένη σήμερα ταφική επιγραφή προέρχεται από το Demir Kapija της Βόρειας Μακεδονίας, στον μέσο ρου του Αξιού και δημοσιεύτηκε ανώνυμα σε μεγαλογράμματη γραφή στην εφημερίδα «Ερμής της Θεσσαλονίκης» της 21ης Αυγούστου 1879. Το έμμετρο κείμενό της έλεγε: ἔνθα καλὸν κεῖται βρέφος Ἔθριος Ἑρμαγόρας • νήπιον διὰ μιᾶς τὸν βίον ἀπησπάσατο. ἀναγ<ν>οὺς ὄρχησε τὰς Νεμέσεις (όταν διαβάσεις (την επιγραφή) χόρεψε τον χορό των Νεμέσεων)
Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι νόημα έχει η προτροπή σε κάποιον που παρατηρεί ένα επιτάφιο μνημείο και έρχεται έτσι σε επαφή με έναν νεκρό ή μία νεκρή να μιμηθεί χορεύοντας μια συγκεκριμένη θεότητα.
Την απάντηση δίνει ο κ. Βουτυράς: «Υπάρχουν μαρτυρίες από την αρχαιότητα για την παρουσία θεών στους τάφους. Για παράδειγμα η Νέμεσις που αναφέρεται στην επιγραφή από το Demir Kapija (και μάλιστα στον πληθυντικό που δηλώνει ότι πρόκειται για τη διπλή θεά Νέμεση-η οποία λατρεύονταν στη Σμύρνη, όπως μαρτυρά ο Παυσανίας ) εικονίζεται ή μνημονεύεται σε ταφικά μνημεία των αυτοκρατορικών χρόνων. Η Νέμεσις είναι η κατεξοχήν θεά στην οποία απευθύνονταν οι άνθρωποι για να ζητήσουν την επανόρθωση σοβαρών αδικιών που προκαλούσαν την οργή και την αγανάκτησή τους. Τέτοια αδικία ήταν ο πρόωρος θάνατος ενός νέου ανθρώπου, ειδικά μάλιστα ενός παιδιού σε βρεφική ηλικία. Οι "ἄωροι" νεκροί είχαν επομένως λόγο να είναι οργισμένοι και αυτό τους καθιστούσε (όπως και τους "βιαιοθανάτους") δυνητικά επικίνδυνους. Έτσι εξηγείται ότι τους βλέπουμε να μνημονεύονται συχνά σε μαγικές πράξεις ως δυνάμεις που μπορούν να προκαλέσουν κακό. Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε ότι η πρόσκληση στον περαστικό να μιμηθεί με τον χορό του τις Νεμέσεις είχε στόχο τον εξευμενισμό του πρόωρα χαμένου νεκρού».
Μια παρόμοια προτροπή προς τον περαστικό να χορέψει τον χορό ενός θεού υπάρχει σε ταφική επιγραφή από το Κοτύαιον της Φρυγίας (σημερινή Κιουτάχεια της βορειοδυτικής Τουρκίας), για έναν απελεύθερο ονόματι Λεωνίδη, στους τελευταίους στίχους της οποίας αναφέρεται: παῖξον, τρύφησον, ζῆσον• ἀποθανεῖν σε δεῖ. θεὸν<σ>οι ὄρχησαι. Το γεγονός ότι ο θεός δεν κατονομάζεται δείχνει, ότι ο περαστικός καλείται να χορέψει τον χορό όποιου θεού επιθυμεί.
Ο φόβος του θανάτου ήταν διάχυτος στην αρχαιότητα και η απόλαυση της επίγειας ζωής γινόταν με έντονο τρόπο. Οι τάφοι προκαλούσαν δέος και τρόμο στους ζωντανούς, που αναζητούσαν τρόπους για να ξορκίσουν τον φόβο τόσο του θανάτου και τη δοξασία ότι οι νεκροί επέστρεφαν ως φαντάσματα... όχι πάντα με τις καλύτερες διαθέσεις, ειδικά αν ο θάνατός τους ήταν άωρος (πριν την ώρα τους) ή άγριος.
«Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε τον χορό μπροστά στον τάφο ως μια προσπάθεια να αποβάλει ή να ξεπεράσει ο θεατής του ταφικού μνημείου τον φόβο του θανάτου με τη βοήθεια μιας τελετουργικής πράξης προς τιμήν μιας θεότητας», σημειώνει ο κ. Βουτυράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου