Ὁ εγκέφαλος περιβάλλεται ἀπὸ τὰ τοιχώματα τοῦ κρανίου, πρᾶγμα τό ὁποῖο ὁ Πλάτων περιγράφει ὡς μία ἀπομίμησιν τοῦ περιβλήματος τοῦ συντεταγμένου κόσμου. Τὸ κρανίο εἶναι, τρόπον τινά, ὁ μικροσκοπικὸς οὐρανὸς πού ὁ Ἄτλας (ὁ ἄνω σπόνδυλος τῆς σπονδυλικῆς στήλης) φέρει στοὺς ὤμους του, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρφικὴν παράδοσιν. Κατὰ συνέπεια, ἡ σπονδυλικὴ στήλη θά λέγαμε ὅτι ὑποστηρίζει τὸν ὑπέρτατον κόσμο στὸ ἄνω ἄκρο της.
Τὸ ἀνθρώπινο κρανίο, εἶναι ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸν μύστη, ἐξαιτίας τῆς ἀρχαίας πεποίθησης ὅτι σὲ κάποιο σημεῖο βρίσκεται ἡ θύρα ἐξόδου τῆς ψυχής πρὸς τὸν θάνατον. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς, ἡ ψυχὴ συγκεντρώνεται εἶτε στὴν καρδιά, ἀπὸ ὅπου μπορεῖ εὔκολα νὰ ἀναχωρήσει μέσῳ τῶν πνευμόνων καὶ τοῦ στόματος, εἶτε συγκεντρώνεται ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ σώματος εἰς τὴν κεφαλήν, τὴν θεϊκὴν θῦραν, ἐκ τῆς ὁποίας ἀναχωρεῖ.
Βρίσκεται αὐτὴ στὸ πίσω μέρος τῆς κεφαλῆς, κοντὰ στὴν κορυφὴ περίπου στὴν θέσιν τοῦ βρεγματικοῦ λοβοῦ. Κάποιοι τὸ ταύτισαν μὲ τὸ ἰνιακό-βρεγματικὸ ῥάμμα τῶν δυτικῶν ἀνατόμων, ἄλλοι μὲ τὴν ἐμπρόσθια πηγὴ τοῦ κρανίου καί τήν ἀναχώρηση στὴν περιοχὴ τοῦ ἥλιου. Ὁ ἐγκέφαλος, εἶναι ἡ θῦρα, τό ἐσωτερικό τοῦ ἴδιου τοῦ κρανίου. Ἡ ἕβδομη κοιλότητα τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι ἡ «σύνθεση» ὅλων.
Εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν εἶναι ἀπαραίτητη μία, στήν κυριολεξία ὀπὴ στὴν κεφαλὴ, ὥστε νὰ μπορέσει ἡ ψυχὴ νὰ ἀναχωρήσει, καθὼς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ αὐτό.
Στήν καταπληκτικὴ ὁμοιότητα μεταξὺ τῆς κορυφῆς τοῦ κρανίου καί τοῦ Αἰγυπτιακοῦ σκαραβαίου ποὺ σημειώνεται, μὲ τίς διαδρομὲς τῶν ῥαφῶν καὶ τήν ἐξωτερική γραμμή, μπορεῖ νὰ ὀφείλεται ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ ἐντόμου, ὡς σύμβολο τῆς ἀνάστασης τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Κατά τήν ἀποχώρησιν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, στὸν φυσικὸ θάνατο, ἀρχικά τὰ διάφορα ἐσωτερικὰ ὄργανα τοῦ σώματος φαίνεται νὰ ἀντιστέκονται στὴν ἀπόσυρση τῆς ἐμψυχωμένης ψυχῆς. Οἱ μῦες ἐπιδιώκουν νὰ ἀνακτήσουν τὸ στοιχεῖο τῆς κίνησης, οἱ ἀρτηρίες τὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς, τὰ νεῦρα τὸ στοιχεῖο τῆς αἴσθησης καὶ ὁ ἐγκέφαλος νά λειτουργήσει ὡς ἡ ἀρχὴ τῆς διάνοιας. Οἱ ἐσωτερικὲς συγκρούσεις ὁδηγοῦν στὴν ἐμφάνιση ταλαιπωρίας, ἡ ὁποία ὅμως δὲν εἶναι πραγματική, διότι ὁλόκληρη ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ καὶ ἀμετάβλητο νόμο.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱεροφάντη, ἡ ψυχὴ ἀναδύεται μέσα ἀπὸ μία λεπτοφυή φωτεινὴ αὔρα. Ὁ ἐγκέφαλος καὶ ἡ παρεγκεφαλίτις παῦουν νὰ ἀλληλεπιδροῦν. Στὴν συνέχεια ἡ ἐγκεφαλικὴ αὔρα καθίσταται ἔντονα φορτισμένη μὲ ζωτικὴ ἡλεκτρικὴ ἐνέργεια καὶ ζωτικὸ μαγνητισμό, « δῆλα δή, ἡ ἐγκεφαλικὴ αὔρα στὸ σύνολό της, γίνεται ξαφνικὰ πολλαπλάσια πιὸ θετική, ἀπὸ ὅτι ἦταν ἐντὸς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος στὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθτώπου. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο προηγεῖται πάντοτε τῆς φυσικῆς διάλυσης».
Ὁ ἐγκέφαλος στὴν συνέχεια ἀρχίζει νὰ προσελκύει τὰ στοιχεῖα τοῦ ἡλεκτρισμοῦ, τοῦ μαγνητισμοῦ, τῆς ζωῆς, τῆς κινήσεως καὶ τῆς αἰσθήσεως στὰ διάφορα τμήματά του. Ἡ κεφαλὴ καθίσταται ἔντονα λαμπρὴ μὲ τὴν ἴδια ἀναλογία πού τὰ ἄκρα τοῦ σώματος ἐν ἀντιθέσει γίνονται πιὸ σκοῦρα. Σταδιακὰ στὴν μειλίχια πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα πού περιέβαλε τὴν κεφαλή, τὸ ἀκαθόριστο περίγραμμα ἄλλης κεφαλῆς ἐμφανίζεται.
Μία αἰθερικὴ λάμψη προέρχεται ἄνωθεν καὶ ἐκτὸς ὑλικῆς κεφαλῆς. Μὲ τὴν ἐμφάνισιν αὐτῆς τῆς νέας πνευματικῆς κεφαλῆς, τὸ λαμπρὸ στέφανο πού θά φανεῖ πέριξ τοῦ ἐγκεφάλου τοῦ ὑλικοῦ σώματος θά συμβάλει στὴν δημιουργία τοῦ νέου αἰθερικοῦ ὀργάνου καὶ σταδιακὰ θά σβήσει ἡ λάμψη ἀπὸ τὸν ὑλικὸ ἐγκέφαλο.
Αὐτὴ ἡ διαδικασία τῆς προοδευτικῆς ἀνάπτυξης συνεχίζεται ἕως ὅτου ἕνα πλῆρες αἰθερικὸ σῶμα ἀνεδυθεῖ, πιὸ λαμπερὸ καὶ ὄμορφο ἀπὸ τὸν φυσικὸ ὀργανισμὸ καὶ σὲ γενικὲς γραμμὲς παρόμοιο σὲ ἐμφάνιση. «ἡ ψυχὴ ὑψώνεται σὲ ὀρθὴ γωνία ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐγκατηλειμένου σώματος». Ὡστόσο, στὴν τελικὴ διάλυση τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν δύο συστατικῶν, ὁ μύστης ἔβλεπε νὰ ἐμφανίζεται «ἐνέργεια μεταξὺ τῶν ποδιῶν τοῦ ἐξυψωμένου πνευματικοῦ σώματος καὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ φυσικοῦ σώματος - ἕνα φωτεινὸ ῥεῦμα ἢ ῥέουσα ζωτικὴ ἠλεκτρικὴ ἐνέργεια».
Τὸ ῥεῦμα αὐτὸ ποῦ ὀνομάζεται ὀμφάλιο νῆμα, πού μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ σὲ ἐξαιρετικὰ λεπτοφυῆ οὐσία γιὰ τὴν ἐπίτευξιν συμπαθητικῆς σύνδεσης», ὅταν ἡ ψυχὴ ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα γιὰ ἐξερεύνησιν τοῦ ἐπέκεινα. Κατὰ τὸν θάνατο, τὸ φυσικὸ ὀμφάλιο νῆμα κόβεται καὶ ὁρισμένη ποσότης ἠλεκτρικῶν στοιχείων πού κινοῦνται ἐντὸς τοῦ νήματος ἐπιστρέφει στὸ φυσικὸ σῶμα, ὅπου ἀποτρέπεται ἡ ἄμεσος ἀποσύνθεση. Στὴν περίπτωση πού ἀναλύουμε, ὁ χρόνος πού ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν πλήρη ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς εἶναι περίπου δυόμισι ὥρες, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀποτελεῖ κανόνα.
Ὁ μύστης δὲν δύναται νὰ δεῖ τὴν ἀναχώρησιν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ ἦταν δυνατόν νὰ δεῖ ἕνα λεπτοφυὲς σῶμα πού χωρίζεται ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα. Ἡ πνευματικὴ ὀντότης αὐτὴ εἶναι ἀνεπαίσθητη, ἐνῶ ἡ ἀναγνώρισή της στηρίζεται σὲ μία ἁλυσίδα ἐκπορεύσεων.
Στὴν ἐσωτερικὴ ὁρολογία, ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ ἀστρικὸ σῶμα ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ μορφή, ποὺ ὀνομάζεται στοιχειῶδες σῶμα.
Τὸ φαινόμενο τῶν αἰθερικῶν κόκκων ποὺ τακτοποιοῦνται σὲ ἕνα ἀντίγραφο τοῦ φυσικοῦ σώματος εἶναι σημαντικό ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ σκοπιά. Οἱ μονάδες τῶν φυσικῶν οὐσιῶν ἀπὸ τίς ὁποῖες τὸ ὑλικὸ σῶμα δημιουργεῖται εἶχαν ἀρχικὰ διαχυθεῖ ἀπὸ τούς αἰθερικούς κόκκους καὶ εἶναι, οὕτως εἰπεῖν, οἱ ἀρνητικοί πόλοι τῶν κόκκων. Τὸ αἰθερικὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀντιστοιχεῖ, ἄτομο πρός ἄτομο, μὲ τὴν πυκνὴ μορφή του. Σημειώνεται ἀπό τόν μύστη, ὅτι τὸ αἰθερικὸ σῶμα ἔχει ὄργανα καὶ εἶναι γνωστὸ στοὺς σοφοὺς ὅτι τὸ αἰθερικὸ σῶμα εἶναι, ἀπὸ κάθε ἄποψη, ἐπανδρωμένο, ὡς πλήρως ὀργανωμένο ὅπως καὶ τὸ φυσικὸ σῶμα. Ὑπάρχει σὲ μία πιὸ λεπτοφυή σφαῖρα, ὅμως, ἀναπνέει μιὰ λεπτότερη αἰθερική οὐσία ἀτμόσφαιρα καὶ τρέφεται ἀπό τὸ κατάλληλο περιβάλλον.
Ὅταν ἡ φυσικὴ ὑλικὴ μορφὴ ἀπορριφθεῖ, τὸ αἰθερικὸ σῶμα χρησιμεύει ὡς γέφυρα μεταξὺ δύο διακριτῶν καταστάσειων τῆς ὕπαρξης - οὐσιαστικὴ καὶ μετασταλτική. Εἶναι τὰ πτερὰ ποὺ ἐπεκκτείνονται κατὰ μῆκος τόσο τοῦ αἰθερικοῦ, ὅσο καί τοῦ ὑλικοῦ σώματος, στὰ ἀρχαία Μυστήρια. Ἡ λαμπρότητα τῶν αἰθερικῶν σωματιδίων, ἐμποδίζει τόν μύστη ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν ἀκόμη ὑψηλότερων αὐρῶν, τῶν ὁποίων οἱ λεπτὲς σκιάσεις προαγγέλουν τὴν παρουσία θεϊκοῦ ἀνθρώπου.
Ἄν ἐξετάσουμε τὰ γραπτὰ τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, θὰ ἀνακαλύψουμε ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου ποὺ ἐκτίθενται στὴν καλυμμένη γλῶσσα τῶν μυστῶν. Ὁ Πλάτων ὅπως καὶ ὁ Πλωτῖνος μας λένε ὅτι, ἡ ἴδια ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παρὰ μία λογικὴ προετοιμασία γιά τόν θάνατο. Ἀπὸ τόν Ἑρμεία συμμαθητή τοῦ Πρόκλου μὲ διδάσκαλο τόν Συριανό, μαθαίνουμε γιὰ τὴν πορεία τῆς ψυχῆς μετὰ τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ σῶμα.
Ἡ ψυχὴ σταδιακὰ λύει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τίς δυσαρμονίες τῆς ζωϊκῆς φύσης καὶ ἐπιστρέφει σὲ αὐτή τήν θεῖα κατάσταση, πού εἶναι ἡ φυσικὴ ὄψη της. Ὁ θάνατος ὁρίστηκε ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους ὡς ἀλλαγὴ τοῦ τόπου, ἢ τὸ πέρασμα τῆς ζωῆς ἀπὸ μία προηγούμενη σὲ μία ἑπόμενη κατάσταση. Ὅσο βίαιη καί ἂν φαίνεται ἡ μετάβαση, ἡ διαδικασία εἶναι ἀπόλυτα φυσιολογικὴ καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς ζωῆς.
Ἀπὸ τὴν πραγματεία τοῦ Πλούταρχου, «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς Σελήνης»
Ἡ οὐσία τοῦ κειμένου ἔχει ὡς ἑξῆς: Στὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ γῆ τροφοδοτεῖ τὸ σῶμα, ἡ σελήνη τὴν ζωικὴ ἢ ἄλογη ψυχὴ καὶ ὁ ἥλιος τὸν νοῦ ἢ λογικὴ ψυχὴ ἢ ἄνθος τῆς ψυχῆς (δῆλα δή, τὸ ἐγὼ ἢ ὁ ἑαυτὸς ποὺ εἶναι ντυμένος μὲ ἀφῃρημένη νοερὴ οὐσία).
Αὐτὴ ἡ σύνθετη φύση, κατά τὴν ἐπιστροφή της σὲ μιὰ ἁπλὴ κατάσταση ὑφίσταται διπλὸ θάνατο. Στὸν πρῶτο, ἡ θεὰ Δήμητρα, τῆς ὁποῖας σύντροφος εἶναι ὁ χθόνιος ἢ οὐράνιος, Ἑρμῆς (ὡς ψυχοπομπός, ἢ ἄρχοντας τῶν ψυχῶν) διαχωρίζει βίαια τὴν ἄλογη ἢ ζωϊκή ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα, στὴν μεσαία σφαῖρα, γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τίς μολύνσεις τῆς σάρκας, αὐτὴ ἡ ἄλογη ψυχὴ παγιδεύεται στὴν σελήνη καὶ περνᾷ μέσα ἀπὸ τὴν σκιὰ τῆς γῆς κατὰ τὴ διάρκεια μίας ἔκλειψης.
Ἄν ἡ ἀμύητοι προσπαθήσουν νὰ εἰσέλθουν στὴν παραδεισένια κατάσταση πρὶν ὁλοκληρωθεῖ ἡ κάθαρσίς τους, ἀποπέμπονται μακριὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται «τὸ τρομερὸ ἐμφαινόμενο
Πρόσωπο». Οἱ ἀγαθοί παραμένουν στὴν σελήνη, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀπόλυτη ἠρεμία καί, λειτουργῶντας ὡς ἀγαθοδαίμονες, ἀπασχολημένοι μὲ τὴν ρύθμιση τῶν ἀνθρώπινων ὑποθέσεων στὴ γῆ, μὲ τὴν τέλεση χρησμῶν καὶ παρόμοιων ὑπηρεσιῶν γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Ὅμως, ἂν αὐτὰ τὰ μακαρίζοντα πνεύματα συμπεριφερθοῦν ἀπρεπῶς, ἐπανατοποθετοῦνται σὲ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἀποστέλλονται στὴ γῆ. Μετὰ ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο χρονικὸ διάστημα, ὅμως, σὲ αὐτὸν τὸν μεσαῖο παράδεισο, ὁ νοῦς (ὁ Ἑαυτὸς ἐντὸς) φιλοδοξεῖ νὰ ξαναβρεῖ τὴν κρήνη του, τὸν ἥλιο. Ὅταν ἔρθει ὁ κατάλληλος χρόνος γι΄ αὐτό, ἡ θεὰ Περσεφόνη, μὲ τὸν οὐράνιο Ἑρμῆ, διαχωρίζει τόν νοῦ «μὲ πραότητα, εὐγένεια καὶ σταδιακά μέ ἀργοὺς βαθμοὺς» ἀπὸ τὴν ἄλογη ψυχή.
Αὐτὸς εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος. Ὁ ἀπελευθερωμένος νοῦς πετάει πρὸς τὰ πάνω ἀναδύεται στὸν ἥλιο γιὰ νὰ ἀναμίξει τὴν οὐσία του μὲ τὴν καθολικὴ ζωή. Ἡ ἄλογη ψυχή, ὡστόσο, παραμένει στὴν σφαῖρα τῆς σελήνης, συνεχίζοντας ἕνα ὀνειρικὸ εἶδος ὕπαρξης μέχρι νὰ ἀπορροφηθεῖ σταδιακὰ στὴν σεληνιακὴ οὐσία, ἡ διαδικασία εἶναι ὅμοια μὲ ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία ἡ γῆ ἀπορροφᾷ σταδιακὰ τὸ ἐγκαταλειπόμενο φυσικὸ σῶμα.
Οἱ μειλίχιες καὶ φιλοσοφικὲς ψυχές - ἐκεῖνες στὶς ὁποῖες ὁ λόγος ἔχει ἀποκτήσει κυριαρχία πάνω στὰ πάθη - ἀπορροφῶνται εὔκολα στὸ σεληνιακὸ πεδίο. Οἱ δραστήριες, παθιασμένες καὶ ἐρωτικὲς φύσεις εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ διαλυθοῦν. Περιπλανῶνται στὸ μέσο χώρο, στερημένες ἀπὸ νοῦ καί ἔτσι γίνονται Τυφῶνες ἕως ὅτου ἐπανενσαρκωθοῦν.
Ὁ ἀναγνώστης δὲν πρέπει νὰ ἀποθαρρύνεται ἀπὸ τὴν ἀλληγορικὴ φύση τῆς ἀφήγησης κατά τήν σοβαρὴ ἐξέταση τῶν φιλοσοφικῶν στοιχείων της. Ὁ νοῦς ἢ ὁ νοερὸς Ἑαυτὸς ἀποκαλύπτεται ὡς διατηρῶν τίς ἴδιες σχέσεις μὲ τὴν ἄλογη ψυχὴ καί ἡ ἄλογη ψυχὴ φέρεται στὸ φυσικὸ σῶμα.
Ἔτσι, ἐξηγεῖται ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς, διότι «ἡ ἄλογη ψυχὴ ποὺ ἁμαρτάνει, θὰ πεθάνει», ἀλλὰ «ἡ λογικὴ ψυχὴ ἢ ἄνθος τῆς ψυχῆς ἐπιστρέφει στὸν θεῖον ἀπό ὅπου προέρχεται». Ἡ ἀκτινοβόλος μορφὴ ποὺ βλέπουν οἱ μύστες νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὸ φυσικὸ σῶμα τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἦταν ὁ ὀρφικὸς «κρατῆρας» ἢ τὸ αἰθερικὸ ὄχημα, ποὺ περιεῖχε τὴν ἄλογη ψυχή, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρὰ τῆς διαπερνᾶτο ἀπό τόν νοῦ.
Ὁ Πυθαγόρας ἀποθάρρυνε τὴν κοινωνία ὅσον ἀφορᾶ στίς παρεκκλίνουσες ψυχὲς ἐπειδὴ ὑποστήριζε ὅτι, ἡ ἀλλαγὴ τοῦ τόπου, ὁ θάνατος δὲν ἦταν ἀπαραίτητα ἀλλαγὴ τῆς κατάστασης. Τὰ Μυστήρια δίδαξαν ὅτι τὸ στοιχειῶδες σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε στοιχεῖα (ὅπως ἀναγνωρίζει ὁ Πλάτωνας) καὶ τήν ἄλογη ψυχὴ ἢ τὸ ἀστρικό-αἰθερικὸ σῶμα, τῶν ἑπτὰ στοιχείων. Ὁ Νοῦς θεωρήθηκε εἶτε ὡς μονάδα εἶτε ὡς ἀποτελούμενος ἀπὸ δώδεκα μέρη. Ἄν λειτούργησε ὡς μονάς, τὸ ἄθροισμα τοῦ σύνθετου ἀνθρώπου ἀνῆλθε στὸν μυστικὸ ἀριθμὸ 13‧ καί ἂν ὡς δωδεκάς, στὸν ἐξίσου ἱερὸ ἀριθμὸ 24, ἢ σέ ἕνα ἀνώτερο ἤ σέ ἕνα χαμηλότερο, τήν δωδεκάδα.
Ὡς ἡ μητέρα τῶν γενεῶν, ἡ σελήνη κυριαρχεῖ στήν νεφελώδη κατάσταση καὶ τὴν ὑγρασία - τὴν ὁμίχλη τοῦ μεσαίου κόσμου. Δὲν πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι οἱ ἀρχαῖοι πίστευαν πραγματικὰ ὅτι οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς περνοῦν στὴ σελήνη, ἀλλὰ μᾶλλον ὅτι τείνουν σὲ μιὰ σεληνιακὴ κατάσταση, καί καθίστανται ἕνα εἶδος ἀντανακλαστήρων τοῦ νοῦ, ὅπως ἡ σελήνη ἀκτινοβολεῖ μὲ τὸ ἀντανακλώμενο φῶς τοῦ ἥλιου.
Ὅταν ἀποβάλει τὴν ἄλογη ψυχὴ καὶ ἐπιστρέψει στὴν ἀκτινοβόλο πηγή της, ὁ νοῦς πρέπει νὰ ξεφύγει πρὸς τὰ ἐπάνω, μέσα ἀπὸ ἑπτὰ πῦλες‧ διότι ἡ ἄλογη ψυχὴ εἶναι ἕνα ἔνδυμα πολλῶν χρωμάτων (ἑπτὰ αὖρες), κάθε μία ἀπὸ τίς πτυχές τοῦ ὁποίου βρίσκεται ὑπὸ τὴν κυριαρχία ἑνὸς πλανήτη. «Ἡ ψυχὴ καθώς ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὸ σῶμα (ἡ φυλακὴ καὶ ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου) πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ τίς περιοχὲς τῶν Ἑπτὰ Δυνάμεων· πρᾶγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πετύχει, ἐκτὸς ἐὰν ἔχει προηγουμένως διαβρωθεῖ μὲ τὴν γνώση». ἀλλιῶς καταλαμβάνεται καὶ καταπίπτει στόν κόσμο τοῦ γίγνεσθαι.
Σύμφωνα μὲ τὸν Βαλεντίνο, (Γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο περίπου τὸ 100 μ.κ.χ. καὶ μορφώθηκε ἐπί Ἀδριανοῦ (117-138) στήν Ἀλεξάνδρεια), Οἱ πλανῆτες εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ θανάτου. Οἱ μηχανορραφίες τους πλέκουν τὸ ἱστὸ τοῦ πεπρωμένου καί, ὅπως οἱ ἀράχνες, περιστρέφουν τὰ νήματα ποὺ συνδέουν τὸν νοῦ μὲ τὸν κατώτερο αἰσθητό κόσμο, τὸ πλῆθος τῶν πλανητικῶν δυνάμεων. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ τυχαία σύμπτωση τὸ γεγονὸς ὅτι δύο λαοὶ ποὺ εἶναι τόσο ἀπομακρυσμένοι, ὅπως οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Θιβετιανοί, κατέχουν ἕναν «Πάπυρο τῶν Νεκρῶν»;
Αὐτὰ τὰ κείμενα εἶναι τελετουργίες ἀφιερωμένες στὴν ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ δίχτυ του παγιδευτῇ. Γνωστά σὲ ὅλους τοὺς ἀρχαίους λαοὺς, εἶναι «λόγοι δύναμης» πού, ἂν προφέρονται ἀπὸ τὴν ψυχὴ καθὼς περνάει μέσα ἀπὸ τίς ἑπτὰ σφαῖρες, θὰ ἀναγκάσει τοὺς κηδεμόνες νὰ ἀνοίξουν τίς πῦλες τους. Οἱ ἱεροφάντες τοῦ Μέμφιτος καὶ ὁ Λάμας τοῦ Τάσι-Λουμπὸ ἦταν οἱ κάτοχοι αὐτῶν τῶν πληρεξουσίων λέξεων ποὺ ἐλέγχουν τοὺς φύλακες τοῦ οὐρανοῦ. Ἕνας καλός θάνατος, σημαίνει μία ἐπαναγέννηση μὲ μιὰ καλύτερη ἐλπίδα.
Ἀντίστοιχα οἱ Ὀρφικοί ἔχουν τίς Χρυσὲς Πινακίδες.
Ὅλη ἡ ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι μία ἄμπωτις καί μία ῥοή, σύμφωνα μὲ τὰ περιοδικὰ φαινόμενα τῆς γέννησης καὶ τοῦ θανάτου, ἕως ὅτου ἡ λογικὴ συνείδηση καθιερωθεῖ στὴν σοφία καὶ ἀφομοιώσει ἐξίσου τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐπιδιώκει ἀθάνατα ὕψη, ὡς τόσο, δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστευτεῖ τὰ Ἰκάρια πτερά. Ἐγκλωβισμένη σὲ ζωϊκὴ ὕλη καὶ χωρὶς αἴσθηση ἀπὸ τίς ἐπιβλαβεῖς ἀναθυμιάσεις ποὺ ἀναδύονται ἀπὸ τὴν γῆ, ἡ ἄλογη ψυχὴ γίνεται «ἀνίκανη καὶ ἀπρόθυμη» νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ μιὰ φυσικὴ κατάσταση.
Μόνον μέσῳ τῆς πειθαρχίας τῶν μυστηρίων, ἡ ψυχὴ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ξυπνήσει ἀπὸ τὸν λήθαργό της καὶ νὰ διεγερθεῖ ὥστε νὰ ἐπιτύχει τὴν αὐτοαπελευθέρωσιν.
Ὡς ἀποτέλεσμα τῶν τελειοποιηθέντων ἀρετῶν καὶ δυνάμεων, ὁ μύστης δύναται νὰ κατακτήσει τὴν φιλοσοφική ἀθανασία, ἤ, κατὰ τὸ ὁρθότερον, μία λογικὴ ἐπέκτασιν τῆς ζωῆς, διότι ἡ ἀπόλυτη μοναχικότης ὁδηγεῖ στὴν πραγματικὴ ἀθανασία.
Ἡ ἀθανασία καὶ ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἀσύμβατες καταστάσεις, εἶναι δυνατὴ ἡ συνύπαρξή τους, καθὼς ὁ θάνατος οὐσιαστικὰ δὲν ἀποκόπτει τὴν συνέχεια τῆς συνείδησης.
Ἄν καὶ τὸ θνητὸ σῶμα ἐπέστρεψε στὴν γῆ, ὁ Πλάτων ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ. Ὁ Σωκράτης ἤπιε τὸ κώνειο χωρὶς δισταγμό, καθὼς ἦτο ἰσχυρὰ συνειδητοποιημένος ὡς πρὸς τὸ ὅτι κάθε ἐνσάρκωσις δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐπεισόδιο στὴν διάρκεια τοῦ ἐνσυνήδτου βίου τῆς ψυχῆς.
Ὁ σοφὸς ἐπιδιώκει τὴν ἀπελευθέρωσιν ὄχι ἀπὸ τὸ φαινόμενο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἄγνοιας, διότι ἡ ἄγνοια εἶναι ἡ πιὸ τραγικὴ θλίψη τῆς ψυχῆς. Δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους θάνατος γιὰ τὸν ἡράκλειο ἄνθρωπο, δηλώνει ὁ μύστης, ὁ θάνατος εἶναι ἕνα φάντασμα, παρουσιάζεται ὡς κάτι τὸ φρικτὸ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς ἄγνοιας τῶν ἀμυήτων.
Ἡ ἀλλαγὴ εἶναι σημάδι τῆς κίνησης καὶ ἡ κίνησις δηλώνει τὴν ζωή, ἡ ἀποσύνθεση ἑνός νεκροῦ πτώματος θὰ ἦτο ἀδύνατη. Ὅλα τὰ συστατικὰ μόριά του ζοῦν καὶ ἐργάζονται γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους. Ὡστόσο, φανταζόμαστε ὅτι ἡ ψυχὴ ἀπελευθερώνεται πρῶτα, ἔτσι ὥστε νὰ παύσει τό σῶμα νὰ ζεῖ!
Πιστεύεται ἀπὸ πολλοὺς ὅτι ἡ συνείδηση καὶ ὁ ἕρως ἀποθνήσκει, ἐνῶ ἡ ὕλη εἶναι ἄφθαρτη! Ἑὰν ἡ ἀλλαγὴ θὰ μποροῦσε νὰ κληθεῖ θάνατος, τότε ἀποθνήσκουμε καὶ ἐπαναγεννώμεθα καθημερινῶς, διότι καθημερινῶς ἡ μορφὴ μας ἀλλάζει.
Ὡς ἐκ τούτου, ὁ φόβος τῆς φθορᾶς ἢ τοῦ ἀποχωρισμοῦ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα (σῶμα), δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει ὅταν ἡ ὥρα τοῦ θανάτου προσέλθει.
Ἀπολλώνιος – Ἀριάδνη
Πηγή: facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου