Στον θαυμαστό ταριχευμένο κόσμο της μυθολογίας, οι αρχαίοι Ελληνες έπλασαν τους θεούς τους να χαίρονται τη ζωή δίχως φραγμό, να τρώνε, πίνουν, χαροκοπούν, να ερωτεύονται, να πεθαίνουν στα γέλια, να παθιάζονται, να συνωμοτούν, να σκυλοβρίζουν. Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν τους, θα λέγαμε. Κι αυτοί (οι θεοί) δεν είχαν τον θεό τους, καθώς ανακατεύονταν –συχνά απρόσκλητοι– σε κάθε δραστηριότητα των ανθρώπων, κυνηγώντας, τιμωρώντας, μεταμορφώνοντάς τους, σπέρνοντας έριδες. Αλλά έκαναν και θαύματα. Ενα από τα παραδείγματα που έχοντας το θάρρος της γνώμης τους επέλεγαν στρατόπεδο, ήταν και η Αθηνά, που στον Τρωικό πόλεμο προστάτευε, συμβούλευε τους πολιορκητές, αλλά και αναλάμβανε μεροληπτική δράση. Επάνω, πάνοπλη με τη φοβερή αιγίδα της ανάμεσα σε δύο μονομάχους (μάλλον), τον επιτιθέμενο με δόρυ Αχιλλέα και τον αμυνόμενο Εκτορα. (Ερυθρόμορφη στάμνος, περί το 490 π.Χ., Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen) – Ελληνική Μυθολογία, τόμος Οι θεοί, Εκδοτική Αθηνών.
Κύριε διευθυντά
Αφορμή για την παρούσα ο φονικότατος σεισμός στην Τουρκία και Συρία. Απολύτως κατανοητό που Ελληνες δημοσιογράφοι αποδίδουν τους σεισμούς σε κάποιον «Εγκέλαδο», προσπερνώντας έτσι, ακροποδητί και επιτηδείως, τον έναν και μοναδικό παντοδύναμο Θεό, τον πανταχού παρόντα αλλά από την περί σεισμών συζήτηση απόντα.
Βέβαια, δεν είναι δουλειά του δημοσιογράφου να μας πει αν στην απέραντη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο χωράει η θεομηνία και η θεοπληξία. Ωστόσο, η απόδοση των σεισμών σε μυθικούς –και συνεπώς οντολογικά ανύπαρκτους– σεισμοποιούς (Εγκέλαδος, «ενοσίχθων» Ποσειδών κ.ά.) αφαιρεί την όποια τροφή για σκέψη.
Οταν μιλάμε για σεισμούς, η σκέψη μας αγκιστρώνεται στα κέρατα ενός παλαιού διλήμματος: α) αν ο Θεός είναι παντοδύναμος, τότε δεν πρέπει να ανέχεται τους φονικούς σεισμούς, που πολλοί από αυτούς χτυπούν τους ίδιους ανθρώπους, στα ίδια σημεία της γης, και β) αν ο Θεός είναι αγάπη, τότε δεν πρέπει να επιθυμεί τον πόνο τού νεογέννητου μωρού που αγωνιά κάτω από τα συντρίμμια της σεισμόπληκτης πολυκατοικίας.
Ομως υπάρχουν σεισμοί και νεογέννητα μωρά που αναξίως πονούν και αγωνιούν κάτω από τα συντρίμμια σεισμόπληκτων οικοδομών. Αρα: α) ο Θεός είναι μεγαλοδύναμος, όχι παντοδύναμος (για να θυμηθούμε εδώ τον Καζαντζάκη), και β) στη θεϊκή αγάπη χωράει η θεϊκή οργή (θεομηνία) και το θεϊκό χτύπημα (θεοπληξία).
Ερχεται όμως ο θεολόγος και προτάσσει μια θεολογική ασπίδα, γνωστή ως «θεοδικία» (ορολογική κατασκευή τού Leibniz). Μας πληροφορεί ότι ο Θεός επιτρέπει τους φρικαλέους σεισμούς για να δώσει την ευκαιρία σε μας (τους «περιλειπομένους») ν’ αγγίξουμε την ηθική τελειότητα. Πώς την αγγίζουμε; Βοηθώντας τους δύσμοιρους σεισμόπληκτους που δεν είχαν τη δική μας αγαθή τύχη. Με άλλα λόγια, η δική μας καλοσύνη παχαίνει με τη δυστυχία των άλλων!
Είναι προφανές ότι εδώ δεν έχουμε την αδιάτρητη «επταβόειο» ασπίδα του Αίαντα, αλλά μια λεπτή ευτρύπητη θεολογική ασπίδα, που εύκολα τη διαπερνούν τα βέλη της κριτικής. Διότι αν όντως η ηθική τελειότητα περνούσε μέσα από την εμπειρία του ανθρώπινου πόνου, τότε θα είχαμε κάθε λόγο να παρακαλούμε τον Θεό για περισσότερους και φονικότερους σεισμούς! Πώς γαρ ού;
Κατακλείδα: Για να καλλιεργήσουμε την ανθρώπινη καλοσύνη χρειαζόμαστε παιδεία, όχι φονικούς σεισμούς.
Πηγή: kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου