Τα εφτά θαύματα του κόσμου ήταν σε εποχές αλλοτινές αξιοσημείωτα μνημεία και κολοσσιαία οικοδομήματα που κάθε Έλληνας που σεβόταν τον εαυτό του όφειλε να θαυμάσει.
Και λέμε Έλληνας γιατί ο κατάλογος που φτιαχνόταν με τα «εφτά θεάματα», όπως τα αποκαλούσαν χαρακτηριστικά οι Έλληνες συγγραφείς (Τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης), αφορούσε σε αυτό ακριβώς, σε έλληνες ταξιδιώτες και περιηγητές. Η ελληνική κατάκτηση ενός καλού τμήματος του γνωστού κόσμου εκεί τον 4ο αιώνα π.Χ. έδωσε τη δυνατότητα στο ελληνικό στοιχείο να έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό των Αιγυπτίων, των Περσών και των Βαβυλώνιων και χρειαζόταν πια ένας οδικός χάρτης, ένας ταξιδιωτικός οδηγός για τα μακρινά αυτά μέρη.
Και παρά το γεγονός ότι η σχετική λίστα στους αρχαίους χρόνους ήταν το λιγότερο ρευστή, το πράγμα σταθεροποιήθηκε εκεί στην εποχή της Αναγέννησης, όταν προκρίθηκαν τα εφτά έργα που ξέρουμε κι εμείς σήμερα.
Οι αρχαίοι άρχισαν να κάνουν ιδιαίτερο λόγο για εφτά θαύματα ήδη από τον 2ο αιώνα π.Χ., αν και οι πρώτες αυτές λίστες γνώρισαν τέτοιες τροποποιήσεις και εναλλακτικές εκδοχές στους αιώνες που θα ακολουθούσαν που μόνο συναίνεση δεν υπήρχε.
Η παλιότερη αναφορά σε κατάλογο με εφτά θαύματα μάς έρχεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ενώ σταθμός εδώ ήταν ο κατάλογος των εφτά του Αντίπατρου του Σιδώνιου, ο οποίος αφήνει ωστόσο έξω τους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας για να περιλάβει αντιθέτως άλλα μνημεία της σπουδαίας πόλης.
Ακόμα και ο μεγάλος μαθηματικός των ελληνιστικών χρόνων Φίλων ο Βυζάντιος γύρισε τον κόσμο για να δει τα θαύματα και να συντάξει τον δικό του περιηγητικό κατάλογο. Και στα έξι συμφωνεί με τον Αντίπατρο (το έβδομο θαύμα λείπει από το χειρόγραφό του).
Ο προγενέστερος Ηρόδοτος, από την άλλη, παραθέτει εντελώς άλλο κατάλογο θαυμάτων, ολότελα ελληνικό, κάνοντας πάντως λόγο για μεγαλεπήβολα έργα Αιγυπτίων (Πυραμίδα του Χέοπα) και Βαβυλωνίων (τα Τείχη της Βαβυλώνας).
Με τους αιώνες πάντως τα εφτά θαύματα του αρχαίου κόσμου συγκεκριμενοποιήθηκαν (στον 17ο-18ο αιώνα), αν και δεν εμφανίζονταν όλα αυτούσια στους καταλόγους των αρχαίων και των μεσαιωνικών…
Η Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας (2584-2561 π.Χ.)
Σήμερα οι αιγυπτιολόγοι ισχυρίζονται πως όλες οι πυραμίδες της Γκίζας έχουν λεηλατηθεί από τα αρχαία ακόμα χρόνια. Εικάζουν πως η Πυραμίδα του Χέοπα έχει παραβιαστεί και επανασφραγιστεί περισσότερες από μία φορές και κάποιοι μελετητές τοποθετούν την πρώτη λεηλασία της πριν ακόμα την αντικρίσει ο Ηρόδοτος με τα ίδια του τα μάτια (5ος αιώνας π.Χ.).
Οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας (8ος-6ος αιώνας π.Χ.)
Αλλά και οι Έλληνες Στράβων και Διόδωρος ο Σικελιώτης τους αναφέρουν. Οι αρχαιολόγοι ανησυχούν πάντως που δεν έχουν βρει κανένα φυσικό ίχνος της ύπαρξής τους, την ίδια ώρα που δεν αναφέρονται καν στον περιεκτικό κατάλογο της Βαβυλώνας με τα μνημεία της πόλης. Ούτε και ο Ηρόδοτος τους καταμαρτυρεί στο ταξίδι του στη Βαβυλώνα, μένοντας απλώς θαμπωμένος από τα πελώρια τείχη της πόλης και τα άλλα ξεχωριστά στολίδια της.
Ξακουστούς κρεμαστούς κήπους είχε αντιθέτως η ασσυριακή Νινευή και μια μερίδα σύγχρονων ιστορικών πιστεύει πως οι αρχαίοι συγγραφείς μπέρδεψαν απλώς τις πόλεις. Αν υπήρξαν πάντως στη Βαβυλώνα, τότε καταστράφηκαν ολοσχερώς κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Το Χρυσελεφάντινο Άγαλμα του Ολυμπίου Διός (430 π.Χ.)
Αν πιστέψουμε τον ρωμαίο ιστορικό Σουητώνιο, ο Καλιγούλας το ήθελε διακαώς στη Ρώμη, το όνειρό του δεν ευοδώθηκε ωστόσο καθώς δολοφονήθηκε εντωμεταξύ το 41 μ.Χ.. Η επικρατούσα θεωρία είναι πως ο Ναός του Διός παράκμασε μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων (393 μ.Χ.) και κάηκε από εμπρησμό περί το 426 μ.Χ., με διάταγμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β’.
Όσο για το Χρυσελεφάντινο Άγαλμα, είτε λεηλατήθηκε και κατατεμαχίστηκε επιτόπου είτε μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον ίδιο τον Θεοδόσιο περί το 390 μ.Χ. και καταστράφηκε πλάι σε άλλα τρανά έργα τέχνης έπειτα από πυρκαγιά που ξέσπασε στο Παλάτι του Λαύσου το 475 μ.Χ. Αυτή την εκδοχή προκρίνει ο βυζαντικός ιστορικός του 11ου αιώνα Γεώργιος Κεδρηνός.
Μια δεύτερη θεωρία αποδίδει την καταστροφή του στις επιδρομές των Γότθων, όταν ο ναός μετατράπηκε σε εκκλησία και κατέρρευσε κάποια στιγμή από σεισμό. Ο Λουκιανός ο Σαμοσαυτεύς λέει πάντως πως ήδη από τον 2ο αιώνα μ.Χ. το άγαλμα είχε υποστεί σημαντικές φθορές ή ακόμα και ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο Ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο (356 π.Χ.)
Το Αρτεμίσιο, όπως ονομαζόταν εναλλακτικά ο μεγαλοπρεπής ναός, χτιζόταν μάλιστα κοντά στα 120 χρόνια, όπως παραδίδει ο Παυσανίας. Και αν πιστέψουμε τον Αντίπατρο, ήταν το πιο όμορφο από τα εφτά θαύματα του κόσμου: «Όταν βλέπω τον ναό της Αρτέμιδος που αγγίζει τον ουρανό, τα υπόλοιπα μνημεία χάνουν τη λαμπρότητά τους», εξομολογείται χαρακτηριστικά στην «Ελληνική μυθολογία» του.
Το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (353-351 π.Χ.)
Ακόμα και όταν η πόλη έγινε ερείπια, το Μαυσωλείο συνέχισε να στέκει πάνω στα συντρίμμια, μετρώντας μια ζωή 16 σχεδόν αιώνων. Έπεσε όμως τελικά θύμα μιας ασύμμετρης δύναμης, του Εγκέλαδου, καθώς σε μια σειρά σεισμών γκρεμιζόταν ολοένα και περισσότερο.
Μέχρι το 1404 μ.Χ. μόνο η βάση του περίτεχνου οικοδομήματος ήταν ορατή. Και όταν οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου εισέβαλαν στην περιοχή και έχτισαν το Κάστρο του Αγίου Πέτρου το 1494, του έδωσαν τη χαριστική βολή, χρησιμοποιώντας τα αρχαία ερείπιά του στα οχυρωματικά τους έργα. Όταν οι Σταυροφόροι φοβήθηκαν μάλιστα τουρκική εισβολή το 1522, κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει από τα ερείπια και τα αγάλματα του Μαυσωλείου για να ενισχύσουν τα τείχη της Αλικαρνασσού (το τουρκικό Μπόντρουμ). Τμήματα του μνημείου έχουν επιβιώσει μέχρι και σήμερα…
Ο Κολοσσός της Ρόδου (292-280 π.Χ.)
Ο Φίλων ο Βυζάντιος ξεχώριζε τον Κολοσσό μεταξύ των άλλων εφτά θαυμάτων λέγοντας πως ο γλύπτης είχε πετύχει το ακατόρθωτο, να κάνει την αναπαράσταση να μοιάζει με πραγματικό θεό. Ο Κολοσσός παρέμεινε στη θέση του για τα επόμενα 54 χρόνια, μέχρι να χτυπηθεί η Ρόδος από κείνον τον σεισμό του 226 π.Χ. και να σπάσει η παράσταση στα γόνατα, όταν και έπεσε στο έδαφος, πάνω σε μερικές δεκάδες σπίτια.
Ο Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης προσφέρθηκε να πληρώσει για την αποκατάστασή του, οι Ρόδιοι πίστεψαν ωστόσο στον χρησμό των Δελφών πως η ύβρις για το γκρέμισμα του Κολοσσού ήταν τέτοια που δεν θα έπρεπε να τον ξαναφτιάξουν.
Τα ερείπια παρέμειναν μάλιστα στη θέση τους για περισσότερα από 800 χρόνια, όπως μας λέει ο Στράβων, και ήταν τόσο εντυπωσιακά που συνέχιζε να έρχεται ο κόσμος για να τα θαυμάσει. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αποκαλύπτει μάλιστα πως λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να αγκαλιάσουν με τα χέρια τους τον πεσμένο αντίχειρα του Κολοσσού, καθένα από τα δάχτυλα του οποίου ήταν μεγαλύτερα από τα περισσότερα αγάλματα της εποχής.
Το 653 μ.Χ. ο άραβας χαλίφης Μωαβίας Α’ κατέλαβε τη Ρόδο και έλιωσε τα απομεινάρια του Κολοσσού, πουλώντας τα σε έμπορο από την Αντιόχεια της Μεσοποταμίας. Και χρειάστηκαν περισσότερες από 900 καμήλες για να μεταφερθεί ο μπρούτζος. Αυτό γράφει ο βυζαντινός μοναχός και χρονογράφος Θεοφάνης Ομολογητής πως ήταν το τέλος του Κολοσσού…
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας (280 π.Χ.)
Ήταν άλλο ένα πελώριο κτίσμα του περιβόητου έλληνα αρχιτέκτονα και μηχανικού Σώστρατου του Κνίδιου, τον οποίο έφερε ο Πτολεμαίος στο βασίλειό του για να του χαρίσει ένα έργο αντάξιο της αλεξανδρινής του φήμης. Και ο Φάρος του έμελλε να ζήσει μέχρι τον 14ο αιώνα, παραμένοντας σταθερά σε λειτουργία. Έπεσε κι αυτός όμως θύμα της φυσικής μανίας, καθώς χτυπήθηκε από σειρά σεισμών.
Έναν πρώτο το 796 μ.Χ. που του προκάλεσε μικρής έκτασης φθορές και τρεις μετά, το 956, το 1303 και το 1323 που τον άφησαν ερείπιο. Ό,τι απέμενε ακόμα στη θέση του από τη βάση του Φάρου χρησιμοποιήθηκε το 1480 από τον σουλτάνο της Αιγύπτου Καΐτ-μπέη ως θεμέλια για το μεσαιωνικό κάστρο που ανέγειρε στην ίδια θέση…
ΠΗΓΗ: newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου