Της δρ. Ολυμπίας Βικάτου, αρχαιολόγου
- προϊσταμένης Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος
Ο Θέρμος είναι από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Δυτικής Ελλάδος με ιδιαίτερη ιστορική βαρύτητα και πλούσια μνημειακή κληρονομιά, καθώς έχει διαπιστωθεί αδιάλειπτη ανθρώπινη δραστηριότητα από την Μεσοελλαδική εποχή (2000 - 1600 π.Χ.) έως τον 2ο αι. π.Χ. Ευρισκόμενος στην καρδιά της Αιτωλίας, ΒΑ. της λίμνης Τριχωνίδας, υπήρξε το θρησκευτικό κέντρο όλων των Αιτωλών, ενώ από τον 4ο αι. π.Χ. αποτέλεσε και την πολιτική έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Ως τόπος συνάντησης των Αιτωλών απέκτησε ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. το χαρακτήρα παναιτωλικού Ιερού, στο οποίο λατρευόταν ο θεός Απόλλων.
Στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (τέλη 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.) εκτός από θρησκευτικό, μετατρέπεται και σε πολιτικό κέντρο της Αιτωλικής Συμπολιτείας με την ίδρυση των κτηρίων της πολιτικής Αγοράς. Ο δημοκρατικός - κοινοπολιτειακός χαρακτήρας της δομής της Συμπολιτείας αποτελεί ακόμη και σήμερα πρότυπο για την ομοσπονδιακή οργάνωση των περισσοτέρων σύγχρονων κρατών. Από τα πιο σημαντικά κτήρια του χώρου είναι το αψιδωτό Μέγαρο Α του προϊστορικού οικισμού, το Μέγαρο Β του οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου και οι τρεις ναοί, του Απόλλωνος Θερμίου, του Απόλλωνος Λυσείου και της Αρτέμιδος (;) της Αρχαϊκής εποχής. Την Πρώιμη Ελληνιστική εποχή (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.) κατασκευάζονται οι τρεις μεγάλες στοές, οι δύο κρήνες και το «Βουλευτήριο», και πλέον ο χώρος της πολιτικής Αγοράς συνδέεται αρχιτεκτονικά με το χώρο των ναών, αποτελώντας εντυπωσιακό δείγμα μνημειώδους χωροταξικής οργάνωσης. Το Ιερό περιέβαλε τείχος με δεκαέξι πύργους και δύο πύλες.
Όπως μας παραδίδει ο Αχαιός ιστορικός Πολύβιος, στις στοές φυλάσσονταν αναθήματα και πολλά λάφυρα, κυρίως πανοπλίες, ενώ στα βάθρα και τις εξέδρες προ της ανατολικής στοάς είχαν στηθεί χάλκινοι ανδριάντες. Το τείχος κτίστηκε, σύμφωνα με τις επικρατέστερες θεωρίες, ίσως με την ίδρυση της Αιτωλικής Συμπολιτείας, είτε μετά την επιδρομή των Γαλατών το 279 π.Χ. ή και λίγο αργότερα, μετά τις εισβολές του Φιλίππου Ε΄, το 218 και το 206 π.Χ. Μετά τη νίκη κατά των Γαλατών το 279 π.Χ. οι Αιτωλοί έστησαν στο Ιερό ένα τρόπαιο παρόμοιο με εκείνο που είχαν αναθέσει στους Δελφούς και παρίστανε γυναικεία οπλισμένη μορφή, την προσωποποιημένη Αιτωλία, καθισμένη σε σωρό γαλατικών όπλων. Από τους ανδριάντες και τα λάφυρα σώζονται σήμερα ελάχιστα σπαράγματα, καθώς το Ιερό συλήθηκε δύο φορές από το Φίλιππο Ε΄ και το μακεδονικό στρατό. Ο Πολύβιος στο πέμπτο βιβλίο των Ιστοριών του αναφέρεται εκτενώς στη διπλή καταστροφή του Ιερού. Τέλος, το 167 π.Χ., μετά την ήττα του Περσέως από τους Ρωμαίους στη μάχη της Πύδνας και τη σταδιακή ρωμαϊκή κατάκτηση, επέρχεται η διάλυση της Αιτωλικής Συμπολιτείας και ο Θέρμος βαθμιαία εγκαταλείπεται και ερημώνεται. Στα νεώτερα χρόνια ο Θέρμος ονομαζόταν «Παλαιοπάζαρο» ή «Παζαράκι».
Η ανασκαφή της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας στον Θέρμο αποτελεί μία από τις παλαιότερες στον ελλαδικό χώρο και έχει συνδεθεί με μεγάλες μορφές Ελλήνων αρχαιολόγων. Άρχισε το 1897 από τον Έφορο Αρχαιοτήτων και καθηγητή της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γ. Σωτηριάδη, και συνεχίστηκε από τον καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κ. Α. Ρωμαίο, έως το 1932. Κατά τις πρώτες ανασκαφές ήλθαν στο φως τα περισσότερα μνημεία του χώρου και πλήθος ευρημάτων. Ο Ρωμαίος, αναφέρει: «όταν ποτέ ανασκαφώσι πλήρως αί στοαί καί τά άλλα κτίσματα, ο αρχαιολογικός τόπος θα αποβεί κατά την Ελλάδα μοναδικός». Η νεώτερη ανασκαφή άρχισε το 1983 και συνεχίζεται έως σήμερα από τον ομότιμο καθηγητή Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ι. Α. Παπαποστόλου.
Το κατάρρυτο οροπέδιο του Θέρμου βρίσκεται σε υψόμετρο 360 μ. ΒΑ. της λίμνης Τριχωνίδας σε θέση φύσει οχυρή, προστατευόμενη από τις βουνοκορφές του Παναιτωλικού όρους και των υψωμάτων της Αγριλιάς. Στο χώρο αυτό δημιουργήθηκε το Ιερό του Απόλλωνος, που απλώνεται στους πρόποδες του λόφου Μεγαλάκκος. Λόγω της στρατηγικής του θέσης χαρακτηρίζεται από τον Αχαιό ιστορικό Πολύβιο «ακρόπολις συμπάσης της Αιτωλίας». Ο φυσικός πλούτος και η κομβική του θέση στο σταυροδρόμι μεταξύ της ορεινής και της πεδινής Αιτωλίας, των εύφορων κοιλάδων και των ποταμών Ευήνου και Αχελώου, προσέφερε ιδανικές συνθήκες για την εγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων, ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συνάντησης και συναλλαγής κοινοτήτων που αναζητούσαν την άσκηση κοινών λατρευτικών πρακτικών, κυρίως σε περιόδους κρίσεων και πολέμων.
Τα πρωιμότερα ίχνη κατοίκησης ανάγονται πριν το 1700 π.Χ. με την μορφή ορυγμάτων ημιυπόγειων καλυβών. Λίγο αργότερα δημιουργείται μόνιμος οικισμός, ενώ από το 1500 π.Χ. η περιοχή δέχεται τις επιδράσεις του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα σπίτια του προϊστορικού οικισμού είναι τετράγωνα, ορθογώνια, καμπυλόγραμμα και ελλειψοειδή. Το σημαντικότερο κτήριο ήταν το Μέγαρο Α, που λειτουργούσε ως έδρα του τοπικού άρχοντα. Επίσης, η οικία β, που βρίσκεται στα ΝΑ. του ναού του Απόλλωνος Θερμίου, αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα σύνθετου προϊστορικού σπιτιού με ελλειψοειδές περίγραμμα, αποτελούμενο από τρία δωμάτια. Δύο μεγάλες καταστροφές έπληξαν τον οικισμό, η πρώτη το 1450 π.Χ, και η οριστική γύρω στο 1100 / 1050 π.Χ., εποχή που καταστρέφονται και τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα.
Μία σημαντική εποχή αρχίζει στον Θέρμο τον 11ο αι. π.Χ με την ίδρυση του νέου οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (11ος - 9ος αι. π.Χ.). Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κτήριο είναι το γνωστό Μέγαρο Β, που κτίστηκε τον 11ο αι. π.Χ. Αποκαλύφθηκε κάτω από τον ναό του Απόλλωνος και σήμερα δεν είναι ορατό. Χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγική έδρα και χώρος κοινοτικών συναθροίσεων, και ήταν επίμηκες κτήριο, με τριμερή διαίρεση και είσοδο στην νότια πλευρά. Τα πρωιμότερα ίχνη υπαίθριας λατρείας ανάγονται στον 8ο - 7ο αι. π.Χ., όταν επάνω στα ερείπια του Μεγάρου Β ιδρύεται πήλινη εστία - βωμός τέφρας για ολόκαυστες θυσίες, ανοίγονται ορύγματα που έχουν ταυτιστεί από τον ανασκαφέα με βόθρους θυσιών και προσφορών, και στο οπίσθιο μέρος του κτηρίου δημιουργείται μικρός ξυλόπλεκτος οίκος, όπου φυλάσσονταν τα αναθήματα ή τα λατρευτικά σκεύη. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. τοποθετείται ελλειψοειδής σειρά δεκαοκτώ ακανόνιστων πλακών γύρω από το ερειπωμένο Μέγαρο Β, για να οριοθετήσουν το τέμενος της λατρείας με την εστία των θυσιών. Ο Θέρμος κατά τον 8ο και 7ο αι. π.Χ. φαίνεται ότι λειτουργεί ως ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα.
Ο ναός του Απόλλωνος Θερμίου κτίστηκε γύρω στο 620 π.Χ. πάνω στα ερείπια του Μεγάρου Β. Είναι δωρικός, περίπτερος με σηκό και οπισθόδομο και κατεύθυνση Β.-Ν. Η εσωτερική κιονοστοιχία ήταν ξύλινη και στήριζε την δίρριχτη στέγη. Η περίσταση προστέθηκε στα τέλη του 6ου - α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Τα ορατά σήμερα ερείπια του ναού ανήκουν στην τελευταία φάση των ελληνιστικών χρόνων (τέλη 3ου - αρχές 2ου αι. π.Χ). Λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του ναού του Απόλλωνος Θερμίου κτίζονται και δύο μικρότεροι, του Απόλλωνος Λυσείου και της Αρτέμιδος (;). Παρουσιάζουν ενδιαφέρον επίσης, δύο μικρά ιερά που έχουν εντοπιστεί στην ευρύτερη περιοχή του Θέρμου. Στο χωριό Ταξιάρχης έχουν αποκαλυφθεί τα ερείπια δύο ναών που κατασκευάστηκαν στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., ενώ στην Χρυσοβίτσα το κύριο χαρακτηριστικό του Ιερού ήταν η άσκηση υπαίθριας λατρείας κοντά σε φυσική πηγή. Η λατρεία στο Ιερό αυτό άρχισε τον 6ο αι.π.Χ. και διήρκησε έως τα ρωμαϊκά χρόνια.
Τέλος, η αγορά του Θέρμου περιλαμβάνει τρεις στοές, το «Βουλευτήριο» και δύο κρήνες. Οι στοές είναι από τις μεγαλύτερες και ανάμεσα στις δύο εξ' αυτών διαμορφώνεται η «πλατεία οδός», όπου σώζεται πληθώρα βάθρων και εξεδρών, επάνω στις οποίες ήταν στημένοι οι χάλκινοι ανδριάντες. Στα ανατολικά της κρήνης έχουν αποκαλυφθεί πολλές λίθινες βάσεις διαφόρων σχημάτων, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί για την ανάρτηση των λίθινων ενεπίγραφων στηλών, στις οποίες αναγράφονταν κυρίως τα ψηφίσματα του Κοινού των Αιτωλών.
Τα πρωιμότερα ίχνη κατοίκησης στο Ιερό του Απόλλωνος Θερμίου ανάγονται πριν από το 1700 π.Χ., όταν ο Θέρμος ήταν αρχικά μόνον οικισμός. Πρόκειται για ορύγματα ημιυπόγειων κτιστών καλυβών που βρέθηκαν κάτω από το αψιδωτό Μέγαρο Α και είχαν θεωρηθεί από τον πρώτο ανασκαφέα του Ιερού, Γεώργιο Σωτηριάδη, τάφοι με καύσεις νεκρών. Την εποχή αυτή, δηλ. πριν από το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού (1600 π.Χ.), φαίνεται ότι υπήρχε στον Θέρμο μόνιμος οικισμός, ο οποίος διατηρούσε επαφές με άλλες περιοχές, όπως αποδεικνύεται από τα πήλινα και λίθινα ευρήματα. Γύρω στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. δέχεται τις επιδράσεις του μυκηναϊκού πολιτισμού, χωρίς ωστόσο να αναδειχθεί ποτέ σε ισχυρό διοικητικό κέντρο ανακτορικού τύπου, όπως τα γνωρίζουμε από άλλα γνωστά κέντρα της Ελλάδας, παραμένοντας στην περιφέρεια του τότε γνωστού μυκηναϊκού κόσμου.
Κτήρια του οικισμού αυτού έχουν αποκαλυφθεί βόρεια, νότια και δυτικά του ναού του Απόλλωνος Θερμίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από ποικιλία ως προς την μορφή και το μέγεθος. Πρόκειται για ελλειψοειδή, τετράγωνα, ορθογώνια, καμπυλόγραμμα κτίσματα, κατασκευασμένα με ντόπιες ασβεστολιθικές πλάκες και χώμα ως συνδετικό υλικό. Σήμερα είναι ορατά τουλάχιστον επτά, ενώ θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι υπήρχαν πολύ περισσότερα, αφού λείψανα μιας ακόμη αψιδωτής οικίας είχαν ερευνηθεί από τον Γεώργιο Σωτηριάδη στον χώρο που σήμερα βρίσκεται το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρχαιότερα έχουν θεωρηθεί εκείνα με ελλειψοειδές περίγραμμα, ενώ μεταγενέστερα τα τετράπλευρα. Η ανασκαφή του υστεροελλαδικού οικισμού, ο οποίος είναι από τους μεγαλύτερους που έχουν εντοπιστεί στον ελλαδικό χώρο, έχει αποδείξει ότι οι δύο αυτοί τύποι κτηρίων συνυπήρχαν για μια ορισμένη χρονική περίοδο.
Το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο κτήριο του οικισμού αυτού αποτελεί το αψιδωτό κτίσμα, γνωστό ως Μέγαρο Α. Βρίσκεται βορειοδυτικά του αρχαϊκού ναού του Απόλλωνος Θερμίου και εν μέρει κάτω από αυτόν. Στο βόρειο άκρο του διαμορφώνεται αψίδα και οι τοίχοι του που είναι κατασκευασμένοι από πλακοειδείς λίθους είναι ελαφρώς καμπύλοι. Η ανωδομή του ήταν από ωμές πλίνθους. Σήμερα σώζεται μόνον η λίθινη θεμελίωσή του. Οι διαστάσεις του κτηρίου είναι 22x6μ. Η πρόσοψή του ήταν ανοιχτή και στα άκρα των τοίχων του πρέπει να υπήρχαν παραστάδες. Εγκάρσιοι τοίχοι χωρίζουν το εσωτερικό του σε τρεις χώρους, προθάλαμο, κύριο και οπίσθιο δωμάτιο. Η ελαφρά κλίση των τοίχων προς το εσωτερικό δείχνει ότι κατέληγε σε θολοειδή στέγη, η οποία ασφαλώς θα ήταν ξυλόπλεκτη και επιχρισμένη με πηλό. Η άποψη ότι το κτήριο είχε χρησιμοποιηθεί ως τύμβος (ηρώο), που βασίστηκε στις παρατηρήσεις του πρώτου ανασκαφέα για ύπαρξη τάφων στο εσωτερικό του, δεν επαληθεύτηκε από τις νεώτερες ανασκαφές. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι είχε χρησιμοποιηθεί ως έδρα του τοπικού άρχοντα. Το Μέγαρο Α κτίστηκε πριν από το 1500 π.Χ. και καταστράφηκε, όπως και τα υπόλοιπα κτήρια του προϊστορικού οικισμού, στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού - αρχές της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (1100 / 1050 π.Χ.).
Η οικία β, ευρισκόμενη στα νοτιοανατολικά του ναού του Απόλλωνος Θερμίου, αποτελεί ένα ξεχωριστό σπίτι του προϊστορικού οικισμού. Πρόκειται για αντιπροσωπευτικό δείγμα σύνθετης οικίας με ελλειψοειδές περίγραμμα, διαστ. 14,80x5,20μ. Στο δάπεδό του, που ήταν στρωμένο με λίθινες πλάκες, βρέθηκαν λείψανα εστιών. Εγκάρσιοι τοίχοι με ανοίγματα χωρίζουν το κτήριο σε τρία δωμάτια, ενώ φαίνεται προς τα δυτικά της οικίας ότι διαμορφωνόταν αυλή που ορίζεται από τοιχάριο αμελούς κατασκευής. Η στέγη ήταν δίρριχτη με θολωτή διαμόρφωση στο αψιδωτό μέρος. Στο δωμάτιο β2 βρέθηκε πληθώρα πιθοειδών αγγείων και χρηστικών σκευών.
Οι κάτοικοι του οικισμού αυτού ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η ανασκαφή των κτηρίων απέδωσε πληθώρα κεραμικής που μας βοηθάει να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για τον χαρακτήρα του. Η κεραμική κατατάσσεται σε τρεις κύριες κατηγορίες:
1) αμαυρόχρωμη κεραμική της Μεσοελλαδικής παράδοσης (γύρω στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.),
2) ντόπια χειροποίητη κεραμική (1600 - 1200 π.Χ.),
3) μυκηναϊκή κεραμική. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν, είτε εισηγμένα αγγεία, είτε απομιμήσεις μυκηναϊκών αγγείων, που θεωρούνται όμως ντόπια παραγωγή.
Η στρωματογραφική έρευνα των τελευταίων ανασκαφών απέδειξε ότι η εισαγωγή μυκηναϊκών αγγείων που παρουσιάζουν ομοιότητες με αγγεία από Αχαΐα, Αργολίδα, Κόρινθο κ.λ.π., καθώς επίσης, η παραγωγή τοπικών απομιμήσεων σταματούν μετά την καταστροφή του προϊστορικού οικισμού με την εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας κεραμικής, της αμαυρόχρωμης, με επιρροές από τον βορειοδυτικό πολιτισμικό χώρο, η οποία συνδέεται με την ίδρυση στον Θέρμο του οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Οι ανασκαφές μέχρι σήμερα δεν έχουν φέρει στο φως αδιάψευστα στοιχεία για την άσκηση λατρείας κατά τη διάρκεια ζωής του προϊστορικού οικισμού. Λιγοστές πληροφορίες μας παρέχουν τα ίδια τα ανασκαφικά δεδομένα και τα κινητά ευρήματα, τα οποία αποδεικνύουν ότι ελάχιστα και ανεξιχνίαστα είναι τα κατάλοιπα λατρείας την εποχή αυτή.
Στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού - αρχές της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου (γύρω στο 1100/1050 π.Χ.) καταστρέφεται ο προϊστορικός οικισμός του Θέρμου και πάνω στα ερείπια του ιδρύεται ένας νέος οικισμός, από τον οποίο σήμερα είναι ορατά ελάχιστα κτηριακά κατάλοιπα. Το γνωστό Μέγαρο Β αποτελεί το μεγαλύτερο και επισημότερο κτήριο του νέου οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Αποκαλύφθηκε ακριβώς κάτω από το ναό του Απόλλωνος Θερμίου και σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του Μεγάρου Α. Το κτήριο, διαστ. 21,40 x 7,30 μ., έχει ερμηνευθεί ως αρχηγική έδρα, δηλ. έδρα του τοπικού άρχοντα, και χώρος κοινοτικών συναθροίσεων των μελών της κοινότητας.
Παλαιότερα είχε θεωρηθεί ότι έχει καμπύλους τοίχους και μορφή παρόμοια με εκείνη του Μεγάρου Α, ακολουθώντας την αρχιτεκτονική παράδοση των αψιδωτών κτηρίων του προϊστορικού οικισμού. Επίσης, είχε θεωρηθεί πρόδρομη μορφή του δωρικού περίπτερου ναού, καθώς οι πρώτοι ανασκαφείς είχαν συνδέσει με το κτήριο αυτό σειρά ακανόνιστων λίθινων πλακών που βρέθηκαν γύρω από αυτό και είχαν ερμηνευθεί ως βάσεις κιόνων ενός ελλειψοειδούς περιστυλίου. Η νεώτερη ανασκαφή από τον καθηγητή Ι. Α. Παπαποστόλου απέδειξε ότι το Μέγαρο Β κτίστηκε ως ένα κανονικό ορθογώνιο κτήριο και ότι η καμπυλότητα των τοίχων του οφείλεται στις νεώτερες επιχώσεις και σε φυσικά αίτια. Επιπλέον, ουδέποτε απέκτησε περίσταση κιόνων, αφού οι λίθινες πλάκες που βρέθηκαν γύρω από αυτό, βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο και τοποθετήθηκαν μετά την καταστροφή του κτηρίου.
Η καταστροφή του Μεγάρου Β τοποθετείται στα τέλη του 9ου ή στις αρχές του 8ου αι. π.Χ. Την εποχή αυτή ιδρύεται πάνω στα ερείπιά του μία πήλινη εστία - βωμός τέφρας, όπου τελούνταν ολόκαυστες θυσίες σε στιγμές κυρίως εξωτερικού κινδύνου και κρίσεων, και μικρός ξυλόπλεκτος οίκος στο οπίσθιο δωμάτιο του Μεγάρου Β. Τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται την εποχή αυτή και η λατρεία που θα ασκείτο είναι ασφαλώς υπαίθρια και σχετίζεται με κτιστούς βόθρους θυσιών που ανοίγονται μπροστά από το Μέγαρο Β και σε αυτούς ανατίθεντο σιδερένια κυρίως όπλα (αιχμές δοράτων, εγχειρίδια, μαχαίρια κ.α.), καθώς επίσης χάλκινα ειδώλια. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. τοποθετούνται γύρω από την εστία των θυσιών οι δεκαοκτώ λίθινες ακανόνιστες πλάκες σε ελλειψοειδή διάταξη για τη στήριξη των στύλων του περιβόλου που όριζε το τέμενος της υπαίθριας λατρείας. Ο Θέρμος τότε φαίνεται ότι λειτουργούσε ως Ιερό του θεού Απόλλωνος, του θεού που στέλνει και αποτρέπει το κακό και προστατεύει τους νέους. Έχει αποδειχθεί επίσης ανασκαφικά με την εύρεση μεγάλου αριθμού χάλκινων σφηκωτήρων η άσκηση τελετών ενηλικίωσης των εφήβων, οι οποίοι αφιέρωναν την κόμη τους στον Απόλλωνα.
Το Μέγαρο Β ουδέποτε απέκτησε συγκεκριμένο λατρευτικό χώρο. Στο εσωτερικό του δεν έχουν ταυτιστεί στοιχεία που να αποδεικνύουν την άσκηση λατρείας. Την εποχή χρήσης του κτηρίου λατρευτικές πράξεις που σχετίζονται με την τέλεση θυσιών ή την προσφορά γευμάτων στους κατοίκους του οικισμού, προσφέρονταν από τον τοπικό άρχοντα, τον αρχηγό της έδρας, και ελάμβαναν χώρα στην ευρύχωρη πλακόστρωτη αυλή που έχει αποκαλυφθεί μπροστά από την είσοδο, στη νότια πλευρά του Μεγάρου Β. Στοιχείο λατρείας μπορεί να θεωρηθεί ακατέργαστος πεσσόμορφος λίθος, ο οποίος βρέθηκε στημένος σε στρώμα στάχτης στηn θέση των παλαιότερων βόθρων θυσιών και έχει ερμηνευθεί από τον ανασκαφέα Ι. Α. Παπαποστόλου ως «ιερός λίθος».
Με την ίδρυση του οικισμού της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου συνδέεται η εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας κεραμικής που σχετίζεται με τον βορειοδυτικό πολιτισμικό χώρο (Ήπειρος, Δυτική Μακεδονία). Τα αμαυρόχρωμα αγγεία της εποχής αυτής είναι χειροποίητα και το πιο συνηθισμένο σχήμα αγγείου αποτελεί το μόνωτο κύπελλο με στρογγυλό σώμα. Ομάδες κάθετων και λοξών γραμμών, κρόσσια που κρέμονται κάτω από οριζόντιες ταινίες, δικτυωτοί ρόμβοι και σπανιότερα φυτικά θέματα είναι τα συνήθη διακοσμητικά μοτίβα των αγγείων αυτής της κατηγορίας.
Στα τέλη του 4ου - αρχές του 3ου αι. π.Χ. έχουν συντελεστεί οι απαραίτητες διεργασίες για τη μετατροπή την εποχή αυτή του Ιερού του Θέρμου σε θρησκευτικό κέντρο και πολιτική έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Ο χώρος συνδέεται πλέον αρχιτεκτονικά σε ένα ενιαίο σύνολο με τον θρησκευτικό πυρήνα προς βορρά και με την πολιτική αγορά προς νότο, όπου τελούσαν κάθε χρόνο οι Αιτωλοί «αγοράς τε καi πανηγύρεις επιφανεστάτας, έτι δε τάς των αρχαιρεσιών καταστάσεις». Σύμφωνα με μία άποψη, ήδη κατά τα τέλη του 4ου και τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. το Ιερό θα πρέπει να είχε τειχιστεί με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο. Είναι η εποχή, όπου ήδη έχει συντελεστεί ο μετασχηματισμός των ανοχύρωτων κωμών σε οχυρωμένα οικιστικά κέντρα και επί πλέον συμβαδίζει με την αρχή λειτουργίας της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, το Ιερό απέκτησε τείχος μετά την επιδρομή των Γαλατών το 279 π.Χ. ή και αργότερα μετά την εισβολή του Φιλίππου Ε΄ στην Αιτωλία και τη διπλή καταστροφή του Ιερού το 218 και 206 π.Χ.
Το τείχος είναι κατασκευασμένο κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα δόμησης από μεγάλους ογκόλιθους από ντόπιο ασβεστόλιθο, η άμυνά του ενισχύεται με δεκαέξι τετράγωνους πύργους, ενώ διέθετε δύο πύλες. Η κεντρική πύλη, στη νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου, μεγ. πλάτους 2,95 μ. και σωζ. ύψους 1,57 μ., ενισχύεται με δύο κυκλικούς πύργους, ενώ η δεύτερη, στη βόρεια πλευρά του περιβόλου, μεγ. πλάτους 3,22 μ. και σωζ. ύψους 1,43 μ., με τετράγωνους. Το τείχος περιβάλλει το Ιερό και την Αγορά από τη βόρεια, την δυτική και την νότια πλευρά, ενώ προς ανατολάς το ύψωμα Μεγαλάκκος προσέφερε φυσική προστασία. Ο οχυρωματικός περίβολος περιέβαλε επίσης προς δυσμάς ευρύ πεδίο, στο οποίο ενδεχομένως θα στήνονταν πρόχειροι καταυλισμοί των επισκεπτών και θα ελάμβαναν χώρα οι εμπορικές συναλλαγές, οι εορτές και οι πανηγύρεις. Από την κεντρική πύλη του Ιερού στη νοτιοδυτική γωνία του οχυρωματικού περιβόλου εισέβαλαν τα στρατεύματα του Φιλίππου Ε΄, αφού πρώτα προέλασαν καταστρέφοντας όλες τις αιτωλικές πόλεις κατά μήκος της νότιας πλευράς της λίμνης Τριχωνίδας και ανηφορίζοντας στη συνέχεια στα απότομα και απόκρημνα υψώματα της Αγριλιάς, πάνω από τον σημερινό οικισμό Σιταράλωνα (παλαιά ονομασία Μωρόσκλαβο).
Την εποχή ακμής της Αιτωλικής Συμπολιτείας το Ιερό και η πολιτική Αγορά του Θέρμου αποτελούν έναν ενιαίο ορθογωνισμένο χώρο, τους οποίους συνδέει στενόμακρη πλατεία, διαστ. 265 x 21 μ. Η τελευταία πλαισιώνεται στις μακρές πλευρές από την ανατολική και τη δυτική στοά, προς βορρά από το ναό του Απόλλωνος Θερμίου και προς νότο από το λεγόμενο «Βουλευτήριο». Η διαμόρφωση αυτή μοιάζει περισσότερο με «πλατεία οδό», την οποία πλαισιώνουν στοές, σχήμα που συναντάται αργότερα στην Ιταλία και σε άλλες περιοχές, κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο, π.χ. στην Μικρά Ασία, καθ' όλη την διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής. Η Αγορά του Θέρμου μπορεί να χρονολογηθεί στον πρώιμο 3ο αι. π.Χ. και αποτελεί το αρχαιότερο και εντυπωσιακότερο δείγμα της μνημειώδους αυτής χωροταξικής οργάνωσης. Η δε οπτική σύνδεση ναού Απόλλωνος και «Βουλευτηρίου» είχε επιπλέον έναν ακόμη πολιτικής σημασίας χαρακτήρα, να συνδέσει το παλαιό κοινό ιερό με την πολιτική έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Από την άποψη αυτή μπορεί να προσδοθεί στην Αγορά του Θέρμου ο χαρακτήρας της «Ιερής Αγοράς».
Η Αγορά του Θέρμου περιλαμβάνει τρεις στοές (την ανατολική, τη δυτική και τη νότια), το λεγόμενο «Βουλευτήριο» και δύο κρήνες. Οι δύο στοές, η ανατολική και η δυτική, συγκαταλέγονται μαζί με τη νότια στοά, η οποία είναι παράλληλη προς το νότιο σκέλος του τείχους και δεν έχει ανασκαφεί ακόμα, ανάμεσα στις μεγαλύτερες που έχουν βρεθεί όχι μόνον στη Δυτική Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Η κατασκευή τους τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ. Χρησίμευαν όχι μόνο για τις συνεδριάσεις και τις αρχαιρεσίες των αξιωματούχων της Αιτωλικής Συμπολιτείας, αλλά ταυτόχρονα για τη φύλαξη του αρχείου της Συμπολιτείας, των λαφύρων και των χιλιάδων αναθημάτων. Έχουν το σύνηθες σχήμα στοάς που επιχωριάζει στη βορειοδυτική Ελλάδα, με τοίχους στα άκρα της πρόσοψης. Δύο σειρές δωρικών κιόνων, μία στο εσωτερικό και μία στην πρόσοψη, χρησίμευαν για τη στήριξη της στέγης.
Σήμερα είναι ορατές στο εσωτερικό τους μόνον οι λίθινες βάσεις έδρασης των κιόνων αυτών, οι οποίοι θα ήταν ξύλινοι, όπως άλλωστε και ο θριγκός των κτηρίων αυτών. Τα κατώτερα μέρη των τοίχων τους ήταν λίθινα, ενώ η ανωδομή από ωμές πλίνθους. Η ανατολική στοά, διαστ. 173 x 13,50 μ., έχει λίθινο κρηπίδωμα στην πρόσοψη και δύο ανοίγματα στον οπίσθιο τοίχο, μέσω των οποίων λίθινα μνημειώδη κλιμακοστάσια οδηγούσαν σε ψηλότερο της στοάς άνδηρο στους πρόποδες του υψώματος Μεγαλάκκος. Η δυτική στοά, διαστ. 164 x 13,60 μ., είχε στυλοβάτη στην πρόσοψη με μία μόνο λίθινη βαθμίδα και κλειστό δωμάτιο στο βόρειο άκρο. Σε απόσταση 1 μ. περίπου από τον στυλοβάτη της δυτικής στοάς διέρχεται λίθινος αγωγός με διακεκομμένη κάλυψη από ασβεστολιθικές πλάκες.
Μπροστά από την ανατολική στενή πλευρά της νότιας στοάς, την πρόσοψη του «Βουλευτηρίου» και της ανατολικής στοάς σώζονται πληθώρα βάθρων και εξεδρών, διαφόρων τύπων, ορθογωνίων, τετράγωνων, αψιδωτών, πειόσχημων, στα οποία ήταν στημένοι χάλκινοι ανδριάντες, αδιάψευστοι μάρτυρες της ακτινοβολίας του Iερού του Θέρμου. Ειδικός χώρος αμέσως ανατολικά της κρήνης, όπου σήμερα είναι ορατός μεγάλος αριθμός λίθινων βάσεων στηλών, φαίνεται ότι είχε χρησιμεύσει για την έδραση των λίθινων στηλών, στις οποίες αναγράφονταν ψηφίσματα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Η νότια στοά, διαστ. 185x15,40μ., η μεγαλύτερη από τις τρεις, δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Ωστόσο, είναι σήμερα ορατές κατά μήκος της στενής ανατολικής της πλευράς δύο τουλάχιστον λίθινες βαθμίδες από την κρηπίδα του μνημείου.
Οι στοές καταστράφηκαν κατά την διάρκεια της διπλής εισβολής του Φιλίππου Ε΄ στην Αιτωλία το 218 και 206 π.Χ. Λίγο μετά την καταστροφή της η ανατολική στοά ανακατασκευάστηκε και απέκτησε λίθινο θρανίο κατά μήκος του βόρειου και ανατολικού της τοίχου. Η τελική καταστροφή των στοών τοποθετείται μετά την ήττα του Περσέως από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. στην μάχη της Πύδνας, οπότε αρχίζει σταδιακά η ερήμωση και εγκατάλειψη του Ιερού του Απόλλωνος στον Θέρμο.
Η κρήνη της Αγοράς του Θέρμου βρίσκεται στη βορειοδυτική άκρη της «πλατείας οδού» σε απόσταση 9 μ. περίπου από τον βόρειο τοίχο της δυτικής στοάς. Έχει κατασκευαστεί επάνω σε φυσική πηγή που αναβλύζει στη θέση αυτή έως σήμερα και η πρόσοψή της είναι προς τα δυτικά. Έχει το σχήμα ορθογώνιας δεξαμενής, διαστ. 6,18 x 3,60 μ., είναι κατασκευασμένη από μεγάλους ορθογωνισμένους ογκόλιθους, το μέγ. σωζ. ύψος των τοιχωμάτων της είναι 1,50 μ. και έχει πειόσχημη κάτοψη. Το νερό πηγάζει ανάμεσα από τους αραιά τοποθετημένους λίθους της κατώτερης σειράς. Δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, εάν διέθετε κρουνούς. Πλακόστρωτο δάπεδο περιέβαλε τις τρεις πλευρές της, την βόρεια, τη δυτική και τη νότια. Στην πίσω της πλευρά υπάρχει ημικυκλική εξέδρα που βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από αυτή και βλέπει προς την πλατεία της Αγοράς.
Τέλος, το «Βουλευτήριο» ήταν ορθογώνιο κτίσμα, διαστ. 26 x 20 μ., με τρεις βαθμίδες και προστώο στη βόρεια πλευρά, το οποίο δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της στενόμακρης πλατείας της Αγοράς και απέχει μόλις 2 μ. περίπου από την εσωτερική παρειά του νότιου σκέλους του τείχους.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ-ΛΕΥΚΑΔΟΣ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου