Ημέρα των Φώτων του 1959, η Γκουβούση επέστρεψε σπίτι της από την εκκλησία στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Οι γείτονες την άκουσαν να φωνάζει και να ζητά βοήθεια. Έσπευσαν δίπλα της και τους είπε πως βρήκε ανοιχτή τη στέρνα και δίπλα τα ρούχα της εγκύου νύφη της μαζί με ένα χαρτί.
«Φτωχτόνησε η Μεταξία Γεωργίου Αδρία, γιατί δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η Θάλεια, η κυρά της. Τον Μήτρο, τον άνδρα της, να μην τον πειράξετε, γιατί δεν έχει κάνει τίποτα», έγραφε το σημείωμα, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής.
Οι αρχές έφτασαν στο σημείο του τραγικού συμβάντος και είδαν τη σορό της γυναίκας να επιπλέει στο νερό. Οι γιατροί που εξέτασαν το σώμα της διαπίστωσαν πως είχε αμυχές στον λαιμό και μώλωπες από χτυπήματα σε μηρούς και γόνατα. Ο θάνατός της είχε επέλθει από πνιγμό, καθώς στο στομάχι της είχε νερό.
Τα στοιχεία έδειχναν πως δεν επρόκειτο για αυτοκτονία αλλά για εγκληματική ενέργεια. Το χειρόγραφο σημείωμα, δε, δεν το είχε γράψει το θύμα αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο που προσπάθησε να αντιγράψει τον γραφικό της χαρακτήρα.
Μεταξία Γκουβούση
Η πεθερά της, Σταυρούλα, και ο σύζυγός της Δημήτρης (Μήτρος) βρέθηκαν να ανακρίνονται και δεν άργησαν να ομολογήσουν πως οι ίδιοι σκότωσαν την έγκυο γυναίκα.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Ακρόπολις, η Γκουβούση αντιδρούσε από την αρχή με τον γάμο του γιου της με την Μεταξία, η οποία φέρεται να είχε ερωτικό παρελθόν και γι’ αυτό του ζητούσε συνεχώς να την χωρίσει. Εκείνος, βέβαια, ισχυριζόταν πως την αγαπούσε, αν και φήμες έλεγαν πως έμενε μαζί της γιατί τον συντηρούσε, καθώς ήταν άνεργος.
Το ζευγάρι είχε αποκτήσει δύο κορίτσια, το ένα από τα οποία πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Η είδηση της νέας εγκυμοσύνης της Μεταξίας τάραξε την Γκουβούση, καθώς πίστευε πως το παιδί δεν είναι του γιου της.
Έτσι, τον έπεισε πως πρέπει να το «ρίξουν».
«Λογάριαζα να την πείσω να ρίξει το παιδί, μα κανείς γιατρός δεν αναλάμβανε αυτή την ευθύνη. Κάναμε κάτι δουλειές και γυρίσαμε στο σπίτι της μάνας μου, όπου είχαμε αφήσει το παιδί (σ.σ.: η κόρη του ζεύγους ήταν τότε 14 μηνών). […] Όταν φθάσαμε, καθίσαμε και φάγαμε. Η γυναίκα μου μετά το φαγητό, ξάπλωσε βγάζοντας τη ρόμπα της και μια ζακέτα που φορούσε. […] Η μάνα μου άρπαξε ένα σχοινί 5 μέτρων που ήταν εκεί και της το πέρασε αιφνιδιαστικά γύρω από τους ώμους, δένοντάς την καλά, μαζί και τα χέρια της. Συγχρόνως, μάλωνε μαζί της και την έβριζε για την άσχημη ζωή που έκανε. Η γυναίκα μου νόμιζε ότι αστειευόταν και ότι η μητέρα μου ήθελε απλώς να την φοβίσει. Όμως εκείνη την τράβηξε έξω στην αυλή και την έριξε στην στέρνα. […] Σ’ αυτή τη δουλειά τη βοήθησα κι εγώ. Έπειτα με υπόδειξή της, έγραψα ένα σημείωμα που έλεγε ότι η Μεταξία αυτοκτόνησε γιατί της χρωστούσαν τα αφεντικά της λεφτά που δεν της τα έδιναν. Αυτό το σημείωμα το έβαλα στο σκέπασμα της στέρνας μαζί με κάτι χάπια που είχε στην τσέπη της η γυναίκα μου. […] Επίσης, η μάνα μου έβαλε στην άκρη της στέρνας τα ρούχα της Μεταξίας και τα παπούτσια, ώστε να νομίζουν ότι έπεσε μόνη της στο νερό. Πράγματι το πρωί των Φώτων βρέθηκαν τα ρούχα στο χείλος της στέρνας από την ίδια τη μητέρα μου, η οποία και έβαλε τις φωνές ότι δήθεν η νύφη της αυτοκτόνησε», δήλωσε ο Δημήτρης, σύμφωνα με την εφημερίδα Ακρόπολις.
Αν και όλα τα στοιχεία ήταν εναντίον της, η Γκουβούση προσπάθησε να ρίξει το φταίξιμο στον γιο της.
Δημήτρης Γκουβούσης
Μερίδα του Τύπου έγραφε πως το έγκλημα δεν έγινε για λόγους «τιμής», αλλά για οικονομικούς, μιας και όλη η περιουσία της Μεταξίας θα πήγαινε στον άντρα της, εάν πάθαινε το οτιδήποτε.
Μάνα και γιος προφυλακίστηκαν και μετά τη δίκη τους καταδικάστηκαν σε θάνατο, καθώς η πράξη τους χαρακτηρίστηκε ειδεχθής.
Η Γκουβούση, αν και ζήτησε χάρη δεν την έλαβε, και έτσι τα ξημερώματα της 26ης Αυγούστου του 1960, βρέθηκε ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Αφού εξομολογήθηκε, στάθηκε στο ύψωμα χωρίς να δείχνει να καταλαβαίνει τι επρόκειτο να γίνει. Ο γραμματέας της εισαγγελίας διάβασε την απόφαση με την οποία είχε καταδικαστεί η Γκουβούση και απομακρύνθηκε. Εκείνη τον ακολούθησε και τότε ο επικεφαλής του αποσπάσματος της είπε πως πρέπει να μείνει εκεί. Οταν ρώτησε «Γιατί», ο ιερέας πήγε κοντά της και της είπε πως ήταν η ώρα να «φύγει» από αυτόν τον κόσμο, καθώς η δικαιοσύνη την καταδίκασε εις θάνατον.
Η Γκουβούση έσκυψε το κεφάλι και του είπε: «Οι άνθρωποι με κατεδίκασαν εις θάνατον, ας με συγχωρήσει τουλάχιστον ο Θεός δι ό,τι έκαμα, ώστε να βρω μιας στιγμής κι εγώ ησυχία».
«Ο Θεός, τέκνον μου, συγχωρεί τα πλάσματά του όταν μετανοούν, σε έχει λοιπόν και εσέ συγχωρέσει αφού ησθάνθης μετάνοιαν δια την πράξιν σου» απάντησε ο ιερέας.
«Ας τελειώνουμε, λοιπόν, δέσποτά μου. Δεν θέλω τίποτα άλλο απ’ αυτόν τον κόσμον. Τελείωσα πια μ’ αυτόν. Ό,τι είχα του το έδωσα, τώρα θα του δώσω και τη ζωή μου», ήταν τα τελευταία της λόγια.
Η σορός της παρελήφθη υπό της υπηρεσίας του δήμου και ενταφιάσθη εις το Γ΄ νεκροταφείο.
Η Σταυρούλα Γκουβούση ήταν η πρώτη από τις τέσσερις γυναίκες που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου.
Οι άλλες τρεις γυναίκες ήταν η Αλεξάνδρα Μέρδη, που δηλητηρίασε τον γαμπρό της, η Αθανασία Αγγελινού, που σκότωσε τον σύζυγό της και τον ξάδελφό της και η Αικατερίνη Δημητρέα, που δηλητηρίασε συνολικά τέσσερα άτομα με παραθείο και αποπειράθηκε να δηλητηριάσει άλλα δύο.
Πηγή: eglima.wordpress
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου