Το υγρό πυρ και η συμβολή του στην βυζαντινή θαλασσοκρατία

Το υγρό πυρ , λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν και γνωστό στους Δυτικούς ως ελληνικό πυρ ,Λατ. ignis graecus, αγγλικά Greek fire,  ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ.. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό.
  
Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης, και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες και τους Ρως. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του. Το βυζαντινό υγρό πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «ελληνικό πυρ».


Στο Ιερό Παλάτιο - Κωνσταντινούπολη.


Ο Δρουγγάριος Βασιλικός(Αρχηγός του στόλου), χωρίς να πε­ριμένει να δέσει η ναυαρχίδα που είχε αράξει στη μαρμάρινη προκυμαία του Ιερού Πα­λατιού, πήδησε στη στεριά με μια σβέλτη κίνηση . Με γοργό βήμα άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα που είχε δεξιά και αριστερά της δυο λιοντάρια από μάρμαρο, ενώ τον συνόδευαν οι Βαράγγοι που περίμεναν στη στεριά. Από αυτά τα δυο λιοντάρια πήρε και το όνομά του, Παλάτι του Βουκολέοντα .  Ο Μέγας Λογοθέτης τον αρχαιογνώμων. υποδέχτηκε στην είσοδο και τον πήρε μέσα. Πέρασαν την αίθουσα υποδοχής και έφτασαν στο θεωρείο της θάλασσας, όπου τον περίμενε ο αυτοκράτορας Κωνστα­ντίνος ο Δ’. Ο Μέγας Λογοθέτης παρουσίασε τον επισκέ­πτη και αποσύρθηκε αμέσως. Μπροστά στα τρία μεγάλα παράθυρα με πλαίσιο από μάρμαροπου έβλεπαν προς την Προποντίδα, καθόταν ο Κωνσταντίνος στο ανάκλιντρο του πάνω σε μεταξωτά μαξιλάρια κι έπινε κρασί από κούπα στο­λισμένη με πολύτιμα πετράδια. Έκανε μια αδιόρατη κίνηση με το χέρι, καλώντας το ναύαρχο να πάει κοντά του.

 Το παλάτι του Βουκολέοντα, όπως ήταν στις αρχές του 20ού αι.

—      Λέγε λοιπόν, Βασιλικέ, είναι το νέο μας όπλο συντριπτικό όσο η οργή του Θεού; Είδα φωτιές πάνω στη θάλασσα όσο τα πλοία σου κάνανε ελιγμούς. Το μικρό πλοίο όπου φόρτωσες τους Άραβες αιχμαλώτους και το έστειλες στ ανοιχτά, έγινε παρανάλωμα. Είναι λοιπόν τόσο δυνατό όπλο όσο ισχυ­ριζόταν ο δημιουργός του ο Ηλιουπολίτης Καλλίνικος;
Ο Βασιλικός στεκόταν όρθιος και άκουγε με σεβασμό το βασιλιά του, προσπαθώντας, όσο γινόταν, να καλύψει τον ενθουσιασμό του. Έπειτα, πήρε το λόγο.
  
 Ο Κωνσταντίνος Δ' και η συνοδεία του, βυζαντινό μωσαϊκό στη Βασιλική του Αγίου Απολλινάριου στη Ραβένα.

—      Μεγάλε βασιλεύ, το όπλο αυτό είναι όντως συντριπτικό όσο η οργή του Θεού. Όπως γνωρίζετε, είχαμε πάρει και τον Καλλίνικο μαζί μας. Από πριν είχε ετοιμάσει τα βαρέλια που πάνω τους πρόσθεσε ένα σίφωνα δικής του κατασκευής.  Από αυτόν τιναζόταν  ένα υλικό μεταξύ στερεού και υγρού που έπαιρνε φωτιά μόλις  εκσφενδονιζόταν από το σω­λήνα. Η φωτιά πετούσε στον αέρα κάνοντας φρικιαστικό ήχο κι έκαιγε τα πάντα εκεί όπου έπεφτε. Ένα στρώμα μαύρου κα­πνού απλωνόταν παντού και  μύριζε όπως η κόλαση. Το ρίξαμε στο πλοίο με τους αιχμάλωτους. Το σκάφος άρπαξε αμέσως. 

                                 


Οι Άραβες πήδησαν απεγνωσμένα στη θάλασσα. Αλλά καιγόταν και η θάλασσα. Κάηκαν όλοι, μέσα σε φωνές και ουρλια­χτά. Παρακολουθήσαμε το συμβάν από απόσταση ασφαλεί­ας. Η φωτιά έκαιγε μέσα στη θάλασσα σχεδόν μια ολόκλη­ρη ώρα! Όση ώρα εμείς κοιτάζαμε με κομμένη ανάσα κι έκ­πληκτοι, ο Καλλίνικος γελούσε, χτυπούσε τα χέρια και χο­ροπηδούσε εκεί που στεκόταν, σαν μικρό παιδί.αρχαιογνώμων.  Ο αυτοκράτορας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη χαρά που ξεχείλιζε ορμητικά από μέσα του. Άρχισε να γελάει σαν τρε­λός! Το κρασί τινάχτηκε από το ποτήρι και χύθηκε πάνω του.
— Χα χα χα! Το καινούργιο μας όπλο θα ξεράσει θάνα­το στους Σαρακηνούς! Θα τους κάψει η καταστροφική φω­τιά της Ρώμης... Όχι... Όχι... Το καινούργιο μας όπλο θα τ' ονομάσουμε απλά Ρωμαϊκό Πυρ.

Αυθεντική απεικόνιση χρήσης του υγρού πυρός, σε ρωμέϊκο χειρόγραφο  του Ι. Σκυλίτζη.(Εθν Βιβλ. Μαδρίτη) 

-        Αυτό ταιριάζει τέλεια, μεγάλε βασιλεύ...  Ρωμαϊκό πυρ... Μάλιστα... Ωραιότατο... Ο κυβερνήτης της Ιερής Ρώμης, ο εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, ο ισαπόστολος, ο εγγονός του ιδρυτή του Βυζαντίου Μεγάλου Κων­σταντίνου, θα κάψει τους εχθρούς του με τη φωτιά της Ρώμης! Δεν ξέρουν οι αδαείς τι τους περιμένει.
-        Υπάρχει κάτι σημαντικό όμως, Βασιλικέ. Δεν πρέπει να γνωρίζει  κανείς το μυστικό αυτού του όπλου! Θέλω μονάχα το μυστικό αυτό να φυλαχτεί καλά. Να πάρεις μαθητευόμε­νους. αρχαιογνώμων. Η συνταγή του Ρωμαϊκού Πυρός δε θα γραφτεί πουθε­νά. Επί γενεές γενεών θα διδαχτεί περνώντας από μάστορα σε μαθητευόμενο. Και το υλικό δε θα φυλάγεται ποτέ μαζε­μένο όλο στο ίδιο μέρος. Η παραγωγή θα γίνεται με άκρα μυστικότητα σε μέρη που θα 'χει ορίσει ο βασιλεύς.

Περίπου αυτή ήταν η συζήτηση μεταξύ του αρχηγού του στόλου και του αυτοκράτορα Κωνστα­ντίνου του Δ’, του επονομαζόμενου και Πωγωνάτου, κάπου το 668-685 μ.Χ.

Ιστορία

Αναπαράσταση Ρωμέικης άμυνας του 900-1204 μ.Χ. -Ospery pub. 2007.

Λοιπόν το υγρό πυρ ,λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν και γνωστό στους Δυτικούς ως ελληνικό πυρ (Λατ. ignisgraecus, αγγλ. Greekfire) ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ.. οι δε τρόποι χρήσης του υγρού πυρός, ήταν οι εξής:

α)  Εκτοξευόταν από καταπέλτες μέσα σε πήλινες χύτρες γεμάτες με το εν λόγω υγρό, οι οποίες συντρίβονταν στο εχθρικό πλοίο και έτσι προκαλούσαν πυρκαγιά.
β)  Από βαλλίστρες
γ)  Με χειροβομβίδες που γεμίζονταν με υγρό πυρ. 

Χειροβομβίδες που γεμίζονταν με υγρό πυρ. Φρούριο των Χανίων,  10ος και 12ος αι. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.




3 φωτ. - Κεραμικά ρωμέϊκα βομβίδια 490 γρ. 12,3 εκ. για χρήση του υγρού πυρός του 10 ου αιώνα  -Ιδιωτική συλλογή Λονδίνο Arms & Armor 1950

δ) Αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες. Αυτοί ή ήταν φορητοί, ή  ήταν τοποθετημένοι στην πλώρη των πλοίων. Οι σίφωνες (σιφώνια), ήταν χάλκινοι σωλήνες, απ' όπου εκτοξευόταν  το υγρό πυρ, το οποίο είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό. Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των αράβων πολιορκητών της Κωνσταντινούπολης, και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους  Άραβες και τους Ρώς.


Εδώ βλέπουμε ένα σύγχρονο σχέδιο του πως πιθανώς να λειτουργούσε ένας τέτοιος σίφωνας. Αποτελείται από μία αντλία από μια αεροστεγώς κλεισμένη χύτρα, μια θερμική εστία, μια βαλβίδα, ένα ακροφύσιο  και τέλος μια πηγή φλόγας που πυροδοτούσε το εξερχόμενο υγρό.

Τα πλοία πάνω στα οποία προσαρμοζόταν ο μηχανισμός εκτόξευσης του υγρού πυρός ήταν οι περίφημοι βυζαντινοί δρόμωνες.

Οι τρόποι παραγωγής του όπως και τα συστατικά του περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του. Το βυζαντινό αρχαιογνώμων. υγρό πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «ελληνικό πυρ».

  

Ρωμιός στρατιώτης της Αυτοκρατορίας εκτοξεύει «ελληνικό πυρ » - Codex Vaticanus Graecus 1605

Εμπρηστικές ουσίες, βασιζόμενες σε θειάφι, πίσσα ή πετρέλαιο, χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς αιώνες πριν την εφεύρεση του υγρού πυρός. Η χρήση εμπρηστικών βελών και δοχείων με εύφλεκτες ουσίες ανάγεται και στους Ασσυρίους τον 9ο αιώνα π.χ., και ήταν ευρέως διαδεδομένη και στον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Λεπτομέρεια της άνω φωτογραφίας.
Ο  Θουκυδίδης αναφέρει ακόμα και τη χρήση πρωτόλειων φλογοβόλων κατά την  πολιορκία του Δηλίου το 424 π.Χ.. Για πρώτη φορά αναφέρεται η χρήση φλογοβόλων στη θάλασσα, επί Αναστασίου Α΄, το 515 μ.Χ , που εφηύρε ο Αθηναίος φιλόσοφος Πρόκλος, για να νικήσει το στόλο του στασιαστή στρατηγού Βιταλιανού.

Σύμφωνα με την αφήγηση του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή, το υγρό πυρ εφευρέθηκε περί το 672 μ.Χ., από έναν μηχανικό από την Ηλιόπολη της Συρίας ονόματι  Καλλίνικο, ο οποίος κατέφυγε στη βυζαντινή πρωτεύουσα από την αραβοκρατούμενη πατρίδα του. Η αυθεντικότητα και ακρίβεια της αφήγησης είναι αμφίβολες, καθώς ο Θεοφάνης αναφέρει τη χρήση πυρφόρων και σιφονοφώρων πλοίων μερικά χρόνια πριν την υποτιθέμενη άφιξη του Καλλίνικου στη Κωνσταντινούπολη. Εάν δεν οφείλεται σε απλή χρονολογική σύγχυση, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Καλλίνικος απλώς εισήγαγε μια βελτιωμένη έκδοση ενός ήδη υπάρχοντος όπλου.

Να τι γράφει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής στη  Χρονογραφία του.

...Τότε Καλλίνικος ἀρχιτέκτων ἀπὸ Ἡλιουπόλεως Συρίας προσφυγὼν τοῖς Ῥωμαίοις πῦρ θαλάσσιον κατασκευάσας τὰ τῶν Ἀράβων σκάφη ἐνέπρησεν, καὶ σύμψυχα κατέκαυσεν. Καὶ οὕτως οὶ Ῥωμαίοι μετὰ νίκης ὑπέστρεψαν καὶ τὸ θαλάσσιον πῦρ εὖρον . Έτος Κόσμου 6165.

Σύμφωνα με την αφήγηση του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή, το υγρό πυρ εφευρέθηκε περί το 672 μ.Χ., από έναν μηχανικό από την Ηλιόπολη της Συρίας ονόματι Καλλίνικο, ο οποίος κατέφυγε στη βυζαντινή πρωτεύουσα από την αραβοκρατούμενη πατρίδα του.[Pryor & Jeffreys 2006, σελίδες 607–609]
Η αυθεντικότητα και ακρίβεια της αφήγησης είναι αμφίβολες, καθώς ο Θεοφάνης αναφέρει τη χρήση πυρφόρων και σιφονοφώρων πλοίων μερικά χρόνια πριν την υποτιθέμενη άφιξη του Καλλίνικου στη Κωνσταντινούπολη.[Theophanes & Turtledove 1982, σελ. 52] αρχαιογνώμων. Εάν δεν οφείλεται σε απλή χρονολογική σύγχυση, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Καλλίνικος απλώς εισήγαγε μια βελτιωμένη έκδοση ενός ήδη υπάρχοντος όπλου.[Roland 1992, σελ. 657; Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 608]


Ο ιστορικός Τζέημς Πάρτινγκτον (James R. Partington) επίσης πιστεύει ότι η ανακάλυψη του υγρού πυρός δεν ήταν το έργο ενός ανθρώπου, αλλά μιας ομάδας «χημικών στη Κωνσταντινούπολη οι οποίοι είχαν κληρονομήσει τις ανακαλύψεις της Αλεξανδρινής χημικής σχολής».[Partington 1999, σελίδες 12–13]
 Ο ιστορικός του 11ου αιώνα Γεώργιος Κεδρηνός όντως αναφέρει ότι ο Καλλίνικος καταγόταν απο την Ηλιόπολη της Αιγύπτου, και όχι της Συρίας, αλλά οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές απορρίπτουν την πληροφορία αυτή ως λανθασμένη.[Forbes 1959, σελ. 80]

Ο Κεδρηνός επίσης αναφέρει ότι οι απόγονοι του Καλλίνικου, ονομαζόμενοι «Λαμπροί», κατείχαν το μυστικό της παραγωγής του υγρού πυρός και συνέχιζαν να το κατέχουν επί των ημερών του. Και αυτή η ιστορία θεωρείται μάλλον απίθανη από τους ιστορικούς, σχετιζόμενη μάλλον με τη ονομασία «πυρ λαμπρόν» που δινόταν συχνά στο υγρό πυρ.[Pryor & Jeffreys 2006, σελ. 608]

Ανακατασκευή χειροσίφωνα εκτοξευτή υγρού πυρός 

Άλλοι ιστορικοί  πιστεύουν ότι η ανακάλυψη του υγρού πυρός δεν ήταν το έργο ενός ανθρώπου, αλλά μιας ομάδας «χημικών στη Κωνσταντινούπολη οι οποίοι είχαν κληρονομήσει τις ανακαλύψεις της Αλεξανδρινής χημικής σχολής». 
Ο ιστορικός του 11ου αιώνα Γεώργιος Κεδρηνός επίσης αναφέρει ότι οι απόγονοι του Καλλίνικου, ονομαζόμενοι «Λαμπροί», κατείχαν το μυστικό της παραγωγής του υγρού πυρός και συνέχιζαν να το κατέχουν επί των ημερών του.


 Η εφεύρεση του υγρού πυρός ήρθε σε μια κρίσιμη για την Ρωμιοσύνη  στιγμή. Εξασθενημένοι από δεκαετίες πολέμων με τους Σασσανίδες, οι Βυζαντινοί στάθηκαν ανίκανοι να αναχαιτίσουν την επέλαση των νεοφώτιστων Αράβων πολεμιστών του Ισλάμ. 
Εντός μιας γενιάς, η Συρία, η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία έπεσαν αρχαιογνώμων.  στα χέρια των Αράβων, που περί το 672 εξαπέλυσαν την πρώτη τους μεγάλη επίθεση κατά της ίδιας της Κωνσταντινούπολης.
 Εκεί το υγρό πυρ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με εξαιρετικά αποτελέσματα ενάντια στον αραβικό στόλο. 
Η χρήση του συνέβαλε τα μέγιστα στην απόκρουση των δύο αραβικών πολιορκιών της πρωτεύουσας.



Μέχρι το 679, ο χαλίφης Μουαΐγια, μη μπορώντας να διασπάσει την βυζαντινή άμυνα, συμφωνεί στους όρους ειρήνης που του προτείνει ο Αυτοκράτορας και λύνει την πολιορκία. Η πενταετής αντίσταση στους Άραβες έκανε τον Αυτοκράτορα πολύ δημοφιλή.
Οι αναφορές στη χρήση του σε ναυμαχίες κατά των Αράβων αργότερα είναι σποραδικές, αλλά συνέβαλε σε αρκετές βυζαντινές νίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της επανάκτησης τον 9ο και 10ο αιώνα. 

Χειροσίφωνες Ρωμιών εναντίων των Ρως

Η ουσία χρησιμοποιήθηκε και στις εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου, κυρίως κατά τη θεματική εξέγερση του 727 μ.Χ. και την εξέγερση του Θωμά του Σλάβου το 821–823. Και στις δύο περιπτώσεις, οι στόλοι των στασιαστών ηττήθηκαν από τον αυτοκρατορικό στόλο της Κωνσταντινούπολης με τη χρήση του υγρού πυρός. Εξέχουσα θέση κατέχει το υγρό πυρ και στις συγκρούσεις με τους Ρως και τις επιδρομές τους κατά της Αυτοκρατορίας.

Η σημασία του υγρού πυρός κατά τον αγώνα του Βυζαντίου με τους Άραβες οδήγησε στη δημιουργία ενός μύθου που του απέδιδε θεϊκή προέλευση. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (945–959) στο έργο του Προς τον ίδιον Υιόν Ρωμανόν , προειδοποιεί το γιο και διάδοχό του, Ρωμανό Β΄, να μην αποκαλύψει ποτέ το μυστικό της παρασκευής του στους ξένους, λέγοντας ότι. «καὶ αὐτὸ απὸ τοῦ  Θεοῦ δι' ἀγγέλου τῷ μεγάλῳ καὶ πρώτῳ βασιλεῖ Χριστιανῷ, ἁγίῳ Κωνσταντίνῳ ἐφανερώθη καὶ ἐδιδάχθη» και ότι ο άγγελος του παρήγγειλε όπως «ἐν μόνοις τοῖς Χριστιανοῖς καὶ τῇ ὑπ' αὐτῶν βασιλευομένῃ πόλει κατασκευάζηται, ἀλλαχοῦ δε μηδαμῶς, μήτε εἰς ἔτερον ἕθνος τὸ οἱονδήποτε παραπέμπηται, μήτε διδάσκηται» (13.73–84).

Προσθέτει δε ότι μια φορά, ένας στρατηγός που δωροδοκήθηκε ώστε να παραδώσει την ουσία σε εχθρικά χέρια, κάηκε από ουράνιο πυρ καθώς έμπαινε σε μια εκκλησία. 
 Όπως καταδεικνύει και το τελευταίο περιστατικό, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αποφύγουν περιστατικά όπου το μυστικό τους όπλο έπεσε στα χέρια των εχθρών τους: οι πηγές καταγράφουν τουλάχιστον μία αιχμαλωσία πυρφόρου πλοίου από τους Άραβες το 827, και οι Βούλγαροι κυρίεψαν αρκετούς σίφωνες και την ίδια την ουσία το 812/814.
 Καθώς όμως τα μυστικά της παρασκευής και χρήσης του παρέμεναν ανέπαφα, δεν μπόρεσαν να αντιγράψουν το πλήρες σύστημα. Οι Άραβες όντως αργότερα χρησιμοποίησαν ουσίες παρόμοιες με το υγρό πυρ, αλλά  ποτέ δεν χρησιμοποίησαν σίφωνες, παρά μόνο καταπέλτες και χειροβομβίδες.

Χειροβομβίδες Ρωμιών του 1450 περίπου από την Κωνσταντινούπολη .Μάλλον ανήκουν στην πολιορκία της Πόλεως από τούς Οθωμανούς και δεν πρόλαβαν αν χρησιμοποιηθούν εναντίων τους

Το υγρό πυρ συνέχισε να αναφέρεται στις πηγές έως και τον 12ο αιώνα. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ζωντανή περιγραφή μιας ναυμαχίας μεταξύ των Ρωμιών και των  Πιζανών (εκ της Πίζας) το 1099. Κατά τις πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από την Δ΄ Σταυροφορία το 1203/1204 όμως, αρχαιογνώμων. παρά την παρουσία πρόχειρων πυρπολικών, καμία πηγή δεν αναφέρει τη χρήση υγρού πυρός. Φαίνεται ότι είχε πλέον εγκαταλειφθεί, είτε επειδή το μυστικό της σύστασής του είχε χαθεί, είτε επειδή το Βυζάντιο είχε χάσει την επαφή του με τις περιοχές – τον Καύκασο και τις ανατολικές ακτές του Εύξεινου – από όπου αντλούσε τις πρώτες ύλες για την παρασκευή το


Η Παραγωγή του 

Όπως δείχνουν και οι προειδοποιήσεις του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τα συστατικά και η διαδικασίες παραγωγής αλλά και εξαπόλυσης του υγρού πυρός ήταν άκρως απόρρητα μυστικά. Η μυστικότητα που το περιέβαλλε ήταν τόση, που η σύνθεση του υγρού πυρός χάθηκε, και έκτοτε αποτελεί αντικείμενο διαφόρων εικασιών. 

Ανά τους αιώνες, η αναζήτηση της χαμένης αυτής φόρμουλας έχει μονοπωλήσει σχεδόν την έρευνα γύρω από το υγρό πυρ. Εντούτοις, το υγρό πυρ πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα αποτελούμενο από διάφορα επιμέρους κομμάτια, τα οποία ήταν όλα απαραίτητα για την αποτελεσματική του δράση. 

Πέραν της φόρμουλας της εμπρηστικής ουσίας καθ' εαυτής, το σύστημα περιλάμβανε τους πυρφόρους δρόμωνες, τη συσκευή που θέρμαινε και έθετε υπό πίεση την ουσία, το σίφωνα που την εξαπέλυε, και την ειδική εκπαίδευση των χειριστών του συστήματος, των λεγόμενων σιφωναρίων. 


Σιφωνάριοι εν δράση 

Οι διάφοροι χειριστές και τεχνίτες του συστήματος είχαν κατά πάσα πιθανότητα γνώση μόνο ενός επιμέρους εξαρτήματος, εξασφαλίζοντας ότι κανένας εχθρός δεν θα μπορούσε με μιας να αποκτήσει πλήρη γνώση του. 
Έτσι εξηγείται πως όταν το 814 μ.Χ.  οι Βούλγαροι πήραν τις πόλεις Μεσημβρία και Δεβελτό και βρήκαν εκεί 36 σίφωνες και ποσότητες της εμπρηστικής ουσίας, στάθηκαν ανίκανοι να τα χρησιμοποιήσουν.

Οι πληροφορίες για το υγρό πυρ είναι αποκλειστικά έμμεσες, βασιζόμενες σε διάφορες αναφορές στα βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια και σε ιστορικά έργα όπως την Αλεξιάδα αλλά και δυτικοευρωπαϊκά χρονικά, που όμως συχνά είναι ανακριβή.

Απόσπασμα από τα Ναυμαχικά του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄: Και ο δρόμωνας (βυζαντινό πολεμικό πλοίο) ας έχει σε κάθε περίπτωση μπροστά στην πλώρη σιφώνιο, φτιαγμένο από χαλκό, με τον οποίο να εκτοξεύει το υγρόν πυρ κατά των εχθρών. […] Εμείς συμβουλεύουμε να εκτοξεύονται και χύτρες γεμάτες με υγρόν πυρ, κατά τη μέθοδο συσκευασίας που υποδείχτηκε πιο πάνω· όταν συντριβούν οι χύτρες, τα πλοία των εχθρών θα αρπάξουν εύκολα φωτιά. Πρέπει να χρησιμοποιείται και μια άλλη μέθοδος: η ρίψη με το χέρι μικρών σιφωνίων, των χειροσιφώνων, που τα κρατούν οι στρατιώτες πίσω από τις σιδερένιες ασπίδες τους. […]. Μ’ αυτά το υγρόν πυρ θα εκτοξεύεται καταπρόσωπα στους εχθρούς. Ναυμαχικά Λέοντος ΣΤ', έκδ. A. Dain, Παρίσι 1943, 20 και 29-30.

Στην Αλεξιάδα, η Άννα Κομνηνή παρέχει (XIII.3.6) μια συνταγή για μια εμπρηστική ύλη, που η βυζαντινή φρουρά του Δυρραχίου χρησιμοποίησε το 1108 κατά των Νορμανδών. Συχνά έχει ερμηνευθεί ως μια, μερική έστω, συνταγή για το υγρό πυρ: (διαφ. 25).
Τοῦτο δὲ τὸ πῦρ ἀπὸ τοιούτων μηχανημάτων αὐτοῖς διεσκεύαστο. Ἀπὸ τῆς πεύκης καὶ ἄλλων τινῶν τοιούτων δένδρων ἀειθαλῶν συνάγεται δάκρυον εὔκαυστον. Τοῦτο μετὰ θείου τριβόμενον ἐμβάλλεταί τε εἰς αὐλίσκους καλάμων καὶ ἐμφυσᾶται παρὰ τοῦ παίζοντος λάβρῳ καὶ συνεχεῖ πνεύματι, κᾆθ' οὕτως ὁμιλεῖ τῷ πρὸς ἄκραν πυρὶ καὶ ἐξάπτεται καὶ ὥσπερ πρηστὴρ ἐμπίπτει ταῖς ἀντιπρόσωπον ὄψεσι.

 Δυτικές αναφορές στο περίφημο ignis graecus είναι επίσης γενικά αναξιόπιστες, καθώς αποδίδουν την ονομασία αυτή αδιακρίτως σε κάθε είδους εμπρηστικές ουσίες.


Οι μόνες βέβαιες πληροφορίες που περιγράφουν το υγρό πυρ και τη συμπεριφορά του είναι:

1  Η ουσία συνέχιζε να καίει στο νερό, και, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, αναφλεγόταν στην επαφή του με τον νερό. Επιπλέον, όπως αναφέρεται σε αρκετές πηγές, μπορούσε να σβηστεί μόνο από ορισμένες ουσίες όπως άμμο, που του στερούσε οξυγόνο, δυνατό ξύδι, και ούρα, προφανώς μέσω κάποιας χημικής αντίδρασης.

2  Όπως φαίνεται και από το όνομά του αλλά και από περιγραφές, ήταν υγρό και όχι κάποιας μορφής βλήμα.

3 Στη θάλασσα, συνήθως εκτοξευόταν από σίφωνες, αν και κεραμικά δοχεία και βομβίδες γεμισμένες με υγρό πυρ ή παρόμοιες ουσίες επίσης χρησιμοποιούνταν.

4 Η εκτόξευση του υγρού πυρός συνοδευόταν από πολύ θόρυβο («βροντή») και καπνό.


Ποιητική αδεία ας φαντασθούμε έναν διάλογο μεταξύ του Καλλίνικου  και ενός πιθανού βοηθού του στο πέτρινο κτίριο που βρισκόταν στον 13ο ρεγεώνα, κι ήταν θωρακισμένο σαν κάστρο με ψήλους τοίχους.

-        Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός πάντα, Δημήτρη...
Μια δόση ταρταρικό οξύ που το αποκτάς από του κρασιού το κατακάθι, μέσα σε αγνό θειάφι... Ύστερα μισή δόση ρη­τίνης, που τη λένε και περσική μαστίχα. Και πιο ύστερα προσθέτω δυο μεζούρες πίσσα . Το πιο σπουδαίο είναι αυτή η υγρή λάσπη... Βρίσκεται στην Κασπία Θάλασσα της περσικής χώρας και στον Καύκασο...αρχαιογνώμων.  Οι Πέρσες λατρεύουν σαν θεό αυτό το χώμα που καίγεται χωρίς ποτέ να σβήνει! Από αυτό θα βάλουμε τέσσερις μεζού­ρες. Μια μεζούρα ρετσίνι του δέντρου και η συνταγή μας είναι έτοιμη σχεδόν... Ας τα βάλουμε τώρα στο καζάνι να τα ανακατώσουμε καλά και μετά να βράσουν στη φωτιά... Μάλιστα! Άρχισε η βράση... Δημήτρη άνοιξε εκείνο το παράθυρο πίσω! Ο καπνός με αρρωσταίνει... Εντάξει, ας κατεβάσουμε τώρα το καζάνι από τη φωτιά... Να ανακατώσουμε μέσα κι αυτά εδώ τα ρινίδια και θα έχουμε τελειώσει... Τώρα θα κάνουμε τη δοκιμή σ' ένα μικρό δοχείο. Μάλιστα! Να το δούμε με τη φωτιά Δημήτρη... Μόνο να κρατάς το δαδί από μακριά... Ναι, έτσι...

Μια φανταστική απόδοση σίφωνα του ελληνικού πυρός από σημερινό καλλιτέχνη 

Θεωρίες περί σύστασης

Η πρώτη, και για πολύ καιρό πιο διαδεδομένη, θεωρία σχετικά με τη σύσταση της εμπρηστικής ύλης ήταν ότι το κύριο συστατικό ήταν νιτρικό κάλιο, ουσιαστικά δηλαδή ότι το υγρό πυρ ήταν μια πρώιμη μορφή πυρίτιδας. Η θεωρία αυτή προήλθε από την περιγραφή έντονου θορύβου και καπνού κατά την εκτόξευση, καθώς και από την απόσταση στην οποία μπορούσε να εκτοξευθεί το όπλο, που ερμηνεύτηκαν ως προϊόντα εκρηκτικής αντίδρασης.
 Πολλοί ερευνητές υποστήριξαν τη θέση αυτή, και πρωτίστως η λεγόμενη "Γαλλική Σχολή" το 19ο αιώνα, που περιελάμβανε το διάσημο χημικό Μαρσελέν Μπερτελό. Έκτοτε η θεωρία αυτή έχει απορριφθεί, καθώς το νιτρικό κάλιο δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πολεμικούς σκοπούς στην Ευρώπη ή τη Μέση Ανατολή πριν τον 13ο αιώνα, και απουσιάζει πλήρως από τα έργα των Αράβων, εξεχόντων χημικών στον μεσογειακό  κόσμο, πριν από την περίοδο αυτή.
 Επιπλέον, η φύση του προτεινόμενου μίγματος δεν συμβαδίζει με τα χαρακτηριστικά της δια σίφωνος εκτοξευόμενης ουσίας των βυζαντινών πηγών.

Μια δεύτερη άποψη, βασιζόμενη στο γεγονός ότι το υγρό πυρ δεν έσβηνε στο νερό – σύμφωνα δε με ορισμένες πηγές το νερό την έκανε να καίει πιο έντονα – θεώρησε ότι η εμπρηστική ουσία βασιζόταν σε ένα μείγμα με βάση τη μη εσβεσμένη άσβεστο. 
Αν και η άσβεστος ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς αλλά αρχαιογνώμων.  και αργότερα στους Άραβες, οι οποίοι ελάμβαναν γνώση από την ελληνική αυτοκρατορία ,  η θεωρία αυτή καταρρίπτεται από λογοτεχνικά και εμπειρικά στοιχεία. 

Ένα μείγμα βασισμένο στην άσβεστο θα πρέπει να έρθει σε επαφή με νερό για να αναφλεγεί, ενώ τα Τακτικά του αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ καταγράφουν ότι η ουσία συχνά χυνόταν απευθείας στο κατάστρωμα εχθρικών πλοίων. 
Ομοίως, ο αυτοκράτορας αναφέρει τη χρήση βομβίδων, πράγμα που ενισχύει την άποψη ότι η επαφή με νερό δεν ήταν απαραίτητη για να ανάψει η ουσία του υγρού πυρός. Επιπλέον μια σειρά πειραμάτων απέδειξαν ότι τα αποτελέσματα της αντίδρασης ασβέστου-νερού θα ήταν αμελητέα υπό πραγματικές συνθήκες στη θάλασσα.
 Μια άλλη παρόμοια θεωρία πρότεινε την πιθανότητα ο Καλλίνικος να είχε ανακαλύψει το φωσφορούχο ασβέστιο, το οποίο όταν έλθει σε επαφή με νερό παράγει την εξαιρετικά εύφλεκτη φωσφίνη, η οποία αναφλέγεται αυτόματα. Και εδώ όμως εκτεταμένα πειράματα απέτυχαν να προσεγγίσουν την περιγραφόμενη ένταση του υγρού πυρός.
Ακτή του Εύξεινου Πόντου (οι πηγές γύρω από το σημερινό Τμουτορακάν)

Αν και η παρουσία ασβέστου ή/και νιτρικού καλίου στο μείγμα δεν μπορεί να αποκλειστεί, είναι φανερό πως δεν αποτελούσαν το κύριο συστατικό. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν ότι το υγρό πυρ βασιζόταν στο πετρέλαιο, κατεργασμένο ή μη. 
Οι Βυζαντινοί είχαν εύκολη πρόσβαση σε ακατέργαστο πετρέλαιο από τις φυσικές πηγές στην ανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου (λ.χ. οι πηγές γύρω από το σημερινό Τμουτορακάν που αναφέρονται και από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο) ή σε διάφορες άλλες περιοχές στη Μέση Ανατολή.

 Είναι ενδεικτικό ότι μια από τις ονομασίες του υγρού πυρός ήταν «μηδικό πυρ», και ότι ο ιστορικός  Προκόπιος ο Καισαρεύς (500-565 μ.Χ.) καταγράφει ότι το ακατέργαστο πετρέλαιο ήταν γνωστό ως «νάφθα» ή «μηδικό έλαιο». 
Υπάρχει επίσης και ένα λατινικό χειρόγραφο του 9ου αιώνα, φυλασσόμενο στην Γερμανία, που αναφέρει τα συστατικά μιας ουσίας που μοιάζει να είναι το υγρό πυρ, καθώς και τη λειτουργία των σιφώνων για την εκτόξευσή του. 
Αν και το κείμενο περιέχει διάφορες ανακρίβειες, αναφέρει ξεκάθαρα τη νάφθα ως το κύριο συστατικό.
 Διάφορες ρητίνες πιθανότατα προστίθενται ως πηκτικό (η Στρατηγική έκθεση και σύνταξη του Νικηφόρου Φωκά αναφέρει το υγρό πυρ ως «πυρ κολλητικόν») και για να αυξήσουν τη διάρκεια και ένταση της καύσης.
Η σημασία του Υγρού Πυρός στην Ιστορία

Γιατί , όμως, ήταν τόσο σημαντικό γεγονός η ύπαρξη ενός δραστικού όπλου στη θάλασσα; Τι ρόλο έπαιζε η θάλασσα για την συνοχή και την κυριαρχία της Ρωμιοσύνης  ; Και για ποια θάλασσα μιλάμε;

 Ειπώθηκε ότι για αιώνες η Μεσόγειος είχε μονοπωλήσει την παγκόσμια ιστορία. Ονόμασαν έτσι τη θάλασσα αυτή, μητέρα των πολιτισμών, τροφό της Ευρώπης· να προσθέσουμε ότι είναι επίσης η πατρίδα των τριών μονοθεϊσμών, εκτός της ορφικής σκέψης ,δηλαδή του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, που καθοδηγούν οι δύο τελευταίες πάνω από το ήμισυ των κατοίκων της γης. αρχαιογνώμων. Οι Ρωμιοί «Βυζαντινοί»  την θεώρησαν κέντρο της αχανούς αυτοκρατορίας τους, όπως άλλωστε και η δυτική πια  Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ,mare nostrum την αποκάλεσαν. 

Εδώ επιτελέσθηκαν τα κατορθώματα του Οδυσσέα, οι προσπάθειες του Πυθέα και των πρωτοπόρων Ελλήνων που στην αρχαιότητα αποίκησαν όλες σχεδόν τις ακτές της.  Καρδιά λοιπόν της βυζαντινής γης ήταν η Μεσόγειος θάλασσα – σχήμα οξύμωρο, που εκφράζει όμως μιαν αδιάψευστη ιστορική αλήθεια.
Το πιο εύγλωττο μνημείο, το πιο πλούσιο ντοκουμέντο της ελληνικής ιστορίας κάθε εποχής είναι αναμφισβήτητα η θάλασσα- και η θάλασσα αυτή έχει όνομα: Μεσόγειος. Οι Βυζαντινοί την έλεγαν Πέλαγος και ήταν γι' αυτούς η κατεξοχήν θάλασσα που για χρόνια η κάθε της ακτή όριζε ένα κομμάτι του αυτοκρατορικού εδάφους. Τρεις ολόκληρους αιώνες (από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα), στα χρόνια δηλαδή της κοσμοκρατορίας της ρωμιοσύνης  , η Μεσόγειος ήταν πραγματική ρωμέϊκη  λίμνη.




 Γύρω της συσπειρώνονταν οι αυτοκρα­τορικές κτήσεις της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης. 
Ο κόσμος που εκτείνεται από τις Ηράκλειες στήλες [το σημερινό Γιβραλτάρ] ως την Αζοφική θάλασσα, υπακούει στα κελεύσματα της Νέας Ρώ­μης, της Κωνσταντινούπολης. 
Όλα τα έθνη της γης εμπορεύονται με βάση το ρωμέϊκο νόμισμα [το «δολάριο του Μεσαίωνα»], απόδειξη αδιάψευστη του μεγαλείου της αυτοκρατορίας, όπως έγραψε ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης τον 6ο αιώνα. 
 Όλοι οι διηπειρω­τικοί θαλάσσιοι άξονες καταλήγουν στην Πόλη και στα λιμάνια της, όπως στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όλοι οι δρόμοι κατέληγαν στη Ρώμη.
 Ο πλούτος και το μεγαλείο της Πόλης και της αυτοκρατορίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ναυτικές επικοινωνίες. 
Τα πολεμικά πλοία των δρομώνων, των χελανδίων, των εμπορικών κουμπαρέων, των πλουτοφόρων δηλαδή μέσων της εποχής, όργωναν το Πέλαγος και  ταύτιζαν τη θαλασσοκρατία με την κοσμοκρατορία.
Δρόμων

Στο στόλο των Βυζαντινών ανήκαν οι δρόμωνες, οι πάμφυλοι, που ήταν μικρότεροι των δρομώνων, οι μονήρεις ελάσσονες δρόμωνες για ανιχνεύσεις, οι γαλέες (γαλέρες), τα βοηθητικά σανδάλια, τα ιππαγωγά χελάνδια , τα μεταγωγικά καματηρά καράβια κ.ά. Το κατ' εξοχήν πολεμικό πλοίο των Βυζαντινών ήταν ο δρόμων ένα ελαφρύ και ευκίνητο πλοίο, το οποίο συχνά διέφερε ως προς τον τύπο και τις διαστάσεις του. αρχαιογνώμων. Οι δρόμωνες ήταν εξοπλισμένοι με διαφόρων ειδών πολεμικές μηχανές και κατασκευές (ξυλόκαστρα, τοξοβολίστρες, κ.α.) και τους περίφημους σίφωνες (περί τα τέλη του 7ου αιώνα), με τους οποίους εκτόξευαν το υγρό πυρ που έκαιγε τα εχθρικά πλοία. Τα πλοία αυτά αναφέρονται ως σιφωνοφόροι δρόμωνες ή κακκαβοπυρφόροι.Ο δρόμων έφερε δύο σειρές κουπιών ανά πλευρά, με δυο κωπηλάτες ανά κουπί (ήταν δηλαδή σύμφωνα με την αρχαία ναυτική ορολογία δίκροτη τετριήρης) με πλήρωμα περίπου 200 ερέτες (κωπηλάτες). Έφερε επίσης ιστίο (πανί) στον κύριο ιστό του (κατάρτι). Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν όμως την από κοντά μάχη με τον εχθρό.

και το Χελάνδιο εκτόξευε υγρό πυρ 



Το χελάνδιον ήταν Βυζαντινό πολεμικό πλοίο με δύο τουλάχιστον ιστούς. Υπήρχαν δύο βασικές παραλλαγές: το «ουσιακόν χελάνδιον» με πλήρωμα περ. 110 ατόμων (δηλ. μία «ουσία»), και το μεγαλύτερο «πάμφυλον χελάνδιον» με πλήρωμα 120 έως 160 ατόμων (το όνομα δηλώνει είτε προέλευση από την Παμφυλία αρχαιογνώμων.  είτε επάνδρωση με διαλεχτά πληρώματα, από το πάν+φύλον). Εκινείτο με κουπιά αλλά και με τη βοήθεια δύο τετράγωνων ιστίων, ένα σε κάθε ιστό. Στην πλώρη του έφερε ειδική κατασκευή για να εξακοντίζεται το υγρό πυρ.

Αν και τον 9ο αι. πρόκειται για ένα ιδιαίτερο τύπο πλοίου στο β΄μισό του 10ου αι. κατέληξε να ταυτισθεί με τον δρόμωνα. Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν την από κοντά μάχη με τον εχθρό. Συχνά χρησιμοποιήθηκε σαν ιππαγωγό.

 Ο Δρόμων ή Δρόμωνας λοιπόν οπως αναφέραμε πιο πάνω υπήρξε ο επικρατέστερος τύπος πλοίου του Βυζαντινού πολεμικού ναυτικού. Το βυζαντινό ναυτικό λεγόταν Βασιλικό Πλώιμον .Η ονομασία Δρόμων ήταν ρωμαίικη  και αναφέρεται σε πλοία που έμοιαζαν με την τριήρη πλην όμως ήταν μακρύτερα και ο θρόνος ήταν σκεπαστός

Ο Δρόμων έφερε δύο σειρές κουπιών ανά πλευρά, 50 ανά πλευρά δηλ σύνολο 100, με δυο κωπηλάτες ανά κουπί (ήταν δηλαδή σύμφωνα με την αρχαία ναυτική ορολογία διήρης) με πλήρωμα περίπου 200 ερέτες (κωπηλάτες).  Έφερε επίσης ιστία (πανιά) με  τρία ή δύο κατάρτια με τετράγωνα και τριγωνικά πανιά . Το μήκος του ήταν 50 μ. περίπου και το πλάτος του 9 μ. Ήταν πολύ γρήγορο και ευκίνητο πλοίο. Προήλθε από τις τριήρεις και ήταν ο πρόδρομος της γαλέρας. Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν όμως την εκ  του σύνεγκης  μάχη με τον εχθρό.
 Χάρη στην εσωτερική θάλασσα της αυτοκρατορίας, χά­ρη στη Μεσόγειο, η Κωνσταντινούπολη εξασφάλισε την κυριαρχία της στα εκτεταμένα εδάφη της αυτοκρατορίας, διότι η θάλασσα αυτή  αποτελούσε τον κύριο παράγοντα της εδαφικής συνοχής του Βυζαντίου.`



 Αυτή η ίδια η ζωή της βυζαντινής πρωτεύουσας εξαρτιόταν από τη θάλασσα. Η προμήθεια σιταριού της Κωνσταντινούπολης από τους αι­γυπτιακούς σιτοβολώνες γινόταν χάρη στα σιτοφόρα πλοία του αυτο­κρατορικού στόλου. Τα βιοτεχνικά προϊόντα των δημόσιων και των ιδιωτικών εργαστηρίων των βυζαντινών πόλεων, το πλεόνασμα της γε­ωργικής παραγωγής της αυτοκρατορίας [το λάδι, τα κρασιά κ.ά.] διο­χετεύονταν στις μακρινές αγορές της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του βαρβαρικού κόσμου (Γότθων, Βησιγότθων κ.ά.) χάρη στις ναυ­τικές επιχειρήσεις των εφοπλιστών-εμπόρων της εποχής, των «ναυ­κλήρων» και του συνεταιρισμού τους, που έπαιζε το ρόλο εμπορικής τράπεζας και γραφείου επενδύσεων.
 Η πεποίθησης των Βυζαντινών ότι η θαλασσοκρατία είναι απαραίτητη προϋπόθεση της παγκόσμιας κυριαρχίας εκφράζεται στον λόγο του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά στον πρέσβη του Γερμανού αυτοκράτορα, στον επίσκοπο της Κρεμώνας Λιουτπράνδρο: «η κυριαρχία του κόσμου μου ανήκει γιατί είμαι ο κύριος της ναυσιπλοΐας και της θάλασσας».

Η εμφάνιση, όμως, εχθρικών προς την Ρωμιοσύνη  δυνάμεων στο Μεσογειακό χώρο σημαίνει τη διατάραξη της απόλυτης θαλασσοκρατίας στη Μεσόγειο και εγκαινιάζει μια νέα περίοδο της βυζαντινής ιστορίας. 
Η διαπίστωση αυτή ισχύει τόσο για τους Άραβες που από τον 7ο κιόλας αιώνα άρχισαν να διεκδικούν την κυριαρχία της Μεσογείου, όσο και για τους Νορμανδούς και τους σταυροφόρους, που πριν ακόμη το τέλος του 11ου αιώνα εμφανίστηκαν στα νερά της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. αρχαιογνώμων. Βέβαια, ακόμη περισσότερο , η διαπίστωση ισχύει και για τους στόλους των ιταλικών,(Λογγοβάρδικων) ναυτικών δημοκρατιών της Βε­νετίας, της Γένοβας και της Πίζας, πράγμα που από τον 12ο κιόλας αιώνα προοιωνίζει την πτώση της οι­κονομικής δύναμης της αυτοκρατορίας.

Νομισματοκοπεία της «Βυζαντινής» αυτοκρατορίας ανά την Μεσόγειο.

Απαρχή του τέλους της Ρωμαϊκής  θαλασσοκρατίας αποτέλεσε  η δημιουργία εχθρικού στόλου στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου . Αν και στολίσκοι των σλαβικών μονόξυλων πειράτευαν τις ελλαδικές ακτές και τα νησιά ως την Κρήτη και οι στόλοι των Βανδάλων της Αφρικής άπλωναν την ακτίνα δράσης τους ως τις ακτές του Ιονίου και του Αδριατικού πελάγους, δεν κατάφεραν να αποδυναμώσουν τη ναυτική δύναμη της αυτοκρατορίας.

Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά με τη δημιουργία του κράτους των Ομεϊαδών [το χαλιφάτο της Συρίας] στη Δαμασκό, που πλουτίστηκε με στόλο από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ιστορίας της χάρη στη βοήθεια των Ελλήνων ναυτικών της Τρίπολης. Η Αραβική επέκταση διευκολύνθηκε σε περιοχές όπως η Συρία εξ αιτίας των θρησκευτικών διενέξεων, δηλαδή οι χριστολογικές έριδες,  μεταξύ των ανατολικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας και  της πρωτεύουσας. 
Έτσι οι χαλίφες της Συρίας καταφέρνουν να απειλήσουν τις ακτές και τα νησιά της Μικράς Ασίας, και πριν το τέλος του 7ου αιώνα, να καταλάβουν τη βυζαντινή Αφρική και να απειλήσουν και αυτή την Κωνσταντινούπολη. Μισό αιώνα θα χρειαστεί η Κωνσταντινούπολη για να αντιδράσει. Μάλιστα το 717 οι Άραβες πολιορκούν την Πόλη από ξηρά και από θάλασσα· και η Βασιλεύουσα θα σωθεί χάρη στο περίφημο «υγρόν πυρ» που κατέστρεψε τα εχθρικά πλοία. Οι Ρωμιοί  αυτοκράτορες της εποχής, οι Ίσαυροι, θα αναλάβουν αυτοπροσώπως τον αγώνα κατά των απίστων.

Παρόλα αυτά αρχίζει η παρακμή του δια­μετακομιστικού εμπορίου και της ναυτιλίας, επακόλουθο της ανασφάλειας που βασιλεύει από άκρο σε άκρο στη Μεσόγειο, καθώς και η στρατιωτικοποίηση του οδικού ναυτικού δικτύου, που υπηρετεί τώρα την άμυνα της αυτοκρατορίας και όχι τις ειρηνικές συναλλαγές.
Αποτέλεσμα του μακροχρόνιου ρωμαιο -αραβικού αγώνα θα είναι το μοίρασμα  της θάλασσας μεταξύ του σταυρού (οι βόρειες ακτές της Μεσογείου) και της ημισελήνου (οι νότιες αφρικανικές ακτές). Οι ερημώσεις και οι καταστροφές θα πλήξουν τα παράλια του Βυζαντίου και θα αλλοιώσουν τις συνθήκες ζωής των παράκτιων πληθυσμών. 
Το 802 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' θα υποχρεώσει αρχαιογνώμων. τους εφοπλιστές να αγοράσουν κτήματα στη Μικρά Ασία, μέτρο που δηλώνει εύγλωττα τον μαρασμό που έπληξε τα ναυτικά επαγγέλματα.  Ένας μεγάλος ιστορικός της Μεσογείου, ο R.  Lopez με κάποια ίσως υπερβολή, γράφει: «η Μεσόγειος μετατράπηκε σε χώρο τον οποίο εκμεταλλεύονταν αγρότες και όχι πια ναυτικοί».
 Η πτώση της Θεσσαλονίκης στα χέρια των Αράβων το 904 μ.Χ. αποτελεί σίγουρα την κατακλείδα του ναυτικού μαραζωμού  των Βυζαντινών. Οι βυζαντινοί ναύαρχοι αγνοούν στα μέσα του 10ου αιώνα τον δρόμο που οδηγεί στην Κρήτη. Είμαστε μακριά από τα χρόνια της αυτοκρατορικής θαλασσοκρατίας· η ταπείνωση και η καταστροφή των βυζαντινών παράκτιων πληθυσμών είναι πλέον γεγονός.
Όμως η αυτοκρατορία  σαν το πουλί τον φοίνικα ξαναγεννιέται . Ο Νικηφόρος Φωκάς έφερε πάλι στους κόλπους της αυτοκρατορίας τις μεγαλονήσους, την Κύπρο και την Κρήτη, και εδραίωσε στην Ιταλία τη Ρωμαϊκή «βυζαντινή» παρουσία.



Το Βυζάντιο μέχρι τον 11ο αιώνα θα μείνει ο πρωταγωνιστής του αγώνα των Χριστιανών κατά του Ισλάμ, αγώνας που θα απορροφήσει τις βυζαντινές δυνάμεις και που στο τέλος θα αφήσει την 
αυτο­κρατορία εξαντλημένη και απροστάτευτη, να την εκμεταλλεύονται οι βάρβαροι «φιλικοί» λαοί της Δύσης.
Και ερχόμαστε στο 1071, μια ημερομηνία σταθμός στην Βυζαντινή Ιστορία. Η χρονιά αυτή δηλώνει συμβολικά την αρχή μιας νέας περιόδου στην ιστορία του Βυζαντίου.  Στα ναυτικά πράγματα ο βαρβαρικός νορμανδικός κίνδυνος κάνει την εμφάνιση του στα στενά του Οτράντο, ενώ στην ξηρά, στη Μικρά Ασία, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ' Διογένης πέφτει αιχμάλωτος στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων μετά την «ψυχολογική»  ήττα στο Μαντζικέρτ.
Ο  βυζαντινοϊταλικός   (Ρωμαιο(;) - Λογγοβάρδων , Νορμανδών, Γότθων, Φράγκων ) ανταγωνισμός, που ξεκινά  από τον 11ο  αιώνα,  τελειώνει  τον 15ο αιώνα με ήττα των βυζαντινών :στο θρησκειολογικό «πνευματικό»  με το σχίσμα, στο στρατιωτικοπολιτικό με τις σταυρο­φορίες και τις νορμανδικές επιθέσεις και στο οικονομικό [είναι ίσως το σπουδαιότερο] με τα προνόμια που άφησε (απόρροια των προηγούμενων) στις ιταλικές ( Λογγοβάρδων) ναυτικές πόλεις.
Η βενετορωμαϊκή  συνθήκη του 1082 εξοστρακίζει βαθμιαία τους  Βυζαντινούς από τα ναυτικά κέντρα.

Να τι γράφει η Αρβελέρ στο έργο της «Γιατί το Βυζάντιο»: Τα κερδοφόρα επαγγέλματα που έχουν σχέση με τη θάλασσα, τη ναυτιλία και το διεθνές εμπόριο από τότε περνούν στα χέρια των υπηκόων των ιταλικών πόλεων που, χάρη στα προνόμια τα οποία τους χάρισε η Κωνσταντινούπολη, εγκα­ταστάθηκαν στα πιο σπουδαία λιμάνια της αυτοκρατορίας με παροικίες που υπόκεινται στους βαϊλους (αντιπροσώπους των ιταλικών μητροπόλεων)· αληθινά κράτη εν κράτος στο Βυζάντιο της εποχής. αρχαιογνώμων. Να πούμε ότι η αντίδραση της βυζαντινής κοινωνίας εκδηλώνεται με την καταφρόνια που δείχνει, τώρα περισσότερο από ποτέ, για τα επαγγέλματα της θάλασσας και του λιμανιού· ο υπόκοσμος που συχνάζει στα καταγώγια, στα χαμαιτυπεία της αγοράς, έβρισκε φυσικούς συμμάχους τους ξένους που οδηγούσε στο Βυζάντιο η κερδοσκοπία. 

Το εμπόριο και η ναυτιλία έγιναν έτσι με τον καιρό ασχολίες ανάξιες για ευγενείς Βυζαντινούς, μα δεν έπαψαν ποτέ να είναι ευπρόσοδα και πλουτοφόρα επαγγέλματα για όσους τα εξασκούσαν. Η υπέρμετρη προσήλωση των Βυζαντινών στα αγαθά που παρέχει η καλλιέργεια της γης, πράγμα που πάντα ενθάρρυνε με τα κηρύγματα της η εκκλησία, απομόνωνε κοινωνικά αυτούς που εξασκούσαν τα υποδεέστερα, κερδοφόρα όμως, επαγγέλματα που είχαν σχέση με τη θάλασσα και τον κόσμο της. 

Γρήγορα οι πράκτορες των ασχολιών αυτών έγιναν πράκτορες των ξένων, η εγκατάλειψη του βυζαντινού στόλου την ίδια περίπου εποχή συμπληρώνει την εγκατάλειψη του εμπορίου, πράγμα που εξηγεί κάπως ένα περίεργο φαινόμενο, την αποξένωση των βυζαντινών πληθυσμών από τη θάλασσα και το μόχθο της, κυρίως κατά τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής ιστορίας.
Που οδήγησαν όλα αυτά; Καθώς ο Δυτικός άνθρωπος χρησιμοποιώντας τα βυζαντινά εδάφη και τα βυζαντινά λιμάνια ξεκινά προς νέους ορίζοντες, οι βυζαντινοί πληθυσμοί συρρικνώνονται και αγροτοποιούνται.  Αυτή ίσως υπήρξε και η πραγματική αιτία της τελικής πτώσης της αυτοκρατορίας.


Η κοσμοκρατορία ανήκει σ' αυτόν που κυριαρχεί στη θάλασσα.

Το «υγρόν πυρ» έπαιξε σημαντικό ρόλο σ όλες τις θαλασσομαχίες μέχρι και τον 12ο αιώνα και ειδικά στην αντιμετώπιση των αράβων και των Ρως. Τελευταία αναφορά γίνεται από την Άννα Κομνηνή στη ναυμαχία μεταξύ των Βυζαντινών και των Πιζανών το 1099. Καμία, όμως, πηγή δεν αναφέρει τη χρήση υγρού πυρός μετά το 1203/1204.
Το Υγρό Πυρ ή Ελληνικό Πυρ ,  δεν είναι ένα υπερόπλο  ,εάν ήταν η ιστορία θα είχε διαφορετική πορεία . Όταν  όμως, μια εφεύρεση ή μια κατασκευή εφαρμοσθεί σε ένα στρατό που είναι ήδη καλά εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος αυξάνει την δύναμή του και του δίνει συντριπτική υπεροχή έναντι των αντιπάλων του. Τέτοια παραδείγματα έχουμε από το παρελθόν όπως την χρήση του σιδήρου στην κατασκευή όπλων, τις πολιορκητικές μηχανές και πιο αργότερα την χρήση τις πυρίτιδας. Κάπου εκεί εντάσσεται και η χρήση του υγρού πυρός χωρίς βέβαια να είναι τόσο σημαντική όσο οι προηγούμενες, αλλά φανταστείτε να συνεχιζόταν η χρήση του τους κατοπινούς  αιώνες στην στρατιωτική ιστορία, εκείνες τις εποχές ,τι θα σήμανε αυτό.

Μέρος  εργασίας που  εκφωνήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2011 στο Μαξίμειο Πνευματικό Κέντρο στα πλαίσια των μαθημάτων Κλασσικής Παιδείας- T-logos

ΚΥΡΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
Τ.Κόλλιας, "Η πολεμική τέχνολογία των Βυζαντινών", Δωδώνη, Επ.Επ.Φιλοσοφικής Ιωαννίνων, 18/1/1989, σ.17-41
Θ.Κορρές, "ΥγρόνΠυρ".Ένα όπλο της Βυζαντινής ναυτικής τακτικής", Θεσσαλονίκη, 1995
Η. Κόλλιας, "Τεχνολογία και πόλεμος στο Βυζάντιο", Αρχαιολογία και τέχνη τ/χ.96, Σεπτ. 2005, σ.18-22
Wikipedia, Υγρό πυρ
 Haldon 2006, σελ. 290
 Roland 1992, σελίδες 660, 663
 Roland 1992, σελίδες 663–664
Greek Fire, Poison Arrows & Scorpion Bombς, Adrienne Mayor  2003

ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ, ellinondiktyo.blogspot.com