Του Στέφανου Μίλεση, από το Πειραιόραμα
Από το 1860 το λιμάνι του Πειραιά αποτέλεσε έναν πόλο έλξης για γρήγορο μεροκάματο και συνάμα, ένα λαμπρό πεδίο παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης. Παιδιά που δούλευαν στο δρόμο και κοιμόντουσαν όπου και όπως έβρισκαν, σε κασόνια και σε βάρκες τις οποίες άφηναν παρατημένες τη νύχτα στην αποβάθρα.
Ιδρύματα όπως το «Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων» λειτούργησαν ως σανίδα σωτηρίας. Ωστόσο, ο αριθμός των παιδιών που παρέμενε στους δρόμους ήταν δραματικός. Ολοένα και περισσότερα παιδιά εμφανίζονταν στο λιμάνι, καθώς οι γονείς τους μετακόμιζαν στον Πειραιά προκειμένου να βρουν εργασία σε κάποια φάμπρικα. Ο μισθός τους όμως, αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας. Παιδιά ορφανά από γονείς, παιδιά πρόσφυγες, παιδιά από οικογένειες που αδυνατούσαν να τα συντηρήσουν, κατέφευγαν στο λιμάνι να βρουν τον δικό τους δρόμο.
Κηδεία παιδιού σε προσφυγικό συνοικισμό
Όμως και αυτά τα παιδιά του λιμανιού είχαν δικαιώματα. Επιθυμούσαν ένα πιάτο φαγητού, ένα παιχνίδι, μια γωνιά να κοιμηθούν. Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 τα αλάνια του λιμανιού, τα παιδιά του Πειραιά, είχαν αποκτήσει το λογοτεχνικό χαρακτηρισμό «μικροί γαβριάδες», από τον μικρό ήρωα Γαβριά του Βίκτωρος Ουγκώ στο έργο του «Οι Άθλιοι». Για τους υπόλοιπους που αγνοούσαν τον Ουγκώ ήταν απλώς τα αλητόπαιδα ή αλλιώς τα χαμίνια του λιμανιού. Οι μικροί φτωχοδιάβολοι που άλλοτε ως λούστροι και άλλοτε ως μικροπωλητές με την τάβλα να κρέμεται με ιμάντα από τον λαιμό τους, πουλούσαν κουλούρια, παστέλια ή άλλα μικροαντικείμενα.
1938. Βραδυνή Διδασκαλία στη «Λέσχη Εργαζόμενου Παιδιού».
Ο Πειραιάς κατείχε τη θλιβερή πρωτιά στον τομέα της παιδικής εργασίας
Στο λιμάνι, τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες. Η «Λέσχη εργαζόμενου παιδιού» προσπαθούσε τις Κυριακές να προσφέρει παιχνίδι, ξεγνοιασιά και διασκέδαση σε αυτά τα παιδιά, ορίζοντας μάλιστα και ώρες όπως γινόταν με τα μαθήματα.
Το ωρολόγιο πρόγραμμα της Κυριακής ανέγραφε: «Διασκέδαση από 18.00 έως 19.30′ ώρα». Στα παιδιά έπρεπε να γίνει γνωστό ότι η Κυριακή ήταν ημέρα αργίας. Η εργασία δεν είχε θέση τις Κυριακές. «Ποτέ την Κυριακή!» το σύνθημα.
Τις υπόλοιπες ημέρες τα πρωινά δούλευαν και τα απογεύματα παρακολουθούσαν μαθήματα. Στο ίδιο κτήριο της Λέσχης υπήρχαν και κρεβάτια. Κοιμόντουσαν μέχρι να εξασφαλίσουν δικά τους μέσα στέγασης.
Ρακένδυτα παιδιά περιφέρονταν στις προβλήτες αναζητώντας τρόπους επιβίωσης
Τα χαμίνια του λιμανιού, οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν ρημάδια της θλιβερής μοίρας που περιφέρονταν στο λιμάνι, αναζητώντας τρόπους να επιβιώσουν.
Περιφέρονταν σαν χαμένα στις αποβάθρες, κρατώντας στην αγκαλιά τα μεγαλύτερα παιδιά, τα μικρότερα στην ηλικία αδέλφια τους. Γαβριάδες υπήρχαν και στην Αθήνα και στις άλλες μεγαλουπόλεις. Όμως, στον Πειραιά ο αριθμός τους υπερέβαινε κάθε προηγούμενο και οι ταξιδιώτες που έφταναν τα θεωρούσαν πλέον ως μέρος της τοπογραφίας του λιμανιού, ένα «αναγκαίο κακό» για το οποίο δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το αλλάξουν. Αυτά ήταν τα «Παιδιά του Πειραιά» στην πραγματική ζωή, προτού γίνουν τραγούδι και ταινία.
Μετακίνηση των Γαβριάδων με το Τραμ
Τα παιδιά στο περιθώριο
Όταν δεν έβρισκαν νόμιμη εργασία, τα παιδιά «επιστρατεύονταν» στις πολυάριθμες ομάδες του περιθωρίου οι οποίες δεν έχαναν την ευκαιρία να τα εκμεταλλευτούν. Οι δουλειές του «ποδαριού» απαιτούσαν γρηγοράδα, ευκινησία και πρόδηλη αθωότητα.
Και αυτά τα χαρακτηριστικά τα διέθεταν τα παιδιά. Άλλα εργάζονταν έξω από το λιμάνι, στα εργοστάσια και στις βιοτεχνίες. Τα πιο τυχερά γίνονταν μπακαλόγατοι. Εκτός από τα τελευταία, όλα τα υπόλοιπα είχαν κοινά γνωρίσματα.
Περιφέρονταν με βρωμισμένα ή σχισμένα ρούχα, ξυπόλητα, χλωμά, κακομοιριασμένα. Η περίθαλψη και η περισυλλογή αυτών των παιδιών του λιμανιού δεν αποτελούσε μόνο καθήκον της Λέσχης του εργαζόμενου παιδιού.
Υπήρξαν πολλά σωματεία, ενώσεις, σύλλογοι και ιδρύματα που προσπάθησαν να προσφέρουν ό,τι μπορούσε το καθένα για την ανακούφιση των παιδιών του λιμανιού.
1917: Τα χαμίνια του Πειραϊκού Λιμένα τριγυρνούν γυμνά -μόλις έχουν βγει από τη θάλασσα όπου έκαναν μπάνιο- ανάμεσα από τους γάλλους στρατιώτες
Η εικόνα αυτή είχε μεταφερθεί και στο εξωτερικό. Το 1934 η Λαίδη Κρόσφιλντ δημιούργησε στον Πειραιά την «Παιδική Στέγη» τη διαχείριση της οποίας είχε αναλάβει η Κική Παπαστράτου.
Η «Παιδική Στέγη» περισυνέλεγε τα παιδιά των βιοπαλαιστών γονέων που περιφέρονταν στους δρόμους και τους προσέφερε τροφή και ψυχαγωγία. Το ίδρυμα αυτό της Λαίδης Κρόσφιλντ λειτούργησε στον τότε νεοσύστατο Δήμο Αγίου Γεωργίου (Κερατσίνι). Πολλά από αυτά τα παιδιά του λιμανιού, μεγαλώνοντας έγιναν πετυχημένοι επαγγελματίες χωρίς να λησμονήσουν τη μίζερη ζωή των παιδικών τους χρόνων.
Και υπήρξαν σπουδαίοι ευεργέτες, ειδικά για τα παιδιά του Πειραιά που κάποτε υπήρξαν και οι ίδιοι.
Μικρός λούστρος διαβάζει στα σκαλιά της εκκλησίας – 1933
Στην εφηβεία τους, όσα παιδιά δεν κατέληξαν στην παρανομία, φοίτησαν σε νυχτερινές επαγγελματικές σχολές, έγιναν σπουδαίοι μηχανικοί, στελέχωσαν το εμπορικό ναυτικό και τις μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες. Έγιναν σπουδαίοι μάστοροι.
Την κατοχική περίοδο, αλλά και μεταπολεμικά ο όρος «Γαβριάς» ή «Γαβριάδες» χάθηκε, διότι η αθλιότητα λόγω πολέμου γενικεύθηκε και εξαπλώθηκε σε όλες τις ηλικίες. Η φτώχεια έπαψε να αποτελεί «προνόμιο» των παιδιών του λιμανιού.
Όλοι πλέον λιμοκτονούσαν. Άλλωστε ποιος γνώριζε τον μικρό Γαβριά του Ουγκώ; Πολύ εύκολα ο «Γαβριάς» έγινε «Γάβρος».
Οι Γαβριάδες, με την κοινωνική ανάπτυξη, άρχισαν να χάνονται από το λιμάνι.
Παραμένουν στη θύμηση όλων εκείνων που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια ζώντας στις κασέλες και στα πρόχειρα παραπήγματα του πειραϊκού λιμένα.
mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου