Ο Κρατήρας του Δερβενίου, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, θεωρείται ένα από τα πιο περίτεχνα μεταλλικά αγγεία της αρχαίας Ελλάδας που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα. Βρέθηκε το 1962 σε έναν ανέγγιχτο μακεδονικό τάφο που χρονολογείται από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., στο Δερβένι, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ο κρατήρας αυτός αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα εξελιγμένης τεχνικής επεξεργασίας χαλκού.
Με βάρος 40 κιλών, ο κρατήρας είναι κατασκευασμένος από μπρούντζο με υψηλή περιεκτικότητα σε κασσίτερο (περίπου 15%), κάτι που του προσδίδει μια εντυπωσιακή χρυσή γυαλάδα χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί καθόλου χρυσός. Τέτοιου είδους μεγάλα χάλκινα αγγεία, με ανάγλυφη εικονιστική διακόσμηση, όπως αυτός ο κρατήρας, ήταν εξαιρετικά σπάνια στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Jasper Gaunt του Πανεπιστημίου Emory στην Ατλάντα, αυτή η σπανιότητα ίσως δεν οφειλόταν τόσο σε τεχνικούς λόγους, αλλά στο υψηλό κόστος της απαιτούμενης εργασίας./
Η χρήση τόσο μεγάλης κλίμακας εικονιστικής διακόσμησης σε ελληνικά χάλκινα αγγεία ήταν ασυνήθιστη, ιδιαίτερα κατά την Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο. Ο κρατήρας του Δερβενίου, με τη λεπτομερή διακόσμησή του, ξεχωρίζει από την πιο αυστηρή εμφάνιση των χάλκινων αγγείων εκείνης της εποχής. Η διακόσμησή του περιλαμβάνει μυθολογικές μορφές που σχετίζονται με τον Διόνυσο, ενώ στο σώμα του κυριαρχεί μια κύρια ζωφόρος που απεικονίζει έναν γενειοφόρο κυνηγό σε σύνδεση με διονυσιακές σκηνές.
Ο κρατήρας χρησιμοποιήθηκε ως νεκρική λάρνακα για έναν Θεσσαλό αριστοκράτη, του οποίου το όνομα, Αστιούνειος, γιος του Αναξαγόρα από τη Λάρισα (ΑΣΤΙΟΥΝΕΙΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙΟΙ ΕΣ ΛΑΡΙΣΑΣ), είναι χαραγμένο στο αγγείο. Οι κρατήρες ήταν συνήθως αγγεία που χρησιμοποιούνταν για την ανάμειξη κρασιού με νερό και διάφορα μπαχαρικά, και συνήθως χρησίμευαν στις τελετουργίες και τις γιορτές. Κατά την ανασκαφή του, ο κρατήρας περιείχε καμένα οστά που ανήκαν σε έναν άνδρα ηλικίας 35 έως 50 ετών και σε μια νεότερη γυναίκα.
Η ακριβής ημερομηνία και ο τόπος κατασκευής του κρατήρα αμφισβητούνται. Κάποιοι πιστεύουν ότι κατασκευάστηκε γύρω στο 370 π.Χ. στην Αθήνα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι κατασκευάστηκε στη Θεσσαλία, κατά την εποχή της εξέγερσης των Αλευαδών, περίπου το 350 π.Χ. Μερικοί μελετητές το χρονολογούν μεταξύ 330 και 320 π.Χ., αποδίδοντάς το στους χαλκουργούς της βασιλικής αυλής του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η σύνθεση του αγγείου περιλαμβάνει δύο φύλλα μετάλλου που σφυρηλατήθηκαν και ενώθηκαν, ενώ οι λαβές και οι διακοσμητικοί κύλινδροι χυτεύτηκαν ξεχωριστά και προστέθηκαν αργότερα. Η χρήση διαφορετικών μετάλλων, όπως ασήμι, χαλκός και μπρούντζος, εμπλουτίζει τη διακόσμησή του, ενώ φίδια με ένθετες χάλκινες και ασημένιες ρίγες αγκαλιάζουν τις λαβές, αποδίδοντας μια μοναδική αισθητική στο έργο.
Πηγή: www.himara.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου