Ο Φειδίας ήταν γιος του Χαρμίδη. Γεννήθηκε γύρω στο 490 π.Χ. και πέθανε το 430 π.Χ. Ήταν ένας από τους γνωστότερους γλύπτες της ελληνικής αρχαιότητας, ίσως ο σημαντικότερος της κλασικής περιόδου. Δάσκαλοί του ήταν ο Ηγίας από την Αθήνα, ο Αγέλαδος από το Άργος και ο Πολύγυστος.
Τα πρώτα έργα του Φειδία ήταν αφιερωμένα εις μνήμην της νίκης των Ελλήνων στον Μαραθώνα εναντίον των Περσών. Στους Δελφούς ο Φειδίας ανήγειρε ένα γλυπτικό σύμπλεγμα από ορείχαλκο, που περιελάμβανε τα αγάλματα του Απόλλωνα και της Αθηνάς, μερικών άλλων ηρώων μαχητών και του στρατηγού Μιλτιάδη.
Αργότερα κατασκεύασε τη χάλκινη Αθηνά Προμάχο που ήταν ανάθημα της Αθήνας στην Ακρόπολη από τα λάφυρα της νίκης. Το άγαλμα είχε ύψος 8-9 μέτρα και όπως αναφέρει ο περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανίας, η αιχμή του δόρατος και η κορυφή του λοφίου από το κράνος της ήταν ορατά από το Σούνιο. Ήταν στημένο μεταξύ Προπυλαίων και Ερεχθείου, όπου διατηρείται η θεμελίωση του βάθρου.
Ο Φειδίας φιλοτέχνησε επίσης το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου για το σηκό του Παρθενώνα (446-438 π.Χ.), που αποτέλεσε καινοτομία στην τεχνική των λατρευτικών αγαλμάτων.
Η Αθηνά Παρθένος υπήρξε μία δημιουργία που συνδύαζε τα πολύτιμα υλικά με τα μυθολογικά θέματα και συμπύκνωνε το ιστορικό παρελθόν και τη δύναμη της Αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει το ύψος του αγάλματος (11,544 μ.) και ο Παυσανίας αναλυτική περιγραφή. Μία ιδέα για τον τύπο του αγάλματος παρέχουν τα ρωμαϊκά αντίγραφα, όπως η Αθηνά Lenormant και η Αθηνά του Βαρβακείου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Η θεά παριστάνεται σε όρθια στάση, στραμμένη προς την ανατολική θύρα του Παρθενώνος, φορώντας δωρικό πέπλο με μακρύ απόπτυγμα ζωσμένο με φίδι. Το στήθος της καλύπτει η αιγίδα με το γοργόνειο, όπου συναντάμε και πάλι φίδια. Η περικεφαλαία της είχε τριπλό λοφίο, του οποίου το μεσαίο τμήμα απολήγει σε Σφίγγα και στα δύο πλαϊνά σε μορφές φτερωτών αλόγων (πήγασοι).
Στο δεξί της χέρι, που στηριζόταν είτε στο ιερό της φίδι είτε σε κίονα, κρατάει φτερωτή Νίκη.
Η θεά παριστάνεται σε όρθια στάση, στραμμένη προς την ανατολική θύρα του Παρθενώνος, φορώντας δωρικό πέπλο με μακρύ απόπτυγμα ζωσμένο με φίδι. Το στήθος της καλύπτει η αιγίδα με το γοργόνειο, όπου συναντάμε και πάλι φίδια. Η περικεφαλαία της είχε τριπλό λοφίο, του οποίου το μεσαίο τμήμα απολήγει σε Σφίγγα και στα δύο πλαϊνά σε μορφές φτερωτών αλόγων (πήγασοι).
Στο δεξί της χέρι, που στηριζόταν είτε στο ιερό της φίδι είτε σε κίονα, κρατάει φτερωτή Νίκη.
Με το αριστερό της κρατά δόρυ και στηρίζει την άντυγα της ασπίδας της, που φέρει ως επίσημα γοργόνειο ενώ φίδι, ο Εριχθόνιος, περιελίσσεται στο εσωτερικό τμήμα της. Το εσωτερικό της ασπίδας διακοσμούσε ανάγλυφη ή ζωγραφική (πάνω σε δέρμα) παράσταση Γιγαντομαχίας (σύγκρουση θεών και Γιγάντων), στο δε εξωτερικό της απεικονιζόταν επίσης σε ανάγλυφο Αμαζονομαχία (αγώνας των Αθηναίων εναντίον των Αμαζόνων).
Σύμφωνα με την παράδοση, το άγαλμα πατούσε σε μνημειακή βάση ύψους 1,20μ., την οποία κοσμούσε περιμετρικά ανάγλυφη απεικόνιση του μύθου της γέννησης της Πανδώρας. Τέλος, τα τυρρηνικά σανδάλια της θεάς έφεραν παράσταση Κενταυρομαχίας (μάχη μεταξύ Λαπίθων και Κενταύρων). Μπροστά από το άγαλμα υπήρχε δεξαμενή νερού για την διατήρηση της υγρασίας του ελεφαντόδοντου.
Στα 295 π.Χ. ο τύραννος Λάχαρης, διορισμένος από τον βασιλέα της Μακεδονίας Κάσσανδρο ως τοποτηρητής της Αθήνας, αφαίρεσε τα χρυσά τμήματα του αγάλματος προκειμένου να «εκπορήση χρημάτων» (δηλ. για την κοπή νομίσματος)· τα τμήματα αυτά αποκαταστάθηκαν σύντομα (πολύ πιθανόν το 290 π.Χ.), αφού χύθηκαν μέσα στα ίδια καλούπια με τα πρωτότυπα. Τον 5ο αι. μ.Χ. η χρυσελεφάντινη Αθηνά μεταφέρθηκε από τους χριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη. Έκτοτε χάνονται τα ίχνη της.
Η ποσότητα χρυσού που χρησιμοποίησε ο Φειδίας για την κατασκευή του (44 τάλαντα) προκάλεσε τους Αθηναίους να τον κατηγορήσουν για κατάχρηση. Ο Φειδίας απέδειξε την αθωότητά του, επειδή ο Περικλής τον είχε συμβουλέψει να κάνει το χρυσό ένδυμα της Αθηνάς αποσπώμενο. Έτσι μπόρεσε να το αποσυναρμολογήσει και να το ζυγίσει. Το βάρος του χρυσού βρέθηκε ακέραιο 44 τάλαντα (1.140 χλγρ), και έτσι ο Φειδίας αθωώθηκε.
Όμως κατόπιν κατηγορήθηκε για αλαζονεία επειδή στην εξωτερική όψη της ασπίδας της Αθηνάς, που έφερε ανάγλυφη Αμαζονομαχία, παρέστησε σε δύο Αθηναίους πολεμιστές το πορτρέτο του Περικλή και το δικό του. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Φειδίας πέθανε στη φυλακή, ενώ σύμφωνα με το χρονικογράφο του 4ου αιώνα π.Χ. Φιλόχωρο, μετά την ολοκλήρωση της Παρθένου ο Φειδίας εγκατέλειψε για πάντα την Αθήνα για να αποφύγει την καταδίκη και πήγε στην Ολυμπία.
Για το περίφημο άγαλμα του Ολύμπιου Διός στην Ολυμπία (ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου) δεν σώζεται κανένα στοιχείο εκτός από μερικές μικρές παραστάσεις σε νομίσματα της Ηλείας, που δίνουν μία γενική μόνο ιδέα της στάσεως και του σχήματος της κεφαλής. Ο θεός ήταν καθισμένος σε θρόνο με σκήπτρο στο αριστερό του χέρι και Νίκη στο δεξί.
Στα σανδάλια του αναγραφόταν η επιγραφή «Φειδίας Χαρμίδου υιός μ’ εποίησε Αθηναίος». Τα γυμνά μέρη του σώματος ήταν από ελεφαντόδοντο ενώ τα ενδύματα ήταν από χρυσάφι. Ο θρόνος έφερε πλουσιότατο γλυπτικό διάκοσμο καθώς ήταν από χρυσό, ελεφαντόδοντο, έβενο και πολύτιμους λίθους.
Πηγή: mythagogia.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου