Στη Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Θουκυδίδης καταγράφει την αρχαία παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Μίνωας ήταν ο πρώτος που απέκτησε πολεμικό στόλο και κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου, που στη εποχή του συγγραφέα ονομαζόταν «Ελληνική θάλασσα». Ο Μίνωας κατάκτησε τις Κυκλάδες και ίδρυσε αποικίες στις περισσότερες από αυτές αφού πρώτα έδιωξε τους Κάρες που κατοικούσαν εκεί. Εγκατέστησε, μάλιστα, κυβερνήτες στα νησιά τους γιούς του οι οποίοι, σύμφωνα με τον Διόδωρο, ήταν ο Αλκαίος στην Πάρο, ο Ανιος στη Δήλο και ο Ανδρέας στην Ανδρο. Καταπολέμησε, επίσης, τη θαλάσσια πειρατεία για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη πρόσβαση των Μινωιτών στα διάφορα προϊόντα των νησιών.
Ο Ηρόδοτος στην «Κλειώ» γράφει ότι οι Κάρες είχαν έρθει στη Μικρά Ασία από τα νησιά. Είχε ακούσει τις παλιές ιστορίες που αφηγούνταν ότι στο παρελθόν οι Κάρες ήταν νησιώτες και ονομάζονταν Λέλεγες. Βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του Μίνωα χωρίς να πληρώνουν φόρο, υποχρεώνονταν όμως να επανδρώνουν τα καράβια του όποτε υπήρχε ανάγκη. Oταν ο Μίνωας απόκτησε μεγάλη δύναμη και με τους νικηφόρους πολέμους του υπέταξε πολλές περιοχές, έκανε υποτελείς του και τους Κάρες που εκείνη την εποχή απολάμβαναν μεγάλου σεβασμού ανάμεσα στους άλλους λαούς, αφού αυτοί υπήρξαν οι εφευρέτες του λοφίου στα κράνη και της εξάρτησης στις πολεμικές ασπίδες.
Πολύ αργότερα, πάντα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Δωριείς και οι Ιωνες έδιωξαν τους Κάρες από τα νησιά και αυτοί εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Βέβαια, δεν παραλείπει να σημειώσει ότι αυτή είναι η εκδοχή των Κρητικών για τους Κάρες, αφού οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες της μικρασιατικής γης. Πράγματι, όπως επισημαίνουν οι αρχαιολόγοι, τα μικρά νησιά των Κυκλάδων και του Αιγαίου με τη λιγοστή καλλιεργήσιμη γη και τον περιορισμένο αριθμό των κατοίκων τους, ήταν πάντα υποχρεωμένα να βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της ηπειρωτικής Ελλάδας και των μεγαλύτερων όγκων στεριάς όπως η Κρήτη.
Ετσι οι νησιώτες από τους προϊστορικούς χρόνους είχαν αναλάβει τον ρόλο των θαλασσοπόρων και τον μεσαζόντων στην μεταφορά και την ανταλλαγή των εμπορευμάτων.
Ο γεωγραφικός χώρος του Αιγαίου με τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και τη Κρήτη να βρίσκονται σε κοντινές αποστάσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, καθόρισε τη μοίρα και την ιστορική εξέλιξη των νησιών. Οπως σημειώνει ο σπουδαίος αρχαιολόγος και επικεφαλής της ανασκαφής στον Προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης κ. Χρίστος Ντούμας, οι περιορισμοί του φυσικού περιβάλλοντος ανάγκασαν τους νησιώτες να γίνουν επινοητικοί και εφευρετικοί. Ανακάλυψαν, εξόρυξαν και επεξεργάστηκαν πετρώματα, όπως ο οψιανός, το μάρμαρο και η σμύριδα. Ανέπτυξαν την εκκαμίνευση των μεταλλευμάτων, τη μεταλλουργία και βέβαια τη ναυπηγική τέχνη και τη ναυσιπλοΐα -κυρίως από την 3η χιλιετία π.Χ. Από πολύ νωρίς εμφάνισαν μια τεχνολογία που τους επέτρεψε να εφαρμόσουν τις γνώσεις που απέκτησαν για τους φυσικούς νόμους, τη χημεία των υλικών, τη μετεωρολογία και την αστρολογία. Τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι προηγήθηκαν στην τεχνολογία από τους στεριανούς. Αξιοποιώντας αυτό το προβάδισμά τους, με τα καράβια τους μετέφεραν και αντάλλασσαν αγαθά από τις ηπειρωτικές ακτές. Υποστηρίζεται ότι οι Κυκλαδίτες μετέδωσαν τις ναυτικές τους γνώσεις στους Μινωίτες κι αργότερα στους Μυκηναίους, οι οποίοι με τη σειρά τους τις αξιοποίησαν στις εμπορικές τους δραστηριότητες σ’ ολόκληρη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης
Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.
(Από τη συλλογή «Προσανατολισμοί» του Οδυσσέα Ελύτη)
Μύθοι του Αιγαίου
Με τη ναυσιπλοΐα των νησιών του Αιγαίου στα τέλη της Νεολιθικής Εποχής και στις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, συνδέονται πολλές μυθολογικές αφηγήσεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Αργοναυτική και η Τρωική εκστρατεία παραπέμπουν στις μετακινήσεις των πρώτων μεταλλουργών στο Αιγαίο, προκειμένου να βρουν νέες πηγές πρώτης ύλης, αλλά και πρόσφορες αγορές. Ο μύθος της επιστροφής του χρυσόμαλλου δέρατος από την Κολχίδα έχει έναν ιστορικό πυρήνα που αντανακλά την επέκταση του Μυκηναϊκού εμπορίου με στόχο τη διακίνηση μεταλλουργικών προϊόντων και την αναζήτηση τεχνικών απόληψης και επεξεργασίας του χρυσού. Επίσης, ο μύθος της τιμωρίας του αλυσοδεμένου Προμηθέα στον Καύκασο από τον Δία παραπέμπει στις απαρχές της μεταλλουργίας στο Αιγαίο που συνδέεται με την εισαγωγή τεχνολογίας και έτοιμων προϊόντων από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου.
Κάτω από το πρίσμα των σχέσεων και των αλληλοεπιδράσεων μεταξύ των ανθρώπων στην περιοχή αυτή της Μεσογείου πρέπει να κατανοήσουμε και άλλους ελληνικούς μύθους που υπαινίσσονται την πορεία που ακολούθησε η μεταλλουργική τέχνη την εποχή του Χαλκού μέσα από τους αιγαιοπελαγίτικους θαλάσσιους δρόμους.
Ο Κάδμος, ο γιος του Αγήνορα, αναζητώντας την αδελφή του Ευρώπη που έκλεψε ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο, πήγε μαζί με την μητέρα του Τηλέφασσα στο νησί της Ρόδου. Αφησε μερικούς Φοίνικες να φυλάνε το ιερό του Ποσειδώνα που έκτισε, και ταξίδεψε στη Θάσο όπου ίδρυσε αποικία και εγκατέστησε τον αδελφό του Θάσο, τον πρώτο οικιστή του νησιού που της χάρισε το όνομά του. Ψάχνοντας απεγνωσμένα την αδελφή του έφθασε στη Θράκη και στην αρχαία Ηδωνίδα στην περιοχή του Παγγαίου. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο φοινικικής καταγωγής Κάδμος ήταν εκείνος που πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου και δίδαξε τους ανθρώπους να εξορύσσουν το πολύτιμο μέταλλο και να κατασκευάζουν μ’ αυτό διάφορα κομψοτεχνήματα. Στα βάσανα του Κάδμου απάντηση έδωσε ο χρησμός της Πυθίας που του είπε να ακολουθήσει την πρώτη αγελάδα που θα εύρισκε στον δρόμο του. Ετσι, ακολουθώντας την αγελάδα που είχε ξεκόψει από το κοπάδι του Πελάγοντα, έκτιζε πόλεις στα σημεία που εκείνη σταματούσε, για να καταλήξει τελικά στη γη της Βοιωτίας όπου ίδρυσε την Καδμεία, την αρχαία Θήβα.
Με την πρώιμη μεταλλουργία στον χώρο του Αιγαίου συνδέονται οι πάμπολλες εκδοχές του μύθου για τους Τελχίνες που τους παρουσιάζει ως σπουδαίους τεχνίτες και εφευρέτες. Σ’ αυτούς αποδίδεται από τον Στράβωνα η πρώτη ανακάλυψη της επεξεργασίας των μετάλλων, όπως του χαλκού και του σιδήρου. Επίσης, οι αρχαίοι μυθογράφοι τους, όπως ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, τους θεωρούσαν επινοητές πολλών εργαλείων της μεταλλευτικής τέχνης που όταν τα κουβαλούσαν έδειχναν ότι τους λείπουν τα άκρα. Από την Κρήτη όπου κατοικούσαν, πήγαν στην Κύπρο, για να εγκατασταθούν τελικά στη Ρόδο που πήρε το όνομα Τελχινίς. Αυτοί κατασκεύασαν την «άρπη», το δρεπανωτό ξίφος με το οποίο ο Κρόνος ευνούχισε τον πατέρα του Ουρανό.
Οι Τελχίνες μαζί με την Καφείρα, την κόρη του Ωκεανού, ανέθρεψαν των Ποσειδώνα, όταν η Ρέα τους εμπιστεύτηκε το μωρό. Οταν πια αυτός μεγάλωσε, έφτιαξαν τη φοβερή τρίαινα του θεού της θάλασσας. Ακόμα, ο μύθος θέλει τον Ποσειδώνα να παίρνει γυναίκα του την Αλία που ήταν αδελφή των Τελχίνων. Μαζί της έκανε έξι γιους και μια κόρη, τη Ρόδο, που χάρισε το όνομά της στο νησί. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι αυτοί πρώτοι κατασκεύασαν αγάλματα θεών, στη Λίνδο τον «Απόλλωνα Τελχίνιο», στην Ιαλυσό την Ηρα και τις Νύμφες και στη Κάμιρο την «Ηραν Τελχινία». Επίσης, τους αποδίδεται η κατασκευή, σε συνεργασία με τους Κύκλωπες, του περιδέραιου που χάρισε ως γαμήλιο δώρο ο Κάδμος στη γυναίκα του, Αρμονία, και το οποίο έγινε αιτία πολλών δεινών για τους απογόνους τους. Ο Σουετώνιος μας παραδίδει ότι κάποιοι από αυτούς ήταν ο Χρύσων, ο Αργυρών και ο Χάλκων.
Οι Τελχίνες, παιδιά του Πόντου και της Γαίας, ήταν παράξενα, δαιμονικά όντα που είχαν ανθρώπινη μορφή. Δεν είχαν πόδια, είχαν όμως φτερά στη θέση των χεριών και ο αρχαίος μύθος τους θέλει γητευτές και αίτιους βασκανίας. Διέθεταν μαγικές ικανότητες και μετέβαλλαν τον καιρό προκαλώντας ομίχλες, ενώ κατέστρεφαν τα ζώα και τα φυτά με θειάφι και δηλητηριώδες νερό της Στυγός. Ο μύθος τους παρουσιάζει φθονερούς και «ψογερούς» που κρατούν ζηλόφθονα τα μυστικά της τέχνης τους αποκλειστικά για τους ίδιους. Ολα αυτά φαίνεται ότι προκάλεσαν την τιμωρία του Δία που αποφάσισε να τους εξοντώσει με τον κατακλυσμό της Ρόδου.
Ειδοποιημένοι από την Αρτέμιδα, εγκατέλειψαν το νησί πριν από τον κατακλυσμό και κατέφυγαν στη Κρήτη. Επίσης, κάποιοι μύθοι συνδέουν τους Τελχίνες με τους Κουρήτες και τους Ιδαίους Δάκτυλους. Οι τελευταίοι γεννήθηκαν όταν οι πόνοι της γέννας έπιασαν τη Ρέα που είχε κρυφτεί από τον Κρόνο σε μια σπηλιά. Για να μην ακουστούν οι ωδίνες του τοκετού έχωσε τα δάχτυλά της μέσα στη γη απ’ όπου και ξεπήδησαν οι δέκα Ιδαίοι Δάκτυλοι. Κάποιοι από αυτούς ονομάζονταν Κέλμις (εργαλείο τήξης του σιδήρου), Ακμων (αμώνι) και Δαμναμενεύς (αυτός που δαμάζει το σίδερο-σφυρί).
Ισως πίσω από τον από το μύθο των Ιδαίων Δακτύλων και των Τελχίνων βρίσκεται κρυμμένη η αναφορά στην εξειδικευμένη και κλειστά οργανωμένη ομάδα των μεταλλουργών την Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο, οι οποίοι διατηρούσαν απόκρυφα τα μυστικά της τέχνης τους. Το κύρος που απέκτησαν στις νησιώτικες μικροκοινωνίες τους οδήγησε να αντιμετωπίζονται ως γόητες με μαγικές ικανότητες και μεγάλη σοφία για τις φυσικές επιστήμες, όπως ακριβώς και οι μυθικοί Τελχίνες. Επίσης, μέσα από τους μύθους αυτούς βλέπουμε την διασύνδεση της μεταλλουργίας με την θρησκευτική λατρεία.
Ο μύθος του πιο μεγάλου άθλου του Θησέα ασφαλώς είναι η εξόντωση του Μινώταυρου. Μ’ αυτόν φαίνεται ότι συνδέεται η ονοματοδοσία του Αιγαίου Πελάγους. Παίρνοντας την ιστορία από την αρχή, ο βασιλιάς της Αθήνας ύστερα από πολλές προσπάθειες τελικά απόκτησε με θεία επέμβαση από την Αίθρα τον Θησέα, τον πολυπόθητο γιο και διάδοχο του θρόνου του. Υστερα από την πολλά κατορθώματα τελικά έφθασε στην Αθήνα, η οποία την εποχή εκείνη βρισκόταν σε δύσκολη θέση εξαιτίας της δολοφονίας του Ανδρόγεου του γιου του Μίνωα, ενώ εκείνος κατευθυνόταν στη Θήβα. Αυτό προκάλεσε την οργή του Μίνωα και μαζί με τον στόλο του εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας που υπέφερε από την πανώλη και τον λιμό, αποτέλεσμα της δίκαιης τιμωρίας του Δία τον οποίο είχε επικαλεσθεί στον πόνο του ο απαρηγόρητος πατέρας.
Το Μαντείο των Δελφών συμβούλευσε τους Αθηναίους να δεχτούν την απαίτηση του Μίνωα που τους ανάγκαζε κάθε χρόνο για εννέα χρόνια να του παραδίδουν επτά νέους και επτά νέες για τροφή στον Μινώταυρο. Αυτός τα καταβρόχθιζε μέσα στον λαβύρινθο, ή καταδικάζονταν να περιπλανώνται μέχρι θανάτου αδυνατώντας να βρουν την έξοδο. Την τρίτη χρονιά που ήρθε η ώρα να πληρώσουν οι Αθηναίοι τον φόρο αίματος στον Μίνωα, ο Θησέας προσφέρθηκε να πάει στη Κρήτη χωρίς να τραβήξει κλήρο. Με την επέμβαση της Αφροδίτης η Αριάδνη, που ήταν κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, ερωτεύτηκε τον Θησέα και τον βοήθησε να νικήσει τον Μινώταυρο. Δίνοντάς του, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τον περίφημο «μίτον» εκείνος βρήκε με επιτυχία την έξοδο του λαβυρίνθου. Αφού εξόντωσε το τέρας , ο ήρωας μαζί με την Αριάδνη επιβιβάστηκε στο πλοίο της επιστροφής. Φθάνοντας στη Νάξο αναγκάστηκε, όμως, να αποχωριστεί την Αριάδνη αφού ο Διόνυσος την πήρε για γυναίκα του.
Το πλοίο με το οποίο είχε πάει στην Κρήτη ο Θησέας είχε μαύρα πανιά -σημάδι για τον βέβαιο χαμό των νέων Αθηναίων. Ο Αιγέας, όμως, είχε δώσει στον πιλότο ένα άλλα άσπρο πανί για να το υψώσει εάν ο γιός του γύριζε σώος. Μέσα στη χαρά της επιστροφής ξεχάσανε να αλλάξουν το πανί και ο Αιγέας, σύμφωνα με τον Παυσανία, όταν είδε «ιστίοις μέλασι την ναύν κομιζομένην» αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα.
Οπως γράφει ο αρχαιολόγος Χρίστος Ντούμας, ίσως η προέλευση του ονόματος του Αιγαίου από τον μυθικό βασιλιά της Αθήνας να είναι τελικά μια απλή παρετυμολόγηση που ενισχύθηκε σκόπιμα από τους αρχαίους Αθηναίους. Φαίνεται πως ο μύθος του Θησέα με τον Μινώταυρο υποκρύπτει την προσπάθεια της αρχαίας Αθήνας να επιβάλει μέσα από την κατίσχυση της παντοδυναμίας του Μίνωα, την εδραίωση της δικής της κυριαρχίας σ’ ολόκληρο το Αιγαίο. Ετσι ο μύθος που θέλει την Αθήνα να απαλλάσσεται δια παντός από τον φόρο υποτέλειας στους Μινωίτες, γίνεται παράλληλα ένα νομιμοποιητικό στοιχείο του ναυτικού επεκτατισμού της.
Ετυμολογία της λέξης Αιγαίο
Αναζητώντας, πάντως, στα λεξικά την ετυμολογία του ονόματος του Αιγαίου ανακαλύπτουμε κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Τα μεγάλα κύματα, σύμφωνα με τον λεξικογράφο Ησύχιο, λέγονται «αίγες», ενώ ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός στο περίφημο έργο του «Ονειροκριτικά» γράφει: Και γαρ τα μεγάλα κύματα αίγας εν τη συνηθεία λέγομεν, και λάβρος επαιγίζων φησίν ο ποιητής, για τον σφοδρό άνεμο. Στο γεμάτο φουρτούνες Αιγαίο η φαντασία των ανθρώπων παρομοίαζε τον αφρό των μεγάλων κυμάτων με λευκές γίδες που έτρεχαν αλαφιασμένες κάτω από τις ριπές των ισχυρών ανέμων προς τον «αιγιαλό».
Αν και κάποιοι γλωσσολόγοι μιλούν για προελληνική αυτόχθονα ονομασία, το κυματόβρεχτο Αιγαίο Πέλαγος σε αντιδιαστολή με τη δύσκολη Μαύρη Θάλασσα που την είπαν Εύξεινο Πόντο, οι παλιοί ναυτικοί το ονόμασαν Ασπρη Θάλασσα. Οι αναφορές του Κωστή Παλαμά στη Φλογέρα του Βασιλιά «K' η αττικιά ακροθάλασσα, και ξεχωρίζει μέσα στην Ασπρη θάλασσα...» και του Ανδρέα Καρκαβίτσα για τους Ασπροθαλασσίτες και Μαυροθαλασσίτες ναυτικούς μαρτυρούν ακόμα μια φορά τη διαχρονική ελληνική ναυτοσύνη του Αιγαίου που από μόνη της είναι μύθος.
Κείμενο: Αντώνιος Δικαίος, Θεολόγος-Περιβαλλοντολόγος
aigaio.dev.edu.uoc.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου