Μετά το (δικαιολογημένο) θόρυβο που προκάλεσε η αποκάλυψη της επιρροής της αρχαίας ελληνικής τέχνης στη δημιουργία του περίφημου πήλινου στρατού στην Κίνα, ενδιαφέρων είναι ο συσχετισμός της ανάλογης (σαφώς πιο έντονης και άμεσης) επιρροής της αρχαίας ελληνικής τέχνης στην αρχαία ινδική γλυπτική.
Οι δύο χώρες συναντήθηκαν πριν από 2.300 χρόνια, το 326 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος οδήγησε τα στρατεύματά του μέχρι τον Ινδό ποταμό. Από το 280 π.Χ. και μετά, ελληνικά βασίλεια δημιουργήθηκαν στην βόρεια Πενταποταμία από Έλληνες της Βακτριανής, ενώ το 164-150π.Χ. ο βασιλιάς της, ο Ευκρατίδης, ολοκλήρωσε την κατάληψη της Αραχωσίας, της Γεδρωσίας, της Γκαντάρα, των Ταξιλών, και της Πενταποταμίας, και έφθασε μέχρι την κοιλάδα του Γάγγη.
Αργότερα (100-80π.Χ.) ο Μένανδρος κατέλαβε τη δυτική κοιλάδα του Γάγγη και του Γουτζράτ και διδάχτηκε το Βουδδισμό. Ίδρυσε το Ελληνο-ινδικό Βασίλειο με πρωτεύουσα την Σάγαλα, και χρησιμοποίησε νομίσματα που έφεραν δίγλωσσες επιγραφές στα ελληνικά και ινδικά.
Η αρχαία Γκαντάρα εκτεινόταν σε μία περιοχή που σήμερα περιλαμβάνει το ανατολικό Αφγανιστάν, τμήμα του Πακιστάν, τη δυτική Πενταποταμία και βόρειες περιοχές της, καθώς και όλο το αρχαίο Κασμίρ.
Η Γκαντάρα είναι γνωστή από την επιρροή που άσκησε ο ελληνικός πολιτισμός στην κεντρική Ασία. Η επίδραση αυτή ήταν αποτέλεσμα της παραμονής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Σελευκιδών στην περιοχή τον 4ο αιώνα π.Χ., καθώς και της δημιουργίας, τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ., του ελληνιστικού Βασιλείου της Βακτρίας στο βόρειο, και του ελληνιστικού Βασιλείου του Ινδού στο νότιο τμήμα της περιοχής.
Στην περιοχή αυτή από τον 1ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκε μία ιδιόμορφη τεχνοτροπία που είναι γνωστή ως «Ελληνοβουδδιστική τέχνη της Γκαντάρα».
Η τέχνη της Γκαντάρα και ειδικότερα η γλυπτική, διαφοροποιείται από εκείνη των άλλων περιοχών της κεντρικής Ασίας, καθώς είναι επηρεασμένη κατά κύριο λόγο από ελληνιστικά πρότυπα.
Η επιρροή αυτή διακρίνεται έντονα στο διάκοσμο των γλυπτών ο οποίος περιλαμβάνει πληθώρα ελληνιστικών θεμάτων και μοτίβων, όπως φτερωτούς άτλαντες, ερωτιδείς με γιρλάντες και άνθη, μαιάνδρους, έλικες, κορινθιακά και ιωνικά κιονόκρανα, αμπέλια και τσαμπιά με σταφύλια, ανθέμια και φύλλα ακάνθου. Επηρεασμένα από ελληνιστικά πρότυπα είναι και τα πτυχωτά ενδύματα των μορφών που θυμίζουν ελληνικούς χιτώνες.
Η βουδδιστική τέχνη ήταν αρχικά ανεικονική. Η πρώτη απεικόνιση του Βούδδα με ανθρώπινη μορφή συμπίπτει με την κατάκτηση της κεντρικής Ασίας και τμήματος της βόρειας Ινδίας από τους Κουσάν. Τον 2ο και 1ο αιώνα π.X. οι Κουσάν με αφετηρία τα βορειοδυτικά σύνορα της Κίνας προέλασαν νότια και κατέλυσαν σταδιακά τα ελληνιστικά Βασίλεια της Βακτρίας και του Ινδού, καθώς και την, υπό ινδική κυριαρχία, περιοχή της Πενταποταμίας.
Από τον 1ο έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. στα τοπικά εργαστήρια της Γκαντάρα κατασκευάστηκαν αγάλματα του Βούδδα και των Μποντισάτβα (των αγίων του Βουδδισμού). Στα γλυπτά αυτά η εικόνα του Βούδδα είναι έντονα ελληνική. Συνήθως έχει τη μορφή του Απόλλωνα ή του Διονύσου, με ελληνική μύτη και ελληνικό χτένισμα με κυματιστά μαλλιά δεμένα στη κορυφή του κεφαλιού σε κόρυβο. Αυτά τα χαρακτηριστικά αναμιγνύονται με ασιατικά στοιχεία, όπως η εξοφθαλμία και τα προεξέχοντα ζυγωματικά.
Από τον 1ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. στη Γκαντάρα κατασκευάζονται αφηγηματικά ανάγλυφα λαξευμένα πάνω σε σχιστόλιθο με θεματολογία παρμένη από τη βουδδιστική εικονογραφία.
Λατρευτές προσέρχονται στο Βούδα
Απεικονίζουν σκηνές πριν και μετά τη Φώτιση, τη διδασκαλία, το θάνατο, την είσοδο στην αχρονική Νιρβάνα, καθώς και επεισόδια από τις προηγούμενες ζωές του Βούδδα. Συνήθως κοσμούσαν τις στούπες, τα ιερά ταφικά μνημεία του Βουδισμού. Στα ανάγλυφα αυτά παρά την έντονη κίνηση που έχουν ενίοτε οι μορφές, εντύπωση παρουσιάζει η αυστηρά καθορισμένη διάταξη τους, η απουσία βάθους και η ατονία στην απόδοση των λεπτομερειών.
Η ακτινοβολία μεγάλων βουδδιστικών θρησκευτικών κέντρων της περιοχής όπως στο Σβατ, την Πεσχαβάρ και τα Τάξιλα τροφοδότησε τη μετέπειτα εξάπλωση του Βουδδισμού στην Ινδοκίνα (Καμπότζη, Ταϊλάνδη), τα Ιμαλάϊα (Νεπάλ, Θιβέτ), και την Άπω Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία).
Του Νίκου Μωραϊτάκη και του Βαγγέλη Γαλάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου