«Όλοι οι άνδρες είχαμε κάνει μια αλυσίδα στην είσοδο του χωριού. Στα χέρια μας κρατούσαμε τσουγκράνες και τσάπες. Κάποια στιγμή είδαμε τα πεύκα στον απέναντι λόφο να λαμπαδιάζουν. Άκουγα τις χαρουπιές να καίγονται. Το ξέρεις ότι οι χαρουπιές “φωνάζουν” όταν καίγονται; Σπαθιά. Τεράστια πύρινα σπαθιά. Έτσι έμοιαζαν οι φλόγες. Έτσι τις έβλεπα εγώ. Σαν ρομφαίες της κολάσεως. Δίπλα μου ήταν ο κυρ Βασίλης. Έτρεμε. “Ούτε στην Αλβανία δεν φοβήθηκα τόσο, παιδί μου”, μου είπε. Άλλοι, άντρες ίσαμε εκεί πάνω, έκαναν εμετό. Πίσω μας, στα πρώτα σπίτια, γυναίκες και παιδιά ούρλιαζαν. Η φωτιά ολοένα και πλησίαζε. Το χωριό ήταν καταδικασμένο. Όπως κι εμείς. Και ξαφνικά, ο αέρας άλλαξε κατεύθυνση. Κι έστρεψε τις φλόγες προς τη θάλασσα. Σωθήκαμε. Πώς να ξεχάσω εκείνη τη μέρα; Σκέφτομαι τους ανθρώπους στο Μάτι. Ξέρω τι πέρασαν. Δεν νικιέται η φωτιά στη στεριά. Δεν την σταματάς με τα χέρια σου. Αλλά να αφήσουν τόσο πολλούς να πνιγούν στη θάλασσα; Σαν ναυαγοί; Αυτό δεν χωνεύεται..»
Το καλοκαίρι του 1983 η νότια Σάμος βίωσε τον εφιάλτη της φωτιάς. Το χωριό μας, τα Σκουρέικα, γλύτωσε από θαύμα. Ο πατέρας μου, 78 ετών σήμερα, δεν μπορεί να ξεχάσει όσα έζησε. Οι εικόνες εκείνες ακόμα τον στοιχειώνουν. Πλέον θα τον στοιχειώνουν και οι εικόνες που αντίκρυσε στην οθόνη της τηλεόρασής του από την Ανατολική Αττική. Και εκείνες που φαντάζεται. «Να τους αφήσουν να πνιγούν; Δεν χωράει στο μυαλό του ανθρώπου αυτή η μοίρα...»
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου